Μια μέρα, πήγα για μπασκετάκι στα γήπεδα της γειτονιάς.
Αλλά πήγα μόνος.
Βρήκα μια άδεια μπασκέτα και άρχισα τα σουτάκια.
Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκαν οι τρεις μπόμπιρες μπροστά μου.
«Θέλετε να παίξουμε μονό, δύο-δύο;»
με ρώτησε ο ένας από τους τρεις,
κρατώντας μια μπάλα κάτω από το μπράτσο του.
Τους περιεργάστηκα για λίγο.
Οι δύο πρέπει να ήταν οχτώ με εννιά
και τους περνούσα δυο κεφάλια
και ο τρίτος, ο μεγαλύτερος, το πολύ δώδεκα.
Μου άρεσε το θάρρος τους και η αγνή παιδική τους αφέλεια
και αποφάσισα να μη χάσω την ευκαιρία να μπερδευτώ μαζί τους
και να γίνω παιδί για λίγο.
Χωριστήκαμε σε ομάδες και μαζί μου ήρθε ο πιο κοντός μπόμπιρας, ο Αιμίλιος.
Ξανθός, με μακριά φράντζα που έπεφτε στα μάτια του,
και μπλουζάκι που έγραφε «Fearless».
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, προσπαθούσα να γίνω
όσο το δυνατόν καλύτερος συμπαίκτης για τον Αιμίλιο.
Του έδινα συνεχώς πάσες για να σκοράρει.
Έβαλε δυο τρία καλάθια, αλλά τελικά στο ημίχρονο χάσαμε 10-7.
«Πάω για νερό, θα έρθει κανείς;»
ρώτησε ο ένας από τους τρεις.
Παράτησαν όλοι τις μπάλες και άρχισαν να τρέχουν προς τη βρύση.
Εγώ ακολουθούσα από πίσω.
Σε κάποια φάση, πάνω στη διαδρομή,
ο μεγάλος της παρέας ανακάλυψε κάτι άγρια χρωματιστά λουλούδια.
Άνοιξε την παλάμη του χωρίς πολλή σκέψη και έκοψε καμιά δεκαριά μαζί.
Αμέσως μετά, έφτασε ο συμπαίκτης του και έκοψε
ένα λουλούδι μονάχα και το μύρισε.
«Θα το πάω στη μάνα μου», είπε και το πήρε μαζί του.
Ο Αιμίλιος πήγε κοντά, μύρισε ένα λουλούδι
κλείνοντας τα μάτια και είπε:
«Κρίμα είναι».
Μετά έφυγε για τη βρύση.
Γυρίσαμε στο γήπεδο, παίξαμε το δεύτερο ημίχρονο
και μετά χαιρετηθήκαμε και φύγαμε.
Η ώρα είχε περάσει νερό.
Έγώ έφυγα τελευταίος.
Ο μεγάλος της παρέας είχε παρατήσει τα λουλούδια
που έκοψε δίπλα στην μπασκέτα.
Ο συμπαίκτης του έβαλε το ένα λουλούδι που έκοψε
μέσα στον σάκο του για να το προσφέρει στη μάνα του
και ο Αιμίλιος έφυγε με τα χέρια άδεια.
Το λουλούδι που δεν έκοψε ο Αιμίλιος έμεινε στη θέση του,
ζωντανό και όμορφο όπως ήταν,
περιμένοντας τους επόμενους περαστικούς να το θαυμάσουν
και να το μυρίσουν.
Τρία παιδιά, αθώα, γεμάτα ζωή,
τρεις διαφορετικοί εκκολαπτόμενοι χαρακτήρες.
Έγώ έφυγα σκεπτικός.
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Αιμίλιο να αφήσει τα λουλούδια
να ζήσουν;
Ίσως να κρύβονται δυο υπέροχοι γονείς πίσω από την απόφασή του.
Τι είναι εκείνο που έκανε τον άλλο μικρό να θέλει
να προσφέρει το λουλούδι στη μάνα του;
Ένας ρομαντικός πατέρας; Μια δοτική και δεμένη οικογένεια;
Τι είναι εκείνο που έκανε τον μεγάλο της παρέας να κόψει ένα
μάτσο λουλούδια και να τα παρατήσει στο χώμα;
Μια οικογένεια καταναλωτική, που ζει μέσα στην αφθονία;
Ποιος ξέρει;
Και οι τρεις τους ήταν υπέροχα παιδιά.
Οι πράξεις τους ήταν αυθόρμητες, αθώες και φυσιολογικές,
αλλά τόσο διαφορετικές μεταξύ τους.
Αυτό που άλλαζε, ήταν μονάχα το οικογενειακό περιβάλλον
και οι συνήθειες που υιοθέτησαν από αυτό.
Το νου μας στα παιδιά μας, και στα παιδιά όλου του κόσμου.
Το νου μας στο παράδειγμα που τους δίνουμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου