Τις προάλλες διάβασα στον τοίχο ενός Λυκείου «Η γενιά του Πολυτεχνείου, το "Ψωμί" το κράτησε για πάρτη της, την "Παιδεία" την αγνόησε εντελώς και "Ελευθερία" εννοούσε μάλλον την Αρβανιτάκη».
«Η γενιά του Πολυτεχνείου!» σκέφτηκα κι άξαφνα σαν ψυχολογικό αντίδοτο στην πίκρα και την απογοήτευση, ο νους μου ταξίδεψε -κάθε χρόνο ταξιδεύει από τότε που έμαθα την ιστορία του- στο Γιώργο…
Δεν μας είναι άγνωστος ο Γιώργος. Όλοι έχουμε δει τη φωτογραφία του, τραβηγμένη μ’ ένα συγκυριακό φλας, τον εκτυφλωτικό προβολέα του τανκ που φώτισε το όμορφο πρόσωπό του. Είναι η εικόνα του που ταξίδεψε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου κι έγινε σύμβολο και παντιέρα του όπου γης ξεσηκωμού των επαναστατημένων.
Κανείς δεν ήξερε για πολλά χρόνια τι απόγινε εκείνο το παιδί, που κρατώντας μια ελληνική σημαία είχε σκαρφαλώσει σε μια κολώνα ακριβώς δίπλα στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου σαν μπήκε το τανκ, αφήνοντας στο διάβα του τσαλακωμένα σίδερα και όνειρα… Σαν να κατάπιαν -κι αυτόν και την ιστορία του- οι ερπύστριες … Κανείς δεν τον αναζήτησε μετά, κανείς δεν έμαθε το όνομά του.
Μόνο η κυρα Χρύσα Κηρύκου, η μάνα του, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, σ’ ένα όμορφο νησί του Αιγαίου, την Ικαρία έκλαιγε για μέρες ολάκερες ψιθυρίζοντας τ’ ανέμου που έπαιρνε τη φωνή της και τη σκορπούσε στα κύματα «χάθηκε το παιδί μου!». Χαροκαμένη η ίδια -είχε συγχωρεθεί ο άντρας από πνευμονία μόλις τρία χρόνια πριν- είχε μείνει παντέρμη με τα τέσσερα μικρά παιδιά, την Όλγα, το Φώτη, το Θοδωρή και το μεγαλύτερο το Γιώργη. Δεν άντεχε πια άλλο καημό. Ειδικά για το Γιώργο της που παράτησε 16 χρονών παλικαράκι το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένεια με όποιο τρόπο μπορούσε: είτε στο γιαπί είτε στο μεροκάματο. Μόνη του ανάπαυλα κι αποκούμπι είχε απομείνει η κιθάρα του και τ’ αγαπημένα του στιχάκια που τα ’ντυνε με τ’ ακόρντα και σιγοτραγουδούσε όμορφα και νοσταλγικά. Η φωνή του, μα πιότερο η μορφή του θύμιζε έναν Ιταλιάνο τραγουδιστή της αγάπης, τον Αλμπάνο. Έτσι θα τον φώναζαν από δω και πέρα οι συντοπίτες του, Αλμπάνο.
Αλίμονο, όμως! Μετά την τραγική νύχτα της 17 του Νοέμβρη, όπου κι αν ρώτησαν φίλοι και συγγενείς κανείς δεν είχε ακούσει το όνομά του. Δεν υπήρχε ούτε στους νεκρούς, αλλά ούτε στους ζωντανούς. Ώσπου ένα βράδυ, μετά από ενός μήνα προσμονή, ήρθε γραφή από την αρραβωνιαστικιά του τη Μαρία που ήταν φοιτήτρια. Ο Γιώργος ζούσε! Ήταν κρατούμενος στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι. Τη μοιραία βραδιά, όταν το τανκ έσπαζε την αυλόπορτα του Πολυτεχνείου, ο Γιώργος πήδηξε κι άρχισε να τρέχει. Κρύφτηκε σ’ έναν φωταγωγό. Γρήγορα τον αντιλήφθηκαν, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Ένας φαντάρος που ’κανε τη θητεία του στο Χαϊδάρι τον λυπήθηκε. Ο Γιώργος του ζήτησε να ειδοποιήσει τη Μαρία πως ήταν ζωντανός.
Όταν επέστρεψε στο νησί, τρόμαξαν να τον γνωρίσουν. Ήταν χλωμός, αδυνατισμένος και με εμφανή τα σημάδια της κακοποίησης. «Με χτυπούσαν συνέχεια στο στομάχι» τους ψιθύρισε. Δάκρυσε η μάνα, μα δε μίλησε. Σαν είδε όμως στα πράγματά του μια μπλούζα και μια φανέλα με πηχτά ξεραμένα αίματα, δεν κρατήθηκε. Βγήκε έξω στην αυλή κι έκλαιγε μ’ αναφιλητά.
Πέρασε πολύς καιρός για να συνέλθει όλη η οικογένεια μαζί κι ο Γιώργος από το σοκ. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλη του 74 ήρθαν τα πάνω κάτω. Οι βασανιστές ήταν τώρα υπόλογοι και υπόδικοι. Οι κρατούμενοι τραγουδούσαν τώρα σε συναυλίες στα γήπεδα. Οι άδολοι μαχητές ικανοποιημένοι. Οι εξεγερμένοι τώρα είναι ήρωες. Κι από κοντά, όσοι τις μοιραίες νύχτες ψήφιζαν στις συνελεύσεις …ανακωχή με την Αστυνομία, τώρα διεκδικούσαν βουλευτικά έδρανα, δόξες και τιμές (!) Όλα γι' αυτούς εξαργυρώθηκαν και μάλιστα με τόκο!
Ο Γιώργος έμεινε σιωπηλός. Για μέρες, για μήνες ολάκερους. Μόνο κανέναν αναστεναγμό έβγαζε πού και πού, σημάδι του έντονου πόνου στο στομάχι, αναμνηστικό της «αβρότητας» των δεσμοφυλάκων του στο Χαϊδάρι.
Έμεινε έτσι στην αφάνεια και τη λησμονιά, για χρόνια. «Δεν άρεσε στον αδερφό μου να μιλάει για το Πολυτεχνείο, γιατί θεωρούσε ότι δεν είχε κάνει κάτι σημαντικό», λέει η αδελφή του Όλγα.
Μόνο μια φράση σκαλισμένη σ’ ένα κορμό δέντρου που στόλιζε το κομοδίνο του, θύμιζε τη λάβα της καρδιάς του που σιγόκαιγε: «Αξίζει, φίλε μου, να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
Προφητική φράση κι ας ειπώθηκε για άλλη περίσταση! [1] Ήταν 30 Ιουλίου του 1993 όταν άκουσε πως είχε ξεσπάσει μεγάλη φωτιά στο νησί του. Στη θέση Παναγιά είχαν παγιδευτεί τέσσερα γεροντάκια. Δίχως χρονοτριβή ο Γιώργος Κηρύκου, μαζί με τους φίλους του Δημήτρη Τσαγανό και Ηλία Φυσίδα τρέχουν για να τους σώσουν. Τους αρπάζουν και τους μεταφέρουν σε άλλο, ασφαλές μέρος. Ο Γιώργος παίρνει αγκαλιά μια ανήμπορη γιαγιούλα και τρέχει. Ο αέρας όμως, παίζει άσχημο παιχνίδι. Αλλάζει κατεύθυνση και η φωτιά γυρίζει. Εγκλωβίζονται όλοι και χάνονται μέσα στις φλόγες.
***
Καλοκαίρι 2021. Ζέστη, κούραση (πιότερο ψυχολογική, παρά σωματική), άγχος για το δύσκολο χειμώνα που έρχεται, αβεβαιότητα, σύγχυση, διχασμός, όλα γινομένα ένα κουβάρι στο μυαλό και στην καρδιά μου. Ο γνωστός ήχος των ειδοποιήσεων από το gmail με κάνει να ανοίξω το κινητό.
«Ο Δήμος Ικαρίας σας προσκαλεί την Παρασκευή 30-7-2021 στις εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν για να τιμηθεί η μνήμη των θυμάτων της πυρκαγιάς του 1993 ως ελάχιστο φόρο τιμής στη θυσία τους».
Ακολουθούν ονόματα … Ευστράτιος Π., Σταματούλα Π., Γεωργία Ξ., Σιδερής Λ. … Γεώργιος – Ελευθέριος Κηρύκου … Ηλίας Φυσίδας, Δημήτριος Τσαγανός … Και στο τέλος η φωτογραφία του μνημείου: η θυσία των παιδιών σαν ένα χελιδόνι που τ’ αγκαλιάζει η μάνα Ικαρία. Ώστε Γεώργιος – Ελευθέριος λοιπόν; Με εγγενή τον πόθο της λευτεριάς, ακόμη και στο όνομα!
17 Νοέμβρη του 2021. Ψυχρούλα, κούραση (πιότερο ψυχολογική, παρά σωματική), άγχος για το δύσκολο χειμώνα που μπήκε, φόβος για τα χιλιάδες κρούσματα που αυξάνονται αλματωδώς, αβεβαιότητα, σύγχυση, διχασμός, όλα γινομένα μια θηλιά που θέλει να με πνίξει. Η τηλεόραση αναμεταδίδει φονικά με απίστευτες λεπτομέρειες, αναμενόμενους (τέτοια μέρα!) ξεσηκωμούς φοιτητών και λοιπών «εξεγερμένων». Ο γνωστός ήχος των ειδοποιήσεων του viber με αποσπά για λίγο. Ανοίγω την οθόνη του κινητού. «Όσο υπάρχει πάνω στη γη έστω ένας άνθρωπος που μας αγαπάει, χωρίς να είναι υποχρεωμένος (από τη Βιολογία) να το κάνει, έχουμε ελπίδα σωτηρίας». Ο Γιώργος, ο φοιτητής που μένει στο κάτω διαμέρισμα γράφει πού και πού σκέψεις, στίχους, κείμενα και τα μοιράζεται μαζί μας.
Ναι Γιώργο μου! Γιώργο της πύλης του Πολυτεχνείου, Γιώργο του κάτω διαμερίσματος… Όσο υπάρχει ένας Γιώργος, μια Σοφία, ένας Γιάννης, μια Λίνα, ένας Δημήτρης που αγαπάει, απροϋπόθετα, χωρίς αντάλλαγμα, έχουμε ελπίδες «ν’ αστράψει το όραμα, να φωτιστεί η ύπαρξή μας, μπας και πάρει φωτιά ο κόσμος!» [2]
Υπ.
[1] Η φράση αποδίδεται στον Ernesto Che Guevara και εμπεριέχεται στο τραγούδι Πόρτο Ρίκο (στίχοι: Άλκης Αλκαίος, μουσική: Σταμάτης Μεσημέρης, ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου)
[2] H Όλγα, αδελφή του Γιώργου Κηρύκου θυμάται τον αδελφό της να αναφέρει συχνά αυτή τη φράση
Συγκλονιστικό, εύγε !
ΑπάντησηΔιαγραφή