Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γανωτής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γανωτής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

«Τό ἦθος τῶν Ἑλλήνων τό 1940» |Κωνσταντῖνος Γανωτής & «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη»...Τήν ερχόμενη Τρίτη 25 Ὀκτωβρίου 2022 στις 19:00

 

Ἡ «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη» καί ὁ ἱερός ναός Ἁγίου Ἐλευθερίου Ἀχαρνῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, σᾶς προσκαλοῦν σέ ὁμιλία μέ θέμα: 
«Τό ἦθος τῶν Ἑλλήνων τό 1940». 
Τό θέμα θά ἀναπτύξει ὁ φιλόλογος – ἱστορικός Κωνσταντῖνος Γανωτής. 
Ἡ ἐκδήλωση θά πραγματοποιηθεῖ τήν Τρίτη 25 Ὀκτωβρίου 2022 καί ὥρα 19:00.


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Γιατί στην εποχή μας έχουμε τόσα διαζύγια αδάκρυτα, χωρίς επεισόδια, χωρίς πειστικά αίτια;

Το μεγάλο διαπροσωπικό δυστύχημα
της εποχής μας
είναι η αποτυχία στον έρωτα.

Στ’ αρχαία χρόνια τα π.Χ.
και στις άλλες παραδόσεις
δεν υπάρχει τραγωδία ερωτική,
γιατί η γυναίκα είναι απλώς
χρησιμοποιούμενο σεξουαλικά ον.

Όταν με τον Χριστιανισμό
η γυναίκα απέκτησε πρόσωπο
και μάλιστα ιερό μέσω της Θεοτόκου,
ο έρωτας συνοικοδομήθηκε μαζί
με τη σύνολη προσπάθεια του ανθρώπου
και συνδέθηκε με το θέμα της σωτηρίας.

Και καθώς στην εποχή μας ο άνθρωπος
ανέπτυξε περισσότερο τη διάνοια
και την πληροφόρησή του,
μπορεί να καταλαβαίνει και να αισθάνεται
από την πρώτη ώρα της ερωτικής σχέσης
την επικείμενη πνευματική καταστροφή
από μια ενδεχόμενη αποτυχία
στη σχέση του ζευγαριού.
Η σχέση που δεν εξελίσσεται γρήγορα
σε οικογένεια και που δεν εντάσσεται
μέσα στον αγώνα για τη σωτηρία
των δύο προσώπων,
αποτελεί βίωση θανάτου.
η ερωτική αποτυχία.

Και για να αποφεύγουν τα ζευγάρια
την πικρή γεύση μιας τέτοιας
οδυνηρής αποτυχίας,
υποβιβάζουν τη σχέση τους
μόνο στη σαρκική επαφή
και περπατούν στα νύχια,
για να μην ξυπνήσει η καρδιά
κι αρχίσει τους θρήνους.
Γι’ αυτό έχουμε στην εποχή μας
διαζύγια αδάκρυτα, χωρίς επεισόδια,
χωρίς πειστικά αίτια.

Επικαλούνται συχνά εξωτερικά
και ψυχολογικά αίτια,
για να εξηγήσουν την αλογία της αποτυχίας•
αλλά και η επιτυχία στην ερωτική σχέση
είναι άλογη, δηλαδή είναι υπέρλογη,
αφού το αίτιο είναι ο ίδιος ο Χριστός,
που όταν υπάρχει στη σχέση του ζευγαριού το ζευγάρι ευτυχεί,
όταν λείπει όμως, το ζευγάρι δυστυχεί.

Για τον Χριστιανό σύζυγο η γυναίκα του
είναι τύπος Εκκλησίας και τελικά σώμα Χριστού•
το ίδιο ισχύει και για τη Χριστιανή σύζυγο•
ο άντρας της είναι τύπος Χριστού και τελικά
γίνεται σώμα Χριστού, Χριστός.

Έτσι δεν αισθάνεται ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
ότι αγκαλιάζει ένα κορμί σκέτο και μελλοθάνατο.

Ο έρωτάς τους προεκτείνεται στην αιωνιότητα,
ο γάμος τον κάνει ένα αιώνιο πανηγύρι.
Η καλή αγαπητική σχέση του ζευγαριού
δεν συντηρείται με τήρηση
κανόνων συμπεριφοράς•
είναι καρπός οργανικής σχέσης,
κοινής σχέσης με το Χριστό.

Σ’ αυτή τη σχέση του ζευγαριού καλλιεργείται
και η πνευματική σχέση,
που εκφράζεται σαν αλληλοσεβασμός,
και η σαρκική σχέση που ολοκληρώνει
την πλήρη ενότητα των προσώπων
«ασυγχύτως και αδιαιρέτως»,
κάτι που έχει το πρότυπό του
στη σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας
και την συμβολίζει.

Μέσα στο χριστιανικό γάμο
τα ερωτευμένα πρόσωπα
πατούν με τα πόδια τους
και στις δύο διαστάσεις του είναι,
και στην πνευματική και στη σαρκική,
και τις κάνουν και τις δύο να συγκοινωνούν.

Εδώ ο ιερός έρωτας των αγίων
μεταδίδει την αγιότητά του
και στις άλλες εκφάνσεις του έρωτα,
όπως είναι η αγάπη στους γονείς,
στ’ αδέρφια, στην πατρίδα κλπ.
Έτσι έχουμε έρωτες αιώνιους και άγιους
κι όχι έρωτες, που δεν τους έπλασε ο Θεός,
έρωτες επινοημένους.

Πουθενά σ’ αυτόν τον έρωτα
και σ’ αυτούς τους άλλους,
που τον περιβάλλουν,
δεν βρίσκεις ηδονές μελλοθάνατες.
Βρίσκεις όλες τις ηδονές, όμως ηδονές
προεκτεινόμενες στην αιωνιότητα.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Απίθανα εξώφυλλο και τίτλος. Πραγματικά ωφέλιμο και πραγματοποιήσιμο περιεχόμενο. Και ...

... γραμμένο από έναν από τους πιο σοφούς Δασκάλους των καιρών μας... 
Τι άλλο θα ήθελε κανείς για ένα βιβλίο που μιλάει για γονείς και παιδιά;
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο
Αν πείστηκες, παρήγγειλέ το εδώ...

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ο φούρναρης, η φουρνάρισσα και τα 4 ορφανά παιδιά: ένα παραμύθι που φωτίζει τον Παράδεισο του Κώστα Γανωτή

 

Χρειάζονται τα παραμύθια;

Το παραμύθι έχει μια δυναμική που ξεπερνά την λογική και την ύπαρξη των παραμυθιών την συναντάμε από τότε που γράφονται ή λέγονται οι ιστορίες. Εμείς οι άνθρωποι νιώθουμε, ότι δυστυχώς δεν ζούμε στη φύση που έπλασε ο Θεός, ούτε στις συνθήκες ζωής που έπλασε ο Θεός μέσα στον παράδεισο. Νιώθουμε τον κόσμο να προδίδει την σοφία και την πρόνοια του Θεού και με τα παραμύθια που φτιάχνουμε, προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε τα τραύματά μας και να δείξουμε ή να βρούμε και εμείς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε. Γι’ αυτό χρειάζονται τα παραμύθια.

Βρεθήκαμε με τον φιλόλογο και πολυγραφότατο συγγραφέα κ. Κώστα Γανωτή, ο οποίος έχει γράψει αρκετά παραμύθια για μικρούς και μεγάλους και μας υποσχέθηκε να μας διηγηθεί ένα παραμύθι για τις γιορτινές μέρες που πέρασαν.

 

Το παραμύθι είναι λόγος υψηλής ποιότητας

Τον ρωτήσαμε για τον τρόπο που έπιασε το νήμα της δημιουργίας των παραμυθιών του και γιατί θεωρεί γενικά το παραμύθι “λόγο υψηλής ποιότητας”. Μας απάντησε απροσδόκητα:

Μπορούμε άραγε να κατανοήσουμε βαθιά τον ρόλο ενός παραμυθιού; Όταν ένας γονιός κάνει διάλογο με το παιδί του βάζει τον νου του σε σκέψη, κι όταν παρουσιάζει τις σκέψεις του, το παιδί έχει τη τάση να αντιδράει. Κονταροχτυπιέται η σκέψη του γονιού με την σκέψη του παιδιού. Η γυναίκα μου κι εγώ στα παιδιά μας κάναμε αυτό που νομίζω πως έπρεπε να κάνουμε. Να τους πούμε αυτά που είχαμε να τους πούμε ως σκέψεις, με παραμύθια και με τραγούδια και έτσι εγώ έγινα παραμυθάς και η γυναίκα μου τραγουδίστρια των παιδιών νανουρίζοντάς τα.

Εκφράσαμε στον κ. Γανωτή την άποψη ότι η στρατευμένη σκέψη ενός παραμυθιού θα μπορούσε να μειώσει την ικανότητα των παιδιών να σχηματίσουν την δική τους σκέψη πάνω στο καλό και το κακό. Η απάντηση του ήταν ανατρεπτική:
Ξέρετε, με τη σκέψη βγήκαμε από τον παράδεισο, δεν μπορούμε με τη σκέψη πάλι να μπούμε. Ο άνθρωπός έχασε τον παράδεισο γιατί μαγεύτηκε από το πρόσωπο της ελευθερίας. Ύστερα επειδή δεν βρήκε την ελευθερία όπως την φανταζόταν, καθώς ήταν του διαβόλου, τώρα πρέπει να ονειρευτεί την ελευθερία μέσα στον παράδεισο, να την αγαπήσει, να την λατρέψει, να την δει και να του αρέσει και γι’ αυτό κάνουμε το παραμύθι για να κάνουμε λατρευτή τη ζωή του παραδείσου. Γι’ αυτό ακούστε ένα παραμύθι που γράφτηκε για τις γιορτινές μέρες που πέρασαν.

* * *

Η φουρνάρισσα και τα ορφανά

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας φούρναρης και ζύμωνε και έψηνε τα ψωμιά του κάθε μέρα και ύστερα τα ξεφούρνιζε και τα πουλούσε ζεστά ζεστά. Μόλις έβγαζε τα ψωμιά, φούρνιζε τα γιουβέτσια γιατί εκείνον τον καιρό δεν είχαν ηλεκτρικούς φούρνους τα σπίτια και λίγα σπίτια είχαν φούρνους με τα ξύλα. Από τα γιουβέτσια δεν έπαιρνε λεφτά, αλλά όλοι όταν έρχονταν να πάρουν το γιουβέτσι τους έβγαζαν κάνα δυο πατάτες, κάνα κοψίδι, καμιά ντομάτα γεμιστή και τα έριχναν σε ένα κουβαδάκι, σ’ ένα νταβαδάκι όπως το λέγαν που είχε πάντα εκεί δίπλα στην μπούκα του φούρνου ο φούρναρης. Μόλις έριχναν την μερίδα τους το σκέπαζαν αμέσως με το καπάκι του για να μην πέσει τίποτα μέσα. Όταν έδινε και το τελευταίο ψηστικό ο φούρναρης, έπαιρνε τον νταβά και ανέβαινε στο σπίτι του που ήταν από πάνω από τον φούρνο και τρώγανε μαζί με την φουρνάρισσα. 
Κάθε μέρα περίσσευαν πολλά φαγιά και η φουρνάρισσα τα πετούσε στους σκύλους και στις γάτες γιατί παιδιά δεν είχαν οι καημένοι. Η φουρνάρισσα είχε μια αρρώστια από μικρή και γι’ αυτό δεν μπορούσε να κάνει παιδί και έκανε κάθε Σάββατο πρόσφορο και το πήγαινε στον άγιο Παντελεήμονα τον άγιο προστάτη των φουρναραίων και στην γιορτή του κάθε χρόνο στις 27 Ιουλίου της αγίας Παρασκευής πήγαινε στην εκκλησία ένα πανέρι με άρτους καλοζυμωμένους και καλοψημένους. 
Ο άγιος όμως φαίνεται πως δεν άκουγε τις προσευχές της και περνούσαν τα χρόνια έτσι χωρίς να κάνει παιδί και όχι μόνο αυτό αλλά κάθε χρόνο στο δωδεκαήμερο γέμιζε το φουρνάρικο καρκατζέλια και τους πειράζανε. Μια μέρα παραμονή των Φώτων άκουγε γέλια και χαχανητά ο φούρναρης κάτω από τον πάγκο. Σκύβοντας είδε πολλά σιχαμερά καρκατζέλια και κάνα δυο του λέγανε “Μπάρμπα , άνοιξέ μας τον νταβά.” Ο φούρναρης ήξερε γιατί ζητούσαν να ανοίξει τον νταβά και παίρνει ένα ξύλο και αρχίζει να τα χτυπάει και να φωνάζει “Όξω τρισκατάρατα από τον φούρνο μου.” Αυτά όμως δεν έδειχναν να αισθάνονται τα χτυπήματα και φώναζαν περισσότερο και προχωρούσαν πάνω του. Ο φούρναρης φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι του.

Τον βλέπει η φουρνάρισσα και τον ρώτησε τι έχει. Αφού της είπε τι έγινε, η φουρνάρισσα δεν ταράχτηκε όσο περίμενε ο άντρας της, μόνο κατεβάζει τον αγιασμό από το εικονοστάσι , κατεβαίνει στον φούρνο και ραντίζει τον πάγκο από κάτω ψέλνοντας “Σώσον κύριε τον λαό σου…” και τότε τα καρκατζέλια μαζεύτηκαν τρέμοντας και φώναζαν όλα μαζί “Μπάρμπα άνοιξέ μας τον φούρνο.” “Ωχ ,θέλουν να μου μαγαρίσουν τον φούρνο” σκέφτηκε ο φούρναρης και ανοίγει την πόρτα του φουρνάρικου για να φύγουν. “Δεν βγαίνουμε από την πόρτα!” φώναζαν αυτά. Ο φούρναρης δεν καταλάβαινε την αιτία και κρατούσε την πόρτα ανοιχτή και τότε ένα καρκατζέλι βγαίνει και του λέει : “Πώς να περάσουμε κάτω από αυτή τη μουτζούρα που έχετε καπνίσει το ανώφλι;”. 
Τότε κατάλαβε ο φούρναρης ότι τα καρκατζέλια φοβόντουσαν να περάσουν κάτω από τον σταυρό που είχε κάνει με την λαμπάδα της Λαμπρής στο ανώφλι γι’ αυτό ανοίγει τον φούρνο και εκείνα όρμησαν στην μπούκα και τσιρίζοντας έφυγαν από το μπουρί. 
Η φουρνάρισσα το βράδυ στην προσευχή της ήταν ταραγμένη και έλεγε με παράπονο : “Παιδιά δεν ακούγονται στο σπίτι μας, μόνο καρκατζέλια χασκογελούνε”. Εκείνο το βράδυ όμως είδε στο ύπνο της τον άγιο Παντελεήμονα που της έλεγε “Επειδή πετάτε τα φαγιά σας στα σκυλιά γι’ αυτό έρχονται τα κακά πνεύματα στο σπίτι σας. Αύριο όμως θα σου στείλω ένα δώρο στο φούρνο σου.”
Το πρωί η φουρνάρισσα σηκώθηκε χαρούμενη και συλλογισμένη. “Άντρα να πεις στα ψηστικά να μη μας αφήνουν τόσα φαγιά και τα πετάμε στους σκύλους. Ο Άγιός μου ονείρεψε ότι είναι αμαρτία.” Ο φούρναρης σαν το άκουσε έλεγε στον κόσμο να αφήνουν λιγότερα, αυτοί όμως από φιλότιμο άφηναν περισσότερα και χρειάστηκε να βάλει και δεύτερο νταβά. 
Εκεί λίγο πριν να κλείσει το φούρνο ακούει από έξω φωνούλες παιδικές και κλάματα. Ανοίγει και βλέπει μπροστά του 4 παιδάκια μικρά, απεριποίητα, ξυπόλητα να κλαίνε. “Τι έχετε παιδιά μου;” ρωτάει ο φούρναρης. “Πεινάμε, λίγο φαγάκι” είπαν εκείνα και ο φούρναρης τα έβαλε μέσα και τα κάθισε στο πάγκο και τους έβαλε μπροστά τους τον νταβά τον μεγαλύτερο. Εκείνα με τα χέρια τους φάγαν τα φαγιά και ευχαριστήθηκαν. 

Ώσπου να φάνε τα παιδιά ο φούρναρης ανέβηκε στο σπίτι με το δεύτερο νταβά για να φάνε με την γυναίκα του και να της πει τα καθέκαστα με τα παιδάκια. “Το δώρο που μου ονείρεψε ο Άγιος” είπε αμέσως η φουρνάρισσα και παίρνει ένα κανάτι νερό και κατεβαίνει κάτω, ποτίζει τα παιδιά και τα παίρνει πάνω. Έπιασε και τα έπλυνε, ήταν 3 αγόρια και ένα κορίτσι, το μικρότερο. Ζήτησε ρούχα από τις γειτόνισσες, τα έντυσε και τα έβαλε και τα 4 στο σοφά να ησυχάσουν.
Τώρα άντρα μου δεν θα ξανάρθουν τα καρκατζέλια στο φούρνο μας” λέει η φουρνάρισσα. “Πώς το ξέρεις;” ρωτάει ο φούρναρης. “Ε, δεν θα μας περισσεύουν φαγιά να πετάμε στα ζώα γιατί θα μας φτάνουν να τρώμε και εμείς και τα παιδιά. Δεν είδες πως σήμερα γίνανε δυο οι νταβάδες;” απάντησε η φουρνάρισσα και τότε μόνο, ο φούρναρης θυμήθηκε ότι για πρώτη φορά χρειάστηκε και δεύτερο νταβά.
Όταν συνήλθαν τα παιδιά, τους ρώτησαν πώς βρέθηκαν μοναχά τους και είπαν ότι πέθαναν οι γονείς τους και βρέθηκαν χωρίς συγγενείς και κόντεψαν να πεθάνουν από την πείνα. “Δεν τα άφησε ο Άγιος Παντελεήμονας όμως!” είπε η φουρνάρισσα : “Εμένα μου ονείρεψε ότι θα μου τα στείλει, άρα τα είχε στην προστασία του από νωρίτερα.” Τα παιδιά άρχισαν να βοηθούν στον φούρνο και ο φούρναρης επίτηδες τα απασχολούσε για να γίνουν φιλότιμα. Το ένα έβρεχε τα καρβέλια με ένα πανί όταν τα βγάζανε, το άλλο χάραζε τα ζυμωμένα με ένα σουγιά, έκανε το σημείο του σταυρού στη μέση.
Όταν άνοιξαν τα σχολειά τα δυο μικρότερα πρωτοπήγαν στο σχολείο να μάθουν γράμματα. Τα μεγαλύτερα πήγαν και αυτά στο νυχτερινό και την ημέρα βοηθούσαν στον φούρνο. Όταν μεγάλωσαν, ο μεγάλος που τον έλεγαν Παντελή έγινε ιατρός και ύστερα έγινε και παπάς και γιάτρευε τον κόσμο δωρεάν σαν τον Άγιο Παντελεήμονα και κάθε μεσημέρι πήγαινε στο φούρνο και έτρωγε από τον νταβά μαζί με τα αδέρφια του. Ο δεύτερος λεγόταν Παναγιώτης, ο τρίτος Νικόλας και η κοπελίτσα η τέταρτη Παρασκευούλα.
Κάποια μέρα σκέφτηκαν ο φούρναρης και η φουρνάρισσα πως αν είχαν κάνει δικά τους παιδιά θα είχαν ακριβώς αυτά τα ονόματα. “Κοίτα γυναίκα πώς ήρθαν τα πράγματα, αν είχες γεννήσει εσύ αυτά τα παιδιά, πάλι θα ήταν αυτά τα ονόματά τους. Σαν να είναι δικά μας δηλαδή κατάλαβες;”. “Άντρα μου, ο παπάς που ευλογεί τα στέφανα δεν μνημονεύει τους γονείς που γέννησαν το αντρόγυνο, το πρόσεξες;”.
Και ποιους μνημονεύει γυναίκα;” ρωτάει ο φούρναρης. “Αυτούς που τα ανάθρεψαν σαν γονείς.” Έτσι μεγάλωσαν και τα άλλα ορφανά και νοικοκυρεύτηκαν και δώσαν χαρές πολλές στον φούρναρη και την φουρνάρισσα και έζησαν και αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.»

* * *

Γιατί άραγε ο κ. Γανωτής δημιούργησε ένα παραμύθι που στην αρχή του τοποθετεί τον Θεό να μην απαντά στο αίτημα της ηρωΐδας του, της φουρνάρισσας να κάνει παιδί; Μας απαντά: 

 
Όταν δεν μας εκπληρώνει ο Θεός κάποιο αίτημά μας, ετοιμάζει να μας δώσει κάτι ανώτερο από αυτό που ζητάμε και γι’ αυτό δεν μας το δίνει. Η φουρνάρισσα ζητούσε να κάνει ένα παιδί και ο Θεός τής έδωσε 4 ξένα που τα ανάστησε. Κάθε ξένο παιδί που υιοθετείς είναι σαν δέκα δικά σου γιατί δεν σε βοηθάει η φύση, δεν είναι αίμα σου, και είναι όλο καλοσύνη η περιποίηση που τους κάνεις.


Τα καρκατζέλια δευτεραγωνιστούν σε πολλά λαϊκά παραμύθια. Ρωτήσαμε τον παραμυθά κ. Γανωτή να αναλύσει την δική του τοποθέτηση πάνω στα καρκατζέλια του δωδεκαημέρου που εξαφανίζονται με τον αγιασμό των υδάτων στα Φώτα. Μας απάντησε:

Tα καρκατζέλια είναι αυτά που λέμε ότι βγαίνουν το δωδεκαήμερο και ναι είναι δαιμονικά, αλλά ο λαός με αυτό που κάνει γελοιοποιεί τους δαίμονες που δεν μπορούν να κάνουν πια κακό στους ανθρώπους, αλλά μπορούν να τους πειράζουν και να τους ενοχλούν και οι άνθρωποι, όπως ο φούρναρης στην αρχή, πήρε το ξύλο και χτυπούσε είδε ότι δεν βγαίνει τίποτα έτσι, αλλά ο αγιασμός τα έδιωξε. Επίσης, είδατε ότι η φουρνάρισσα παρόλο που ήταν γυναίκα ταράχτηκε λιγότερο από τον άντρα της γιατί ήξερε ότι με τον αγιασμό φεύγουν. Δεν μπορούσαν να περάσουν από την πόρτα γιατί ήταν ο σταυρός από πάνω και τον φοβόντουσαν. Αυτά όλα είναι φαντασία η οποία όμως στηρίζεται πάνω σε εμπειρίες πραγματικές.

Ήταν ευρηματικό στο παραμύθι ότι τα 4 παιδιά είχαν ονόματα που ήταν σαν αυτά που οι ίδιοι οι γονείς θα έδιναν αν είχαν 4 παιδιά. Αυτό δίνει μια προέκταση πνευματική. Μας εξηγεί την σκέψη του:

Τυχαίο δεν υπάρχει. Την προηγούμενη μέρα τούς ονείρεψε ότι θα τους στείλει στον φούρνο ένα δώρο. Άρα από πριν τα είχε και τα παρακολουθούσε ο Θεός και ο Άγιος Παντελεήμονας.

Ο Θεός αντάμειψε τον άντρα και την γυναίκα για την καλοσύνη τους και κατά θαυματουργό τρόπο από την ώρα που μπήκαν τα παιδιά σπίτι, τα γιουβέτσια που άφηναν ως πληρωμή οι πελάτες του φούρνου ήταν διπλάσια από αυτά που άφηναν πριν.

Θέσαμε το ερώτημα στο τέλος της συζήτησης, στον κ. Γανωτή, εάν μπορούν τα παραμύθια να διορθώνουν την πραγματικότητα του κόσμου:

Είδατε παρόλο που είναι παραμύθια έχουν μέσα πράγματα που δεν είναι ξένα στη ζωή. Την πραγματικότητα του κόσμου την ρεαλιστική την διορθώνουν τα παραμύθια. Αν έχει απαισιοδοξία την κάνει αισιοδοξία, αν έχει θλίψη δίνουν χαρά και έτσι ζωγραφίζουν τον κόσμο που θα πρέπει να θέλουμε να ζούμε και που βέβαια δεν θα τον βρούμε ποτέ χωρίς την εκκλησία. Δεν πετυχαίνουμε στη ζωή παλεύοντας και κοπανώντας, αλλά παλεύουμε χρησιμοποιώντας την δύναμη του Θεού και έτσι ταπεινώνεται ο άνθρωπος.

_____________
Σοφία Χατζή  
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

"Ο ΦΟΒΟΣ..." ΡΑΔΙΟΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΓΑΝΩΤΉ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΧΑΤΖΗ...

~ Ποιος φόβος;
Φόβος κοντά στον Χριστό δεν υπάρχει!
Ο φόβος είναι το πρώτο συναίσθημα που ένιωσε ο άνθρωπος, όταν εκδιώχθηκε εξαιτίας της πτώσης του από τον Παράδεισο...
Πως ο Άγιος Πορφύριος έπεισε τον π. Ιωνά να μάθει Η.Υ για να μπορέσει να δουλέψει ιεραποστολικά στην Ταϊβάν...Το1980!!! 
(και άλλα παρόμοια το ίδιο απίστευτα...)
* Μια ακόμα απίθανη συνομιλία του μπάρμπα Κώστα Γανωτή με την Σοφία...

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

* Δύναμή μας η αντίσταση κατά του ψεύδους

Επέτειος 28ης Οκτωβρίου 1940.
Δύναμή μας η αντίσταση κατά του ψεύδους.

  • Πόλεμος, ειρήνη, ερατεινή ησυχία.
  • Να τους αφήσουμε να περάσουν;
  • Πόλεμος και βία.
  • Ο πατριωτισμός και η λεπτή διάκριση.
  • Ο αμυντικός πόλεμος είναι ιερός και σεβαστός.
  • Η ηθική του πολέμου για τους Χριστιανούς. Οι αμυντικοί πόλεμοι του Βυζαντίου.
  • Μόνο ο Ελληνικός λαός δεν φοβήθηκε το θάνατο, είπε ο Χίτλερ.
  • Ο Άγιος Παϊσιος ήταν ασυρματιστής.
    Πήρε όπλο αμυνόμενος.

με τον Κώστα Γανωτή, φιλόλογο.

(Άκουσε ετούτον τον αγαπημένο μας μπάρμπα σε αυτήν την εκπομπή - έπος!
Μέρες που΄ναι...)

ΡΑΔΙΟΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 23.10.2019 
Μια εκπομπή της Σοφίας Χατζή,
στο σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας 91.2 FM
που μεταδίδεται τις εργάσιμες μέρες,
κάθε μεσημέρι στις 12:10 έως 13:00.

 Δημιουργία βίντεο: kkaratz@gmail.com

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

"Γιατί χωρίζουν τα μεσήλικα ζευγάρια;" Η Σοφία Χατζή ρωτά τον Κώστα Γανωτή...

(Άκουσέ τους! Ο κ. Γανωτής είναι η γνήσια φωνή της Ορθοδοξίας στην σημερινή τρέλα, που ζούμε... Και η Σοφία εκείνη που καταφέρνει κάθε φορά να του αποσπά τις αλήθειες που χρειαζόμαστε...Που να τ΄ακούσουμε αυτά; Δόξα τω Θεώ, που έχουμε και τους δύο!)

πηγή: apantaortodoxias

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

* Η ηθική δικογραφία ή το συναξάρι της Χριστίνας;


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο άγιος των γραμμάτων μας, δίνει με τα διηγήματά του πολλές αφορμές να σκεφτεί και να μιλήσει κανείς για τα ζωτικά θέματα της ζωής μας και με τον λόγο του να παρηγορηθεί και να βρει απαντήσεις στα αδιέξοδά του. Ο Κώστας Γανωτής φιλόλογος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός είναι βαθύς γνώστης του Παπαδιαμάντη και συνομιλήσαμε μαζί του με αφορμή το πασχαλινό διήγημα “Χωρίς στεφάνι”, που είναι ίσως το πιο Ορθόδοξο διήγημα του Σκιαθίτη λογοτέχνη μας. Διαδραματίζεται στην Σκιάθο και κορυφώνεται στην δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη).
Η ιστορία περιληπτικά είναι η ακόλουθη: Μια κοπέλα η οποία σπούδασε δασκάλα, είχε πάρει το πτυχίο από το Αρσάκειο, δεν διορίστηκε γιατί ήταν η εποχή που όταν άλλαζε η κυβέρνηση απολύονταν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και προσελάμβανε η κυβέρνηση δικούς της…Έτσι αυτή η κοπέλα έρημη στον κόσμο χωρίς κανέναν συγγενή της έπεσε στην παγίδα που της έστησε ένας κομματάρχης, ο Ντεληκανάτας, «αν θες έλα να μείνουμε μαζί μια και δεν έχεις πού να μείνεις κι όταν έρθει πάλι η κυβέρνησή μας, θα σε διορίσω». Αυτή παρασύρθηκε, έμεινε μαζί του και της υποσχέθηκε «σε ένα μήνα θα στεφανωθούμε», ύστερα σε δύο, μετά σε ένα χρόνο και μετά από χρόνια ξεχάστηκε ο γάμος και έμεινε αστεφάνωτη η κοπέλα, μέσα στον πόνο της ατίμωσής της. 

H Χριστίνα

H Χριστίνα η δασκάλα, ήταν η πιο καλή από τις νοικοκυρές, κρατούσε το σπίτι πεντακάθαρο και μάλιστα όταν έμπαινε η μεγαλοβδομάδα έβαφε και καθάριζε τα πάντα. Ίσως διεκδικούσε μόνο εκεί κάποια αξία. Τη Μ. Πέμπτη όμως που ήθελε να πάει και αυτή να λειτουργηθεί και να ακούσει τα 12 ευαγγέλια, δεν τολμούσε να μπει στο ναό, ντρεπόταν που ήταν αστεφάνωτη. Ιδιαίτερα ντρεπόταν τις κυράδες, οι οποίες την “εκοίταζαν”. Και προτιμούσε να είναι σε συντροφιά με τις δούλες οι οποίες απλώς την “έβλεπαν”… Την έβλεπαν χωρίς να την κατακρίνουν. Ενώ οι άλλες την εκοίταζαν σαν να τις έλεγαν «σε ξέρουμε εσένα τι είσαι»… Προτιμούσε λοιπόν να κρύβεται πίσω από καμιά κολόνα για να μην τη βλέπουν. Ντρεπόταν, αλλά ήθελε κι αυτή να πάει την άλλη μέρα να προσκυνήσει τον επιτάφιο, κι όμως δεν μπορούσε να πάει… Και αργά το βράδυ, όταν έφευγε ο πολύς κόσμος, κρυφά και από τοίχο σε τοίχο, να φαίνεται ότι τάχα πηγαίνει να δει καμιά γειτόνισσα, πήγαινε στην εκκλησία για να καταθέσει τα δάκρυά της, της μετάνοιας τα δάκρυα και να πει το παράπονό της στον Νυμφίο Χριστό. Εκείνον δεν τον φοβόταν, γιατί εκείνος είναι των ορφανών και των ταπεινών, ο Νυμφίος.

Κρυμμένη

Πήγαινε στο ναό και μετά γυρνούσε σπίτι. Όταν περνούσαν τον επιτάφιο, με τις ψαλμωδίες και τη χορωδία από παιδιά, αυτή κρυμμένη πίσω από τα κουρτινάκια των παραθύρων της, είχε αναμμένη το κερί της και παρακολουθούσε με συγκίνηση βαθιά την περιφορά. Και την άλλη μέρα, αργά τη νύχτα που γινόταν η ανάσταση, δεν τολμούσε βέβαια να πάει στην Εκκλησία, μέσα από το τζάμι πάλι παρακολουθούσε αυτές που γύριζαν από την ανάσταση, χαρούμενες και με τις λαμπάδες τους αναμμένες και πήγαιναν στο σπίτι τους, ενώ αυτή είχε τη λαμπάδα της αλειτούργητη. Μόνο την Κυριακή το απόγευμα, στην αγάπη, που το λέμε και δεύτερη ανάσταση, τολμούσε να πάει, μαζί με τις δούλες, γιατί στην ανάσταση την κανονική πήγαιναν οι κυράδες και οι νοικοκύρηδες. Και τότε, μπορούσε να πάει και κρυμμένη πάλι να προσκυνήσει την ανάσταση. Η Χριστίνα, η αστεφάνωτη δασκάλα στο αναστάσιμο διήγημα του Παπαδιαμάντη, ζούσε μέσα στο πένθος και σκεφτόταν, όπως γράφει ο διηγηματογράφος, τη Μ. Παρασκευή, τα νιάτα της που πήγαν χαμένα, σκεφτόταν τα παιδάκια που είχε θάψει ενώ δεν είχε παιδιά δικά της, έθαψε τα νόθα που έφερνε στο σπίτι ο Ντεληκανάτας, ο εκμεταλλευτής σύντροφός της και τα μεγάλωνε αυτή…Και μετά της πέθαιναν από διάφορες αρρώστιες και την άφηναν σε βαθύ πόνο διότι τα είχε αγαπήσει σαν δικά της. Και τα θυμόταν τέτοιες μέρες και τα πονούσε ιδιαίτερα. Ο Παπαδιαμάντης τελειώνει με την σκέψη ότι ο Χριστός που είναι ο σωτήρας και ο φίλος των ορφανών, των χηρών, των τελωνών και των πορνών, αυτός θα δει τον πόνο και την ταλαιπωρία της κοπέλας αυτής και θα της δώσει μια θέση στον παράδεισο. Αυτό είναι εν περιλήψει το κείμενο, ένα συγκλονιστικό κείμενο, με τις λέξεις διαλεγμένες.
«Αν η ηρωίδα ζούσε σήμερα, θα αμφισβητούσε πρώτα την αμαρτωλότητά της. Στο όνομα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της γυναίκας»

Ρωτήσαμε τον κ. Γανωτή γιατί κατά τη γνώμη του ο Παπαδιαμάντης επέλεξε αυτή την ιστορία για διήγημα και γιατί αναφέρεται σε μια αμφιβόλου ηθικής κοπέλα σε μια αφήγηση που θα μπορούσε να μπερδέψει τους ευσεβείς ανθρώπους κάθε εποχής. Η απάντησή του είναι ανατρεπτική:
«Ο Νίτσε έλεγε ότι η εκκλησία μαζεύει και δείχνει εκτίμηση στα τζάτζαλα. Κατηγόρησε τον χριστιανισμό γιατί προβάλλει έλεγε τα σκουπίδια. Αυτό τον ονειδισμό διεκδικεί με αυτό το διήγημα ο Παπαδιαμάντης. Η Χριστίνα τη Μ. Παρασκευή θρηνολογούσε και έκλαιγε τον “χαμένον παράδεισόν” της… Τα νιάτα της, τους αγαπημένους της που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Ο Παπαδιαμάντης δεν μας τα διηγείται τα πράγματα από την αρχή. Μας στολίζει με την τέχνη του και την αγάπη του την ταπεινωμένη τη Χριστίνα, ένα τζάτζαλο της κοινωνίας, που δεν είχε φόβο να πέσει πιο κάτω στην κοινωνική ιεραρχία. Γιατί όπως λένε οι ασκητάδες “ο υποκάτω πάντων ων πού πεσείται;”… Ακόμα και το όνομά της αργεί να μας το δώσει ο συγγραφέας. Μας το δίνει κάπου στη μέση για να μας πει ότι κάποτε ήταν δασκάλα. Τότε για τον διορισμό χρειάζονταν συστάσεις των κομματαρχών. Κι ένας από αυτούς ήταν ο εκμεταλλευτής της ο Ντεληκανάτας. Και της έταζε ότι όταν επανέλθει το δικό του κόμμα θα την διορίσει και εντωμεταξύ θα την στεφανωθεί. Αλλά άσπρισαν τα μαλλιά της και αυτό δεν έγινε… Δεν την στεφανώθηκε ποτέ.


 Οι ηθικολόγοι

Πάντα ο Παπαδιαμάντης μπερδεύει τους ηθικολόγους και τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Αυτό το διήγημα πώς να χαρακτηρισθεί; Η ηθική δικογραφία της Χριστίνας ή το συναξάρι της; Να την πει κανείς διεφθαρμένη ή να την πει μάρτυρα; Η ζωή της είναι μια περιπέτεια. Όπου όλα ανακατεύονται και όπου αν δεν έβαζε ο Θεός το χέρι Του δεν θα μας έσωζε τίποτε. Ένας ορθόδοξος σαν τον Παπαδιαμάντη ξέρει ότι και τα σύμπαντα είναι δούλα στον Θεό. Άρα και οι αμαρτίες μας και οι αποτυχίες μας. Και οι αφέλειές μας. Γιατί μια αφέλεια ήταν η ήττα από την οποία έπασχε η δασκάλα η Χριστίνα. Ναι, μέσα στη χοάνη της ζωής μπαίνουν ανακατεμένα όλα. Αλλά καθώς πυρώνονται ως εν χωνευτηρίω βγαίνουν συχνά με τη χάρη του Θεού άνθη ευώδη του παραδείσου. Ακόμα και οι αμαρτίες. Η Χριστίνα υπέμεινε την εκμετάλλευση του Παναγή του Ντεληκανάτα μέχρι που να ανατρέφει τα νόθα τέκνα των ερωμένων του έως ότου της τα έπαιρνε ο χάρος... Η Χριστίνα αγαπούσε και υπέφερε εν σιωπή. Δεν διεκδικούσε τα δικαιώματά της. Δεν απέβλεπε σε καμιά δικαίωση σε αυτό τον κόσμο. Θα μπορούσε όμως να μεταθέσει τις ελπίδες της στον ουρανό και να ζητήσει τις αξιομισθίες της για τις τόσες θυσίες που έκανε. Και από αυτή την προβολή του απωθημένου εγωισμού την σώζει η αμαρτωλότητά της. Συζεί μια ζωή τώρα χωρίς στεφάνι. Είναι αμαρτωλή, ανευλόγητη, χωρίς τη δικαίωση της εκκλησίας. Χωρίς την τιμή της κοινωνίας.»
Σε αυτή την δυστυχία της ωστόσο ευθύνη μεγάλη έφερε και ο Ντεληκανάτας. Ο κ. Γανωτής θα τονίσει ότι ο Παπαδιαμάντης λέει έναν δύσκολο λόγο: «αφού η κοινωνία ξεφτιλίζει αυτές τις γυναίκες που ζουν χωρίς στεφάνι κι αφού της λείπει η χριστιανική θεώρηση του γάμου, της λείπει και η ηθική αξιολόγηση του γάμου, τουλάχιστον ας ψήφιζαν λέει τον πολιτικό γάμο -σκεφτείτε να το λέει αυτό ο Παπαδιαμάντης- γιατί έτσι θα αναγκάζονταν να δείχνουν κάποια εκτίμηση στις γυναίκες που δεν αξιώθηκαν να τις στεφανωθούν αυτοί που τις εκμεταλλεύθηκαν».
Ένας τέτοιος βίος θα ήταν λίγο πολύ κατανοητός στις μέρες μας. Πως ο σημερινός αναγνώστης όμως θα ήταν δυνατόν να ψηλαφήσει την εποχή του Παπαδιαμάντη και τα πάθια της Χριστίνας; Ο κ. Γανωτής θα επιχειρήσει να μας το κάνει κατανοητό:
«Αν ζούσε σήμερα αυτή η κοπέλα θα αμφισβητούσε πρώτα πρώτα την αμαρτωλότητά της. Στο όνομα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της γυναίκας. Θα διεκήρυττε την κατάρρευση του ταμπού και της παραδοσιακής μυθολογίας. Εδώ η ηρωίδα μας στέκεται με απόλυτο σεβασμό στη ζωή, στην κοινωνία, στο μεταφυσικό τέμπλο της δημιουργίας γιατί θέλει να βλέπει την κοινωνία ολόκληρη σαν έναν ναό και η όψη που της δίνει είναι το τέμπλο του. Αυτό λοιπόν το σεβόταν. Το μόνο μειονεκτικό πράγμα που έβλεπε στον κόσμο ήταν ο εαυτός της. Αυτό το αίσθημα θα μπορούσε να την κάνει εγκληματία. Ή ψυχασθενή. Αν το ζούσε μέσα σε πραγματική μοναξιά. Δηλαδή, όπως λένε σήμερα, αν το αντιμετώπιζε ψυχολογικά ή κοινωνιολογικά. Η ηρωίδα όμως του Παπαδιαμάντη είναι αμαρτωλή, αλλά όχι επαναστατημένη. Είναι αυτό που τονίζει συχνά το ευαγγέλιο, ότι δεν είναι η αμαρτία που θα μας καταστρέψει, γιατί ο Θεός τη συγχωρεί την αμαρτία. Αλλά τι θα μας καταστρέψει; Η επανάστασή μας κατά του Θεού. Η αμετανοησία μας. Και το ορατό σώμα του Θεού είναι η δημιουργία, η φυσική και η ανθρώπινη. Η αναγνώριση και ο σεβασμός απέναντι στον κόσμο του Θεού είναι η αντανάκλαση και η απόδοση του σεβασμού στον δημιουργό. Έτσι γίνεται όταν η αμαρτία δεν περάσει μέσα από ιδεολογικοπολιτικές φάσεις και δεν γίνει δαιμονική. Είναι μια αμαρτία της σάρκας. Όχι του νου και γι΄ αυτό όχι εωσφορική. Είναι μια ταπεινωμένη αμαρτία…”.
Τονίσαμε στον κ. Γανωτή ότι η αμαρτία σήμερα είναι κάτι νομιμοποιημένο και τον ρωτήσαμε να μας πει αν το διήγημα αυτό έχει κάτι ν’ αποκαλύψει στον σημερινό άνθρωπo:
«Ο Παπαδιαμάντης αφήνει να εννοηθεί ότι η ηρωίδα ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο της εποχής. Αυτή πρέπει να έζησε στα χρόνια που γεννήθηκε ή που παντρεύτηκε ο παππούς μου. Είναι μια τεράστια απόσταση. Ο σημερινός πολιτισμός προχωρά πάρα πολύ γρήγορα. Ήταν μια εποχή στην οποία δεν είχε επαναστατήσει αποτελεσματικά η κοινωνία ώστε να πετάξει από μέσα ακόμα και τις αναμνήσεις της πνευματικής και παραδοσιακής ζωής. Τη Χριστίνα λοιπόν η ταπείνωσή της την έσωζε από την ειδωλοποίηση της αρετής της. Τη βλέπουμε να τηρεί τις παραδόσεις για να υποδεχθεί την Αναστάσιμη γιορτή, όπως τηρούσαν όλες οι τίμιες γυναίκες. Ενώ βλέπετε σήμερα αν μια κοπέλα τα πετάξει όλα και χάσει την αξιοπρέπειά της, την αθωότητά της δηλαδή, παραδίδει και όλες τις παραδοσιακές συνήθειες. Δεν θέλει να παίζει το ρόλο της παραδοσιακής νοικοκυράς. Όπως δεν θέλει να κρατήσει τις ηθικές παραδόσεις του λαού, δεν κρατάει και όλες τις άλλες. Καταστρέφει όλο το ντεκόρ της παραδοσιακής κοινωνίας. Η Χριστίνα όμως όχι. Δεν έκρινε τον κόσμο παρά μόνο τον εαυτό της. Δεν είχε την αυταρέσκεια ενός αστού που τα καταφέρνει στη ζωή. Δεν έλεγε λ.χ. ότι εγώ είμαι καλή νοικοκυρά, τηρώ όλες τις παραδόσεις, άρα μπορώ να μπω και στην εκκλησία. Κρυβόταν στην εκκλησία. Να η ταπείνωση, η αυτομεμψία της ηρωίδας. Δεν θεωρούσε τον εαυτό της αντάξιο του κόσμου και πήγαινε όσο μπορούσε αθέατη. Γι΄ αυτήν, το πρόσωπο του κόσμου ήταν έλεγχος, γιατί έβλεπε τον κόσμο άγιο, αξιοπρεπή. Και τον εαυτό της χαμένο. 

Στεφάνι μαρτυρίου

Η ταπείνωση, λοιπόν, αρπάζει τους κολασμένους από το στόμα της κόλασης. Όλα όσα πέρασε η Χριστίνα συνέθεσαν ένα στεφάνι μαρτυρίου. Μαρτυρίου που χάρισε την ταπείνωση στην ηρωίδα. Και η ταπείνωση σκέπασε την αμαρτία της. Ο Παπαδιαμάντης αντιπαραβάλλει μάλιστα την αυταρέσκεια και τον καλλωπισμό του επιτρόπου Γιαμπή με την ταπείνωση που έδερνε την καημένη τη Χριστίνα που δεν ήθελε να φανερωθεί πουθενά, για να μην καταδικαστεί από αυτούς τους καλούς που θα την έβλεπαν. Κι αυτό την πονούσε γιατί το πίστευε ότι πράγματι δεν ήτανε καλή. Εζήλευες, λέει, Χριστίνα την ευτυχίαν των δικαίων, που είχαν το θάρρος, ή το θράσος καλύτερα, να εκκλησιαστούν και να απολαύσουν το φως της αναστάσεως; Φαίνονταν όλες ευτυχισμένες σαν να μην είχαν τίποτε να κλάψουν, ούτε καν τις αμαρτίες τους. Είχαν κάνει, θα έλεγε κανείς, ανάσταση χωρίς Μ. Παρασκευή. Γι΄ αυτό γύριζαν από την ανάσταση ευτυχείς… Έτσι επεσήμαινε ο Παπαδιαμάντης την έκπτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος σε θρησκευτική εθιμική εκδήλωση. Όπως συμβαίνει στην αστική ζωή όπου κυριαρχεί η αλαζονεία της δικαιωματικής ευτυχίας και η ανυποψία της ανάγκης του σταυρού στη ζωή μας. Η Χριστίνα όμως έχει καρφωθεί στο σταυρό της αμαρτίας της και ανυποψίαστη για το μυστήριο της μετανοίας που ενεργείται μέσα στην ταπεινή της καρδιά έκλαιε και μοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητάν της. Θρηνούσε διότι έζησε χωρίς στεφάνι ή μάλλον με το ακάνθινο στεφάνι της περιφρονημένης από τον άντρα και περιθωριοποιημένης από την κοινωνία. Μήπως άραγε και το ακάνθινο στεφάνι του Νυμφίου Χριστού δεν ήταν τέτοιο; Και άραγε η πατρική καρδιά του Χριστού θα έμενε ασυγκίνητη από τον σπαραγμό της Χριστίνας που δεν τολμάει να ξεχάσει τη θέση της. Να ξεχάσει την αμαρτία της και να ευτυχήσει και αυτή…»
«Αν είμασταν σωστοί Χριστιανοί, έτσι κρυφά δεν θα έπρεπε να μπαίνουμε και εμείς στην εκκλησία;»
Αναρωτιέται όμως κανείς τι την κάνει να μην ξεκολλάει από τη ζωή της εκκλησίας; Γιατί επιμένει να κάνει τον εαυτό της αποσυνάγωγο και την ίδια ώρα να μην έχει αλλού τη σκέψη της, την καρδιά της, το βλέμμα της, παρά στον επιτάφιο, στην ανάσταση; Ο κ. Γανωτής μας ξαφνιάζει με μια απροσδόκητη ερμηνεία:
«Η πολιορκία του παραδείσου είναι εμφανής στη συμπεριφορά της. Δεν πηγαίνει στην ανάσταση μαζί με τις κυράδες αλλά πηγαίνει μαζί με τις δούλες. Και λέω κι εγώ, αλήθεια, αν ήμασταν σωστοί χριστιανοί και είχαμε την ταπείνωση που μας επιβάλλεται για να ελπίζουμε στο έλεος του Θεού, εμείς πώς έπρεπε να μπαίνουμε στην εκκλησία; Έτσι κρυφά σαν την Χριστίνα δεν θα έπρεπε να μπαίνουμε; Μπαίναν στην εκκλησία νοικοκυραίοι, δικαιωμένοι και νιώθοντας ότι ο Θεός πρέπει να είναι καταϋποχρεωμένος που τον τιμούν με την παρουσία τους. Να μπαίνουμε με δέος μέσα στην εκκλησία, αποσκοπώντας να αποσπάσουμε το έλεος του Θεού και όχι σαν κάνα χρέος που έχει ο Θεός απέναντι στους ευσεβείς ανθρώπους. Η Χριστίνα στολίζεται από τον Παπαδιαμάντη με την ταπείνωση, μια μεγάλη αρετή. Η αρετή είναι μια άσκηση ισορροπίας που υφίσταται όσο ασκείται. Όταν πάψει να ασκείται δεν υπάρχει αρετή, δεν υπάρχει ταπείνωση. Δεν υπάρχει δηλαδή ταπείνωση στο παρελθόν μας.

Με ταπείνωση

Πρέπει να υπάρχει ταπείνωση στο παρόν μας. Οι άνθρωποι ζούσαν στην δεύτερη ανάσταση με παιδική αφέλεια μια εύκολη εκκλησιαστική ζωή λέει ο Παπαδιαμάντης, όπου τους τραβούσαν οι ολόφωτοι πολυέλαιοι, οι στίλβουσες εικόνες, οι αναμέλποντες ψάλτες, οι καρδιές χορτάτες, ξεκούραστες, ανυποψίαστες για την πραγματική ανάσταση του αληθινού Θεού. Η Χριστίνα, αντιθέτως προς τις άλλες, πρόσεχε την ακολουθία γιατί την είχε ανάγκη. Μέσα σε αυτόν τον ανυποψίαστο όχλο η ηρωίδα μας που είχε τολμήσει, λέει, να εξέλθει από την οικία της και αθορύβως και έμπαινε μέσα στην εκκλησία, ένιωθε κάποια άνεση να βρίσκεται ανάμεσα στις δούλες. Γιατί οι κυράδες την εκοίταζαν ενώ οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο έβρισκε μεγάλην διαφοράν. Αυτές που την εκοίταζαν ήταν η ευυπόληπτη κοινωνία. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου. Ενώ η Χριστίνα η δασκάλα περιέφερε τον ονειδισμόν της αστεφάνωτης και μέσα στη συντριβή της δεν άντεχε την κόλαση της κατάκρισης του κόσμου. Μόνο στην πατρική αγκάλη του σταυρωμένου Νυμφίου εύρισκε ανάπαυση και είχε ανάγκη από αυτή την ανάπαυση η ταλαίπωρη ψυχή της. Οι παραμάνες, οι δούλες, ο λαός, τα λουστράκια, οι γυναίκες του λαού ήταν ταπεινωμένοι άλλης λογής. Από τη φτώχεια τους. Και οι ταπεινωμένοι δεν κρίνουν και δεν κρίνονται. Γι΄ αυτό η αμαρτωλή Χριστίνα αισθανόταν παρηγοριά μόνο κοντά στον λαό, στις δούλες και στα βρέφη. Εμένα μου θυμίζει πολύ τον απόστολο του σταυρού. Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός και τα εξουθενημένα και τα μη όντα ίνα τα όντα καταργήσει. Κι αυτό μόνο το διήγημα να είχε γράψει ο Παπαδιαμάντης πάλι θα θεωρείτο μεγάλος συγγραφέας.» κατέληξε ο κ. Κώστας Γανωτής τον οποίο ευχαριστούμε για την φωτεινή ερμηνεία του στο Αναστάσιμο διήγημα του αγαπημένου μας διηγηματογράφου. Η σοφία του κόσμου καταδικάζει την Χριστίνα και θέλει να την πετάξει στο περιθώριο. Μα στο περιθώριο είχε ήδη περάσει με τη θέλησή της. Και εκεί στηρίζει όλες τις ανομολόγητες ελπίδες της. Η Χριστίνα ταπεινώθηκε όντως. Τους ταπεινούς θεωρεί ο Χριστός ως εκλεκτούς και αυτό είναι το πιο ανθρωπιστικό και απελευθερωτικό κήρυγμα.
Χριστός Ανέστη…

__________
Σοφία Χατζή
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 02.05.2019
ΥΓ. "αμφ."
Μικρό μουσικό συμπλήρωμα στο εξαιρετικό κείμενο ...
''Αστεφάνωτη'' 
Ποίηση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 
Μουσική: Ανδρέας Κατσιγιάννης.  
Ερμηνεία: Ασπασία Στρατηγού-Γιώργος Νταλάρας 
Από το δίσκο "Εικόνα Αχειροποίητη". 

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

"Γέμισε η αγκαλιά της Παναγιάς σφαγμένα παιδάκια. Και η Παναγιά τους λέει κάτι ωραία παραμύθια..." - Ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Γανωτή



Πολλή χαρά έδωσε σε γονείς, δασκάλους και καθηγητές, ο γνωστός και αγαπητός σε όλους κ. Κωνσταντίνος Γανωτής ο οποίος με περισσή αγάπη και ευαισθησία μας μίλησε για το «πώς τα παιδιά θα αγαπήσουν το βιβλίο» (και όχι μόνο...) στο πλαίσιο της Σχολής Γονέων των εκπαιδευτηρίων της "ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ".



Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

«Μπορούν τα παιδιά μας να αλλάξουν τον κόσμο;» + Μακαριστός Σιατίστης, Κωνσταντίνος Γανωτής & Σοφία Χατζή




Συμμετέχουν: 
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος και ο κ. Κωνσταντίνος Γανωτής, Συγγραφέας - Εκπαιδευτικός. 
Συντονίζει η Σοφία Χατζή, συγγραφέας – ραδιοφωνική παραγωγός. Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017.



"συν αυτώ" ΥΓ:
Η παρουσία του Μακαριστού προσδίδει πλέον σε κάθε εκδήλωση που συμμετείχε έναν εντελώς διαφορετικό τόνο...

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Γιατί δεν γίνεται να κλείσει ο σταθμός που μιλάει στην ψυχή μας...


Τώρα ποὺ πέρασαν τὰ χρόνια μου
καὶ οἱ δυνάμεις μου μ’ ἐγκαταλείπουν,
θέλω νὰ παραιτηθῶ πιὰ
ὕστερ’ ἀπὸ 30 σχεδὸν χρόνια θητείας
στὰ προγράμματα τοῦ Σταθμοῦ
ἀλλὰ μὲ ἀναχαιτίζουν δύο ἀνίκητες δυνάμεις.

Πρώτη δύναμη εἶναι ἡ μνήμη
τῶν δυσκολιῶν ποὺ πέρασε ὁ Σταθμός μας,
τῶν ἐπιθέσεων,
τῶν συνεχῶν ἀπειλῶν γιὰ κλείσιμο,
τῶν οἰκονομικῶν δυσκολιῶν
παρ’ ὅλη τὴν δωρεὰν προσφορὰ
τῶν παραγωγῶν.
Ἀκόμα καὶ τρομοκρατικὴ ἐπίθεση
μὲ ἐμπρησμὸ ὑπέστη ὁ Σταθμός.
Αὐτὰ ὅλα συνθέτουν γιὰ μένα
μιὰ μαρτυρικὴ εἰκόνα τοῦ Σταθμοῦ.

Δεύτερη δύναμη
ποὺ δὲν μ’ ἀφήνει νὰ παραιτηθῶ
εἶναι ὁ λόγος ποὺ συχνὰ ἀκούω
ἀπὸ πολλοὺς καὶ πολλὲς φορὲς
στὶς περιοδεῖες μου στὶς ἐνορίες
τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
«Κύριε Γανωτῆ, μᾶς παρηγορᾶτε,
ὁ Σταθμὸς μᾶς παρηγορεῖ».

Αὐτὸς ὁ λόγος μοῦ κόβει τὰ γόνατα,
γιατὶ εἶναι ἡ πραγματοποίηση
τοῦ ὁράματος τοῦ Σταθμοῦ.
Πολλοὶ μοῦ λένε
ὅτι κρατοῦν διαρκῶς ἀνοιχτὸ τὸν Σταθμὸ
καὶ πολλὲς νοικοκυρὲς
ἔχουν ἐγκαταστήσει τὰ κασετόφωνα
καὶ τὰ διαδίκτυα στὴν κουζίνα τους.

Θυμοῦμαι τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα,
ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς ἱερεῖς μὲ τὰ λόγια: «Παρακαλεῖτε,
παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου».
Ὁ Θεὸς δοξάζει τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ
τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας,
γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Σταθμὸς
δοξάζει τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Κώστας Γανωτής
Τεύχος 308, Δεκέμβριος 2018