Είναι το δεύτερο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε ο π. Σταμάτης Σκλήρης στο pemptousia.gr, με αφορμή την εκδήλωση που διοργάνωσαν χθες Παρασκευή οι εκδόσεις Πορφύρα, με θέμα: «Η Νεοβυζαντινή Ζωγραφική ως Γλώσσα και Έκφραση στην Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη». Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης ο π. Σταμάτης αναφέρθηκε στον όρο Νεοβυζαντινή τέχνη, στον Φώτη Κόντογλου, στη δουλική απομίμηση του βυζαντινού παρελθόντος που γίνεται εμμονή σε κάποιες περιπτώσεις κ.ά.
Πεμπτουσία: Τι δεν είναι εμμονή; Πότε ένα έργο χαρακτηρίζεται ως γνήσιο, χωρίς ο εικαστικός να είναι ένας απλός αντιγραφέας;
π. Σταμάτης Σκλήρης: Η εμμονή είναι αυτό που λέμε «δήθεν». Αντί να εκφραστεί κανείς με παρθενικότητα, κάνει κάτι πράγματα «δήθεν». Δηλαδή, σαν να ήταν ένας βυζαντινός, κάθεται και φτιάχνει ένα ποτήρι και ένα λουλουδάκι μέσα. Όπως έφτιαχναν οι βυζαντινοί ένα λουλουδάκι σε ένα βάζο. Το θέμα είναι για να μην είναι δήθεν. Θα μπορούσε ένας καλλιτέχνης να είναι τόσο παρθένος στην καρδιά, ώστε την ώρα που βγαίνει από το σπίτι του, τον σκουπιδοτενεκέ να τον βλέπει με τόσο παρθένο μάτι κι όταν τον ζωγραφίσει να λάμπει; Άμα αυτός βγάζει από μέσα του φως, θα φτιάξει και τα σκουπίδια και τον ντενεκέ, μ’ ένα τρόπο που θα τους υπαγορεύει η καρδιά του. Για να το κάνει αυτό ο ζωγράφος, πρέπει να πιστεύει στην Ανάσταση ή να έχει Θεία φώτιση που δεν μπορεί να τη συνειδητοποιήσει. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα: πώς να πετύχoυμε τη γνησιότητα χωρίς την αντιγραφή.
Πεμπτουσία: Να μιλήσουμε πατέρα Σταμάτη τώρα για τα νέα παιδιά, για τους ζωγράφους τον Φώτη Βάρθη, τον Χρήστο Γουσίδη, τον Γιάννη Δέδε, τον Κώστα Λάβδα και τον Δημήτρη Χατζηαποστόλου με τους οποίους εσείς, ο Ψυχαναλυτής Δημήτρης Κυριαζής και η Ιστορικός Τέχνης Ίρις Κρητικού, συζητήσατε χθες Παρασκευή, στο Ίδρυμα Α και Λ Κατακουζηνού; Οι νέοι αυτοί ζωγράφοι, θεωρείτε ότι προσλαμβάνουν την εποχή μας μέσα από τα έργα τους;
π.Σταμάτης Σκλήρης: Ναι. Ο γνήσιος καλλιτέχνης, πρέπει να προσλαμβάνει την εποχή του και να την εισάγει μέσα στα έργα του όχι φωτογραφικά, αλλά παραστατικά, όχι μιμητικά αλλά με εκείνη την πνοή του ποιητή, με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος αλλά που μόλις βγαίνουν από τη γραφίδα του, φωσφορίζουν.
Πεμπτουσία: Θα θέλατε να μιλήσουμε τώρα για το γενικό θέμα των συναντήσεων, που έχει τον τίτλο «Η Ψυχανάλυση συναντά την τέχνη». Υπάρχει αλήθεια σημείο συνάντησης;
π.Σταμάτης Σκλήρης: Αυτός ο τίτλος εκ πρώτης όψεως κάποιους τους προβληματίζει. Να σκεφθούμε όμως ένα απλό πράγμα: Η τέχνη δεν είναι αυτό που λέει. Είναι και πολλά πράγματα που δεν λέει. Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, με το βαθύτερο είναι του ανθρώπου και της κοινωνίας. Αυτό το βαθύτερο δεν είμαστε σίγουροι ότι το ξέρουμε. Πολλοί χριστιανοί σκανδαλίζονται άμα λέμε υποσυνείδητο. Δεν ξέρω γιατί, ίσως πάνε στην αρνητική πλευρά του υποσυνείδητου που έχει αποθηκεύσει σκοτεινές εικόνες, θλιβερές κ.λ.π. και θεωρούν ότι είναι ένας σκουπιδοτενεκές, όπου πετάει κανείς ό,τι απωθεί. Τους διαφεύγει όμως μία μεγάλη αλήθεια, που χρειάζεται να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια και αφού την κατανοήσουμε, τότε μπορούμε να συζητήσουμε μαζί με τους νέους καλλιτέχνες και να ακούσουμε τα σχόλια του κ. Κυριαζή. Τους διαφεύγει λοιπόν ότι το υποσυνείδητο δεν είναι ένας σκουπιδοτενεκές αχρήστων ή απωθημένων, είναι ένα οργανικό κομμάτι του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου, το οποίο ωθεί πολλές φορές τον άνθρωπο να κάνει παρορμητικά μια πράξη, την οποία δεν θέλει να κάνει. Είναι κάτι σαν κι αυτό που έλεγε ο Απόστολος Παύλος ότι: ταλαίπωρος εγώ ο άνθρωπος, βλέπω έναν έτερο νόμο να αντιστρατεύεται αυτά που θέλω να κάνω και κάνω αυτά που δεν θέλω. Τι σημαίνει αυτό που δεν θέλω; Είναι σαν αν οδηγούμε μια βάρκα, να υπάρχει φουσκοθαλασσιά κι εμείς να πηγαίνουμε στα βράχια για να τσακιστούμε. Αυτή είναι μια χαρακτηριστική εικόνα, για να καταλάβουμε το υποσυνείδητο. Ως χριστιανός, θέτω το ερώτημα στους χριστιανούς αδελφούς: Είμαστε πάντοτε αυτό που δηλώνουμε; Ας πούμε, αγωνιζόμαστε να είμαστε ταπεινοί, να προσευχόμαστε να είμαστε ελεήμονες, να συγχωρούμε. Το πετυχαίνουμε πάντοτε; Δεν έχουν έρθει στιγμές, που συγχωρεθήκαμε με έναν αδελφό μας και πιστέψαμε ότι όλα ήταν εντάξει, μετά του πετάξαμε όμως μια λεξούλα… Τι ήταν αυτό; Ήταν κάτι που φώλιαζε μέσα μας και είχε πιο μεγάλη δύναμη από το συνειδητό, τη συνειδητή απόφαση να είμαι χριστιανός και να συγχωρώ και μου βγήκε χωρίς να το θέλω και τον τραυμάτισα τον άνθρωπο. Ήταν δηλαδή μια κακία, που δεν την είχα διαχειριστεί καλά. Αυτό δεν είναι κάτι που μας αναγκάζει να δεχθούμε την ύπαρξη του υποσυνείδητου; Αν κάποιος σκανδαλίζεται από την ορολογία, ας χρησιμοποιήσει τα λόγια του Αποστόλου Παύλου.
Πεμπτουσία: Νομίζω πατέρα Σταμάτη, ότι ήταν πράγματι αναγκαία αυτή η διευκρίνιση που κάνατε για το υποσυνείδητο και το σκανδαλισμό που ίσως προκαλεί σε κάποιους.
π.Σταμάτης Σκλήρης: Επομένως, για να έρθουμε τώρα στην τέχνη, που είναι ένας τρόπος επικοινωνίας με το βαθύτερο είναι του ανθρώπου και της κοινωνίας, μπορεί ο ψυχαναλυτής βλέποντας μία ζωγραφιά δική μου, ή να πει ότι αυτός ο άνθρωπος έχει μέσα του Ανάσταση, ή να πει ότι μιλάει για χαρά και Ανάσταση, αλλά τα χρώματά του μου φέρνουν κατάθλιψη Και οπωσδήποτε μας βοηθάει να διαβάσουμε ένα έργο τέχνης, μια προσέγγιση ψυχαναλυτική και γι αυτό τη θεωρούμε ένα καταξιωμένο τρόπο, για να δούμε τη σύγχρονη νεοελληνική τέχνη. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση, βοηθάει στο να καταλάβουμε τα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας σήμερα. Αν μία τέχνη είναι τόσο συνειδητοποιημένη, που εκ των προτέρων θα ξέρει ο ζωγράφος τι θα φτιάξει και τι θα βγει από το έργο του, τότε δεν είναι τέχνη. «Αλλοίμονο αν ήξερα που θα καταλήξω», έλεγε ο Πικάσο. «Ξεκινάω να ζωγραφίζω και δεν ξέρω που θα καταλήξω». Αν δεν υπάρχει το απρόβλεπτο, χάνει όλη την ποίηση η τέχνη.
Πεμπτουσία: Αφορμή για τις συναντήσεις «Η Ψυχανάλυση συναντά την τέχνη», υπήρξε το βιβλίο σας «Το βέμμα του Παντοκράτορα».
π.Σταμάτης Σκλήρης: Είναι ένας φάκελος που περιλαμβάνει 18 φωτογραφίες από έργα μου, άλλα φορητές εικόνες κι άλλα τοιχογραφίες σε εκκλησίες. Όλα εικονογραφικά, δεν είναι κοσμικά έργα. Πρόκειται για 18 αναπαραγωγές έργων μου και έχουμε και ένα βιβλίο το οποίο περιλαμβάνει κείμενα του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, του Δρ Δημήτρη Κυριαζή, του μακαριστού καθηγητού Κωνσταντίνου Σκουτέρη και δύο δικά μου κείμενα με τίτλους «Το βλέμμα του Παντοκράτορα» και «Περί ευαισθησίας». Σ’ αυτό το βιβλίο, μπορεί κανείς να προβληματιστεί μέσα από τα κείμενα για τη ζωγραφική και να δει πώς οι εικόνες που κοσμούν τους ναούς μας, φθάνουν ως εικονογραφικά θέματα στις ημέρες μας. Αλλά επειδή είναι ζωγραφισμένα από ένα ζωγράφο του 20ου αιώνα, έχουν κάποια πρωτοτυπία ή ιδιοπροσωπία, δηλαδή υποτίθεται ότι ο ζωγράφος έχει αφήσει τη σφραγίδα του, όχι με την έννοια να προβάλει κάτι για να ξεχωρίσει, αλλά και να εκφραστεί σαν ένα ελεύθερο πρόσωπο κι όχι σαν μια φωτοτυπία μιας βυζαντινής εικόνας.
Κατερίνα Χουζούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου