Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

✨ «Δέν θά τά βάλω μέ τόν Θεό. Ποιά εἶμαι ἐγώ; Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός... Μέσα ἀπό τόν πόνο καί τήν προσευχή ἡ γιαγιά ἐξαϋλώθηκε. Ἦταν σάν μία εἰκόνα νά τήν προσκυνήσης. Μόνο νά τήν ἔβλεπες σοῦ δημιουργοῦσε δέος, χωρίς νά σοῦ μιλᾶ... |Η μακαριστή † Χατζη–Μαριοῦ (Σάββατο † 29–12–1981)

               

      Προτεινόμενες "οδηγίες χρήσης" αυτής της ανάρτησης...


    |Πριν ξεκινήσεις να κάνεις οτιδήποτε,

στάσου για λίγο 

και δες στα μάτια τη γυναίκα της φωτογραφίας.

       Θα καταλάβεις πολλά...

Έπειτα διάβασε, αν θες, με προσοχή 

(ακόμα και στις λεπτομέρειες) 

σε τι μέτρα έφτασε αυτή η "χαροκαμμένη" γυναίκα, 

που "η ζωή της φέρθηκε τόσο σκάρτα", 

όπως αφελώς λέμε κάποιοι.

Ας πάρουμε δωρεάν μαθήματα 

για το πως διαχειρίστηκε 

"όλες τις συμΦορές που της έτυχαν"

και κυρίως τις απώλειες των αγαπημένων της προσώπων...

Ένα ζωντανό - εΦαρμοσμένο Ευαγγέλιο!

  ("αμΦοτεροδεξιοσύνης" το ανάγνωσμα...)

 Τελειώνοντας 

τα όσα θα περάσουν μπροστά από τα μάτια σου, 

σύγκρινε τη ζωή της με τις δικιές μας 

και κλάψε ελεύθερα...|



 

👉  Η μακαριστή Χατζη–Μαριο

πως τήν ποκαλοσαν, 

πό τό προσκύνημά της στούς γίους Τόπους, 

ταν μία γία ψυχή. 


ζησε στήν Φύτη Πάφου 

καί μέ τόν σύζυγό της ωάννη 

πέκτησαν 5 κόρες καί 2 γυιούς.


γυιός της μεγάλος ξενιτεύτηκε 

πό μικρή λικία στή Νότιο φρική


Εχε οκονομική νεση 

καί γραψε νά στείλουν ο γονες τίς δελφές του 

γιά νά τίς ποκαταστήση.


Μέ τά δεδομένα τότε το χωριο

ταν πολύ δύσκολο νά παντρέψη μέ προίκα (σπίτι–χωράφια) 

5 κόρες. 


Γι᾿ ατό κριναν καλό μαζί μέ τόν ντρα της, 

νά στείλουν τίς δύο κόρες τους, 

τήν Στέλλα καί τήν Χρυστάλλα, 

στη Νότιο φρική. 


Τό ταξίδι τότε γινόταν μέ καράβι 

καί διαρκοσε περισσότερο πό να μνα.


Στό καράβι ρρώστησε μία 

καί ταν φτασαν στήν Νότιο φρική πέθανε. 


λλη παντρεύτηκε μέσως, 

λλά καί ατή σύντομα πέθανε. 


ταν τό μήνυμα φτασε στούς γονες, 

πατέρας της ωάννης ρχόταν πό τό χωράφι.


Στό σπίτι βαλε τά χέρια 

καί τό κεφάλι του πάνω στό τραπέζι, 

δέν λεγε τίποτε 

καί δέν θελε νά φάη. 


Μετά πό λίγο πέθανε κι ατός 

πό τήν στενοχώρια του.


μακαριστή Χατζη–Μαριο

ν καί θαψε σέ να χρόνο δύο κόρες καί τόν νδρα της, 

μως δέν λύγισε. 


Μέ τήν μεγάλη πίστη της στόν Θεό 

ψωνε τά χέρια καί τά μάτια στόν ορανό 

καί λεγε: 


«Δοξάζω Σε, Θεέ μου, 

πού μο τούς πρες, 

Εχαριστ Σε, Θεέ μου».


Ατό τό παναλάμβανε πολλές φορές κλαίγοντας 

καί πρόσθετε: 


«Δέν θά τά βάλω μέ τόν Θεό. 

Ποιά εμαι γώ; 

τσι θελε Θεός». 


Βάπτισε δύο κοριτσάκια πολύ φτωχς οκογένειας 

καί δωσε τά νόματα τν πεθαμένων κοριτσιν της, 

νομάζοντάς τα Στυλιανή καί Χρυστάλλα.


πό τότε βαλε μαρα, 

κατέβασε τό μαρο μαντήλι μέχρι τά φρύδια 

καί δέν λειπε πό τήν κκλησία. 


μεινε χήρα πό σχετικά νεαρή λικία. 

πό τότε δέν εδε τόν αυτό της στόν καθρέφτη 

οτε καί γιά νά χτενιστ

Καθρέφτη δέν εχε στό σπίτι της. 

Τούς σήκωσε λους.


λεγε: 

«θαψα παιδιά καί γώ θά καλλωπίζομαι;». 

πίσης δέν πήγαινε σέ γάμους καί σέ πανηγύρια. 

Στό πανηγύρι το χωριο βγαινε πό τήν κκλησία 

καί ρχόταν π᾿ εθείας στό σπίτι χωρίς χρονοτριβή. 

Στούς δέ γάμους, 

σο συγγενικοί καί ν ταν πήγαινε στό μυστήριο 

καί μετά γύριζε στό σπίτι.


λεγε: 

«Εμαι γώ γιά χορούς καί τραγούδια, 

γιά βιολιά καί λαοτα; 

θαψα παιδιά, 

τί τίς θέλω τίς χαρές;». 


Παντρευόταν πρτος της γγονός, 

γυιός τς κόρης της, στήν διπλανή πόρτα 

καί δέν πγε νά τόν χαιρετήση.


Τήν ρα πού χόρεψε τό ντρόγυνο, 

πως συνηθίζεται στήν Κύπρο, 

φώναξε τήν γγονή της, 

τς δωσε χρήματα γιά νά τά προσφέρουν στό ντρόγυνο 

κρεμώντας τα στό νυφικό φόρεμα τήν ρα πού χόρευε 

καί ατή δέν πγε.


γυιός της πό τό ξωτερικό τς στελνε φορέματα 

κυρίως μαρα. 


γιαγιά πάλι τό θεωροσε ντροπή 

καί ταίριαστο γιά κείνη 

νά φοράη καινούργια ροχα. 


παιρνε τά καινούργια ροχα 

καί πάνω τους ρραβε κομμάτια φασμα, 

γιά νά φαίνωνται παλιά 

καί τσι τά φοροσε.


Ατή ταν ντως χήρα 

πού ξιζε κάθε τιμή, 

πως γράφει πόστολος Παλος. 


Τίμησε τήν χηρεία της καί ζησε σάν σκήτρια, 

ξένη πρός τίς χαρές το κόσμου τούτου, 

λλά μέ τό χαροποιό πένθος 

καί τήν θεία παρηγορία το Θεο

το προστάτου τν χηρν 

καί Πατρός τν ρφανν.


Μέσα πό τόν πόνο καί τήν προσευχή 

γιαγιά ξαϋλώθηκε. 


ταν σάν μία εκόνα νά τήν προσκυνήσης. 


Μόνο νά τήν βλεπες σο δημιουργοσε δέος, 

χωρίς νά σο μιλ


Τά λόγια της ταν λίγα, λλά σοφά. 


Παρακολουθοσε μέ σιωπή τό κάθε τι χωρίς νά μιλ


ταν χρειαζόταν νά πέμβη, 

πέμβαινε καί μάλιστα πολύ σοφά 

καί ς ταν γράμματη.


Κάποια φορά τά παιδιά της 

πού ταν καί τά δύο στήν Νότιο φρική 

θέλησαν νά τήν πάρουν κε γιά νά τούς δ καί νά τήν δον.


 Μαζεύτηκε ρκετός κόσμος γιά νά τήν ποχαιρετήσουν 

καί μία κυρία στειευόμενη τς λέει: 

«Τώρα πού εσαι δ

νά βρομε καί κανέναν νά σέ παντρέψωμε».


γιαγιά ρπάζει τό μπαστούνι 

καί προτάσσοντάς το, τς λέει ντονα: 


«Εμαι παντρεμένη μέ τόν ρχάγγελο Μιχαήλ 

καί περιμένω του νά ρθη νά μέ πάρη!» 

δείχνοντάς της να δακτυλίδι πού εχε στό χέρι. 


γυνακα κοκκάλωσε μέ τήν πάντηση τς γιαγις.


Τό δακτυλίδι ατό τό φερε πό τούς γίους Τόπους. 

ταν σάν ρραβώνας, λλά σημένιο. 

Πιθανόν νά εναι τό δακτυλίδι 

πού δίνει ελογία ερά Μονή το Σιν

Τό εχε στό χέρι της μέχρι τόν θάνατό της.


γγονή της Μαρία, 

πού τήν μεγάλωσε γιαγιά της Χατζη–Μαριο 

καί τώρα ζε στήν Αστραλία, 

θυμται τά ξς: 

«Μεγάλωσα μαζί μέ τήν γιαγιά μου, 

μέ γαποσε πολύ, 

γιατί μουν μόνη γγονή πού εχε στό χωριό 

καί εχα καί τό νομά της. 

Κοιμόμουν στό διο δωμάτιο μέ τήν γιαγιά.

Θυμμαι τήν βαθειά πίστη της στόν Θεό, 

στήν Παναγία μας 

καί σέ λους τούς γίους. 

Σχολεο δέν εχε πάει, 

λλά ξερε λες τίς γιορτές 

καί κανε λογαριασμούς σάν νά ξερε γράμματα. 

Στό δωμάτιό της εχε μία ντουλάπα 

γεμάτη μέ εκόνες γίων.

Κάθε βράδυ ναβε τό καντήλι 

καί κανε τήν προσευχή της. 

ρχιζε μέ τό 

“Θεέ μου, πρόσεχε τά παιδιά λου το κόσμου 

καί στερα τά δικά μου, 

τούς στρατιτες λου το κόσμου 

καί τούς δικούς μου”. 


λο τό βράδυ προσευχόταν.


Κάτι πού μαθα καί δέν τό χω π μέχρι τώρα. 

ταν μητέρα μου (κόρη τς γιαγις) 

ταν σχεδόν 3 χρόνων, 

δέν μιλοσε καθαρά καί οτε περπατοσε.

γιαγιά τήν ταξε στήν Παναγία 

καί πγε στόν Ναό το γίου Δημητρίου, 

κατέβασε τήν ποδιά (τό κάλυμα) 

πού ταν καλυμμένη εκόνα τς Παναγίας 

καί τήν κούμπησε στήν μικρή τότε ντιγόνη 

καί τό θαμα γινε. 

ντιγόνη μίλησε καί περπάτησε.


Μαζί μέ τόν παππο ωάννη εχαν βαπτίσει 21 παιδιά.

 Προσκύνησε στούς γίους Τόπους δύο φορές, 

πρίν τό 1960 τότε πού ταν δύσκολο νά ταξιδέψης. 

ταν γύρισε, 

φερε μαζί της μία σακκούλα γεμάτη μικρά σταυρουδάκια 

καί δωσε σέ λο τό χωριό.


Θυμμαι μία φορά ταν τοιμη γιά νά πεθάνη, 

φεραν κάποιον πάτερ πό λλο χωριό 

γιά νά κάνη τό Εχέλαιο. 

πάτερ βιαζόταν, 

δέν επε λα τά Εαγγέλια. 

Μόλις τελείωσε, 

σηκώθηκε, 

κάθησε στό κρεββάτι γιαγιά 

καί το λέει: 

“Παπ μου, δέν επες λα τά Εαγγέλια”. 

Τότε λοι γελάσαμε καί επαμε δέν θά πεθάνη.


Φρόντιζε πάντα νά κάνη τό νάμα 

καί νά εναι πάντα καθαρό καί γνό 

γιά τήν θεία Κοινωνία.


Θυμμαι τήν γιαγιά μέ γάπη 

καί τήν εγνωμον γιά ,τι μέ δίδαξε 

καί προσπαθ νά τά τηρ».


ταν εχε σπερινό, 

προκειμένου νά μήν τόν χάση, 

ταν πλέον ταν πέργηρη, 

ξεκινοσε πό νωρίς τό πόγευμα νά πάη στήν κκλησία.


 Περπατοσε στόν δρόμο σκυφτή, 

βάδιζε πολύ–πολύ σιγά μέ να μικρό μπαστουνάκι, 

πού στό πάνω μέρος εχε σχμα Τ, 

πολύ κοντό γιά νά τήν βολεύη, 

φο κύρτωσε καί δέν βολευόταν μέ κανονικό.


Οδέποτε κουγες νά βγ κακός λόγος πό τό στόμα της. 

Μόνο εχές καί συμβουλές. 


Μάλιστα λεγχε τήν γγονή της γιά τίς παρέες πού κανε 

καί ποιές βαζε στό σπίτι.


Μιά φορά 

πού τυχε νά πάη μία σοβαρή γυνακα στό σπίτι τους, 

φεύγοντας κείνη, 

επε στήν γγονή της: 

«Εδες; Τέτοιες γυνακες νά βάλης στό σπίτι σου».


ταν πέθανε ρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ 

καί γινόταν κηδεία, 

κολουθία μεταδιδόταν πό τήν τηλεόραση. 

τυχε νά εναι τηλεόραση στήν κόρη της νοικτή 

καί νά εναι καί γιαγιά κε

Κάποια στιγμή γιαγιά πετάγεται πάνω.

ταν τήν ρώτησαν «γιατί;». 

γιαγιά επε: 

«Λέει παπς τό Εαγγέλιο καί μες νά καθώμαστε;»

καί λοι θαύμασαν γιά τήν ελάβεια τς γιαγις.


Στό τέλος τς ζως της 

γγονή της Μαρία μενε μαζί της τά βράδια, 

μήπως χρειαστ τίποτε γιαγιά. 

Τήν κουγε συνέχεια νά προσεύχεται 

καί νάμεσα στά λλα, λεγε: 

«Θεέ μου, καλό θάνατο νά μο δώσης. 

Νά πεθάνω Σαββάτο βράδυ, 

νά λειτουργηθ Κυριακή πρωΐ».


πάρχει συνήθεια στό χωριό, 

ν κάποιος πέθαινε Σάββατο, 

τόν φηναν στό σπίτι τό βράδυ 

καί τίς πρωϊνές ρες, ταν νοιγε κκλησία, 

τόν παιρναν στόν Ναό. 

Καθ᾿ λη τήν διάρκεια τς θείας Λειτουργίας 

τό φέρετρο τό νεκροκρέββατο (κοινό γιά λους) 

ταν μέσα στήν κκλησία. 

ταν τελείωνε Λειτουργία, 

γινόταν νεκρώσιμη κολουθία.


να Σάββατο πόγευμα, 

ν γιαγιά ταν πό μέρες στό κρεββάτι, 

ξεψύχησε. 


κείνη τήν ρα χτυποσε καμπάνα γιά τόν σπερινό.


Εδοποίησαν μέσως τόν ερέα 

καί καμπάνα ξαναχτύπησε πένθιμα 

γιά νά ναγγείλλη στό χωριό 

τόν θάνατο τς μακαριστς Χατζη–Μαριος 

(σέ λικία 95 τν), 

τό Σάββατο στίς 29–12–1981. 


γιναν λα πως τά ζητοσε στήν προσευχή της.


νοίγοντας τόν μπόγο, 

πού εχε τοιμάσει πό πολλά χρόνια πρίν 

γι᾿ ατήν τήν ελογημένη ρα, 

σέ λους κανε ντύπωση 

μέ πόση πιμέλεια τά εχε τακτοποιήσει λα. 


Μέχρι φυτιλάκια εχε γιά τό καντήλι 

πού θά ναβαν στόν τάφο καί λιβάνι.


Αωνία της μνήμη. 

μήν!



|Ὑπό π. Θεοδοσίου Χριστοφόρου. 

 διος π. Θεοδόσιος συνέγραψε 

καί τίς πόλοιπες βιογραφίες τν Κυπρίων σκητν...


πό το βιβλίο: σκητές μέσα στόν κόσμο, τ. Γ. ε΄

|παρήγγειλέ το εδώ...


πηγή