«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Εὐθύμιος,
ποὺ κάθουμαι στὴν ἔρημο,
10 μίλια ἀνατολικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ,
μέσα στὸ ξεροπόταμο ποὺ εἶναι νοτινὰ
ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει στὴν Ἱεριχώ.
Ἂν θέλεις νὰ θεραπευθεῖς,
ἔλα σὲ μένα
κι᾿ ὁ Θεὸς θὰ σὲ γιατρέψει»...
☆α(μ)Φιερωμένο, αντί άλλου δώρου, με αγάπη Χριστού στο αστέρι μας που λέγεται Ευθυμία!
|Και υπέρ Αναπαύσεως και Σωτηρίας της ψυχής της δούλης του Θεού Ασημίνας...|
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας
Γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας
στὰ 377 μ.X.
Ἀληθινὰ ἐκ κοιλίας
μητρὸς ἤτανε ἁγιασμένος,
γιατὶ ἀφοσιώθηκε
στὸ Θεὸ ἀπὸ 3 χρονῶν παιδί.
Σὰν ἔγινε 29
χρονῶν, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ
προσκύνησε τοὺς ἁγίους
Τόπους, ἔπειτα ἐπισκέφθηκε
τοὺς πατέρας
τῆς ἐρήμου καὶ τέλος
κατοίκησε σ᾿ ἕνα
σπήλαιο τῆς λαύρας τοῦ Φαρᾶν, κ᾿ ἐζοῦσε μὲ τέλεια ἀκτημοσύνη,
πλέκοντας ψάθες γιὰ τὴ
συντήρησή του
. Ἐκεῖ κάθισε 5
χρόνια, μ᾿ ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ
Θεόκτιστο.
Μετὰ τὰ 5 χρόνια
πήγανε ἀπὸ τὸ Φαρᾶν καὶ ἥβρανε
μέσα σ᾿ ἕνα
ξεροπόταμο, ποὺ τὸ λένε
τώρα Οὐάντι
Δαμπόρ, ἕνα
σπήλαιο ἀπόγκρεμνο,
κ᾿ ἐκεῖ
κατοικήσανε.
Μὲ τὸν καιρὸ
πληθύνανε οἱ ἀδελφοί,
καὶ στὸ τέλος
κάνανε ἕνα
μοναστήρι κοινόβιο, τὸ πρῶτο ποὺ γίνηκε
στὴν
Παλαιστίνη, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ζούσανε
μὲ ἄκραν αὐστηρότητα.
Το ἀκόλουθο, ποὺ τὸ
διηγήθηκε στὸν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ἕνας
φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, γιὰ τὸν πάππο
του ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ ποὺ τὸν ἕγιανε ὁ ἅγιος.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρο –
Τερέβωνας, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμα παιδὶ παράλυσε
τὸ μισὸ κορμί
του, τὸ δεξιὸ μέρος, ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια.
Ὁ πατέρας του Ἀσπέβετος,
ποὺ ἤτανε κι᾿ αὐτὸς
φύλαρχος, ἤτανε ἀπαρηγόρητος,
γιατὶ οἱ γιατροὶ δὲν
μπορέσανε νὰ δώσουνε ὠφέλεια στὸ παιδί
του.
Βρισκότανε στὴν Ἀραβία κ᾿ εἴχανε
στήσει τὰ
τσαντήρια τους.
Ὅπου, μιὰ νύχτα,
βλέπει τὸ ἄρρωστο
παιδὶ στὸν ὕπνο τοῦ ἕναν
καλόγερο μὲ μακριὰ γενειάδα
καὶ τοῦ λέγει:
«Τί ἀσθένεια ἔχεις;»
Κ᾿ ἐκεῖνο ἔδειξε τὸ παράλυτο
μέρος τοῦ κορμιοῦ του.
Κι᾿ ὁ μοναχός
του λέγει πάλι:
«Ὅ,τι
τάξεις στὸ Θεό, θὰ τὸ κάνεις, ἂν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;»
Καὶ τὸ παιδὶ εἶπε:
«Ναί».
Τότε τοῦ λέγει ὁ
γέροντας:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Εὐθύμιος,
ποὺ κάθουμαι
στὴν ἔρημο, 10 μίλια
ἀνατολικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ,
μέσα στὸ
ξεροπόταμο ποὺ εἶναι νοτινὰ ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει
στὴν Ἱεριχώ.
Ἂν θέλεις νὰ
θεραπευθεῖς, ἔλα σὲ μένα κι᾿ ὁ Θεὸς θὰ σὲ
γιατρέψει».
Τὸ πρωί, εἶπε τὸ ὄνειρο τὸ παιδὶ στὸν πατέρα
του, κ᾿ ἐκεῖνος ἀμέσως
πρόσταξε νὰ σηκώσουνε τὶς τέντες
καὶ νὰ
τραβήξουνε κατὰ τὸ
μοναστήρι τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου,
ποὺ τὸ βρήκανε
ρωτώντας.
Οἱ μοναχοί, σὰν εἴδανε τὸ πλῆθος τῶν
βαρβάρων, φοβηθήκανε.
Μοναχὰ
ὁ Θεόκτιστος κατέβηκε καὶ
τοὺς ρώτησε τί ζητᾶνε.
Κ᾿
ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε «τὸν Εὐθύμιο, τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ».
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἡσύχαζε κ᾿ εἶχε δώσει
παραγγελία νὰ μὴν τὸν ἀνησυχήσουνε
ὡς τὸ Σάββατο,
εἶπε στὸν Ἀσπέβετο νὰ
περιμένουνε.
Ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς πατέρας
τοῦ ἔδειξε τὸ παιδὶ ποὺ
κειτότανε ξυλιασμένο καὶ τὸν
παρακάλεσε νὰ τὸν λυπηθεῖ.
Τότε ὁ
Θεόκτιστος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο τὴν ἱστορία.
Κ᾿ ἐκεῖνος
κατέβηκε, καὶ σὰν εἶδε τὸ παιδί, ἔκανε
προσευχὴ πολλὴν ὥρα, ὕστερα τὸ
σταύρωσε, καὶ παρευθὺς ἔγινε καλὰ ὁ
Τερέβωνας.
Βλέποντας οἱ Ἀραπάδες αὐτὸ τὸ θαῦμα,
γονατίσανε καὶ φιλούσανε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου, καὶ τὸν
παρακαλούσανε νὰ τοὺς
βαφτίσει.
Τότε ὁ ἅγιος
παράγγειλε νὰ κάνουνε μία μικρὴ
κολυμβήθρα σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ
σώζουνταν ὡς τὸν καιρὸ ποὺ τὰ ἔγραφε ὁ Κύριλλος,
κι᾿ ἀφοῦ τοὺς
κατήχησε, τοὺς βάφτισε.
Τοὺς κράτησε στὸ
μοναστήρι 40 μέρες γιὰ νὰ τοὺς διδάξει
τὰ τῆς
θρησκείας, κ᾿ ὕστερα
φύγανε.
Ἕνας μοναχὰ ἀπόμεινε
στὸ
μοναστήρι, ὁ θεῖος τοῦ
Τερέβωνα, Τερέβωνας κι᾿ αὐτός, ἀδελφὸς τῆς μητέρας
του, καὶ
χειροτονήθηκε καλόγηρος, καὶ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
του στοὺς
φτωχούς, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ χρήματα
γιὰ νὰ
μεγαλώσουνε τὸ μοναστήρι.
Στάθηκε τύπος καὶ ὑπογραμμὸς στὴν εὐσέβεια,
καὶ
κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.
Άλλοτε πάλι μιὰ Κυριακὴ
λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος,
καὶ κατὰ τὰ
συνηθισμένα κάποιος εὐλαβέστατος μοναχὸς
Δομετιανὸς
στεκότανε στὰ δεξιά της ἁγίας
Τραπέζης βαστώντας τὸ λειτουργικὸ ριπίδι,
κι᾿ ὁ Μαρίνος ὁ Σαρακηνὸς
στεκότανε κοντὰ στὸ
θυσιαστήριο, ἀκουμπώντας τὰ χέρια
του στὰ κάγκελα.
Ἄξαφνα βλέπει φωτιὰ
νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἁπλώνεται ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο σὰν νἄτανε σεντόνι πύρινο, καὶ
σκέπασε τὸ μέγα Εὐθύμιο καὶ τὸ μακάριο Δομετιανό…
Καὶ ἔμεινε ἔτσι σ᾿ ὅλο τὸ χερουβικό!!!!
(από το υπέροχο “Γίγαντες ταπεινοί” του κυρ Φώτη μας, Aκρίτας)
|επιμέλεια της εκ των «συν αυτώ», Αθηνάς.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου