Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κυρ Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κυρ Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

[...Σήμερα που γράφω, 29 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου... |Ο κυρ Φώτης μας για τον Τίμιο Πρόδρομο...





... Χθὲς τὸ βράδυ ψάλαμε τὸν Ἑσπερινὸ κατανυκτικὰ σ᾿ ἕνα παρεκκλήσι, κ᾿ ἤτανε μοναχὰ λίγες γυναῖκες καὶ δύο-τρεῖς ἄνδρες.

Σήμερα τὸ πρωὶ ψάλαμε τὴ λειτουργία του πάλι μὲ λίγους προσκυνητές.
Τὰ μαγαζιὰ ἤτανε ἀνοιχτά, ὅλοι δουλεύανε σὰν
νὰ μὴν ἤτανε ἡ γιορτὴ τοῦ πιὸ μεγάλου ἁγίου
της θρησκείας μας.

Ἀληθινὰ λέγει τὸ τροπάρι τοῦ «Μνήμη δικαίου μετ᾿ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, Πρόδρομε».

Μὲ ἐγκώμια καὶ μὲ εὐλάβεια γιορτάζανε ἄλλη φορὰ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τὸν Πρόδρομο, ἀλλὰ τώρα τοῦ φτάνει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου.

Αὐτὴ ἡ μαρτυρία θ᾿ ἀπομείνῃ στὸν αἰώνα,
εἴτε τὸν γιορτάζουνε
εἴτε δὲν τὸν γιορτάζουνε οἱ ἄνθρωποι,
εἴτε τὸν θυμοῦνται εἴτε τὸν ξεχάσουνε.

Κ᾿ ἡ μαρτυρία εἶναι τούτη:
πὼς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶναι
«ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων» δηλ.
«ὁ πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ ὅσους γεννηθήκανε ἀπὸ γυναίκα» κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ μπαίνῃ τὸ εἰκόνισμά του πλάγι στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὸ εἰκονοστάσιο τῆς κάθε ὀρθόδοξης ἐκκλησιᾶς.

Ἕναν τέτοιον ἅγιο δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ τον γιορτάσουμε.

Ἔχουμε ὅμως καιρὸ νὰ γιορτάζουμε καὶ νὰ κάνουμε φαγοπότια, ὅπως ἔκανε ὁ Ἡρώδης, σὲ καιρὸ ποὺ πεινᾶνε χιλιάδες ἀδέλφια μας...

Φώτης Κόντογλου


[πρώτη ανάρτηση: 29/8/2022
δες το σχόλιο από τότε...]



Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

✨ "...Πέφτουν κοιμούνται οι μαθητές Το Φως Του τους ξυπνάει, τους τύφλωσε, μα διέκριναν Ποιός είναι που μιλάει... Ο Δάσκαλος συνομιλεί με Μωυσή κ' Ηλία μπροστά τους φανερώνεται Η Ουράνια Βασιλεία! Ο Ηλίας απ' τον ουρανό ο Μωυσής απ' το χώμα. Γη κι Ουρανού η ένωση γίνεται αυτή την ώρα... |Όχι, πες...

 



Σαράντα μέρες μείνανε

προ Του Μεγάλου Πάθους

κι Ήθελε να' ναι δυνατοί

και έτοιμοι για άθλους


Παίρνει απ' το χέρι

τα παιδιά τα πολυαγαπημένα

Πέτρο, Ιωάννη, Ιάκωβο

που ήτανε ένα κι ένα


Ο Πέτρος είχε μια καρδιά

για Το Χριστό φτιαγμένη

Του' χε αγάπη που Θεός

κι άνθρωπος περιμένει


Όλους ρωτά τους μαθητές 

"Τι Μ' ονομάζει ο κόσμος ";

Προφήτη λένε, μα εγώ

"Υιός Θεού Του Ζώντος"


Έτσι είπε ο Πέτρος

"Μπράβο σου"!

Ο Κύριος Του λέει

"Το Άγιο Πνεύμα σ' οδηγεί

κι Αυτό μέσα σου πνέει"


Μα ο Ιωάννης ήτανε

Του Κύριου η αγάπη,

απ' όλους τον ξεχώριζε

Στην Σταύρωση Του εστάθη


"Μπορώ όλα να τα υποστώ

για Τη δική Σου Δόξα,

βάσανα και μαρτυρία

που θα περάσεις τόσα"


Αλήθεια είπ' ο Ιάκωβος

κι εδώσε μαρτυρία

πρώτος απ' τους Απόστολους

στου Ηρώδη την κακία


Ετούτοι οι τρεις βρεθήκανε

μονάχα στο παλάτι

και βλέπαν με τα μάτια τους

Του Κύριου Τα Πάθη


Το 'Ξερε βέβαια αυτό,

για να τους ενισχύσει

Τους έδειξε σ' Όρος ψηλό

Τη Θεϊκή Του φύση


Πέφτουν κοιμούνται οι μαθητές.

Το Φως Του τους ξυπνάει,

τους τύφλωσε, μα διέκριναν

Ποιός είναι που μιλάει


Ο Δάσκαλος συνομιλεί

με Μωυσή κ' Ηλία

μπροστά τους φανερώνεται

Η Ουράνια Βασιλεία!


Ο Ηλίας απ' τον ουρανό

ο Μωυσής απ' το χώμα.

Γη κι Ουρανού η ένωση

γίνεται αυτή την ώρα


Μια νεφέλη έρχεται

και πάνω τους καθίζει

Το Άγιο Πνεύμα και φωνή

με δύναμη αρχίζει:

"Ο Υιός Μου Ο Αγαπητός"

ακούστηκε να λέει

"Κείνον να ακούτε"!

Στοργικά είπε ο Πατέρας θέλει


Κάτω πεσμένοι εκστατικοί

με νέφος σκεπασμένοι,

ποιός άνθρωπος τέτοια στιγμή

να ζήσει περιμένει;


Τόσο ακατανόητη

 που 'ν΄ Η Αγιά Τριάδα

να καταλάβουν δεν μπορούν

αυτιά, χέρια και μάτια


Ολόλευκα Τα ρούχα Του

πιο άσπρα κι από χιόνι

κι ύστερα μένουν μόνοι τους

το θαύμα αυτό τελειώνει


Τους λέει Ο Κύριος μετά

"Ό,τι είδατε μην πείτε, μονάχα

σαν Αναστηθώ τούτο να 'μολογείτε"


Ήξεραν πως θ' Αναστηθεί

τώρα το 'χουν βιώσει

και ξέρουν τ' Άδη τα κλειδιά

βαστά να ξεκλειδώσει


Γι' αυτό Η Μεταμόρφωση

λέγεται Του Σωτήρως.

Στο πρόσωπο Του Ιησού

Ο Θεός Εφάνει πλήρως..


     |υπογράφει (ποια άλλη;), η Ελένη Ζεάκη


  [Απ΄όλες όσες "κυκλοφορούν" στο διαδίκτυο, 

διαλέξαμε για να συνοδεύσει το κείμενο, 

αυτήν την υπέροχη τοιχογραφία

Της ΜεταμόρΦωσης του Σωτήρος

έργο του αγιασμένου Φώτη Κόντογλου,

που θα κοσμεί στους αιώνες την Καπνικαρέα...]



Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

✔ "Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό"... |Τώρα που ξεκινάμε να λέμε (ή να σκεφτόμαστε, δεν έχει μεγάλη διαφορά): "Πάλι νηστεία; Αμάν..."

Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη".
synodoiporia.gr/αντιγραφή
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ 

Όταν μιλήσεις στους ψευτοχριστιανούς για σκληρή άσκηση στο κορμί και στο πνεύμα για την αγάπη του Χριστού, θυμώνουνε, σε λένε φακίρη, ειδωλολάτρη, βάρβαρο. 
Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό. 
Ο πιστός θα νοιώσει κατάνυξη, ο χλιαρός, δηλαδή ο ψεύτικος, ο άπιστος, θα διαμαρτυρηθεί.

Τί αν λέγει ο Χρι­στός: 
«Μακάριοι όσοι αφήσανε τα πάντα και μ' ακολουθήσανε», ή «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» 
["Ν": δηλ. όποιοι "βιάζουν" τον εαυτό τους, για να νικήσουν τα πάθη τους και να ζήσουν κατά τη διδασκαλία του Χριστού], 
και πως «θλίψιν έξετε», και πως «στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»; 
Εμείς θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί χωρίς Χριστό, δηλ. χωρίς θλίψη πνευματική, χωρίς να σηκώνουμε τον σκληρό σταυρό, αλλά να περπατάμε στον πλατύν δρόμο. 
Αυτοί οι ψεύτικοι χριστιανοί, σαν τους μιλά κανένας για σκληρή και στερημένη ζωή, για θυσία, για άσκηση, λένε πως αυτά δεν τα θέλει ο Χριστός, και πως αυτά είναι παρακαμώματα [=υπερβολές, ότι με αυτό τον τρόπο "το παρακάνουμε"].

Μα, ω ανόητε άνθρωπε, στον Χριστιανισμό, τίποτα δεν μπορεί να παραγίνει. 
Για όλα τα ανθρώπινα πράγματα μπορείς να πεις πως κάτι τι είναι παρακανωμένο, μονάχα για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει παρακάνωμα. 
Τί παρακάνωμα μπορεί να σηκώσει ακόμα το να αγαπάς αυτόν που σκότωσε τον πατέρα σου, τί παρακάνω­μα μπορείς να κάνεις στο να σε χτυπήσουνε και στο άλλο μάγουλο, τί παρακάνωμα να γίνει ακόμα στο να πεινάς και να διψάς την καταφρόνεση, στο να κάνεις όσα ζητά ο Θεός από εσένα, δηλ. στο ν' αγαπάς τους εχθρούς σου, να γλυκομιλάς αυτόν που σε βρίζει, να μην κρίνεις αυτόν που σε δικάζει, να ταπεινώνεσαι μπροστά στον πιο τιποτένιον άνθρωπο, κι' όταν τα κάνεις όλα αυτά, να λες πως είσαι «αχρείος δούλος»;

Τί παρακάνωμα μπορεί να γίνει ακόμα στο να πιστέψεις πως θα αναστηθούνε τα σώματά μας αθάνατα ως να ανοιγοκλείσει το μάτι, και πως ο κόσμος όλος θ' αλλάξει μονομιάς, και πως θα γίνει άλλος καινούριος κόσμος άφθαρτος;
Λοιπόν υπάρχει τίποτα στον Χριστιανισμό που να μπορεί να παρακαμωθεί;
Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιο απίστευτο από όλα τα απίστευτα. 
Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού είναι μια μοναχά, η πίστη. 
Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάνωμα. 
Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός. 
Γι' αυτό οι τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι' αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός. 
Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει «ως λέων πέποιθε», κατά τον προφήτη.

Για περισσότερα, εδώ...

|πρωτοδημοσιεύσαμε στις 3 Αυγούστου 2021

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

* Το κούρσεμα της Πόλης

Περιγράφει τα απερίγραπτα 
ο κυρ Φώτης Κόντογλου...

 "...ρώτηξε για το βασιλιά της Πόλης, ζη ή πέθανε. 
Και σαν τούπανε πως σκοτώθηκε, πρόσταξε και πλύνανε πολλά κεφάλια στο μέρος που χάθηκε, για να τον γνωρίσουνε, μα δε μπορέσανε μέσα σε τέτοιο πλήθος. 

Σε λίγο όμως βρέθηκε το κορμί του και το γνωρίσανε απ' τα κόκκινα ποδήματά του με τους κεντημένους αητούς. 
Κόψανε το κεφάλι και το βάλανε σε μια πλατεία κοντά στ' άγαλμα του Γιουστινιανού και κει στάθηκε ίσαμε το βράδυ. 
Ύστερα το μπαλσαμώσανε και τώστειλε ο σουλτάνος στην ανατολή από χώρα σε χώρα, για να δη ο κόσμος τη νίκη του. 
Το σώμα το πήρανε οι Χριστιανοί και το θάψανε...


Σαν πατήθηκε πειά η πόρτα του Ρωμανού και σκοτώθηκε ο βασιλιάς, οι Τούρκοι γιουργιάρανε μέσα στην Πόλη σαν τ' αγριεμένο ξεροπόταμο που κατεβαίνει στενεμένο ανάμεσα στ' αψηλά βράχια, ύστερ' από νεροποντή. 
Δε μπαίνανε εκατό-εκατό, μηδέ διακόσιοι, μα χιλιάδα απάνω στη χιλιάδα. 
Τέτοια ήτανε η μανία τους μη δεν προφτάξουνε να κουρσέψουνε, που απ' το στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους και πολλοί σκάσανε ποδοπατημένοι απ' τους δικούς τους. 
Και σα μπαίνανε μέσα στο κάστρο, σκορπίζανε άλλος εδώ, άλλος εκεί, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας όποιον βρίσκανε μπροστά τους, είτε γυναίκα, είτε παιδί, είτε άντρα.

Το μεγάλο μακελειό βάσταξε απ' την ανατολή του ηλίου ίσαμε το μεσημέρι. 
Πολλοί χριστιανοί κρυφτήκανε μέσα σε λαγούμια και σε σπηλιές κ' ύστερα τους βρήκανε και τους σκλαβώσανε.

Φτάνοντας οι Τούρκοι στην πλατεία, ανεβήκανε στον πύργο και κατεβάσανε τη βυζαντινή σημαία και τη σημαία τ' άγιου Μάρκου και ισάρανε στον τόπο τους το σαντάρδο του σουλτάνου. 
Τα κάστρα από τη μιαν άκρη ίσαμε την άλλη πέσανε στα χέρια του Τούρκου. 
Μονάχα οι Κρητικοί, που βρισκόντανε μέσα στους πύργους του Λέοντα και του Βασιλείου, βαστήξανε τον πόλεμο ίσαμε το μεσημέρι. 
Ο σουλτάν Μεμέτης σαν τάκουσε θαύμασε την παλληκαριά τους και τους άφησε να φύγουνε στην πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι είχανε απάνω τους.

Όπως είπα πρωτύτερα, πολύς κόσμος έτρεξε στη θάλασσα να γλυτώση, μα έπεσε μαζεμένος στα καράβια και πολλά βουλιάξανε και πνιγήκανε πολύς λαός. 
Οι πορτιέρηδες, βλέποντας τον κόσμο που ωρμούσε από τις πόρτες, θυμηθήκανε ένα παλιό ρητό πώλεγε πως η πόλη θα ξαναπαιρνότανε απ' τα χέρια των Τούρκων αν γυρίζανε πίσω οι Χριστιανοί, κλειδώσανε τις πόρτες και ρίξανε τα κλειδιά έξω απ' το κάστρο. 

Τότε δα φούντωσε η σφαγή, που δε μπορεί να τη χωρέση το μυαλό του άνθρωπου. 

Όσοι γλυτώσανε χάσανε τα φρένα τους και τρέχανε να κλειστούνε στην Άγια-Σοφιά. 
Κείνη την ώρα ήτανε πώχαν' η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα. 
Θεέ μεγαλοδύναμε, απάνω σ' αυτούς τους συμφοριασμένους έπεσε όλη η οργή σου! 
Μερμήγκια αμέτρητη πλημμύρισε την εκκλησιά, απάνω, κάτω, στο νάρθηκα, στ' άγιο βήμα, σε κάθε μεριά. 
Σφαλίξανε τις πόρτες και παρακαλούσανε με μεγάλες φωνές το Θεό να τους λυπηθή. 
Οι κουμπέδες κ' οι θεόρατες καμάρες αντιβουίζανε και ρίχνανε πιο πολλή τρομάρα στις καρδιές των κοριτσιών
• τα μικρά παιδάκια ξεψυχούσανε απ' το φόβο τους. 

Σε λίγο φτάξανε οι Τούρκοι και πιάσανε να βαράνε με τους μπαλτάδες τις πόρτες. 
Το κοπάδι, που ήτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερά σε κάθε τσεκουριά.
Ποια γλώσσα μπορεί να πη τι γίνηκε σαν μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, βαστώντας στα χέρια τους άλλοι ματωμένα μαχαίρια μια οργυιά μάκρος, άλλοι πελέκια ακονισμένα, άλλοι κοντάρια, π' αστράφτανε οι σουβλερές μύτες τους. 

Η εκκλησιά πιτσιλίστηκε απ' τα αίματα σε δυό μπόγια ύψος, πώλεγες πως ήτανε χασάπικο. 

Όσοι απομείνανε ζωντανοί είχανε τρελλαθή. 

Οι Τούρκοι δένανε τους άντρες με σκοινιά, τις γυναίκες με τις ζώνες τους. 
Έβλεπες αφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζί με τους υπηρέτες, κυράδες με τις δούλες, παπάδες με γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στο αίμα. 
Ο ένας μπροστά στον άλλον βιάζανε τις γυναίκες, ανάμεσα σε κουφάρια και σε λαβωμένους που μουγκρίζανε. 
Άλλοι πάλι από κείνα τ' αγρίμια ξεγυμνώνανε την εκκλησιά. 

Μέσα σε μια ώρα απομείνανε μονάχα οι τοίχοι. 

Δεν αφήσανε μηδέ καντήλι, μηδέ δισκοπότηρο, μηδέ βαγγέλιο, μηδέ εικόνα, μηδέ ρούχα, τίποτα! 
Πως περνά η ακρίδα από 'να καταπράσινο περιβόλι κ' ύστερα, σαν κάνη φτερά, αφήνει χώμα μοναχό, έτσι απόμεινε κ' η Άγια-Σοφιά ξεγυμνωμένη.

Το μαχαίρι κ' η φωτιά βάσταξε τρία μερόνυχτα, όπως είχε ταμένο στους στρατιώτες του ο σουλτάνος. 
Η απέραντη Κωνσταντινούπολη αντιλαλούσε μέρα νύχτα. 
Τι αίμα και τι δάκρυα χυθήκανε! 

Χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε, τέτοια συμφορά δε μπορεί να τη συλλογισθή άνθρωπος. 

Άλλοι σφαζόντανε πριν πάνε στα σπίτια τους, άλλοι καταφέρνανε να φτάξουνε στα δικά τους μα δε βρίσκανε τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. 

Αντρόγυνα χωριζόντουσαν, ο ένας Τούρκος έσερνε τον άντρα κι' ο άλλος τη γυναίκα. 
Τα παιδιά τα ξεκολλούσανε απ' το λαιμό της μάννας, τα κορίτσια τα σέρνανε απ' τα μαλλιά μέσα στο δρόμο. 
Πεινασμένα σκυλιά πίνανε το αίμα π' άχνιζε μέσα στα χαντάκια. 
Πειό πολλά ήτανε τα κομμένα κεφάλια, που κειτόντανε στο χώμα, παρά οι πέτρες της γης. 
Φρόνιμες νοικοκυράδες, που δεν τις είχε δη ο ήλιος, ατιμαζόντανε γυμνές μέσα στις πλατείες. 
Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι με βαρειά σεντούκια, που τους τάχανε φορτωμένα οι ζεμπέκηδες και τους δέρνανε σαν γαϊδούρια και τους τραβούσανε με το καπίστρι πούχανε περασμένο στο λαιμό τους. 
«Και ην ιδείν ορμαθούς εξερχόμενους απείρους ώσπερ αγέλας».
Στα καράβια δεν είχε απομείνει μηδέ ένας Τούρκος, γιατί ριχτήκανε στο πλιάτσικο. 

Με μεγάλη μανία γυρεύανε να βρούνε τα γυναικεία μοναστήρια, τα πατούσανε και κουβαλούσανε τις καλογρηές μέσα στα καράβια κ' εκεί ο διάβολος πειά μπορεί να πη το τι γίνηκε. 

Πολλές γυναίκες, για να ξεφύγουνε την ατιμία, πέσανε και πνιγήκανε στη θάλασσα και στα πηγάδια.

Οι Τούρκοι είχανε τούτη τη συνήθεια, άμα μπαίνανε μέσα σ' ένα σπίτι για να κουρσέψουνε, στήνανε μια σημαία απάνω στα κεραμίδια. 
Οι άλλοι Τούρκοι, βλέποντας τούτη τη σημαία, δε μπαίνανε ποτέ μέσα, μα τραβούσανε πάρα πέρα, ναβρούνε άλλο σπίτι λεύτερο. 
Ίσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε απάνω στην Πόλη, γιατί οι Τούρκοι βάζανε πολλές παντιέρες στο ίδιο σπίτι για να κάνουνε πανηγύρι.

Όλη τη μέρα σφάζανε. 
Τόσο μουσκεμένη ήτανε η γης, πώλεγες πως έβρεξε αίμα, κι' όπου έβρισκε χαντάκι το αίμα έτρεχε σα νάτανε βροχονέρι. 
Τα κουφάρια τα ρίχνανε στο μπουγάζι του Βοσπόρου, και το ρέμα τα κατρακυλούσε σα νάτανε πεπόνια, Χριστιανοί-Τούρκοι ανακατεμένοι.

Ο σουλτάνος δε μπήκε μέσα στην Πόλη με το στρατό, παρά απόμεινε στο στρατόπεδο. 
Κατά το μεσημέρι οι πασάδες του πήγανε τα κλειδιά, σημάδι πως ήτανε πειά δική του η Κωνσταντινούπολη. 
Τότε καβαλλίκεψε και μπήκε με τη συνοδεία του μέσα στο κάστρο και τράβηξε ίσια στην Αγιά-Σοφιά. 
Δε μπήκε μέσα στην εκκλησιά με τάλογο, παρά ξεπέζεψε και μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλήν ώρα και περιεργάσθηκε το χτίριο. 
Ύστερα φώναξε έναν χότζα και τούπε ν' ανεβή απάνω στον άμβωνα και να φωνάξη την προσευχή τους 
«Αλλάχου εκπέρ, Αλλάχου εκπέρ, Μουχαμετούλ ρεσούλ Ουλλάχ.» 
Σαν τελείωσε ο χότζας, ανέβηκε ο ίδιος στην Άγια Τράπεζα και το ξανάπε.
Την ώρα πώβγαινε έξω, είδε έναν Τούρκο που τσάκιζε τα μάρμαρα. 
Ο Μεμέτης τον βάρεσε με το καμουτσί λέγοντας του: «Κιοπέκ, σας άφησα το θησαυρό και τους ανθρώπους, μα τα χτίρια είνε δικά μου!»

Από κει τράβηξε με τους πασάδες και ρώτηξε για το βασιλιά της Πόλης, ζη ή πέθανε. 
Και σαν τούπανε πως σκοτώθηκε, πρόσταξε και πλύνανε πολλά κεφάλια στο μέρος που χάθηκε, για να τον γνωρίσουνε, μα δε μπορέσανε μέσα σε τέτοιο πλήθος. 

Σε λίγο όμως βρέθηκε το κορμί του και το γνωρίσανε απ' τα κόκκινα ποδήματά του με τους κεντημένους αητούς. 
Κόψανε το κεφάλι και το βάλανε σε μια πλατεία κοντά στ' άγαλμα του Γιουστινιανού και κει στάθηκε ίσαμε το βράδυ. 
Ύστερα το μπαλσαμώσανε και τώστειλε ο σουλτάνος στην ανατολή από χώρα σε χώρα, για να δη ο κόσμος τη νίκη του. 
Το σώμα το πήρανε οι Χριστιανοί και το θάψανε.

Τα πλιάτσικα κ' οι σκλάβοι, άλλα στοιβαχθήκανε στις τέντες, άλλα φορτωθήκανε στα καράβια και τραβήξανε να τα πουλήσουνε, όπως έστερξε ο σουλτάνος. 
Κάθε Τούρκος ήτανε φορτωμένος. 
Τι μαλάματα, τι ασήμια, τι χαλκώματα, τι ρούχα μεταξωτά, τι βιβλία! 
Καράβια ολάκερα γεμίσανε καλόγερους και καλογρηές. 
Έβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νάνε ντυμένα με ρούχα δεσποτικά, άλλοι φοράγανε χρυσά πετραχήλια, άλλοι κορώνες και καλυμμαύχια στο κεφάλι. 

Σκυλιά δεμένα με ζώνες κεντημένες, επιγονάτια και φελόνια για σαγή στ' άλογα. 
Μέσα στους ασημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες και κρέατα, πίνανε κρασί μέσα στα δισκοπότηρα. 
Φορτώσανε στις καρότσες βιβλία, που δεν είχανε μετρημό και τα σκορπίσανε σ' ανατολή και δύση. 

Για ένα γρόσι πουλιόντανε ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ' οι άλλοι ξακουσμένοι σοφοί της αρχαιότητας, γραμμένοι σε πετσί, με χρυσοκοντυλιές και με χρυσά δεσίματα. 
Τα εικονίσματα τα σκίζανε με το τσεκούρι και βράζανε κρέας μέσα στα καζάνια. 

Τη δεύτερη μέρα, δηλαδή στις 30 Μαγιού, ξαναμπήκε στην Πόλη ο σουλτάνος, με πολλή παράταξη, κι' αφού τριγύρισε σε διάφορα μέρη, πήγε και στο παλάτι. 
Και βλέποντας το έρημο είπε έναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητή για την ματαιότητα του κόσμου.

Ήτανε πειά πεθαμένη και θαμμένη η ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, η Θεοσκέπαστη, η Νέα Σιών, η Εφτάλοφη, το καμάρι της Ανατολής, πώβρισκε άνθρωπος και του πουλιού τα γάλα. 
Πούχε το κάστρο με τους τρακόσους πύργους, τα παζάρια, τα αρτοπρατεία, τα χαλκοπρατεία, τα αργυροπωλεία, τα βλατοπωλεία, τα κηροπωλεία, τα λουτρά, τα συντριβάνια, τις βρύσες, τις δεκαεννιά στέρνες, τα Ιπποδρόμια, τα παλάτια, τις τρακόσες εκκλησιές και τα διακόσια μοναστήρια, τ' αμέτρητα τ' αγάλματα κι' ό,τι μπορεί να βάλη ο νους τ' ανθρώπου. 

«Τη δεύτερη δε από της ημέρας εκείνης, εισελθών ο Μεχμέτης, περιόδευσε την πόλιν και ην η πάσα άοικος, ούτε άνθρωπος, ούτε κτήνος, ούτε όρνεον κραυγάζον ή λαλούν εντός.»

Κοντά στο παλάτι ετοιμάσανε ένα μεγάλο τραπέζι για το σουλτάνο, κι' αφού έφαγε, ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε. 
Τότε πρόσταξε να του πάνε το ναύαρχο Νοταρά με τα παιδιά του και να τους αποκεφαλίσουνε. 
Πρώτα σφάξανε τα παιδιά μπροστά στο συμφοριασμένον τον πατέρα, πώλεγε ολοένα «δίκαιος ει, Κύριε!», κ' ύστερα τον ίδιον. 

Δεν περάσανε λίγες μέρες και πρόσταξε να κόψουνε και το Χαλίλ πασά, που τον υπωπτευότανε πως είχε προδώσει τα μυστικά του στους γραικούς.
Το τέλος της Πόλης φαίνεται ακόμα πειό λυπητερό άμα συλλογισθή κανένας πως χαλάσθηκε το μήνα Μάη, τις μέρες που μοσκοβολούσανε οι πασκαλιές κ' οι τριανταφυλλιές. 
Ανήμερα που σκλαβώθηκε η Πόλη ήτανε της Αγίας Θεοδοσίας, που τη γιορτάζανε πάντα οι Πολίτες στις 29 Μαγιού με μεγάλη δόξα στην εκκλησιά της, που γίνηκε ύστερα τζαμί. 
Μ' όλη την αγωνία που περνούσανε, οι γυναίκες την είχανε στολισμένη, κατά τα συνηθισμένα, με στεφάνια και με περιπλοκάδες από τριαντάφυλλα. 
Την ώρα, που μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, ψέλνανε ακόμα οι ψαλτάδες. 
Τους περάσανε όλους απ' το μαχαίρι, κι' από τότε βαστά η ονομασία «Γκιούλ Τζαμί», δηλαδή «Το Τζαμί με τα τριαντάφυλλα», και μ' αυτό τόνομα στέκει ως τα σήμερα. 

Μέσα σ' αυτή την εκκλησιά λένε πως υπάρχει κ' ένα μνημόρι, οπώχει απάνω στην πλάκα τούρκικα γράμματα, που λένε «Εδώ κείτεται ένας μαθητής του Χριστού» και πως αυτός είνε ο τάφος του βασιλιά Παλαιολόγου.
Τους Γενοβέζους του Γαλατά ο σουλτάνος δεν τους πείραξε, γιατί σταθήκανε φίλοι του στον πόλεμο, τους χάρισε μάλιστα και προνόμια. 
Το φιρμάνι που τους έδωσε αρχίξει με τούτα τα λόγια: 
«Εγώ ο μέγας αυθέντης και μέγας Αμηράς σουλτάνος ο Μεχμέτ Μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου Αμηρά Σουλτάνου του Μουράτ Μπέη. 
Ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην Μωάμεθ, και εις τα επτά μουσάφια όπού έχομεν και ομολογούμεν, και εις τας ρκδ' (124) χιλιάδας προφήτας του Θεού και προς τας ψυχάς του πάππου μου και του πατρός μου, και προς εμαυτόν και προς τα παιδιά μου, και στο σπαθί οπού ξώννομαι...».


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

♰ Μέγας Ευθύμιος 20/1 |Ο Ήλιος της Ερήμου...


«γ εμαι  Εθύμιος, 

πο κάθουμαι στν ρημο, 

10 μίλια νατολικ τς ερουσαλήμ, 

μέσα στ ξεροπόταμο πο εναι νοτιν 

π τ δρόμο πο πηγαίνει στν εριχώ.

ν θέλεις ν θεραπευθες, 

λα σ μένα 

κι᾿  Θες θ σ γιατρέψει»...


    α(μ)Φιερωμένο, αντί άλλου δώρου, με αγάπη Χριστού στο αστέρι μας που λέγεται Ευθυμία! 

|Και υπέρ Αναπαύσεως και Σωτηρίας της ψυχής της δούλης του Θεού Ασημίνας...|




γιος Εθύμιος Μέγας Γεννήθηκε στ Μελιτην τς ρμενίας στ 377 μ.X.

ληθιν κ κοιλίας μητρς τανε γιασμένος, γιατ φοσιώθηκε στ Θε π 3 χρονν παιδί.

Σν γινε 29 χρονν, πγε στ εροσόλυμα κα προσκύνησε τος γίους Τόπους, πειτα πισκέφθηκε τος πατέρας τς ρήμου κα τέλος κατοίκησε σ᾿ να σπήλαιο τς λαύρας το Φαρν, κ᾿ ζοσε μ τέλεια κτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες γι τ συντήρησή του

. κε κάθισε 5 χρόνια, μ᾿ ναν λλον σκητ Θεόκτιστο.

Μετ τ 5 χρόνια πήγανε π τ Φαρν κα βρανε μέσα σ᾿ να ξεροπόταμο, πο τ λένε τώρα Οάντι Δαμπόρ, να σπήλαιο πόγκρεμνο, κ᾿ κε κατοικήσανε.

Μ τν καιρ πληθύνανε ο δελφοί, κα στ τέλος κάνανε να μοναστήρι κοινόβιο, τ πρτο πο γίνηκε στν Παλαιστίνη, κα μέσα σ᾿ ατ ο μοναχο ζούσανε μ κραν αστηρότητα.

Το κόλουθο, πο τ διηγήθηκε στν Κύριλλο, ποος γραψε τ βίο το γίου Εθυμίου, νας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, γι τν πάππο του πο εχε τ διο νομα κα πο τν γιανε γιος.

 Ατς λοιπν γέρο – Τερέβωνας, τν καιρ πο ταν κόμα παιδ παράλυσε τ μισ κορμί του, τ δεξι μέρος, π τ κεφάλι ως τ πόδια.

πατέρας του σπέβετος, πο τανε κι᾿ ατς φύλαρχος, τανε παρηγόρητος, γιατ ο γιατρο δν μπορέσανε ν δώσουνε φέλεια στ παιδί του.

Βρισκότανε στν ραβία κ᾿ εχανε στήσει τ τσαντήρια τους.

που, μι νύχτα, βλέπει τ ρρωστο παιδ στν πνο το ναν καλόγερο μ μακρι γενειάδα κα το λέγει:

«Τί σθένεια χεις;»

Κ᾿ κενο δειξε τ παράλυτο μέρος το κορμιο του.

Κι᾿ μοναχός του λέγει πάλι:

«,τι τάξεις στ Θεό, θ τ κάνεις, ν λευθερωθες π τν ρρώστια;»

Κα τ παιδ επε:

«Ναί».

Τότε το λέγει γέροντας:

«γ εμαι Εθύμιος, πο κάθουμαι στν ρημο, 10 μίλια νατολικ τς ερουσαλήμ, μέσα στ ξεροπόταμο πο εναι νοτιν π τ δρόμο πο πηγαίνει στν εριχώ.

ν θέλεις ν θεραπευθες, λα σ μένα κι᾿ Θες θ σ γιατρέψει».

Τ πρωί, επε τ νειρο τ παιδ στν πατέρα του, κ᾿ κενος μέσως πρόσταξε ν σηκώσουνε τς τέντες κα ν τραβήξουνε κατ τ μοναστήρι το γίου Εθυμίου, πο τ βρήκανε ρωτώντας.

Ο μοναχοί, σν εδανε τ πλθος τν βαρβάρων, φοβηθήκανε.

Μοναχ Θεόκτιστος κατέβηκε κα τος ρώτησε τί ζητνε.

Κ᾿ κενοι το επανε «τν Εθύμιο, τ δολο το Θεο».

πειδ μως γιος Εθύμιος σύχαζε κ᾿ εχε δώσει παραγγελία ν μν τν νησυχήσουνε ς τ Σάββατο, επε στν σπέβετο ν περιμένουνε.

λλ δυστυχς πατέρας το δειξε τ παιδ πο κειτότανε ξυλιασμένο κα τν παρακάλεσε ν τν λυπηθε.

 Τότε Θεόκτιστος πγε κα επε στν γιο τν στορία.

Κ᾿ κενος κατέβηκε, κα σν εδε τ παιδί, κανε προσευχ πολλν ρα, στερα τ σταύρωσε, κα παρευθς γινε καλ Τερέβωνας.

Βλέποντας ο ραπάδες ατ τ θαμα, γονατίσανε κα φιλούσανε τ πόδια το γίου, κα τν παρακαλούσανε ν τος βαφτίσει.

Τότε γιος παράγγειλε ν κάνουνε μία μικρ κολυμβήθρα σ μι γωνι τς σπηλις, πο σώζουνταν ς τν καιρ πο τ γραφε Κύριλλος, κι᾿ φο τος κατήχησε, τος βάφτισε.

Τος κράτησε στ μοναστήρι 40 μέρες γι ν τος διδάξει τ τς θρησκείας, κ᾿ στερα φύγανε.

 νας μοναχ πόμεινε στ μοναστήρι, θεος το Τερέβωνα, Τερέβωνας κι᾿ ατός, δελφς τς μητέρας του, κα χειροτονήθηκε καλόγηρος, κα μοίρασε λα τ πάρχοντά του στος φτωχούς, φο δωσε πολλ χρήματα γι ν μεγαλώσουνε τ μοναστήρι.

Στάθηκε τύπος κα πογραμμς στν εσέβεια, κα κοιμήθηκε ν ερήν.

Άλλοτε πάλι μι Κυριακ λειτουργοσε γιος Εθύμιος, κα κατ τ συνηθισμένα κάποιος ελαβέστατος μοναχς Δομετιανς στεκότανε στ δεξιά της γίας Τραπέζης βαστώντας τ λειτουργικ ριπίδι, κι᾿ Μαρίνος Σαρακηνς στεκότανε κοντ στ θυσιαστήριο, κουμπώντας τ χέρια του στ κάγκελα.

ξαφνα βλέπει φωτι ν κατεβαίνει π τν οραν κα ν πλώνεται πάνω στ θυσιαστήριο σν ντανε σεντόνι πύρινο, κα σκέπασε τ μέγα Εθύμιο κα τ μακάριο Δομετιανό…

 Κα μεινε τσι σ᾿ λο τ χερουβικό!!!!

 

(από το υπέροχο “Γίγαντες ταπεινοί” του κυρ Φώτη μας, Aκρίτας)

 



|επιμέλεια της εκ των «συν αυτώ», Αθηνάς.-