Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καθάρισόν με. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καθάρισόν με. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

☆ Το τελευταίο χειροκρότημα...

     

     |Ένα αλλιώτικο περιστατικό...

Αν δεν είσαι παλιάνθρωπος...

Άσ'το καλύτερα!

Μην το διαβάσεις...

Αν όμως έχεις νιώσει, 

έστω και για μια στιγμή, 

άσωτος ή κάθαρμα

   ...τότε ναι!

Ρίξε μια ματιά...

Ίσως σε βοηθήσει 

να αρχίσεις να σκέφτεσαι 

την επιστροΦή... 


Η Φλώρα είναι πόρνη. 

Εδώ και μερικά χρόνια κάνει τη δουλειά αυτή για να ζήσει τα δύο της παιδιά. 

Ξεκίνησε όταν ο άνδρας της την παράτησε για κάποια τραγουδίστρια. 

Μην έχοντας άλλο τρόπο να επιβιώσει, αποφάσισε να βγει στο δρόμο.

 Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, όμως με τον καιρό έγινε μια ρουτίνα. 

Δεν την ένοιαζε πια εάν ο πελάτης είναι νέος ή γέρος, κίτρινος ή μαύρος. 

Σημασία είχε να πληρώνουν. 


Ένα σούρουπο στην πιάτσα την πλησίασε ένας ηλικιωμένος άνδρας. 

Από την αρχή φαινότανε ότι δεν είναι συνηθισμένος με το πεζοδρόμιο. 

Ήταν ντροπαλός και ιδιαίτερα νευρικός. 

Η Φλώρα τον αναμέτρησε με το βλέμμα. 

«Τι γυρεύει αυτός ο καθωσπρέπει γέρος στα μέρη μας;» Αναρωτήθηκε.

Ο άνδρας ήταν ιδιαίτερα ευγενικός. Της μίλησε λες και απευθυνότανε σε κυρία.

- Καλησπέρα σας κυρία, της είπε χαμηλόφωνα. 

Έμοιαζε σχεδόν φοβισμένος. 

- Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με συνοδέψετε για μία περίπου ώρα; 

Η Φλώρα ξέχασε πότε την αποκάλεσαν για τελευταία φορά «κυρία» και της μίλησαν στον πληθυντικό. Φαντάσθηκε ότι είναι κάποιος ιδιαίτερα βιτζιόζος πελάτης. Είχε συνηθίσει στις ιδιαίτερες επιθυμίες. 

- Θέλετε να έλθετε μέσα; του απάντησε το ίδιο ευγενικά και η ίδια, δείχνοντάς του το ξενοδοχείο πίσω της.

 Έμαθε να παίζει το παιχνίδι των πελατών της.

 Εάν την θέλουν «κυρία», θα είναι «κυρία».

- Θα προτιμούσα να περπατήσουμε της είπε. Δεν θα πάμε μακριά. 

- Θα σας κοστίσει ένα κατοστάρικο για μια ώρα του είπε και αν θέλετε έξτρα κάτι παραπάνω.


Συμφώνησε αμέσως ο άνδρας και η Φλώρα χάρηκε γιατί του είπε διπλάσια τιμή για να τα βρουν στα παζάρια, αλλά ευτυχώς δεν χρειάσθηκαν. 

Καλό μεροκάματο απόψε σκέφτηκε.

- Πως θέλετε να σας φωνάζω κύριε; τον ρώτησε.

- Αλέξανδρο και είναι το πραγματικό μου όνομα.


Προχώρησαν κάπου ένα τέταρτο. 

Η Φλώρα άρχισε να ανησυχεί. 

Που την πηγαίνει αυτός ο παράξενος άνθρωπος; 

Κάποια στιγμή φθάνουν σε ένα ερειπωμένο κτίριο. 

Απ’ έξω υπάρχει μια πολύ παλιά σκουριασμένη ταμπέλα που γράφει «Θέατρο Παλλάς». 

Ο Αλέξανδρος σπρώχνει την παλιά πόρτα που ανοίγει τρίζοντας με δυσκολία.

 Της κάνει ευγενικά τόπο να περάσει.

 Η Φλώρα αρνείται να μπει μέσα. 

- Τόσα σπίτια και ξενοδοχεία υπάρχουν. 

Στα ερείπια μ’ έφερες; 

Τί βίτσιο είναι αυτό;

- Θα σου εξηγήσω της λέει ο άνδρας. 

Είμαι παλιός ηθοποιός. 

Όλη μου τη ζωή την έζησα στη σκηνή. 

Σήμερα ο γιατρός μου είπε ότι έχω καρκίνο και μου έδωσε λίγους μήνες ζωής. 

Όσο ακόμη μπορώ και στέκομαι όρθιος θέλω να παίξω για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό. 

Αν δεν σε πειράζει, θέλω να είσαι εσύ το κοινό μου. 

Δεν θέλω να είναι άδεια η αίθουσα.

 Θα μου δώσεις το τελευταίο χειροκρότημα, που θα το πάρω μαζί μου. 

Σε παρακαλώ βοήθησε με.


Η Φλώρα συγκινείται. 

Η τροπή που πήρε η ζωή της, δεν της έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ποτέ μία θεατρική παράσταση. 

Το να κάνει τη χάρη σε αυτόν τον ευγενικό άνθρωπο, θα είναι και μια δική της ευχαρίστηση, θα πληρωθεί κιόλας.


Το εσωτερικό του θεάτρου είναι σε άθλια κατάσταση. 

Η εγκατάλειψη και οι λεηλασίες το έχουν καταντήσει σχεδόν άδειο κουφάρι. 

Μόνο η σκηνή στέκει ακόμη με ξεσκισμένα τα πανιά της αυλαίας και κάτω μερικά καθίσματα τα περισσότερα σπασμένα. 

Η Φλώρα καθαρίζει ένα κάθισμα και κάθεται. 

Στη σκηνή ανεβαίνει ο Αλέξανδρος. 

Σπρώχνει με το πόδι του μερικούς σοβάδες και ξεκινά με έναν μονόλογο από την "Όπερα της Πεντάρας" του Μπέρτολτ Μπρεχτ, όπου η Τζένη η πόρνη εκφράζει την κυνική της στάση και την ωμή πραγματικότητα της ζωής της, ενώ παράλληλα φωτίζει τη σκληρότητα και την υποκρισία της κοινωνίας.

"Α!, νομίζεις πως έχεις δει την κόλαση, έτσι δεν είναι; 

Νομίζεις πως η δική σου ζωή είναι σκληρή, πως σε πατάνε και σε εκμεταλλεύονται. 

Έχεις ιδέα πώς είναι να είσαι γυναίκα σαν κι εμένα; 

Κανείς δεν θέλει να ξέρει το όνομά σου, κανείς δεν σε κοιτά στα μάτια. 

Όλοι θέλουν κάτι από σένα, αλλά κανείς δεν θέλει να μάθει τι χρειάζεσαι εσύ. 

Και όταν έρθει η ώρα να σε κρίνουν, όλοι στέκονται στο ύψος τους, όλοι αγνοούν πόσο αναγκαίο είναι να έχεις φωνή μέσα στη νύχτα. 

Σ' αυτόν τον κόσμο, εμείς είμαστε τα εύκολα θύματα. 

Όμως, μην κάνεις το λάθος να με λυπάσαι. 

Γιατί εγώ θα επιβιώσω. 

Κι όταν εσείς θα έχετε φύγει, εγώ θα είμαι ακόμα εδώ. 

Κι ίσως τότε, να κοιτάξετε πίσω και να δείτε πως ήμουν πιο αληθινή απ’ όλους εσάς μαζί."


Η Φλώρα νιώθει κάθε στοίχο, κάθε λέξη, κάθε κίνηση να περιγράφουν τη δική της ζωή. 

Από τα μάτια της τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα, για τη χαμένη της ζωή, για την αδυναμία και την ερημιά της


Όταν τελειώνει ο Αλέξανδρος υποκλίνεται και η Φλώρα τον χειροκροτεί με ενθουσιασμό. 

- Ευχαριστώ πολύ καλή μου. 

Είσαι καλό ακροατήριο. 

Να σε πληρώσω τώρα. 


Η Φλώρα δεν δέχεται πληρωμή. 

Πιστεύει ότι εάν του έπαιρνε χρήματα, θα ευτέλιζε μία από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής της.

- Μπορούμε να βρεθούμε και αύριο; του ζητάει ικετευτικά. 

- Αν και ο γιατρός μου ζήτησε να μην κουράζομαι να το ξανακάνουμε αύριο. 

Την ίδια ώρα να βρεθούμε εδώ;


Την άλλη μέρα, όταν ο Αλέξανδρος μπαίνει στο θέατρο, βλέπει ότι στα σπασμένα καθίσματα βρίσκονται καμιά δεκαριά πόρνες. 

Μόλις τον βλέπουνε σοβαρεύουν. 

Η Φλώρα του χαμογελά και του κουνά το χέρι. 

Αυτός σχηματίζει με τα χείλη του τη λέξη ευχαριστώ.

Ανεβαίνει στη σκηνή. 

Υποκλίνεται και αρχίζει τον μονόλογό της πόρνης Εστέλ από το μονόπρακτο "Κεκλεισμένων των Θυρών" του Ζαν Πολ Σάρτρ:


"Τι είναι η κόλαση, αν όχι οι άλλοι που μας κοιτάζουν χωρίς ποτέ να μας βλέπουν; 

Ήθελα απλώς να αγαπηθώ, να είμαι κάτι περισσότερο από μια σκιά που χορεύει για να ευχαριστεί τους άλλους, για να τους κάνει να νιώθουν ανώτεροι και δικαιωμένοι. 

Μας περιγελούν και μας κρίνουν, μας φορούν ετικέτες, μα όταν κλείνουν οι πόρτες, δεν έχουμε τίποτα να μας στηρίξει. 

Όλοι είμαστε λίγο πολύ φυλακισμένοι στη φήμη μας, στην εικόνα που δημιούργησαν οι άλλοι για εμάς, 

χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν τι υπάρχει στην καρδιά μας."


Οι πόρνες σηκώνονται και τον χειροκροτούν. 

Τα πρόσωπα ξεβάφουν από τα δάκρυα, αλλά ποιος νοιάζεται. 

Ο Αλέξανδρος υποκλίνεται. 

Η πιο νεαρή από όλες του πηγαίνει μια ανθοδέσμη. 

Το καλύτερο κοινό του έλαχε στην τελευταία του παράσταση. 

Νιώθει ευτυχισμένος και ευγνώμων 

που πήρε το τελευταίο του χειροκρότημα, από αυτό το ξεχωριστό ακροατήριο...


[Aπό Παναγιωτης Κοκκαλιδης 

- από Παύλος Κωνσταντινίδης]

|εμείς από Evdoxia Kalomoirou



Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

* Ὁ Νικόλας ὁ Μπούκης και η Πόρνη... |Μάθε αυτήν την αληθινή ιστορία, ενός ανθρώπου που "ἤτανε σπάταλα χαριτωμένος ἀπό τον Θεό"! Ξεπερνάει κάθε φαντασία...


Ένας χειρισμός που πολύ απλά, αλλά περιεκτικά θα έλεγε κανείς πως...
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ...




«... Τοῦτο μοῦ ἐνθύμισε μίαν ἄλλην κορασίδα, τὴν Κοῦλαν (Ἀγγελικήν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ἁπλοῦς μανάβης, ἤ ὀπωροπώλης, ἦτον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶχε λάβει θεόθεν διὰ τὴν φιλοξενίαν του τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀβραάμ.
Ἡ μικρὰ οἰκία ἦτο ξενὼν διά τοὺς φίλους καὶ τοὺς διαβατικούς, διά τούς τυχόντας.
Εἶχεν ἀπολύσει ἡ λειτουργία μετὰ τὴν παννυχίδα εἰς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἀντιδώρου, ἡ γυνὴ τοῦ Μπούκη τοῦ φίλου μου, ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν μικράν κόρην της τὴν Ἀγγελικοῦλαν, μ’ ἐπλησίασεν εἰς τὸ στασίδι, διὰ νὰ μοῦ ὑπομνήση, ὡς συνήθως, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγω εἰς τὸ γεῦμα.
Τότε ἡ μικρὰ παιδίσκη (ἦτο ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖον, ὡς ἄτεκνον ὁπού ἦτο τὸ ἀνδρόγυνον, ἀλλ’ αὐτὴ τὸ ἠγνόει), μ’ ἐχαιρέτησε, καὶ μοῦ λέγει :
- Ἐσύ, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ θεοῦ!
...Ἔκτοτε ἡ μικρὰ μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «τραγούδια τοῦ θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της... Ἠσθάνετο (τὰ τροπάρια) καί τὰ ἐπόθει καὶ τὰ ἐχαρακτήριζε μὲ ἀγγελικόν αἴσθημα, ὡς τραγούδια τοῦ θεοῦ...».


Αὐτὸς ὁ Νικόλας ὁ Μπούκης, ποὺ ἀναφέρει ὁ κύρ’ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στάθηκε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἥρωας μιᾶς θαυμαστῆς ἱστορίας. Ἄγνωστο γιατί, δὲν θέλησε νὰ τὴ γράψει ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ μόνος ποὺ ἄξιζε νὰ τό κάνει.
Τὴν ἄκουσα ἀπό τό στόμα ἑνὸς κοινοῦ φίλου τους, καὶ τὴν ἔβαλα νὰ διασωθεῖ μέσα στὴν «Κιβωτό».
Ὁ κοινὸς αὐτὸς φίλος τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μπούκη δὲν εἶναι ἄλλος ἀπό τὸν σεπτὸ ἡγούμενο τῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, τὸν πάτερ Φιλόθεο Ζερβάκο.
Ὁ Νικόλαος ὁ Μπούκης ἤτανε σπάταλα χαριτωμένος ἀπὸ τὸν θεό.
Ἁπλοϊκὸς στὴν καρδιά, ταπεινός, εὐσεβέστατος, γεμᾶτος συμπόνοια στοὺς φτωχούς, πήγαινε ταχτικὰ στο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν πατέρα Φιλόθεο, ποὺ ἤτανε τότε λαϊκὸς ἀκόμα κι ἔκανε τὸν ψάλτη.


Ὅταν, λοιπόν, ὁ Νικόλας ἔφτασε στὰ 37 του χρόνια, ἀποφάσισε νὰ παντρεφτεῖ.
Τί πιό φυσικό, νὰ σκεφτεῖ νὰ πάρει γιὰ σύντροφο τῆς ζωῆς του μιά κόρη ποὺ θὰ τοῦ ταίριαζε, εὐσεβῆ, σεμνὴ καὶ προκομένη.
Ὅμως ὁ νοῦς του δὲν πῆγε ἐκεῖ.
Μὲ τὴν εὐκολία ποὺ ἔχουν οἱ ἀληθινοὶ ἅγιοι, ὁ μακάριος ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε σ’ ἕνα σπῆτι τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε στὴν πρώτη ποὺ ἀντίκρυσεν ἐκεῖ μέσα ἁμαρτωλὴ :
- Σήκω κι ἔλα μαζί μου. Ἔταξα στὸν θεὸ νὰ γλυτώσω μια ψυχὴ ἀπό τή λάσπη. Ἔλα νὰ σὲ κάνω γυναῖκα μου.
Ἐκείνη σάστισε στὴν ἀρχή, μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν τῆς πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ πὼς ἤτανε κάποιο ἄσπλαχνο πείραγμα.
Κι ὕστερ’ ἀπό λίγο, τὸν ἀκολούθησε.
Ὁ Μπούκης σκεφτότανε μέσα του τὸ χαμένο πρόβατο τῆς παραβολῆς κι εὐχαριστοῦσε ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τὸν Κύριο γιατί ἀξιωνότανε νὰ τὸν μιμηθεῖ.
Τὴν ἔβαλε κι ἐξομολογήθηκε κι ἀφοῦ μεταλάβανε μαζὶ τὸ Σάββατο, στεφανωθήκανε τὴν Κυριακή.
«Ἡ πρώην ἄσωτος γυνή» ἤτανε τώρα στὸ πλευρὸ τοῦ Μπούκη σὰν ἁγνότατο ρόδο.
Φρόνιμη καὶ χαμηλοβλεποῦσα, μὲ τὰ 22 χρόνια της δροσᾶτα, σὰν καὶ νὰ τὴν εἶχε μόλις δρέψει ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μάνας της.
Τό μάθανε καὶ τ’ ἀδέρφια της κι ἤρθανε ἀπὸ τὸ Μενίδι — ὅπου ἤτανε τὸ πατρικό τους — καὶ τὴν καμάρωσαν μ’ ὅλο τὸν ἄλλο κόσμο.
Ὕστερα, πέρασε κάμποσος καιρός, ἀνέφελα κι εὐλογημένα.
Ἀλλά ἡ ἁμαρτία εἶναι δυνατὴ καί δὲν παρατάει εὔκολα τὰ πλάσματα ποὺ δουλέψανε σ’ αὐτή.
Κι ἔτσι - κατὰ τὸν Σολομῶντα ποὺ λέγει «ὥσπερ κύων ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον», - ἡ γυναῖκα τοῦ Μπούκη κύλισε ξαφνικὰ ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἡ χάρη τοῦ θεοῦ τὴν εἶχε τραβήξει κι ἔγινε μοιχαλίδα.
Σὰν ὁ ἄντρας της τὴν ἔπιασε, δὲν τῆς εἶπε κανένα πικρὸ λόγο.
Μὰ τώρα πιὰ δὲν βάσταγε νὰ τὴν κρατήσει.
Τὴν εἶδε νὰ φεύγει ἀπὸ τό σπίτι τους, χωρὶς νὰ τὴν προφτάξει καὶ νὰ τῆς πεῖ:
«Γυναῖκα, δὲ σοῦ κρατάω κακία».
Ἐκείνη πῆγε κι ἔμεινε σὲ μιά συγγένισσά της. Φοβότανε καὶ τ’ ἀδέρφια της καὶ καθότανε ἐκεῖ κρυμένη.
Ὁ Νικόλας εἶπε τότε μὲ τὸ νοῦ του:
«Ἄλλο πιὰ δὲν μοῦ μένει παρὰ νὰ πάω στ’ Ἁγιονόρος ν’ ἀσκητέψω».
Μπῆκε στὸ βαπόρι, παρατῶντας σπίτι καὶ μαγαζί, καὶ ἦρθε στ’ Ἁγιονόρος.
Ἐκεῖ ρώτησε ποιὸς ἤτανε ὁ καλύτερος πνευματικός, γιὰ νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ τὸν πόνο του καὶ τὴν ἀπόφασή του.
Τοῦ εἴπανε:
- Νὰ πᾶς στὸν πάτερ Σάββα.
Ὁ πάτερ Σάββας δὲν καθότανε σὲ μοναστῆρι, παρὰ σὲ μία βραχότρυπα.
Ἤτανε βαθύγερος καὶ διαβόητος πνευματικός.
Ἤξερε, ἀνάλογα μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἐρχότανε σ’ αὐτόν, νὰ φέρνεται.
Ἄλλοτε ἔβαζε βαριούς κανόνες, γιατί ἔβλεπε πὼς τοὺς ἄντεχε ὁ ἁμαρτωλός.
Κι ἄλλοτε διάβαζε μονάχα τὴν εὐχὴ κι ὕστερα σιγὰ - σιγὰ ἔβαζε νηστεῖες καὶ μετάνοιες κι ἀγρυπνίες.
Κάποια φορά ἕνας φοβερὸς ληστὴς εἶχε πάει σ’ αὐτὸν νὰ ξομολογηθεῖ.
«Βαρέθηκα, τοῦ εἶπε, νὰ σκοτώνω. Λέω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου. Ἂν θέλεις διάβασέ μου τὴν εὐχή, ἀλλά κανόνα μὴ μοῦ βάζεις, γιατί δὲν βαστάω τέτοια».
Ὁ πάτερ Σάββας τὸν κοίταξε μὲ ἱλαρή ματιὰ καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε:
«Ἕνα κανόνα σοῦ βάζω.
Νὰ μὴν ξαναβλάψεις ἄνθρωπο».
Ὁ ληστὴς ἀπόρεσε:
«Καλά, αὐτὸ τ’ ἀποφάσισα», εἶπε.
«Ἔ, αὐτό φτάνει».
«Καὶ τίποτε ἄλλο;»
«Τίποτε ἄλλο.
Ἂν θέλεις, νηστεύεις μονάχα Τετράδη καὶ Παρασκευή.
Καὶ νὰ λὲς ποῦ καὶ ποῦ:
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Βουρκώσανε τὰ μάτια τ’ ἀνθρώπου.
Ὕστερα ἀπὸ κάμποσες μέρες ξανᾶρθε.
«Γέροντα— λέει— αὐτα ποὺ μοὖπες τὰ κάνω.
Θέλω καὶ κανέναν ἄλλο κανόνα».
Ὁ πάτερ Σάββας τότε τοῦ λέει:
«Ἂν βαστᾶς, νήστευε καὶ τὴ Δευτέρα.
Κάνε καὶ 40 μετάνοιες κάθε βράδι πρὶν πλαγιάσεις».
Ὕστερα ἀπὸ κάμποσες μέρες ἦρθε πάλι στὸν γέροντα ὁ ληστής.
«Λέω νὰ νηστεύω καὶ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέμπτη.
Καὶ νὰ πουλήσω ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ καθίσω ἐδῶ γιὰ πάντα».
Καὶ πρόσθεσε μὲ λυγμούς.
«Πῶς ξεπλερώνεται ὁ Θεὸς;»
Ἡ καρδιὰ του εἶχε μαλακώσει ὁλότελα.
Σ’ αὐτὸν τόν ἅγιο γέροντα πῆγε κι ὁ Νικόλας.
Σὰν τὸν ἄκουσεν ἐκεῖνος, πῆρε αὐστηρὴ ὄψη καὶ τοῦ ἀποκρίνεται:
- Δὲν ἔχεις καμμιὰ δουλειὰ ἐδῶ πέρα.
Ἁμαρτάνεις μ’ αὐτὰ ποὺ σκέφτεσαι.
Ἂν εἶχες μιά γίδα καὶ σοὔφευγε, θὰ τὴν παράταγες;
Δὲν θὰ πήγαινες νὰ τὴ βρεῖς καὶ νὰ τὴ φέρεις σπίτι σου;
Τὰ ἴδιο εἶναι καὶ μὲ τὴ γυναῖκα σου.
Ἔταξες νὰ τὴν σώσεις.
Νὰ σηκωθεῖς καὶ νὰ πᾶς πίσω καὶ νὰ τὴν πάρεις μὲ τὸ στανιὸ σπίτι σου.

Ὁ Νικόλας στενοχωρέθηκε.
Τοῦ φάνηκε βαριὰ ἡ συμβουλὴ τοῦ γέροντα, μὰ καταλάβαινε πὼς εἶχε δίκιο.
Ἔφυγε ἀναποφάσιστος ἀπὸ τὸν ἀναχωρητή.
Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει.
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε, τοῦ ἔρχεται μιά ἰδέα.
- Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶναι ἔτσι, συλλογίσθηκε.
Ἂς πάω καὶ σὲ κανέναν ἄλλο πνευματικό.
Ρωτάει καὶ τόν στέλνουνε τώρα στὸν πάτερ Δανιήλ, ἄλλον αἰωνόβιο ἀσκητή.
Τοῦτος ἤτανε ἀπό τη Σμύρνη κι ἤξερε καὶ γράμματα πολλά, ἅγιος ὅπως ὁ πρῶτος.
Ἔπεσε στὰ γόνατα ὁ
Νικόλας καὶ τοῦ λέει τὴν ἱστορία του.
Μὰ ξαφνιασμένος ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πάτερ Δανιὴλ τὰ ἴδια ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ κι ὁ πάτερ Σάββας.
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς.
Χωρὶς νὰ τὸ θέλει γυροφέρνει τὰ μάτια μέσα στό κελλί, μὴν ἤτανε κανένα τηλέφωνο.
Ἀλλοιῶς δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει πῶς ἤτανε τόσο ἀπαράλλαχτη ἡ δεύτερη ἀπόκριση μὲ τὴν πρώτη.
Ἐκεῖνο τόν καιρὸ τὰ τηλέφωνα ἤτανε σπάνια, ἀλλά πῶς νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς τοῦ Νικόλα αὐτὸ τὰ θαῦμα;
Νὰ ἀκούει τὰ ἴδια λόγια καὶ τώρα, σὰν καὶ νἄχανε πρὶν συνεννοηθεῖ οἱ δυὸ πνευματικοί.
Τότε πιὰ δὲν τοῦ ἔμεινε κανένας δισταγμός.
Καὶ γύρισε στὴν Ἀθήνα γρήγορα.

Πῆγε στὸ συγγενικό σπίτι ἀπ’ ὅπου ἡ γυναῖκα του δὲν εἶχε ξεπορτίσει, γιατί τ’ ἀδέρφια της τῆς εἴχανε μηνύσει πὼς θὰ τὴ σκοτώνανε.
Πρὶν φτάσει ἐκεῖ, τοὺς συναπάντησε στὴ γωνία τοῦ δρόμου.
Παραφυλάγανε ἐκεῖ, νύχτα μέρα, μὲ τὰ μαχαίρια στὰ ζουνάρια.
- Ποῦ πᾶς ; τόν ρωτήσανε ἀγριεμένοι.
- Πάω νὰ τὴν πάρω.
- Ἅμα τὸ κάνεις, θὰ σὲ βρεῖ καὶ σένα κακό, τοῦ εἶπε ὁ μικρότερος.
Ἂς τηνε τὴ σκύλλα...
Ὁ Νικόλας δὲν μίλησε.
Τράβηξε ἴσα στό σπίτι, μὲ σταθερὴ περπατησιά. Ὅταν τόν εἶδε ἐκείνη, ἔρριξε κάτω τὰ μάτια. Ἔσκυψε, τῆς χάϊδεψε τὰ μαλλιά.
Τὰ λόγια τῶν δυὸ πνευματικῶν γινόντανε τώρα ζωντανὴ εἰκόνα.
Ναί, ἤτανε ἡ γιδοῦλα ποὺ ἐρχότανε τώρα νὰ τὴν πάρει πίσω στό σπίτι του.
- Ἂς τὰ ξεχάσομε, γυναῖκα, τῆς εἶπε μὲ ραγισμένη φωνή.
Ὁ θεός εἶναι μεγάλος.
Μὴ ντρέπεσαι, ἔλα πᾶμε.
Κάποιος τοῦ εἶπε:
- Καθόμαστε καὶ φυλᾶμε μὴ μποῦνε τ’ ἀδέρφια της.
Εἶναι στὰ δρόμο καὶ θέλουνε νὰ τὴ σκοτώσουνε.
- Δὲν θὰ τό κάνουνε, ἀποκρίθηκε ἥσυχα ὁ Νικόλας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο βγήκανε στὰ δρόμο. Προσπεράσανε τ’ ἀδέρφια της, ἐκείνη μὲ τὶς παλάμες στὸ πρόσωπο, ὁ ἄντρας της κυττῶντας τους μιά στιγμὴ μὲ χαμόγελο.
Τὰ παλληκάρια δὲν κινηθήκανε.
Ὅ,τι βλέπανε τοὺς εἶχε παραλύσει τὴν κακοῦργα θέληση.

Ἔτσι ὁ Νικόλας ἔφερε τὴ γυναῖκα του στό σπίτι του καὶ ζήσανε κάμποσο καιρὸ πάλι ἀνέφελα.
Ἐκείνη φαινότανε συντριμένη, μὰ σιγά-σιγὰ πῆρε πάλι θάρρος καὶ δὲν θυμόντανε κανένας τους ὅ,τι εἶχε συμβεῖ.
Μὰ ἡ γυναῖκα τοῦ Νικόλα ξανάπεσε.
Ἔπεσε πολλὲς φορές.
Τώρα ὅμως ὁ ἄντρας της δὲν λιγοψύχισε.
Ὑπόμενε.
Ἐγκαρτεροῦσε.
Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὴν ἀγαπᾶ, νὰ προσεύχεται γι’ αὐτήν.
Ἐρεθισμένη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνοχή, ἐκείνη πρόσθεσε στὴ ντροπή τὴν κακὴ συμπεριφορά.
Τοῦ φερνότανε σὰν δαίμονας.
Τὸν ἐξευτέλιζε μὲ τὰ λόγια της, τὸν μάτωνε καθημερινὰ μὲ τοὺς θυμοὺς καὶ τὶς κοροϊδίες της.
Πόσο θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει ὁ ἀνεξίκακος, ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος;

Οἱ μέρες διαβαίνανε σκληρές, ὁ σταυρὸς του γινότανε ὁλοένα καὶ πιὸ ἀβάσταχτος.

Μιά μέρα δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθεῖ ἄλλο.
Λύγισε μπροστὰ στὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἔκανε πὼς δὲν τόν πρόσεχε,
πὼς τον εἶχε ἐγκαταλείψει
νὰ ὑποφέρει μονάχος,
ἀβοήθητος,
τὴ θηριώδη κακία αὐτῆς
ποὺ εἶχε εὐεργετήσει
καὶ συγχωροῦσε ὁλοένα.

Ἐπῆγε κάτω ἀπὸ τό εἰκονοστάσι καὶ μὲ δάκρυα εἶπε στὰ θεὸ:
- Θεέ μου, δὲν βαστάω ἄλλο. Ἤ φώτισέ την ἤ σταμάτα μ’ ἕνα τρόπο ποὺ ἐσύ ξέρεις ἐτοῦτο τὸ βάσανό μου.
Ἡ γυναῖκα του,
ποὺ ὁ Νικόλας νόμιζε πὼς ἔλειπε ἀπὸ τὸ σπίτι,
ἦρθε ἀπὸ πίσω του.
Ἄκουσε τὰ λόγια του.
Τὴν πήρανε τὰ κλάμματα.
Κατάλαβε ξαφνικὰ τὴν ἄβυσσο τῶν κριμάτων της.
Συνῆρθε ὁλότελα.
Κεραυνωμένη ἀπό τή θεία φώτιση, σωριάστηκε στὰ πόδια του
καὶ τοῦ φώναξε:
- Συχώρεσέ με, Νικόλα.
Συχώρεσέ με.
Εἶμαι μιά τιποτένια.
Δὲν θέλω νὰ σὲ ξαναπικράνω.
Ὁ Χριστός, τὴν τελευταία στιγμή,
ἐκεῖ πιὰ ποὺ ὁ δοῦλος του θἄσπαζε κάτω ἀπὸ τό βάρος τοῦ πειρασμοῦ,
«ἐποίησε τὴν ἔκβασιν».
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ζήσανε μονιασμένοι.
Ἐκείνη ἀφοσιώθηκε στὴ θρησκεία, γύριζε ὅλη τὴ μέρα σὲ φιλανθρωπίες καὶ συνόδευε τὸν ἄντρα της στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου.
Πήρανε καὶ τὴν Ἀγγελικοῦλα ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖο καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θρονιάστηκε στό σπιτάκι τους ποὺ ἤτανε σ’ ἕνα σοκκάκι τῆς ὁδοῦ Πειραιῶς.
Μετὰ τὶς παννυχίδες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, ὁ Παπαδιαμάντης κι ὁ πάτερ Φιλόθεος πηγαίνανε στό σπιτάκι τοῦ Μπούκη νὰ γευματίσουνε.
Ὅπως τὄγραψε στὰ «Τραγούδια τοῦ θεοῦ» ὁ Κὺρ Ἀλέξανδρος...

~ Μουστάκης Βασίλης

|εμείς από το Niko Lakis

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

* Τριώδιο: το διόδιο του Παραδείσου



Τι Τριώδιο, τι Διόδιο !
Και το Τρι-ώδιο είναι ένα πνευματικό Δι-όδιο, το μοναδικό στο οποίο δεν πληρώνεις, αλλά πληρώνεσαι κιόλας με πνευματικά λεφτά και πνευματικούς καρπούς.
Είναι όμως και ένα «παράνομο» βιβλίο (!) αφού βρίθει από διάφορες παραβατικές προσωπικότητες!
Ξεκινά με ένα Τελώνη (Αρχικλέφτη και λαμόγιο Εφοριακό της τότε εποχής) περνά μέσα από πασίγνωστες γυναίκες του πεζοδρομίου, όπως η Μαρία η Αιγυπτία και τελειώνει με έναν αρχισυμμορίτη Λήσταρχο, που δεν άφησε άνθρωπο απείραχτο.
Το Βιβλίο του Τριωδίου ξεκινά από έναν Τελωνικό αναστεναγμό «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» και λαμβάνει πέρας με ένα «Μνήσθητι μου Κύριε εν τη Βασιλεία Σου» ενός σεσημασμένου ληστή πάνω στον σταυρό.
Ως εκ τούτου παρέχει και ηθική αυτουργία για «παράνομες» δραστηριότητες, αφού προβάλει και προωθεί τον Νόμο της Αγάπης Του Θεού, ο οποίος λογίζεται ως παράτυπη και παράνομη συμπεριφορά στην δικονομική ανθρώπινη νοοτροπία, εκεί που λείπει η έννοια της Συγγνώμης και της Μετανοίας.
Για τον κώδικα της ανθρώπινης ποινικής δικονομίας ο Ληστής πάνω στον Σταυρό ήταν το χειρότερο απόβρασμα της καλής κοινωνίας. Για τον Χριστό όμως και την Βασιλεία Του ο πρώτος και επίσημος καλεσμένος του Παραδείσου.

Ας γίνει λοιπόν, φέτος και σε εμάς το Τριώδιο, 
διόδιο του Παραδείσου!

π. Διονύσιος Ταμπάκης
Εμείς από εδώ



* "συν αυτώ" ΥΓ:
Μπαίνει, λέει, το Τριώδιο.
Λαμόγια,
γυναίκες του πεζοδρομίου
και αρχισυμμορίτες Λήσταρχοι, 
καθάρματα...
Δεν κάνει για μας, λοιπόν.
Εμείς είμεθα "καλοί" άνθρωποι...
(Τι λέτε να ντυθούμε φέτος;)

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

~ Εμείς άραγε που θα βάζαμε τον εαυτό μας; Ανάμεσα στο πλήθος που Τον συνέθλιβε; Ή εκεί κάτω, χαμηλά μαζί με την αιμορροούσα;


Η εικόνα του σημερινού Ευαγγελίου
περιγράφει ξεκάθαρα
την κατάσταση μέσα σε ναούς
την ώρα του προσκυνήματος,
του αντιδώρου,
της θεία Κοινωνίας,
των κολλύβων, των άρτων...

Ο κόσμος (στο ευαγγέλιο)
κυριολεκτικά συνθλίβει
τον Χριστό μας
μα Εκείνος νιώθει μονάχα
το άγγιγμα στην άκρη του ιματίου Του
από μία πονεμένη γυναίκα…

Πόσο θόρυβο δεν κάνουν
τα πάθη μας που ουρλιάζουν,
τα θρησκευτικά μας κατορθώματα
που απαιτούν ανταπόδοση;

Μα Εκείνος βρίσκεται
σε άλλη ‘’συχνότητα‘’
Στης Μετανοίας το φάσμα-Matrix…

Αχ, από Σύναξη Ευχαριστιακή
γίναμε ό χ λ ο ς…

Γι’ αυτό και μόνο
τα ρούχα μας μυρίζουν λίγο λιβάνι
και μαρτυρούν κάπως
ότι πήγαμε Εκκλησία…

Εμείς άραγε που
θα βάζαμε τον εαυτό μας;

Ανάμεσα στο πλήθος που συνέθλιβαν
από ''λατρεία'' τον Χριστό
ή εκεί κάτω, χαμηλά
μαζί με την αιμορροούσα γυναίκα
σκυμμένοι στους άχραντους πόδες Του;

Να βγούμε από την οχλαγωγία…
Να ''το πάρουμε αλλιώς''...

Πως;

Σκύβοντας (Μετανοώντας)…

Σιωπώντας…

Πως αλλιώς θα Τον ακούσουμε;

Απαλά, απλά και ταπεινά
μπορούμε να Τον συναντήσουμε…

Κι είναι αλήθεια ότι μετά από
αυτή την συνάντηση,
αυτό το άγγιγμα,
όλα είναι τόσο διαφορετικά …

Και εντός και εκτός Εκκλησιάς…



Σάββατο 9 Απριλίου 2022

* Και ποια είσαι εσύ, μῆτερ; Μια πρώην πόρνη...

Καμαρώνουμε συχνά οι Χριστιανοί για την οσία Μαρία την Αιγυπτία. 
Και δικαίως. 
Και η Εκκλησία μας την προβάλει ως απαράμιλλο παράδειγμα μετάνοιας και την 1η Απριλίου (ημέρα μνήμης της) και την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Με ύμνους και ακολουθίες τιμάμε το ιερό της πρόσωπο.
«Ἐθαυματούργησε Χριστέ, τοῦ Σταυροῦ σου ἡ δύναμις, ὅτι καὶ ἡ πρώην Πόρνη ἀσκητικὸν ἀγῶνα ἠγωνίσατο», αναφέρει το δοξαστικό του εσπερινού της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών. 

Συμφωνούμε. 
Σίγουρα; 
Μια λεξούλα εκεί, ασήμαντη και μικρή, χαλάει συχνά το καλά δομημένο κοσμοσύστημά μας. «Πρώην». 
Γιατί είναι απαραίτητο να είναι πρώην; Μα για να ζήσει στη μετά Χριστόν εποχή.
Ίσως, για αυτό το λόγο προβάλουμε το πρότυπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας ως παράδειγμα μετάνοιας. 

Όσο όμως κι αν μάς ενθουσιάζει η μεταστροφή της, δύσκολα θα δεχθούμε την πιθανότητα να γνωρίσουμε και να εγκρίνουμε σύγχρονες οσίες Μαρίες. 
Φτάνει μία, η οποία μάλιστα δεν μας ενοχλεί και ιδιαίτερα στην καθημερινή μας ζωή με τα πράγματά μας σωστά τοποθετημένα. 
Εάν θέλουμε να μπούμε στη μετά Χριστόν εποχή, είναι ανάγκη να γίνουμε «πρώην». 
Και είναι βαρύς αυτός ο σταυρός, Κύριε….
Όλοι μας έχουμε ανάγκη την ψυχολογική ετικέτα του κοινωνικά αποδεκτού επιθετικού προσδιορισμού: 

Καλός, τίμιος, ηθικός, φιλάνθρωπος. 
Και θέλουμε να φωτίζουμε την ετικέτα μας, σκοτεινιάζοντας τους άλλους: 
Κακός, αμαρτωλός, κατώτερος. 
Και ζούμε τάχατες και στην κοινωνία. 
Κι είναι κι αυτή η Εκκλησία του Χριστού που έχει αλλεργία στους πάσης φύσεως διχαστικούς –ισμούς. «Ἵνα πάντες ἕν ὧσιν….».
Υπάρχουν βέβαια και καμιά χούφτα μισότρελοι που επιμένουν να ζουν μετά Χριστόν. 

Αυτοπυρπολούνται με την αγάπη του Θεού και νομίζουν οι κακόμοιροι ότι φωτίζουν τον κόσμο. 
Καλά δεν βλέπουν ότι οι περισσότεροι τρέχουμε να κρυφτούμε στα προχριστιανικά μας λαγούμια, κουβαλώντας ως κουβέρτες τις ιδεολογίες μας και ως γαλέτες τα ψίχουλα της μικροψυχίας μας;
Θα γίνω εγώ «πρώην» για να ζήσει ο άλλος; 

Νομίζεις ότι έχω καμιά όρεξη να χαθώ μέσα στην αγάπη μου για τον άλλο; 
Για τον οποιονδήποτε άλλο; 
Δεν θα κουβαλώ τα αγκαθάκια μου για να βελτιώσω το έργο σου, Χριστέ μου; 
Δεν πρέπει να φανώ ότι είμαι οικονομικά, φυλετικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ανώτερος από τον άλλο; 
Όταν Σου λέω μετά γονυκλισίας «τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα», νομίζεις ότι σοβαρολογώ;
«Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα». 

Και ποια είσαι εσύ, μῆτερ; 
Μια πρώην πόρνη. 
Γι’ αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να χαριστεί το μήνυμα του Ευαγγελίου σε φασισμούς, ολοκληρωτισμούς και κοσμικές ιδεολογίες. 
Και δεν θα χαριστεί ούτε ως κονκάρδα στο πέτο τους, ούτε θα το ήθελαν ως φλέγουσα και φλεγόμενη αγάπη. 
Γιατί στο πρόσωπο των πρώην μετά Χριστόν περιθωριακών διεσώθη το κατ’ εικόνα.
Ακριβώς: 
Και με ακρίβεια και ακριβά….
 
Εικόνα: Γιώργος Κόρδης

*Σχόλιο Γιάννη Γουναρίδη:
Σήμερα θα την έλεγαν απλώς τρελή... απέδειξε πως νικιούνται ακόμη και οι πιο δυνατές αισθήσεις!!! Μας διδάσκει την μεγάλη αλλαγή! Πόσο αποφασισμένοι είμαστε; Φοβάμαι πως είμαστε Θεοφοβούμενοι παρά Θεοσεβούμενοι...

~ πρωτοδημοσιεύτηκε στις 14 Απρ. 2019

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

~ "Πίσω από την κουρτίνα μου χιονίζει..." |Έλενα


Τράβηξε την κουρτίνα να καληνυχτίσει την γειτονιά, πριν ξαπλώσει, να σταυρώσει τα σπίτια των γειτόνων που τους ήξερε από τα παιδικά της χρόνια και να αναπολήσει αυτούς που πήγαν στον Παράδεισο και όλα ήταν λευκά ..., χιόνιζε!

Στις στέγες των σπιτιών (ναι, στην γειτονιά της υπήρχαν ακόμη στέγες...) το είχε στρώσει, στα αυτοκίνητα, στον κήπο, στα κάγκελα της αυλής, παντού σιωπή, αθωότητα, λίγο όνειρο και όλα τα ανεκπλήρωτα να χιονίζουν την νύχτα...

Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταζε: Τον πρίγκηπα που δεν ερχόταν, τα τραγούδια που σκεπάστηκαν μαζί με τα τελευταία μαρουλάκια στον μικρό της λαχανόκηπο, τις νυχτερινές ιστορίες που έλεγαν τηλεφωνικά με την Ζήνα σαν παραμύθια και ξημερώνονταν να θυμούνται κάθε κυρ Θανάση του παρελθόντος, κάθε Φανούλα, κάθε μυημένο στην ομορφιά μιας σόμπας μασίνας, ενός μεγάλου μαντεμένιου τηγανιού για λαχταριστές πατάτες και στην απλωσιά της καρδιάς που αντάμωνε τις καρδιές των άλλων ωσάν σε... αναπόφευκτο καλό!

Χιόνιζε σαν να έπεφταν διαμάντια από ένα άλλο μακρινό βασίλειο, σαν να έγνεφαν οι άγιοι ή σαν να επέστρεφαν ως ευλογία στους πιστούς, τους μικρούς κόμπους λιβανιού που περίσσευαν στον ουρανό. 

Χιόνιζε αργά σαν την φυσική αβίαστη ροή των πραγμάτων, σαν να ακύρωνε τους υποτιθέμενους ισχυρούς ο Θεός και σφράγιζε τον κόσμο Του, το κόσμημά Του με την δική Του σφραγίδα του ωραίου και του αληθούς.

Χιόνιζε σαν από χιλιάδων αθέατων ασκητών τα στόματα να κύκλωνε τον κόσμο η ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με", όσες νιφάδες τόσες ευχές. 

Xιόνιζε ευλογίες που στέκονταν στις στέγες, στις καρδιές και στις ευθείες γραμμές των οδών που είχε λειάνει το μαρτύριο των 40 μαρτύρων που την προηγούμενη γιόρταζαν...

Λες και από την δική τους παγωμένη λίμνη ήρθε ο χιονιάς, σκέφτηκε και χαμογέλασε για το πόση χάρη θα είχε αυτό. 

Ναι, ονειρεύονταν...αλλά μήπως γι' αυτό δεν έπεφτε το χιόνι;