Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

☆ Είχα κι εγώ κάποτε ζωή…

 


Κάθισα στο ίδιο παγκάκι μαζί του. 

Το μοναδικό που είχε χώρο διαθέσιμο να σταθώ για λίγο, στην άλλη άκρη βέβαια, έτσι, για τις

αποστάσεις, όπως το ρατσιστικά κοινωνικό κατεστημένο μας το εμφύσησε!

Έναν καφέ take away εγώ και στην άλλη άκρη εκείνος προσπαθώντας να τυλίξει ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς σε μια μπλε πλαστική σακούλα για τις δυσκολότερες ώρες. 

Άνοιξε το σακίδιό του να το αποθηκεύσει, και βιάστηκε να σκεπάσει το βιβλίο “οι άθλιοι” του Βίκτωρος Ουγκώ, μην και πέσει στην αντίληψή μου!

Δεν μιλούσαμε. 

Ο καθένας συζητούσε με τις έγνοιες του. 

Εγώ σχεδίαζα τις δράσεις της υπόλοιπης ημέρας και εκείνος, τον φαντάστηκα, να δυναμώνει τους τοίχους γύρω του, χαραμάδα να μη μείνει ανοιχτή και δραπετεύσουν μνήμες απ’ το παρελθόν!

“Με φοβάσαι ή με σιχαίνεσαι” άκουσα να ψιθυρίζει.

“Παρακαλώ; Σε μένα μιλάτε;”

“Οι δυο μας είμαστε, βλέπεις να φιλοξενώ άλλον στο παγκάκι μου;”

“Όχι… κάνετε λάθος… τίποτε από τα δύο, τυχαία έγινε…” και γνώριζα καλά πως δεν έλεγα αλήθεια!

“Μην ανησυχείτε, καταλαβαίνω, δεν είναι πρώτη φορά, όσοι κάθονται κοντά μου, κρατάνε και τις ανάλογες αποστάσεις… δεν παρεξηγώ κανέναν…”

Ήταν ένας άντρας ακαθορίστου ηλικίας, μεταξύ σαράντα πέντε και εξήντα ετών.

 Εμφανής η αδιαφορία του για την εξωτερική του εμφάνιση, όπως και για τη γνώμη των άλλων. 

Απόλυτα παρατημένος και αποστασιoποιημένος από κοσμικά ενδιαφέροντα, ξένα πάνω του τα ρούχα που φορούσε, τα μισόγκριζα μαλλιά του είχε ξεχάσει πως είναι ακόμα στο κεφάλι του και η γενειάδα τού προκαλούσε αποστροφή. 

Είχε όμως δυο στοιχεία πολύ ξεχωριστά σε όλη την εγκατάλειψη που απέπνεε, τα μάτια του και τη φωνή του!

Ήταν υπερβολικά λαμπερά και αντί για κόρη δυο γυαλιστερά ζαφείρια ξεχώριζαν στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. 

Είχε μια βραχνάδα ιδιαίτερη η φωνή του, ζεστή, αρρενωπή, ερωτική θα την αποκαλούσε μια γυναίκα, καλλιεργημένη θα έλεγα εγώ, φανέρωνε άτομο με εσωτερική ποιότητα. 

Ήπιος ο λόγος του, με ειρμό, στοιχείο σκεπτόμενου ανθρώπου, παιδείας ξεχωριστής!

Ξεπέρασα γρήγορα τον αιφνιδιασμό μου, με εγκατέλειψαν οι ενδοιασμοί μου, νίκησα την προκατάληψη και με δυο τρεις κινήσεις μεταφέρθηκα ακριβώς δίπλα του. 

Άναψα ένα τσιγάρο, άφησα το πακέτο ανάμεσά μας, άναψε κι εκείνος ένα και δεύτερο και τρίτο… ρίχνοντας τη ματιά του στο κενό. 

Η αμηχανία μου εμφανής, άρχισα διάφορα να αναρωτιέμαι. 

Λίγο πριν κάνω κάποια ερώτηση, ακούστηκε πάλι η φωνή του ως απολογία, ως ενημέρωση, ως εξομολόγηση στης ζωής τα απρόοπτα….

“Είχα κι εγώ κάποτε ζωή…” μονολόγησε!

 Σκόρπιες λέξεις στην αρχή και μετά χείμαρρος ο λόγος του, άνοιξε όλες τις κερκόπορτες η καρδιά του και συρρικνώθηκε η δική μου, στράγγιξε με όσα άκουσα, και άκουσα τόσα που δε γνώριζα πως ήμουν σε θέση να αντέξω!

Σε μια παύση (συχνά έριχνε τα μάτια του στο κενό, συχνά “χανόταν”, ξεχνούσε πως με κάποιον συνομιλεί), πήγα στο απέναντι περίπτερο, κάτι να πάρω, νερό έστω, να εκφράσω συναισθήματα με ύλη τουλάχιστον. 

Έκανα μετά προτάσεις διάφορες… 

τίποτα δε δέχτηκε, καμία προσφορά μου… 

ούτε το νερό του δεν άγγιξε, ενώ εγώ το ρούφηξα χωρίς ανάσα να σβήσω τη λάβα που φούντωσε στη συνείδησή μου, αφού λέξη αδυνατούσα να εκφράσω. 

Κλείδωσε το μυαλό μου, ό,τι κι αν σκεφτόμουν κενότυπο έμοιαζε, μικρό, λίγο, μπροστά στη μεγαλοσύνη αυτού του ανθρώπου, τον οποίο η ζωή ανελέητα τον έδειρε…

Κάποια στιγμή σιώπησε τελείως, αδυνατούσα να καταλάβω αν με βλέπει, αν ένιωθε κάτι, αν θυμόταν όσα είπε… 

άκουγα μόνο ψιθυριστά να μετράει τα φώτα των αυτοκινήτων. 

Έκανα κίνηση να ανάψω άλλο ένα τσιγάρο, άδειο το πακέτο, το τσαλάκωσα, ξεκίνησα για το περίπτερο. 

Ακούστηκε πάλι η φωνή του: 

“Πρέπει να φύγεις, φίλε μου, θα έχεις αγαπημένους, ποτέ δεν τους στεναχωρούμε! 

Ήταν αρκετό, εκπλήρωσες την επιθυμία μου να γίνω έστω και για λίγο αποδεκτός από κάποιον που δε γνωρίζω ούτε το όνομά του. 

Όχι…μην το πεις… 

οι συστάσεις μοιάζουν με αφετηρία κοινωνικής ζωής, απαγορεύονται οι προσδοκίες στην περίπτωσή μου! 

Απόψε όμως ικανοποιημένος θα μετράω άστρα που ονειρεύονται ανθρώπους, με κατανόηση θα κρίνω ανθρώπους που αγκαλιάζουν εφιάλτες!” 

Αρνήθηκε να μου δώσει το χέρι του, το κούνησε στον αέρα ως χαιρετισμό!

Μετά από μερικά βήματα κοντοστάθηκα, γύρισα το κεφάλι μου πίσω, ήδη είχε το σακίδιο για προσκέφαλο και είχε ξα-απλώσει τους καημούς του στο παγκάκι!

Πέρασα από τότε πολλές φορές απ’ την πλατεία Μαβίλη, πάντα κάθομαι για λίγο στο ίδιο παγκάκι, πάντα αφήνω το πακέτο με τα τσιγάρα στην ίδια θέση. 

Δεν τον ξανασυνάντησα, ίσως η αποστολή του έγινε να συνεφέρει τους ανθρώπους από τη ματαιοδοξία της προβολής, του φαίνεσθαι, μα πάντα εύχομαι να εντοπίσει εκείνο το αστέρι που φωτίζει όλα τα παγκάκια της Αθήνας, να λάμψουν τα άστεγα διαμάντια!

Υ.Σ. Αν η πολιτεία κοιμάται ή τη ραστώνη της απολαμβάνει με την ασίγαστη ερωτική ποίηση στο FB, κάποιοι βιώνουν μόνιμη αγρυπνία...


|Βαγγέλης Γιάννος. Ομφαλος της γης

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου