- Όλα καλά;
- Ναι!
- Σίγουρα;
- Ε, ναι, σου είπα!
Ο μικρός Μάριος μιλούσε κοφτά και με επιτηδευμένη ηρεμία. Σε αντίθεση με τα λόγια του, η γλώσσα τού σώματος πρόδιδε μια ελαφρά ταραχή. Το χέρι του κρατούσε σφιχτά το χέρι του πατέρα του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο βαγόνι του τραίνου που ’χε ολάνοιχτη την πόρτα μισό μέτρο ακριβώς μπροστά τους.
Κάθε Ιούνη, με το που έκλειναν τα σχολεία, ο Μάριος πήγαινε στο χωριό του παππού και της γιαγιάς, ένα πανέμορφο χωριουδάκι με θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Ούτε μια φορά δεν βαρέθηκε αυτές τις διακοπές. Κι ας ήταν κάθε χρονιά στον ίδιο τόπο. Κάθε καλοκαίρι ζούσε μια νέα συναρπαστική περιπέτεια, αφού ο παππούς του ήταν ψαράς και τον μυούσε χρόνο με το χρόνο στα μυστικά της θάλασσας.
Συνήθως τον συνόδευε ο πατέρας στο ταξίδι του πηγαιμού που γινόταν πάντα μέρα Σάββατο.
Καθόταν ο πατέρας ως την άλλη μέρα, έβλεπε τους γονείς του, τους έδινε -τάχα αυστηρές- οδηγίες:
«Κοίτα μην τον καλομαθαίνεις μάνα, πρέπει να μάθει να τρώει όλα τα φαγητά!»
«Πατέρα, μην σε κάνει ό,τι θέλει!», τους υποσχόταν πως θα ’ρθει τον Αύγουστο με την άδειά του και έφευγε πάντα την Κυριακή το μεσημέρι για να γυρίσει στην πολύβουη πόλη.
Ετούτη η φορά ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ο Μάριος τούς θύμιζε εδώ και αρκετές μέρες πως ήταν πια μεγάλος και πως σε τρεις μήνες θα διάβαινε το κατώφλι του Γυμνασίου.
Ύστερα πήρε φόρα και τους πέταξε τη ‘βόμβα’:
«Φέτος θα πάω μόνος μου στη γιαγιά και στον παππού!».
Οι γονείς, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν αντέδρασαν καθόλου. Αντίθετα, συμφώνησαν πως ήταν καιρός πια να ταξιδεύει μόνος του στο χωριό και αργότερα να αρχίσει να πηγαίνει και σε άλλα μέρη γνωστά.
Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν τώρα επτά και εικοσιπέντε. Σε πέντε λεπτά ακριβώς το τραίνο θα έκλεινε τις πόρτες και θα ξεκινούσε. Οι επιβάτες ήταν σχεδόν όλοι στις θέσεις τους.
Ο Μάριος έσφιξε το χέρι του πατέρα και είπε: «Πάω!». Ο πατέρας τον χάιδεψε στο κεφάλι. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη ένα φάκελο διπλωμένο. Τον έβαλε στο χέρι του παιδιού και τον κοίταξε ολόισια στα μάτια. «Να τον ανοίξεις μόνο όταν νιώσεις άσχημα».
Ο Μάριος βιάστηκε να το κρύψει στην τσέπη και ανέβηκε τα σκαλιά. Ο πατέρας χάθηκε στο βάθος της αποβάθρας.
«Θέση 13D» γράφει το εισιτήριό του. Βρήκε αμέσως τη θέση του και τακτοποιήθηκε. Ύστερα στήριξε με τα δυο χέρια το κεφάλι και κοίταξε έξω. Πάντα τον διασκέδαζε η αντίστροφη φορά στην κίνηση των δέντρων και των σπιτιών την ώρα που κυλούσε πάνω στις ράγες το τραίνο. Μα τώρα δεν είχε και τόση όρεξη να χαζεύει την κίνηση αυτή. Μια κυρία μπήκε και κάθισε στο διπλανό κάθισμα. Το κατάλαβε από το τράνταγμα που ένιωσε κι από την άκρη του φουστανιού της όταν γύρισε ένα τσακ το κεφάλι προς το μέρος της. τόσο, ίσα που να καταλάβει ποιος είναι δίπλα του, χωρίς να γίνει αντιληπτός.
«Τα εισιτήριά σας παρακαλώ» ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του ελεγκτή. Αναγκαστικά γύρισε το κεφάλι προς το εσωτερικό του βαγονιού και ταυτόχρονα έβγαλε από την τσέπη το εισιτήριο. Μαζί βγήκε και ο τσαλακωμένος φάκελος και στην προσπάθειά του να τον βάλει ξανά στη θέση του, τον πέταξε κάτω. Τον μάζεψε γρήγορα – γρήγορα και βιάστηκε να δώσει το εισιτήριό του στον ελεγκτή. Ταυτόχρονα έριξε μια γρήγορη ματιά στο κουπέ. Απέναντι καθόταν μια ηλικιωμένη κυρία που κρατούσε μια τσάντα ανοιχτή και στο εσωτερικό της διέκρινε μια πούδρα κι ένα καθρεφτάκι. Δίπλα στην ηλικιωμένη κυρία καθόταν ένας νεαρός που ήταν στην κοσμάρα του: στα αυτιά του είχε ένα ζευγάρι λευκά ακουστικά και το σώμα του κουνιόταν ανεπαίσθητα στο ρυθμό της μουσικής που άκουγε. Η ένταση ωστόσο, ήταν τόση που αναγνώρισε μια επιτυχία γνωστού τράπερ, άκουσμα όχι και τόσο αποδεκτό από τους υπόλοιπους συνεπιβάτες. Η διπλανή του ήταν μια κυρία άνω των τελευταίων -ήντα με βαμμένα μαλλιά σε χρώμα «λευκό του πάγου» και έντονα κόκκινα χείλη.
Τι θυμήθηκε τώρα! Όταν ήταν μια σταλιά παιδάκι είχε ρωτήσει μια εντυπωσιακή -αλλά άγνωστη- κυρία που καθόταν απέναντί του στο λεωφορείο: «Γιαγιά, γιατί βάφεις τα μαλλιά σου άσπρα, αφού έτσι είναι κανονικά;». Το τι ακολούθησε, άνετα θα γυριζόταν σκηνή σε ταινία κωμωδίας: η κυρία έγινε κάτασπρη και μετά κόκκινη, η μαμά αρχικά είχε αρχικά ύφος «εγώ δεν ξέρω τίποτα», ύστερα κοίταξε με την άκρη του ματιού της την κυρία που είχε γουρλώσει τα μάτια της και μπροστά στον κίνδυνο λεκτικής σύρραξης, τον άρπαξε από το χέρι και κατέβηκαν στην επόμενη στάση. Δεν θέλει να θυμηθεί το τι έγινε μετά …
Ο ελεγκτής στο μεταξύ έφυγε με προορισμό το επόμενο βαγόνι κι οι δυο συνεπιβάτιδες κυρίες κοιτάχτηκαν. Δεν ήθελαν άλλη αφορμή για να πιάσουν ψιλοκουβέντα, τη συνήθη που κάνουν δυο άγνωστοι που ’ναι αναπόδραστα προορισμένοι να μένουν για κάμποση ώρα σε κλειστό χώρο.
Έβγαλε από το τσαντάκι του το κινητό. Φόρεσε τα ακουστικά και άρχισε να ψάχνει τα play list με τα αγαπημένα τραγούδια. Οι δυο γυναίκες νόμιζαν πως με το που φόρεσε τα ακουστικά ο μικρός, δεν άκουγε τίποτα από όλα όσα διαδραματίζονταν γύρω του.
«Μα καλά, μόνος του ταξιδεύει;» άρχισε η απέναντι.
«Μπα, κάπου εδώ θα είναι κάποιος δικός του!» αποκρίθηκε η δίπλα.
«Τι λέτε; Αν τον συνόδευε κάποιος, θα ήταν εδώ, σ’ αυτό το κουπέ!» είπε θριαμβευτικά η απέναντι.
«Τι να πεις! Μοντέρνοι γονείς … Εγώ τα δικά μου τα είχα από κοντά. Φοβόμουν μην τα παρασύρουν … Ναρκωτικά, παρέες … Τόσα ακούμε»
«Κι εγώ! Κι ας με έλεγαν αυστηρή… Τι πάθανε που ήμουν συνεχώς από πάνω τους;»
«Κι εγώ! Να φανταστείτε ότι ακόμα και όταν σπούδαζαν ήξερα ανά πάσα στιγμή πού ήταν και τι κάνουν! Μιλούσαμε στο τηλέφωνο κάθε μέρα»
Έκοβε η μία, έραβε η άλλη. Μιλούσαν ακατάπαυστα κι ας είχαν πρωτοειδωθεί πριν από λίγη ώρα. Κι ας μην είχαν προλάβει η μια να μάθει το όνομα της άλλης.
Ο Μάριος δεν πρόλαβε να επιλέξει τα τραγούδια που ήθελε να ακούσει. Με τα ακουστικά στα αυτιά παρακολουθούσε το διάλογο των δύο γυναικών, χωρίς να αντιληφθούν εκείνες τίποτα.
«Μα καλά, δεν φοβούνται μην πάθει τίποτα τόσο μικρό παιδί;» είπε με επιτηδευμένη έκπληξη η απέναντι.
Η δίπλα δεν απάντησε. Μάλλον έκανε κάποιο νόημα, γιατί η απέναντι συνέχισε.
«Μπα, δεν ακούει! Σίγουρα έχει βάλει δυνατά τη μουσική …»
Ο Μάριος έσφιξε τα χέρια του. Ξανάφερε στο μυαλό τη φράση που μόλις άκουσε: «Μα καλά, δεν φοβούνται μην πάθει τίποτα τόσο μικρό παιδί;» Τώρα σφίχτηκε το στομάχι του. Τα χέρια του είχαν ιδρώσει. Η ματιά του περιπλανήθηκε στο τοπίο έξω. Μα δεν έβλεπε. τα μάτια του δεν έστελναν μήνυμα στον εγκέφαλο. Το μυαλό του ήταν κολλημένο σε απροσδιόριστους κινδύνους και επικίνδυνους ανθρώπους που ήθελαν το κακό του.
Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι στην τσέπη. Έπιασε την γωνία του φακέλου. «Να τον ανοίξεις μόνο όταν νιώσεις άσχημα» του είχε πει ο πατέρας λίγο πριν επιβιβαστεί.
«Πόσο πιο άσχημα από τώρα;» σκέφτηκε.
«Τι μπορεί να γράφει; Κάτι σαν ‘Μάριε, να είσαι φρόνιμο παιδί, να μην στενοχωρείς τον παππού, να ακούς τη γιαγιά’ και άλλα παρόμοια; Μπα … Τι όμως;»
Η περιέργεια δεν του άφησε χρόνο να κάνει άλλες υποθέσεις. Έβγαλε τα ακουστικά από τα αυτιά, τα τύλιξε γρήγορα και τα έβαλε με το κινητό στη θήκη της τσάντας. Οι κυρίες σώπασαν απότομα. Εκείνος έβγαλε το φάκελο από την τσέπη και τον άνοιξε. Τα μάτια του ορθάνοιχτα εστίασαν στο χαρτί. Ήταν γραμμένες μόνο έξι λέξεις: Γιε μου, είμαι στο τελευταίο βαγόνι!
by web
Διασκευή:Υπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου