~ Το "κλέβουμε" και το αναρτούμε,
γιατί όπως λέει και ο Κωνσταντίνος Σύμπουρας:
«Η καρδιά όταν μάθει να ζωγραφίζει με το λόγο
αφήνει τα ίχνη της
και σε άλλες καρδιές...
Ειναι πολύ δυνατό
(για να μην το δουν
πολλά μάτια και πολλές ψυχές…)»
~ γράφει η εκ των «συν αυτώ», Ελένη Διαμαντοπούλου
από το ανέκδοτο βιβλίο της :
"30 δακρυσμένα σκαλοπάτια, κεφ. δ' " (2017)
"Ήταν Σάββατο του Λαζάρου.
Η μικρή ήταν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού .
Όλες οι θύμισες σαν σε όνειρο μπροστά της
ζωντάνευαν και ζωντανεύουν όλα τα χρόνια
...
Η μεγάλη αδελφή της
είχε ντυθεί λαζαρίνα για το έθιμο
και
τριγυρνούσε στις γειτονιές για τα κάλαντα .
Η μικρή,
ο Βενιαμίν της οικογένειας,
το στερνοπούλι, εκεί στην αυλή,
κάτω απ΄την κληματαριά,
ψευτοέπαιζε με κάτι πετραδάκια,
μα έριχνε και κλεφτές ματιές
μέσα στο δωμάτιο του πατέρα της.
Η μάνα της απασχολημένη
με τον άρρωστο σύζυγό της.
- Λίγο τσάι πεθύμησα,
με λίγο φρυγανισμένο ψωμί,
ψιθύρισε ο άνδρας της,
με φωνή που έβγαινε
μέσα από τα σπλάχνα του γεμάτα πόνο,
μα αρχοντικό πόνο, δίχως μιζέρια.
Δε νοιαζόταν για το δικό του πόνο,
μα νοιαζόταν τα 4 ορφανά που θα άφηνε σε
λίγο.
Προαισθανόταν ότι το τέλος του δε θα αργούσε .
Έκανε το σταυρό του και ήπιε δύο γουλιές απανωτές.
Σα να ρουφούσε ολάκερη τη ζωή του.
- Φώναξέ μου τη μικρή,
ψέλλισαν τα χείλη του γεμάτα στοργή.
Έχω ένα βάρος στην καρδιά μου...
Την άκουγε που έπαιζε έξω στην αυλή.
Αχ, αυτή η πατρική στοργή
που αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη του ανθρώπου
και τη θεραπεύει.
Τι βάλσαμο!
Εκεί στην αυλή,
κάτω απ την κληματαριά
που είχε αρχίσει να βγάζει δειλά -δειλά
κάτι βλασταράκια τρυφερά,
καθόταν και αφουγκραζόταν η μικρή
όλες τις κινήσεις στο δωμάτιό του απ΄το παράθυρο,
που το άφηναν μισάνοιχτο για φρέσκο αέρα.
Πήδηξε από τη χαρά της
όταν τον άκουσε να τη ζητάει.
Έτρεξε
στο δωμάτιο.
Κάθισε πλάι στο κρεββάτι του προσεκτικά
μην τον πονέσει
και δε χόρταινε να κοιτάει το λίγο χλωμό,
μα τόσο αρχοντικό πρόσωπό του.
Έτσι τον ένιωθε και καμάρωνε,
πόσο τον καμάρωνε!...
- Κοίταξε, της είπε,
εσύ είσαι το στερνοπούλι μου.
Όταν ήταν έγκυος η μαμά σου σε σένα,
της είχα πει να μη σε κρατήσουμε,
αν συμφωνούσε βέβαια και αυτή.
Τέταρτο παιδί ήσουν,
πως θα τα βγάζαμε πέρα,
σκεφτόμουν.
Ήθελα το καλύτερο για όλους σας
και αναλογιζόμουν,
αν θα μπορούσα
να σας το δώσω.
Αν και δεν φοβόταν ποτέ τη δουλειά,
ήταν λιοντάρι,
τα κτήματα που πήρε προίκα
τα πολλαπλασίασε,
μα φοβόταν μήπως
δε δώσει στον καθένα το καλύτερο.
Ήταν πάντα περήφανος κι αρχοντικός.
Φιλότιμος και γενναιόδωρος με όλους!
- Η μαμά σου, όμως, συνέχισε,
μου είπε τότε:
"Όχι, ας το κρατήσουμε
και το τέταρτο παιδί μας.
Έχει ο Θεός..."
Και γω σεβάστηκα την επιθυμία της,
στερνοπούλι μου!
Δεύτερο λόγο δεν της είπα!
Και όταν ήρθε η ώρα,
βγήκες εσύ,
ένα καταγάλανο παιδί,
με ολόξανθα μαλλιά
και η μάνα μου η Μαριγώ,
η γιαγιά σου,
ήταν στη γέννα σου παρούσα.
Χτυπούσε ο πρωινός ήλιος
στο κεφαλάκι σου
και έλαμπες,
έτσι μου είχε
πει η μάνα μου...
- Η μάνα μου η Μαριγώ,
μονολόγησε και δάκρυσε ο πατέρας...
Ίσως σκέφτηκε,
ότι σε λίγο η μάνα του,
που ζούσε,
θα έπινε το πικρό ποτήρι του θανάτου του.
Ίσως...
- Η μάνα μου η Μαριγώ,
ξαναψιθύρισε με ξέψυχη φωνή
κι ένας λυγμός βγήκε από τα σωθικά του .
Σήκωσε το αδύναμο χέρι του
και χάιδεψε το προσωπάκι της.
- Στερνοπούλι μου, μονολόγησε.
Χαίρομαι που ήρθες
στον κόσμο ! ...
Έξω είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει .
Σλότα την ονομάτιζαν.
Διαφορετικά, όπως κι άλλες φορές,
θα βγαίνανε στην αυλή σιγά -σιγά,
πιασμένοι χέρι- χέρι
να ρουφήξουν τις στιγμές
που τους απόμειναν
μαζί...
Ήταν Σάββατο του Λαζάρου τότε,
μ 'ένα ψιλόβροχο ανοιξιάτικο!
Μια δροσιά στο καμίνι της ψυχής.
Πόσο ζωντανά το θυμάται η μικρή.
Μια ανάσταση, όμως, ζούσαν οι δυο τους.
Ο καθένας για
διαφορετικούς λόγους.
Πέρασαν πολλά Σάββατα του Λαζάρου από τότε,
μα πάντα ζωντανεύουν
εκείνη τη λυτρωτική εξομολόγηση του πατέρα της
μαζί με το χάδι του,
που, ποιος ξέρει,
ίσως σκεφτόταν
πως μπορεί να είναι και το στερνό του...
Που να' ξερε ο πατέρας,
ότι το στερνοπούλι του αυτό
θα μνημόνευε την ψυχή του χρόνια
και χρόνια ολάκερα στο θυσιαστήριο του Θεού,
θα έδινε το όνομά του για να του κάνουν αμέτρητα 40λείτουργα,
σε αμέτρητους Ιερούς Ναούς και Ιερά Μοναστήρια.
Θαρρεί,
ότι η ψυχή του θα μυροβλήσει
απ' τα πολλά 40λείτουργα ...
Εκείνο το ευλογημένο Σάββατο πως να το ξεχάσει;
Τη λύτρωση του πατέρα,
το ακριβό του δάκρυ για τη γιαγιά τη Μαριγώ,
για τη γυναίκα του,
για τα 4 ορφανά που θ' άφηνε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου