|γράφει ο Δάσκαλος, Νίκος Γιακαλλής
Τέλη της δεκαετίας του 70.
Υπηρετείς σε ένα πολυθέσιο σχολείο χωριού.
Μια από τις μαθήτριές σου
έχει μυαλό "ξουράφι", διαυγές.
Αθανασία το όνομά της.
Ένα λεπτό, μελαχρινό κορίτσι είναι και λιγομίλητο,
το μεγαλύτερο παιδί ενός σπιτικού,
μέλος μιας πολυμελούς,
φτωχής οικογένειας.
Νέος δάσκαλος εσύ τότε,
γιομάτος όνειρα και ψευδαισθήσεις,
ελπίζεις και προσπαθείς
για μια καλύτερη εκπαίδευση,
για ένα καλύτερο κόσμο.
Τελειώνει το παιδί το σχολείο εκείνη τη χρονιά
και σκέφτεσαι την μετέπειτα πορεία του.
Είναι προδιαγεγραμμένη και προσχεδιασμένη:
Θα βόσκει τα πρόβατα.
Όπως τόσοι και τόσοι δάσκαλοι στον κόσμο,
πριν από σένα, νιώθεις την υποχρέωση.
Συναντάς, λοιπόν, τον πατέρα
και προσπαθείς να τον πείσεις:
H
Αθανασία να συνεχίσει στο Γυμνάσιο της κοντινής πόλης.
O πατέρας σε κοιτά απορημένος...
- Δάσκαλε, ξέρεις την κατάστασή μας.
Θέλω βοήθεια.
Για να μεγαλώσω και τα άλλα παιδιά.
Η Αθανασία θα μας βοηθήσει...
Έπειτα περνούν τα χρόνια και φύγανε,
όπως φεύγουν,
σαν το νερό.
--------------------------------
Πριν από λίγους μήνες μπαίνεις σε ένα πολυκατάστημα.
Σε εξυπηρετεί στα αλλαντικά μια κυρία.
Μελαχρινή,
περασμένης της μέσης ηλικίας.
Την έχεις ξανασυναντήσει στο πόστο της.
Σοβαρή, μετρημένη, δίχως διαχύσεις.
Της μιλάς τυπικά εσύ και
προσπαθείς ευγενικά:
- Κύριε Νίκο, εσείς δεν με θυμάστε.
Η Αθανασία είμαι του Γιώργου του Κ.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια Αθανασία
που έχουμε να ιδωθούμε...
--------------------------------------
Πριν λίγες εβδομάδες
έρχεται η συζήτηση με μια συνάδελφο
ξανά γι αυτό το παιδί.
Έτσι είναι οι δάσκαλοι οι συνταξιούχοι:
Θυμούνται,
νοσταλγούν,
χαίρονται για γεγονότα που πέρασαν,
στιγμές φορτωμένες με συναισθήματα
καλά και κακά με τα παιδιά,
τους μαθητές τους,
τους συναδέλφους,
τους γονείς.
Επιβεβαιώνετε λοιπόν την αδικία της ζωής
και την πίκρα για την παλιά σας μαθήτρια.
Το ταλέντο που χάθηκε και πήγε.
Την ταξική κοινωνία
και την εκπαίδευση για τους λίγους:
Η
Αθανασία...
Γιατί δεν ξεχνιούνται τα παιδιά αυτά
όπως η Αθανασία
και άλλα και άλλα, πολλά.
Κάθε ένα και με τη δική του ιστορία,
το δικό του αγώνα, τη δική του μοίρα.
Εκατοντάδες είναι,
χιλιάδες,
πολλά:
Η Αντωνία,
ο Κυριάκος,
ο Θανασάκης,
ο Γιαννάκης
και άλλα και άλλα,
δίχως τέλος....
---------------------------------------------
Πριν λίγες μέρες βρίσκεσαι μπροστά στο ψυγείο
με τα αλλαντικά και τα τυριά ξανά.
Είναι ένα πρωινό ζεστής μέρας του Ιούνη:
- Καλημέρα Αθανασία.
Σε παρακαλώ, μισό κιλό ανθότυρο.
- Είστε
καλά κύριε Νίκο;
Αθανασία,
Αθανασία,
το λιγόλογο μικρό κοριτσάκι,
να σου γράφει έκθεση,
να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς,
να πηγαινοέρχεται από τη μάντρα,
να βόσκει τα
πρόβατα...
Πάντα με λίγα τα λόγια της
και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής της.
- Αθανασία,
το ξέρεις ότι ήσουν μια πολύ καλή μαθήτρια,
καλό μυαλό;
- Ευχαριστώ πολύ δάσκαλε.
Ευχαριστώ.
Ίσως από μένα να πήρε και το κορίτσι μου.
- Σπούδασε;
Τη ρωτάς εσύ φορτωμένος,
απότομα με βαριά αγωνία.
- Ναι, Μετσόβειο Πολυτεχνείο.
Αρχιτέκτονας.
Πριν λίγες μέρες πήγα στην ορκωμοσία της.
Στην Αθήνα.
Εσύ πήρες το ανθότυρο στα χέρια σου,
την ευχαρίστησες
και την αποχαιρέτησες.
Δεν ήξερες όμως τώρα
που πήγαινες
και που πατούσες.
Γιατί
χάρηκες χαρά μεγάλη.
Γιατί
συγκινήθηκες.
Αθανασία...
Που τα κατάφερνες στα μαθήματα,
να βόσκεις τα πρόβατα
και να κανακεύεις μικρά
αδερφάκια...
--------------------------------------
Έτσι κάπως δροσίζεται η ψυχή
και ομορφαίνει μια μέρα ενός συνταξιούχου δασκάλου
που πίστευε κάποτε
ότι θα μπορούσε να αλλάξει το ελληνικό σχολείο,
η μοίρα των φτωχών
και των καταφρονεμένων,
ο κόσμος μας ολόκληρος.
Έτσι κάπως επιβεβαιώνεσαι
απόμαχος πια
και προχωρείς.
Γιατί κάποια στιγμή ο άνθρωπος
διαλέγει στη ζωή του
με ποιον θα πάει
και ποιον θα αφήσει.
Και λέει το μεγάλο Ναι
ή το μεγάλο Όχι.
Και ας το πληρώνει όλη του τη ζωή
γι΄αυτή του την επιλογή,
λέει ο ποιητής ο αγαπημένος.
Γιατί όλα δεν μετριούνται
με το πόσα παίρνεις,
αλλά με το πόσα δίνεις....
Γιατί εσύ πληρώθηκες στη ζωή σου
και πλουσιοπάροχα μάλιστα.
Όχι,
όχι σε χρήματα...
................................
Γράφεις αυτές τις γραμμές,
σηκώνεις το κεφάλι
και ατενίζεις τον πρωταγωνιστή
του Μιγκέλ
Ντε Θερβάντες απέναντί σου.
Αν τα
πράματα ξαναγινόντουσαν από την αρχή:
Δάσκαλος
πάλι θα γενόσουν...
Σκέφτεσαι.
Και είναι
σαν να σου χαμογελά ο Δον Κιχώτης...
|Φωτογραφία:
Ίσως η τελευταία μάντρα της Αντιμάχειας.
Του κυρ Αντώνη.
Κατάλευκη από τον ασβέστη
και απαστράπτουσα από την καθαριότητα της πιστικούαινας.
Όπως ήταν και η συντριπτική πλειονότητα
από τις πολλές του χωριού εκείνης της εποχής:
Της
Αθανασίας.
N.G.
Αντιμάχεια,
Κως,
Ελλάς.
Εν έτει σωτηρίω 2024, Κυριακή,
τω μηνί Ιουλίω, 14η η ημέρα.
<<
Έρρωσθε και ευδαιμονείτε...>>.
|εμείς "κλέψαμε" από τον φίλο, Μικέ Κουλλιά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου