Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτέχνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτέχνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

✔ 👉 Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Διηγήματος «Ηρώων γη κι ηρώων μορφές»...




    Οι εκδόσεις «Έαρ» και τα εκπαιδευτήρια «Η Ελληνική Παιδεία» προκηρύσσουν Πανελλήνιο & Παγκύπριο λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Ηρώων γη κι ηρώων μορφές»,

με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959).


Ο 1ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των εκδόσεων «Έαρ» τελεί υπό την αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος,

του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και του Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959.


Το μεγάλο έπος του 1955-1959 αποτελεί μια χρυσή σελίδα στην ιστορία του Έθνους μας.

Ο αγώνας αυτός ήταν δημιούργημα κυρίως των νέων της τότε υπόδουλης στον αγγλικό ζυγό Κύπρου, που πολέμησαν με ηρωισμό και αποφασιστικότητα.

Η πίστη τους στον Θεό και η αφοσίωση τους στα ιδανικά της Πατρίδας και της Ελευθερίας κατέπληξαν όλο τον κόσμο. 

Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Ιάκωβος Πατάτσος, Γρηγόρης Αυξεντίου και πόσοι άλλοι, που τα ονόματά τους πέρασαν στην αθανασία!

                 

Στον διαγωνισμό μπορούν να συμμετάσχουν όσοι έχουν ηλικία 16 ετών και άνω. 

Καταληκτική ημερομηνία αποστολής των κειμένων είναι η 15η Ιανουαρίου 2025.

Οι εκδόσεις «Έαρ» πρόκειται να εκδώσουν τα κείμενα που θα διακριθούν σε συλλογικό τόμο και να βραβεύσουν τους συγγραφείς τους στην τελετή βράβευσης του λογοτεχνικού διαγωνισμού.

 Για περισσότερες πληροφορίες, δείτε στο ear-books.com και elp.gr

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πώς έγραψε το «Άξιον Εστί»...


   

Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, 
την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα, μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51.

Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι, την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο.
Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ...
Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια.
Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα.
Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. 
Και αυτή, σκεπτόμουνα,
ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.

Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. 
Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές.
Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση…
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. 

Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία –που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.
Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε, φτάνοντας στο Παρίσι..
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τί πλούτος και τί καλοπέραση μπροστά σε μας!
Και τί μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι, που δεν μπορούσαν να ’χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε.
Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!
Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα : «Αα, κι εσείς έ;»
Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου.
Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι.
Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο, που κατάτρεχε τον ποιητή.
Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι «η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους» – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ’δωσε ένα δεύτερο εύρημα.
Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. 
Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα;


Το φλουρί του φτωχού

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε –ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα– βγήκε μοιρασμένο.
Πώς έρχονται τα πράγματα καμιά φορά!
Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. 
Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει να κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε», είπε, «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. 
Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι.
«Του φτωχού…» ονομάτισε.
Έπειτα ερχότανε το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. 
Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. 
Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας.
«Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. 
«Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου».
Η καημένη η μητέρα. 
Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. 
Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.
«Ούτε του ζητιάνου είναι», είπε ο πατέρας μου, «ούτε του Πέτρου. 
Το σωστό σωστό. 
Το φλουρί μοιράστηκε. 
Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. 
Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. 
Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου».
«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.
«Τι θα γίνει;…» συλλογιζόμαστε κι εμείς.
«Μην πονοκεφαλάτε…» είπε ο πατέρας.
Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες –το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα– και τις ακούμπησε στο τραπέζι:
«Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου».
Και μου την έδωκε.
«Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;»
Ήμουν και με το παραπάνω. 
Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ.
«Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου…» είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. 
Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «ο σύντροφος του ζητιάνου». 
Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. 
Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
«Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί».
Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. 
Κάτι μου ’λεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. 
Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. 
Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. 
Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο.
«Πάρε, παππού…» του είπα.
Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ’φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. 
Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.
«Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. 
«Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού…» του είπα. 
«Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει:
«Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουνε στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι».
Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. 
Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. 
Μα έτρεμε από τη χαρά του. 
Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε:
«Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να’ χεις».
Μου ’δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό, τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα.
Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. 
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. 
Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ ένα φτωχό, συλλογίζομαι: 
Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.
 

Παρμένο από το www.in.gr.
 Απόσπασμα από το χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παύλου Νιρβάνα «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», επιλογή – επιμέλεια Δημήτρης Ποσάντζης, Καστανιώτης, 2009)

{"Δανεισμένο" από την Κωνσταντίνα Διονυσοπούλου)