Τις παρακολουθώ εδώ και ώρα...
Η κόρη ‒θα ’ναι δεν θα ’ναι πέντε χρονών‒ να παρακαλάει τη μάνα για «ένα μόνο κρουασάν και θα σου ζητήσω ξανά το άλλο καλοκαίρι».
Η μάνα ανένδοτη, η κόρη «σιροπιασμένη»:
«Σε παρακαλώ, μανουλίτσα μου, ένα μόνο κρουασάν με σοκολάτα και τίποτ’ άλλο».
Οι παρακλήσεις της μικρής, επαναλαμβανόμενη δέηση ενός γλυκού «αμαρτήματος»...
«Όχι, Σοφία! Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πάρω κρουασάν γιατί… θα γίνεις χοντρή! Μη σου πω ότι ήδη είσαι χοντρή!»
Η Σοφία δακρύζει. Δεν κλαίει γοερά, ούτε διαμαρτύρεται. Ούτε στριγκλίζει, ούτε φωνάζει. Η Σοφία δακρύζει.
Και πως αν τρώει πολύ θα γίνει χοντρή.
Και άσχημη.
Και παραμορφωμένη.
Και πως τα παιδιά θα την κοροϊδεύουν.
Και πως τα κορίτσια δεν θα την κάνουν παρέα. Και πως τα αγόρια δεν θα την αγαπούν.
Κι όσο εκείνος την απειλούσε μοστράροντας στα παιδικά της μάτια την περιφέρειά της – «πρωταγωνίστρια» σε πίνακα του Ρούμπενς, τόσο εκείνη καταβρόχθιζε οτιδήποτε μπορούσε να τη μεταμορφώσει σε χοντρή!
Όχι γιατί πεινούσε, αλλά επειδή πονούσε.
Από τις φοβέρες, τις απειλές και το τέρας του πάχους με το οποίο απαράληπτα, σχεδόν εμμονικά τη φοβέριζε ο ίδιος της ο γονιός. Κάπως έτσι, οδηγημένη από το αντιδραστικό ασυνείδητο που όλοι κρύβουμε μέσα μας, η Χριστιάννα, έγινε η «γεματούλα» της παρέας.
Μια χαρούμενη, πανέξυπνη, πλακατζού και ακομπλεξάριστη γεματούλα, που είχε και φίλες να την αγαπούν, και αγόρια να τη γουστάρουν, και φουστάνια να τη χωρούν, και όνειρα να την περιμένουν.
Ήταν ένα βράδυ, σ’ ένα από εκείνα τα ατελείωτα πάρτι της εφηβείας μας με τη γρεναδίνη-πορτοκάλι και τα κόκκινα φωτορυθμικά, όταν ο πατέρας της γεματούλας Χριστιάννας μπούκαρε στο μεγάλο σαλόνι με όλο το απύθμενο κόμπλεξ του και με στεντόρεια φωνή έκανε θρύψαλα την αυτοπεποίθηση της παιδικής μου φίλης:
"Γεια σας, παιδιά!
Ήρθα να πάρω… τη βαρέλω μου"!
Από εκείνη τη βραδιά, από εκείνη κιόλας τη στιγμή, η «βαρέλω» άρχισε να κατρακυλά σ’ έναν αγώνα απώλειας βάρους που είχε τα πάντα εκτός από πάτο.
Η Χριστιάννα σταμάτησε να τρώει, έπαψε να λιμπίζεται, αρνήθηκε να πεινάει, κηρύσσοντας στον εαυτό της μία ανελέητη απεργία πείνας που είχε έναν και μοναδικό στόχο: να ξεράσει από τα σωθικά της όλη την καταπίεση του τέλειου κορμιού που ο πατέρας της ήθελε να «πλάσει» για εκείνη χωρίς εκείνη.
Ό,τι «έβαζε» το «έβγαζε», ό,τι μύριζε την αναγούλιαζε, ό,τι απολάμβανε χθες, σήμερα το μισούσε.
Ακολούθησε η νοσηλεία της, νοσηλεία ενός σκελετού που μαχόταν να κρατηθεί στη ζωή και άπειρες ώρες ψυχανάλυσης προκειμένου να ξεριζώσει το χοντρό φάντασμα που πλανιόταν μέσα της από τότε που ήταν ακόμη παιδί.
Λίγα χρόνια αργότερα η Χριστιάννα επανήλθε. Και έζησε. Και ερωτεύτηκε. Και έκανε παιδιά.
Και μας καλούσε σε μαγικές βραδιές οινοποσίας και μοναδικών εδεσμάτων που ετοίμαζε ξανά με όρεξη: "Ξέρεις, φιλενάδα…", μου είχε πει ένα βράδυ ανάμεσα σε τσιμπολογήματα και δυο ποτήρια κρασί:
"Ακόμη κι αν σήμερα είμαι καλά, δεν θα ξεπεράσω ποτέ το κακό που μου έκανε ο ίδιος μου ο πατέρας και η εμμονή του να είμαι αδύνατη.
Το πιστεύω, φιλενάδα μου.
Γιατί το κακό που μπορεί να κάνει σε μια παιδική ψυχή η ενήλικη βλακεία είναι απύθμενο…
Κοιτάζω ξανά γύρω μου.
"Χοντρή είσαι και φαίνεσαι"!
Δεν δίνω μία αν με άκουσε.
Ούτε αν με κατάλαβε.
Ούτε αν στα μάτια της φάνηκα αγενής, αναιδέστατη, ακόμη και κατίνα.
Την ατάκα αυτήν της τη χρώσταγα, όπως τη χρωστάω σε όλους τους βοϊδοκέφαλους γονείς που απειλούν τα παιδιά τους ότι θα γίνουν χοντρά…
Κείμενο: Ρ. Ξυδα
Image copyright to Meg Gaiger/Harpyimages
Πηγή: Grigoris Vasileiadis









