Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διά Χριστόν σαλοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διά Χριστόν σαλοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

☆ "Γιατί στην εποχή μας δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν διά Χριστόν σαλοί;


Δεν υπάρχει ανάγκη να υπάρχουν διά Χριστόν σαλοί, 

γιατί απλούστατα καί μόνο 

γιατί θα έχεις την ιδιότητα ότι είσαι χριστιανός 

και μάλιστα χριστιανός νέος 

και μόνο γιατί θα ζεις πνευματική ζωή,

θα σε βγάλουν οι άλλοι τρελό, 

δεν χρειάζεται να κάνω τον τρελό,

χαρακτηρίζομαι ήδη τρελός!


Μην φοβάστε να σας χαρακτηρίσουν τρελούς, 

χαζούς, 

αφύσικους... 

"Τι, δεν έχεις φιλενάδα;

Δεν πας σε πάρτυ;

κτλ κτλ...


Αν λοιπόν κανείς 

θα ήθελε να μοιάσει ενός κατά Χριστόν σαλού...

Ιδού ο δρόμος...

 

Χωρίς να κάνει τον τρελό,

να ζήσει την πνευματική ζωή 

και τότε θα τον περάσουν οι άλλοι για τρελό.


Τι έλεγε ο Σωκράτης...

Δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη των πολλών,

αλλά του ειδήμωνος, του γνώστη.


Ποτέ μην πούμε τι κάνουν οι άλλοι.


Κοροϊδεύουν σήμερα,

αλλά αύριο θα σας επαινέσουν...


   |π. Αθανάσιος Μυτιληναίος


  [από τη Θεοδούλα Π.]

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

☆ «Πάω να περιπαίζω τον κόσμο...» |Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ |Τῇ ΚΑ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Ἰωάννου και Συμεών, τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ...

 


Στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του έτους 518 πήγαν (ο Συμεών και ο ασκητής Ιωάννης) στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν και δυο νέοι, φίλοι αχώριστοι, από την Έδεσσα της Συρίας.

Μετά την προσκύνηση του Σταυρού του Χριστού είπαν να επισκεφτούν μοναστήρια και ασκητήρια για να πάρουν ευχές και νουθεσίες από τους ασκητές. 

Χάρηκαν τόσο πολύ από την περιήγηση αυτή και την επαφή τους με τους μοναχούς, που ήθελαν να μείνουν εκεί. 

Σ’ ένα μοναστήρι λοιπόν έγιναν μοναχοί κι από ‘κει αναχώρησαν μόνοι για την έρημο. 

Κοντά στη Νεκρά θάλασσα βρήκαν σπήλαια και κατοίκησαν. 

Εκεί ζούσαν ασκητικά, προσευχόμενοι και διαβάζοντας τις Γραφές καθημερινά.

 Καθάριζαν το νου και την καρδιά τους από κάθε επιθυμία κοσμική, ώσπου έφτασαν σε κατάσταση απάθειας, δηλαδή, δεν επιθυμούσαν πια τίποτε κακό ούτε μπορούσαν να σκεφθούν κάτι αντίθετο από το θέλημα του Θεού.

 Πέρασαν εκεί είκοσι εννέα χρόνια.


Μια μέρα λέει ο Συμεών στον Ιωάννη: «Έχω μία εσωτερική πληροφορία, που μου λέει να πάω στον κόσμο. Ίσως εκεί βοηθήσω και κάποιους άλλους να βρουν το δρόμο του Θεού». 

Μα ο Ιωάννης δεν ένοιωθε πως ήταν έτοιμος ή ικανός για κάτι τέτοιο. 

Μάλιστα προσπαθούσε να μεταπείσει το συνασκητή του ν’ αλλάξει γνώμη. 

Ο Συμεών όμως είχε μία εσωτερική σιγουριά για την απόφαση αυτή. 

Έτσι μια μέρα αποχαιρέτησε το φίλο του κι έφυγε για τον κόσμο. 

«Πάω να περιπαίζω τον κόσμο» του είπε.


Πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα. 

Εκεί προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και μετά έφυγε για την πατρίδα του, την Έδεσσα. 

Κατά την επαφή του με τον κόσμο, συνέχεια γίνονταν θαύματα με την προσευχή του και το άγγιγμα των χεριών του. 

Όμως παρακάλεσε το Θεό να τον προστατεύσει, να μην γνωρίσουν οι άνθρωποι ποιος ήταν.


 Γι’ αυτό και ο ίδιος προσποιείτο πως ήταν σαλός, δηλαδή τρελός. 

Άρχισε τις τρέλες του με την είσοδό του στην πόλη. 

Βρήκε έναν ψόφιο σκύλο, τον έδεσε με το ζωνάρι του και σέρνοντάς τον μπήκε στην πόλη. 


Εκεί κοντά ήταν ένα σχολείο. 

Μόλις τον είδαν τα παιδιά, τον πήραν για τρελό, έτρεχαν ξωπίσω του και τον γιουχάιζαν.


Σαν ήρθε στη αγορά τον βρήκε κάποιος εστιάτορας και τον προσέλαβε να πουλά ξηρές τροφές. 

Αυτός μόλις ανάλαβε καθήκοντα πωλητή άρχισε να τρώει, (είχε μία βδομάδα να φάει). 

Όταν χόρτασε, άρχισε να διαμοιράζει τις υπόλοιπες τροφές στους ζητιάνους. 

Σαν τον πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, τον έδιωξε βρίζοντας και κλωτσοκοπώντας τον.


 Ο Όσιος Συμεών έφυγε, μα επέστρεψε πάλι το απόγευμα.

 Μπήκε στο εστιατόριο με αναμμένα κάρβουνα στη χούφτα του και λιβάνι. 

Θύμιαζε το μαγαζί και τους παρευρισκόμενους.

 Όταν είδε αυτό το θαύμα η γυναίκα του εστιάτορα, ευλαβήθηκε πολύ τον Άγιο και ολόκληρη η οικογένεια επέστρεψε στην Ορθοδοξία, γιατί ήσαν αιρετικοί.


Μετά απ’ αυτό όλοι τον σέβονταν. 

Άρχισε, λοιπόν, να τρώει κρέας μπροστά τους. 

Για κάθε κομμάτι κρέας, που έτρωγε φανερά, νήστευε στα κρυφά για μια βδομάδα όλα τα φαγητά. 


Επειδή και πάλι τον τιμούσαν και ιδίως η γυναίκα του εστιάτορα, σκέφτηκε κάτι άλλο να κάνει.

 Ανέβηκε ένα βράδυ στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα μόνη της κι έκανε πως ήθελε να την αγκαλιάσει. 

Αυτή μόλις το αντιλήφθηκε, έβαλε τις φωνές και με κλωτσιές τον έβγαλαν έξω.


Κάποιος διάκος, ονόματι Ιωάννης, έγινε φίλος με τον Άγιο Συμεών. 

Τον συμπονούσε για την κακοπάθεια και τη σκληραγωγία του.

 Προσφέρθηκε μια μέρα να τον πάει στα κοινά λουτρά, να τον λούσει. 

Ο Όσιος αντί να τον ακολουθήσει στο αντρικό λουτρό όρμησε στο γυναικείο. 

Οι γυναίκες που λούζονταν ξαφνιάστηκαν, τον άρπαξαν και αφού τον έδειραν, τον έριξαν έξω. 

Αργότερα τον βρήκε ο Ιωάννης, ο διάκος, και τον ρώτησε: 

«Πώς αισθάνθηκες, αλήθεια, ανάμεσα σε τόσες γυμνές γυναίκες;». 

Κι αυτός του απάντησε: 

«Τίποτε δεν αισθάνθηκα, ήμουν σαν ξύλο ανάμεσα στα ξύλα».


Ο διάκος Ιωάννης είχε ένα γιο, ο οποίος επισκεπτόταν κρυφά μια παντρεμένη γυναίκα. 

Όταν τον βρήκε ο Όσιος στην αγορά, του ‘δωσε ένα σκαμπίλι και του είπε: 

«Πάψε να κάνεις αυτά που κάνεις, γιατί θα σε πάρει ο δαίμονας και θα σε σηκώσει». 

Και ο δαιμονίστηκε πάραυτα! 

Έπεσε χαμαί κι’ άφριζε. 

Είδε τότε τον Άγιο να βγάζει από πάνω του ένα μαύρο ζώο και να το διώκει με ξύλινο σταυρό. 

Αμέσως ο νέος θεραπεύτηκε και σωφρονίστηκε.

Δεν μπορούσε όμως να πει τίποτε απ’ όσα είδε κι έπαθε, παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου.


Ο Άγιος Συμεών συνήθως έκανε παρέα με φτωχούς, ζητιάνους και δούλους. 

Συχνά πήγαινε στα σπίτια των πλουσίων κι έκανε παρέα με τις υπηρέτριες, χαριεντιζόταν μαζί τους και προσποιείτο ότι τις φιλούσε. 


Μια φορά κάποια υπηρέτρια έμεινε έγκυος και είπε στην κυρία της ότι ο πατέρας του παιδιού είναι ο σαλός. 

Ο Όσιος δεν το αρνήθηκε, μάλιστα φρόντιζε κάθε τόσο να παίρνει κρέας και ψάρια στην υποτιθέμενη γυναίκα του. 


Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, τρία μερόνυκτα κοιλοπονούσε χωρίς αποτέλεσμα. 

Ήρθε τότε ο Συμεών κι όλοι του έλεγαν: 

«Κάνε προσευχή, σαλέ, για τη γυναίκα και το παιδί σου». 

Αυτός κτυπούσε παλαμάκια κι έλεγε: 

«Αν δεν ομολογήσει τον πατέρα του παιδιού, δεν γεννιέται παιδί». 

Αυτή ομολόγησε την αλήθεια και παρευθύς γέννησε.


Ένας παντοπώλης Εβραίος έτυχε να δει τον Όσιο να συνομιλεί με δυο αγγέλους την ώρα που πλενόταν και ήθελε να το πει. 


Ο Όσιος πήγε στον ύπνο του και του είπε: 

«Μην πεις σε κανένα αυτό που είδες». 

Όταν ξημέρωσε όμως και πήγε στο παντοπωλείο του, ήθελε να το πει στους πελάτες του. 

Τότε πέρασε ο Άγιος, τον άγγιξε στα χείλη και βουβάθηκε. 


Ο Εβραίος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε με νεύματα να τον θεραπεύσει. 

Αυτός δεν του απάντησε, μόνο φάνηκε πάλι στον ύπνο του και του είπε: 

«Αν πιστέψεις και βαπτιστείς, θεραπεύεσαι, αλλιώς θα πεθάνεις άλαλος ».


Ο Εβραίος δεν αποφάσισε να βαπτιστεί παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου. 

Και πραγματικά, μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, ήρθε η λαλιά του. 

Και είχε τόση ευλάβεια προς αυτόν, ώστε αυτός πρώτος τον τίμησε ως Άγιο και γιόρταζε κάθε χρόνο τη μνήμη του.


Μια μέρα πέρασε από μια συγκέντρωση, όπου χόρευαν πολλές κοπέλες. 

Αυτές μόλις τον είδαν, άρχισαν να τον περιπαίζουν τραγουδώντας αισχρά τραγούδια. 

Ενώ τραγουδούσαν διαπίστωσαν ότι τυφλώθηκαν όλες στο ένα τους μάτι. 

Τότε κλαίγοντας τον πήραν ξωπίσω και τον παρακαλούσαν να τις συγχωρέσει και να τις θεραπεύσει. 

Στάθηκε αυτός και είπε: 

«Όποια δεχθεί να την φιλήσω στο μάτι θα θεραπευθεί». 

Μερικές δέχθηκαν και θεραπεύθηκαν. 

Οι άλλες έμειναν μονόφθαλμες. 

Αργότερα κι αυτές τον έτρεχαν κατόπι φωνάζοντας: 

«Φίλησέ μας, φίλησέ μας». 

Αυτός όμως δεν δέχθηκε πια.

Όταν αργότερα ο διάκος φίλος του τον ρώτησε γιατί δε θεράπευσε κι αυτές, είπε: 

«Εάν αυτές θεραπευθούν θα γίνουν οι πιο αμαρτωλές γυναίκες στη Συρία. Μονόφθαλμες σώζονται».


Κάποτε κάποιος έμπορος από την Έδεσσα πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει και να γιορτάσει την Ανάσταση. 

Μετά τη γιορτή επισκεπτόταν σπήλαια και ασκητήρια της ερήμου δίνοντας ελεημοσύνη στους μοναχούς και ζητώντας την ευχή τους. 

Έτυχε τότε να συναντήσει και τον Άγιο Ιωάννη, το φίλο και συνασκητή του Αγίου Συμεών. 

«Πόθεν είσαι»; τον ερωτά. 

«Από την Έδεσσα» του απαντά. 

«Έχεις τον Αββά Συμεών, το σαλό, στη γειτονιά σου και ήρθες εδώ ζητώντας ευχή από μένα; Εγώ και όλος ο κόσμος χρειαζόμαστε την ευχή του. Να του πεις να μην ξεχνά να προσεύχεται και για τον αδελφό του τον Ιωάννη, τον ασκητή».

 Ο έμπορας πήρε τα χαιρετίσματα στον Άγιο Συμεών, αλλά μόνο μετά το θάνατό του μπόρεσε να πει το γεγονός.


Κάποτε κάποιο κακοποιοί σκότωσαν κάποιον και τον έριξαν κρυφά στο σπίτι του διάκου Ιωάννη. 

Όταν βρήκαν το νεκρό, κατηγόρησαν το διάκο για φόνο και επρόκειτο να τον οδηγήσουν στην αγχόνη. 

Αυτός συνέχεια φώναζε: 

«Ο Θεός του σαλού, βοήθησέ με». 

Ο Συμεών ήταν στο καλυβάκι του και προσευχόταν γι’ αυτόν. 

Τη τελευταία στιγμή συνέλαβαν τους πραγματικούς δολοφόνους κι άφησαν ελεύθερο τον διάκο. 

Αυτός κλαίγοντας πήγε να ευχαριστήσει τον φίλο του. 

Ο Άγιος Συμεών του είπε: 

«Ξέρεις γιατί τα έπαθες όλα αυτά; 

Χθες δυο φτωχοί σου ζήτησαν ελεημοσύνη και ενώ είχες δεν έδωσες.

Μήπως νομίζεις ότι είναι δικά σου εκείνα που δίνεις; 

Λοιπόν, εάν πιστεύεις στο Θεό, δίνε όσο μπορείς. 

Εάν δε δίνεις είναι φανερό πως είσαι άπιστος».


Ένα πρωί ο Συμεών κρατούσε σινάπι τριμμένο στο αριστερό του χέρι και στο δεξί ψωμί. 

Το άρτυζε με σινάπι κι έτρωγε. 

Όποιος τον πείραζε του έτριβε το σινάπι στο στόμα. 

Τον πλησίασε και κάποιος, που είχε ασθένεια στα μάτια. 

Του ‘χρισε τα μάτια με το σινάπι και του είπε: 

«Πήγαινε, νίψου με σκορδόξυδο και θα γιάνεις, κουτέ».

 (Όλους συνήθιζε να τους αποκαλεί κουτούς ή κάτι παρόμοιο). 

Εκείνος δεν εμπιστεύθηκε τον Όσιο και πήγε σε γιατρούς, όπου και χειροτέρεψε. 

Μια μέρα αγανακτισμένος είπε: 

«Θα κάμω ό,τι μου πει ο σαλός κι ας βγουν και τα δύο μου μάτια».

 Και πλύθηκε με σκορδόξυδο κι έγιναν τα μάτια του σα μικρού παιδιού. 

Όταν τον συνάντησε στο δρόμο ο Όσιος, του είπε: 

«Βλέπεις πως έγινες καλά, κουφιοκέφαλε; Να μην ξανακλέψεις κατσίκες από το μαντρί του γείτονά σου».


Ο δούλος κάποιου πλούσιου του ΄κλεψε πεντακόσια χρυσά νομίσματα. 

Μη μπορώντας να βρει ούτε τον κλέφτη, ούτε τα λεφτά, πήγε στο Συμεών και του λέγει: 

«Μπορείς, τρελέ, να μου βρεις τα νομίσματα, που ‘χασα, να σου δώσω και σένα δέκα;». 

Του λέει ο Όσιος: 

«Δώσε μου υπόσχεση ότι δε θα ξαναδείρεις πια κανένα δούλο σου». 

Αυτός ορκίστηκε και ο Άγιος του υπέδειξε πού είναι τα χρυσά νομίσματα και τα βρήκε. 

Μετά από καιρό πήγε να δείρει ένα δούλο κι άρχισε να τρέμει το χέρι του. 

Κατάλαβε τότε πως είναι δουλειά του σαλού. 

Πήγε και του λέει:

 «Λύσε με από τον όρκο, τρελέ». 

Ο Άγιος δεν του απάντησε. 

Πήγε όμως στον ύπνο του και του είπε: 

«Αν λύσω τον όρκο, θα σκορπίσω όλα τα αργύρια κι όλο το βιός σου. 

Δε φοβάσαι και δεν ντρέπεσαι να δέρνεις αυτούς που κατευθείαν πηγαίνουν στην αιώνια ζωή, εσύ που αδίκαστος πας στην κόλαση;».


Μια γυναίκα έκανε φυλακτά για το μάτι και διάφορα άλλα μαγικά. 

Ο Άγιος την αγαπούσε και της έδινε φαγητά και ρούχα που του χάριζαν. 

Μια μέρα της λέει:

 «Να σου κάνω κι εγώ ένα φυλακτό να μη σε βλάπτει ποτέ κανένα μάτι». 

Και της έγραψε ένα φυλακτό στη συριακή διάλεκτο που αυτή δεν μπορούσε να διαβάσει. 

Έγραφε 

«Ο Θεός να σ’ ελεήσει και να σε καταργήσει, να μη σ’ αφήνει να απομακρύνεσαι απ’ Αυτόν, ούτε τους άλλους ν’ απομακρύνεις». 

Αυτό το σημείωμα πάνω της η γυναίκα σα φυλακτό και δεν μπορούσε πια να κάνει καμιά μαγεία.


Μια μέρα καθόταν στο φούρνο ενός Εβραίου, που έψηνε γυάλινα σκεύη και παρακολουθούσε μ’ ένα τσούρμο φτωχούς. 

Σε κάποια στιγμή λέει στους ζητιάνους: 

«θέλετε να σας κάνω να γελάσετε; Προσέξτε!» 

Πλησίασε, σταύρωσε από πάνω τα αγγεία κι έσπασαν επτά. 

Οι ζητιάνοι έσκασαν στα γέλια ενώ ο Εβραίος έγινε έξω φρενών και κτύπησε τον Άγιο. 

Αυτός του είπε: 

«Στ’ αλήθεια, ντενεκέ, αν δεν κάνεις το σημείο του σταυρού στο μέτωπό σου, θα σπάσουν όλα τ’ αγγεία σου». 

Και πριν τελειώσει το λόγο, έσπασαν άλλα δεκατρία. 

Ο Εβραίος κατανύχθηκε, έκανε σταυρό στο μέτωπό του και δεν έσπασαν άλλα αγγεία. 

Έτσι πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε μ’ όλη την οικογένειά του.


Ο Άγιος Συμεών κάθε Μεγάλη Σαρακοστή δεν έτρωγε τίποτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. 

Τότε πήγαινε στον αρτοποιό, άρπαζε ένα ψωμί κι έτρωγε λαίμαργα μπροστά στον κόσμο. 

Όλοι οι άνθρωποι σκανδαλίζονταν κι έλεγαν: 

«Αυτός ο καλόγερος ούτε τη Μεγάλη Πέμπτη δεν μπορεί να νηστέψει».


Είχε για διαμονή του μια ξύλινη καλύβα και ξάπλωνε σ’ ένα δεμάτι κληματίδες. 

Συχνά ξαγρυπνούσε προσευχόμενος. 

Όταν έβγαινε το πρωί να γυρίσει την πόλη, έκοβε κλάδους ελιάς ή άλλων φυτών κι έκανε στεφάνι, που το φορούσε στη κεφαλή. 

Κρατούσε κι ένα κλαδί στο χέρι και συχνά φώναζε: 

«Νίκα το βασιλιά και την πόλη». 

Πόλη εννοούσε την ψυχή και βασιλιά το νου. 

Δηλαδή να νικάς και να υποτάσσεις νου και ψυχή στο θέλημα του Θεού.


Ο Άγιος Συμεών έκαμνε όλες τις διδασκαλίες, τις ευεργεσίες και τα θαύματα με σαλότητα. 

Γι’ αυτό κανείς δεν τον εκτιμούσε για πολύ. 

Μόνο το διάκο Ιωάννη εμπιστευόταν και κάποτε του έλεγε την αλήθεια.

Δυο μέρες πριν το θάνατό του φώναξε το φίλο του και του είπε: 

«Ήθελα να σου πω, φίλε Ιωάννη, πως σήμερα πήγα και είδα τον αδελφό μου Ιωάννη τον ασκητή, στην έρημο και ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. 

Τον είδα να φορά τίμιο στεφάνι που έγραφε γύρω-γύρω: 

»Στεφάνι υπομονής της ερήμου». 

Εκείνος μου είπε πως είδε τον Κύριό μας να με πλησιάζει και να μου λέγει:

«Έλα, σαλέ, να πάρεις τα στεφάνια των ψυχών που μου έφερες». 

Όσο για σένα, θέλω να σε παρακαλέσω, φίλε Ιωάννη, να επιμελείσαι κάθε άπορο πλάσμα, να ελεείς κατά τη δύναμή σου. 

Διότι αυτή η αρετή βοηθά από τις άλλες περισσότερο. 

Όλοι αυτοί οι ταπεινοί και περιφρονημένοι θα σε πάρουν στη βασιλεία του Θεού.

 Ακόμα κάτι, να μη πλησιάζεις την Αγία Τράπεζα αν έχεις στην καρδιά σου κάτι εναντίον κάποιου.

 Λοιπόν, την Τρίτη μέρα από σήμερα, ο Κύριος θα παραλάβει το σαλό Συμεών. 

Την ίδια ώρα θα παραλάβει και τον αδελφό μου τον Ιωάννη, τον ασκητή».


Πραγματικά, την τρίτη μέρα ο Θεός πήρε την ψυχή του. 


Οι πτωχοί και οι ζητιάνοι φίλοι του τον αναζήτησαν και τον βρήκαν ολομόναχο, νεκρό στην καλύβα του. 

Τον σήκωσαν με σκοπό να τον ενταφιάσουν στο νεκροταφείο των ξένων. 

Όταν περνούσαν έξω από το σπίτι του Ιουδαίου υαλοποιού, αυτός άκουσε υπερκόσμιες μελωδίες. 

Άνοιξε το παράθυρο και είδε τη νεκρώσιμη πομπή. ταυτόχρονα είδε πλήθος αγγέλων ν’ ακολουθούν και να ψάλλουν την νεκρώσιμη ακολουθία. 

Δάκρυσε τότε, ο Εβραίος, και είπε: 

«Μακάριος είσαι συ, σαλέ Συμεών, δεν έχεις ανθρώπους να σ’ ενταφιάσουν, αλλ’ έχεις τάξεις θείων Αγγέλων και Αρχαγγέλων να σε συνοδεύουν». 

Και πήγε κι αυτός με την οικογένειά του στον ενταφιασμό.

Ο διάκος Ιωάννης άργησε να πάει κι όταν έμαθε πως ήδη τον έθαψαν, κλαίγοντας πήγε στο μνήμα. 

Ήθελε να τον ξεθάψει για να του κάμει κανονική κηδεία, μα προς έκπληξή του δεν βρήκε το σώμα. 

Είχε μετατεθεί με θεία δύναμη κι είχε θαφτεί στην έρημο, κοντά στον αγαπημένο του φίλο Ιωάννη, τον ασκητή, που κι αυτός κοιμήθηκε την ίδια μέρα. 

Από τότε τιμάται η μνήμη τους κάθε χρόνο από την Εκκλησία μας στις 21 Ιουλίου. 

Ας έχουμε την ευχή και τη βοήθειά τους.


☆ Από το βιβλίο 

«Για την Αγάπη του Χριστού» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.

Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC


Στίχοι

Ἔμφρων σὺ μωρός, ὃς βίον παίζων Πάτερ, 

Ὄφιν φρόνιμον λανθάνεις τέλους ἄχρι. 

Ἔρημον εἵλου, ὦ Ἰωάννη μάκαρ, 

Δι' ἧς ἔρημα εἰργάσω σαρκὸς πάθη. 

Ψευδαέφρων περίφρων Συμεὼν θάνεν εἰκάδι πρώτῃ.


|εμείς από τον π.Παντελεήμονα Κρούσκο

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

“Ο παπα-Φώτης Λαυριώτης († 1913-2010), ο δια Χρστόν σαλός της Μυτιλήνης” |Ομιλητής ο αγαπημένος μας π.Θεμιστοκλής Χριστοδούλου


Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Η διά Χριστόν Σαλότητα , δηλαδή ”η Τρέλα για τον Χριστό” αναφέρεται σε μία ειδική κατηγορία Αγίων στο Σώμα της Εκκλησίας, οι οποίοι ενεργώντας με παράδοξο τρόπο και μακριά από τα συνήθη τυπικά ηθικά σχήματα, κατάφεραν να επιτύχουν την αγιότητα και συνάμα να επαναφέρουν πλήθος κόσμου μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.

Το παράδειγμα αυτό πολλές φορές υπήρξε σκανδαλιστικό για πιστούς και μη, αλλά η Εκκλησία μέσω των Αγίων αυτών είδε την έκφραση και την φανέρωση ενός ξεχωριστού χαρίσματος του Αγίου Πνεύματος, μία από τις οξύτερες μορφές του προφητικού κηρύγματος.

Οι Σαλοί κατά βάση έρχονται σε εποχές έντονης εκκοσμίκευσης του Χριστιανικού βίου.

Ο πρώτος ο οποίος αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι ενήργησε κατά εντολή του Θεού με παράδοξο (σαλό) τρόπο ανάμεσα στους εκκοσμικευμένους ομοεθνείς του, ήταν ο γνωστότατος σε όλους μας Προφήτης Ησαΐας, ο οποίος επί τρία χρόνια κυκλοφορούσε μέσα στην Ιερουσαλήμ γυμνός και ανυπόδητος (Κεφ. Κ’).

Ο επονομαζόμενος Πέμπτος Ευαγγελιστής για τις προφητείες του για τον Χριστό, οι οποίες ήταν λεπτομερέστατες 700 χρόνια πριν γεννηθεί ο Χριστός. Αξιώθηκε να δει τον Επουράνιο Θρόνο και τις Αγγελικές Δυνάμεις να λατρεύουν τον Καθήμενο επί αυτού. Το ” Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου” ήταν από αυτό το Όραμα του Ησαΐα.

Και όμως οι σύγχρονοι του τον θεωρούσαν Τρελό. Πολλοί τέτοιοι ”Σαλοί για τον Χριστό” έζησαν και ζουν στις ημέρες μας τους οποίους και προσπερνούμε ως ανάξιους να ασχοληθούμε μαζί τους.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο

Στην φωτογραφία βλέπουμε έναν τέτοιο Σαλό, τον οποίον και εγώ υπηρετώντας ως Στρατιωτικός κάποτε στη Μυτιλήνη και έχοντας άλλες τότε απόψεις, τον θεωρούσα Τρελό.

Είναι ο Μακαριστός και γνωστότατος σήμερα σε όλους τους Ορθόδοξους λαούς, ο Παπά-Φώτης Λαυριώτης (1913-2010).

Ως Μοναχός στη Μεγίστη Λαύρα (εξού και Λαυριώτης) γνώρισε και έζησε δίπλα στις πιο μεγάλες τότε ασκητικές μορφές του Αγίου Όρους.

Τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη και τον πατέρα Σωφρόνιο του Έσσεξ. Έγινε υποτακτικός του μεγάλου Ρώσου ασκητή παπά – Τύχωνα τον μετέπειτα γέροντα του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου.

Ο τότε Μητροπολίτης Μυτιλήνης, ο από Δυρραχίου Ιάκωβος , διέκρινε την αγνότητα, τα πνευματικά χαρίσματα του και τον κάλεσε να βοηθήσει το νησί της καταγωγής του.

Πηγαίνοντας στη Μυτιλήνη ''ντύθηκε'' αυτή την Σαλότητα για να μην πέσει στην παγίδα της Έπαρσης , της Υπερηφάνειας και του Θαυμασμού από τον κόσμο , γιατί πραγματικά ο Θεός του είχε χαρίσει ένα ξεχωριστό διορατικό και προορατικό χάρισμα για το οποίο έχουν γραφεί σήμερα αρκετά βιβλία .

Για 46 χρόνια διεποίμανε το χωριό Τρύγωνας Μυτιλήνης και ήταν ο αγαπημένος Παπάς όλου του νησιού. Οι Ακολουθίες του ήταν κατανυκτικότατες.

Δυό-τρία περιστατικά αυτής της Σαλότητας του, τα οποία έζησα ή άκουσα γιαυτόν ότι έγιναν κατά το χρονικό διάστημα που υπηρετούσα στη Μυτιλήνη θα γράψω, με τα οποία τότε γελούσαμε.

”Πάλι έγραψε ο Παπά-Φώτης, θα τους τρελάνει όλους” λέγαμε.

Πολλές φορές το καλοκαίρι μέσα στο καταμεσήμερο γυρνώντας από το Στρατόπεδο τον έβλεπα να περπατά ξυπόλητος πάνω στην καυτή άσφαλτο. Σταμάτησα κάποτε με το αυτοκίνητο να τον πάρω, αλλά αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι του και λέγοντας μου ακαταλαβίστικα λόγια . Φεύγοντας τον είδα από τον καθρέπτη να με ευλογεί.

Μάθαμε ότι ενώ συζητούσε με κάποιον ξαφνικά πετάχθηκε πάνω, παίρνει το επιτραχήλιο και του λέει ''φεύγω κάποια ψυχή με έχει αυτή την στιγμή μεγάλη ανάγκη'' και πάει κατευθείαν σε έναν οίκο ανοχής της πόλης. Εκεί βρίσκει άρρωστη μια από τις εκεί γυναίκες και της λέει ''Με έστειλε ο Χριστός να σε εξομολογήσω''. Σαστισμένη αυτή βλέποντας έναν παπά να μπαίνει σε τέτοιο χώρο εξομολογήθηκε. Το ίδιο βράδυ ξεψύχησε με αναπαυμένη την ψυχή της.

Η Μητρόπολη Μυτιλήνης τον κρατούσε σε απόσταση τότε.

Ένα βράδυ γυρνώντας ο Μητροπολίτης από κάποιο χωριό τον είδε να περπατάει μόνος του μέσα στη βροχή . Δεν σταμάτησε ούτε να του μιλήσει, ούτε να τον πάρει.

Φτάνοντας ο Μητροπολίτης στη Μητρόπολη και μη έχοντας κάνει καμιά άλλη στάση στο δρόμο , βλέπει τον ΠαπαΦώτη να στέκεται χαμογελαστός έξω από την είσοδο της Μητρόπολης και να τον χαιρετά. Κανένας δεν ξέρει με πιο τρόπο βρέθηκε νωρίτερα από τον Δεσπότη εκεί, κάπου 50 χλμ μακριά από την πόλη και χωρίς να υπάρχει κανείς άλλος πιο σύντομος δρόμος.

Ομολόγησε τότε ο Μητροπολίτης και είπε ” Ο Παπά-Φώτης ή μεγάλος τρελός είναι ή μεγάλος Άγιος και μας δουλεύει όλους”.

Πήγε μια φορά με το καραβάκι που έκανε δρομολόγια για τη Σμύρνη. Στην Τουρκία ως γνωστόν απαγορεύεται σε Ορθόδοξο κληρικό να φοράει ράσο , πλην του Πατριάρχη.

Στο Τελωνείο του ζήτησαν να βγάλει το ράσο. Τους υπακούει αμέσως αλλά μόλις τον είδαν ότι από μέσα δεν φορούσε τίποτα, του λένε ”Βάλτο, βάλτο”.

Την άλλη μέρα μια Τουρκική εφημερίδα έγραφε ”Στην Τουρκία κυκλοφορούν με ράσο μόνο δυο Ορθόδοξοι Κληρικοί, ο Πατριάρχης και ο Παπα-Φώτης από την Μυτιλήνη. Τον είχαν και φωτογραφία.

Το πιο ωραίο έγινε όταν θα ερχόταν ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης για πρώτη φορά επίσκεψη στη Μυτιλήνη . Την προηγούμενη ημέρα ήταν στη Χίο και θα ερχόταν με το πλοίο της γραμμής. Όλη η Μυτιλήνη στο πόδι να τον υποδεχθεί.

Στρατιωτικά αγήματα, μπάντες, σχολεία, κληρικοί, Αρχές, Εξουσίες. Ενώ ήταν όλοι και όλα έτοιμα στο λιμάνι για την υποδοχή, στον Μητροπολίτη και τους κληρικούς διακρινόταν μια ανησυχία και μια κινητικότητα.

Σε κάθε σοκάκι και δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι υπήρχε και ένας Κληρικός ο οποίος με οδηγία της Μητρόπολης θα εμπόδιζε τον Παπα-Φώτη να έλθει στο λιμάνι και να ”τους ρεζιλέψει” στον Πατριάρχη. Όταν φάνηκε το καράβι συνθηματικά όλοι αυτοί οι Κληρικοί κούνησαν τα χέρια τους ότι όλα είναι εντάξει. Άφαντος ο Παπά-Φώτης.

Ησύχασε και ο Μητροπολίτης από το άγχος.

Μόλις άνοιξε η πόρτα του καραβιού βλέπουν να βγαίνει ο Πατριάρχης και δίπλα του ο Παπά-Φώτης με την γνωστή ενδυμασία του και μάλιστα συζητώντας μαζί του.

Να άνοιγε η γη να τους καταπιεί. Είχε πάει μέρες πριν στη Χίο όπου τον περίμενε και ήλθαν μαζί . Έβλεπες τον Παπά-Φώτη να περνάει μπροστά από τα αγήματα με τον γνωστό τροβά του στην πλάτη, χαμογελώντας.

ΤΟΥ ΑΞΙΖΑΝ ΤΑ ΑΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΕΣ.

Εμείς οι σοβαροί και οι λογικοί δεν το καταλαβαίναμε τότε και γελούσαμε μαζί του, ενώ αυτός έκρυβε τον τεράστιο πνευματικό πλούτο του και τα χαρίσματα του, κάτω από ''την δήθεν τρέλα του'' και διακωμωδούσε έτσι την εκκοσμίκευση των Χριστιανών.

Κοιμήθηκε , την 5 Μαρτίου 2010.

Αιωνία η Αγία Μνήμη του.

πηγή

 ===============

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

~ «Αββά, μην εξευτελίζεσαι έτσι· αυτή είναι τρελή». «Εσείς είστε τρελές», απάντησε σε όλες ο άγιος... |1 Μαίου, μνήμη τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας τῆς διά Χριστόν σαλῆς.

 Σήμερα, 1 Μαίου, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας τῆς διά Χριστόν σαλῆς.


Στην Ταβέννηση της Αιγύπτου υπάρχει γυναικείο μοναστήρι με τετρακόσιες περίπου μοναχές, στην απέναντι όχθη από το αντρικό. 
Σε αυτό ήταν κάποια μοναχή, η Ισιδώρα, η οποία, για τον Χριστό, παρίστανε τη χαζή, ταπεινώνοντας και εξευτελίζοντας τον εαυτό της. 
Αυτήν τόσο πολύ τη σιχάθηκαν όλες οι αδελφές, ώστε ούτε έτρωγαν μαζί της· και εκείνη το δέχτηκε αυτό με πολλή χαρά.

Η αρετή της ήταν πολύ ωφέλιμη στο μοναστήρι, γιατί έκανε κάθε υπηρεσία, υπακούοντας σε όλες σαν δούλη σε ό,τι χρειάζονταν και υπηρετώντας τες με κάθε πραότητα. 
Αυτή ήταν το σφουγγάρι της αδελφότητας, όπως είπε ο Κύριος: 
«Όποιος θέλει να είναι μεγάλος, ας είναι δούλος όλων» (Ματθ. 20:26-27) και «όποιος νομίζει ότι είναι σοφός, ας γίνει μωρός» (Α’ Κορ. 3:18). 

Όλες οι άλλες είχαν κουρεμένα τα μαλλιά και φορούσαν στο κεφάλι κουκούλια, ενώ αυτή έδενε ένα κουρέλι στο κεφάλι της και έτσι έκανε κάθε υπηρεσία. 

Καμία από τις τετρακόσιες δεν την είδε ποτέ να τρώει ή να παίρνει ένα κομμάτι ψωμί, αλλά της ήταν αρκετά τα ψίχουλα που μάζευε όταν σφούγγιζε τα τραπέζια και έπλενε τις χύτρες. 
Ποτέ δεν φόρεσε παπούτσια· 
ποτέ δεν μίλησε άσχημα σε κανέναν· 
δεν γόγγυσε· 
δεν είπε το παραμικρό, αν και την έβριζαν και τη χτυπούσαν και την καταριόνταν και πολλές τη σιχαίνονταν.

Σχετικά με αυτή την οσία παρουσιάστηκε άγγελος στον άγιο Πιτηρούν, άνθρωπο εξαιρετικό και ενάρετο αναχωρητή, και του είπε: 
«Γιατί έχεις μεγάλη ιδέα για τα κατορθώματά σου, ότι είσαι ευλαβής και κάθεσαι σε τέτοιον έρημο τόπο; Θέλεις να δεις γυναίκα πιο ευλαβή από εσένα; Πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι των Ταβεννησιωτών και εκεί θα βρεις μία που φορά στέμμα στο κεφάλι. 
Αυτή είναι καλύτερη από εσένα· 
γιατί, ενώ παλεύει με τόσο πλήθος και τις υπηρετεί όλες με κάθε τρόπο, ποτέ δεν άφησε τον νου της να απομακρυνθεί από τον Θεό, παρόλο που όλες τη σιχαίνονται. 
Εσύ όμως, ενώ κάθεσαι εδώ, με τον νου σου φαντάζεσαι τις πόλεις, εσύ που ποτέ δεν είδες κατοικημένη περιοχή».

Σηκώθηκε τότε ο μέγας Πιτηρούν, πήγε στην Ταβέννηση και παρακάλεσε τους διδασκάλους να τον πάνε στο μοναστήρι των γυναικών. 
Επειδή λοιπόν ήταν από τους σεβαστούς πατέρες και είχε γεράσει στην άσκηση, άφοβα τον πέρασαν στην απέναντι όχθη και τον πήγαν στο μοναστήρι. 
Αφού προσευχήθηκαν, ο όσιος ζήτησε να δει κατά πρόσωπο όλες τις μοναχές. 
Και ενώ όλες του παρουσιάστηκαν, εκείνη δεν εμφανίστηκε. 
Είπε τότε: 
«Φέρτε μου όλες». 
«Εδώ είμαστε όλες», έλεγαν αυτές, εκείνος όμως επέμενε: 
«Λείπει μία, αυτή που μου έδειξε ο άγγελος». 
«Έχουμε μία στο μαγειρείο, τρελή», του απάντησαν. 
«Φέρτε και εκείνην», είπε ο όσιος, «ας τη δω και αυτήν». 
Εκείνη όμως δεν υπάκουσε, επειδή κατάλαβε την αιτία· 
ίσως δηλαδή και να της το φανέρωσε ο Θεός. 
Την πήγαν λοιπόν σέρνοντάς την με τη βία και λέγοντας: 
«Ο άγιος Πιτηρούν θέλει να σε δει» 
–γιατί ήταν ονομαστός.

Όταν την έφεραν, είδε ο άγιος το πρόσωπό της και το κουρέλι στο κεφάλι της και στο μέτωπο, και πέφτοντας στα πόδια της είπε: 
«Ευλόγησέ με, αμμά».
 Έπεσε τότε και αυτή στα πόδια του και έλεγε: 
«Εσύ ευλόγησέ με, κύριε και πατέρα μου».

Οι αδελφές όλες, όταν το είδαν αυτό, έμειναν κατάπληκτες και του είπαν: 
«Αββά, μην εξευτελίζεσαι έτσι· αυτή είναι τρελή». 
«Εσείς είστε τρελές», απάντησε σε όλες ο άγιος. «Αυτή, όντας καλύτερη και από εσάς και από εμένα, είναι αμμά –δηλαδή πνευματική μητέρα– και προσεύχομαι να βρεθώ μαζί της άξιος την ημέρα της κρίσεως».

Όταν τα άκουσαν αυτά, έπεσαν όλες στα πόδια του κλαίγοντας και ομολογώντας πώς λυπούσαν με διάφορους τρόπους αυτή την αγία. Η μία έλεγε: «Εγώ πάντοτε τη χλεύαζα»· άλλη: «Εγώ περιγελούσα την ταπεινή της εμφάνιση»· άλλη: «Εγώ πολλές φορές έχυσα επάνω της το νερό με το οποίο ξέπλυνα το πιάτο»· άλλη πάλι έλεγε: «Εγώ τη χτύπησα», και άλλη: «Εγώ τη γρονθοκόπησα»· άλλη: «Εγώ πολλές φορές της έβαλα σινάπι στη μύτη». Και όλες γενικά είπαν ότι της έκαναν κάθε λογής εξευτελισμούς.

Ο άγιος Πιτηρούν δέχτηκε την εξομολόγησή τους και μαζί με την Ισιδώρα προσευχήθηκε γι’ αυτές· και αφού παρακάλεσε πολύ την αγία δούλη του Χριστού να προσεύχεται γι’ αυτόν, έφυγε. Εκείνη πάλι, η σπουδαία για τον Θεό και οσία, μετά από λίγες μέρες, καθώς όλες την τιμούσαν πολύ και την περιποιούνταν, δεν άντεξε τη δόξα και την τιμή από όλη την αδελφότητα και το ότι της ζητούσαν συγγνώμη, και έφυγε κρυφά από το μοναστήρι. Και πού πήγε ή πού κρύφτηκε ή πού πέθανε, κανείς δεν έμαθε.



Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Α’. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003. 

πηγή: Spiros Kontogouris

~ Κι ένα σχόλιο από τον π.Συμεών Κραγιόπουλο:

"Ὄχι ἁπλῶς ἡ ἁγία Ἰσιδώρα ἦταν αὐτή πού ἦταν, καί οἱ ἄλλες τῆς φέρονταν ἔτσι, ἀλλά φαίνεται πώς καμιά δέν τήν καταλάβαινε. Διότι, ἐάν κάποια ἀπό αὐτές εἶχε σωστή νοοτροπία μέσα της, ἐάν εἶχε τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μέσα της, δέν εἶναι δυνατόν νά μήν τήν καταλάβαινε. Θά καταλάβαινε καί κάτι θά ἔλεγε καί, τρόπον τινά, θά τήν προστάτευε. Ἀλλά, φαίνεται, καμιά τους δέν τό εἶχε αὐτό. Θά πεῖτε: Μοναχές ἦταν. Ναί, μοναχές, ἀλλά ἕως ὅτου νά βρεῖ κανείς τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ –καί ἄν τό βρεῖ– θά εἶναι κοινός ἄνθρωπος καί θά φρονεῖ καί θά ἐνεργεῖ ὅπως ὅλοι..."