Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανάσης Βέγγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανάσης Βέγγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Ὁ τρόπος τοῦ Θανάση...

Καλό Παράδεισο καλέ μας Άνθρωπε!
+ 29 Μαΐου 1926 - 3 Μαΐου 2011

Μιὰ ἀνθρώπινη μορφὴ
διασχίζει τὸ τεντωμένο πανί.
Ἡ πορεία του μοιάζει κωμική,
ὅπως συμβαίνει σχεδὸν κάθε φορὰ
ποὺ ἡ ζωὴ εἰσέρχεται στὸ χῶρο τοῦ τραγικοῦ.

Στέκει γιὰ μιὰ στιγμὴ
γιὰ νὰ αὐτοσυστηθεῖ:

«Θανάσης· τ’ ὄνομά μου, Θανάσης.
Θανάσης Βέγγος».


Ὁ Θανάσης τρέχει·
τρέχει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν·
τρέχει γιὰ νὰ προλάβει τὸν χρόνο·
τρέχει γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς καπάτσους· τρέχει γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ σκόνη ποὺ ἀπειλεῖ
νὰ καλύψει καθετὶ καλὸ κι ἀγαθὸ στὴ ζωή του.

Ὁ Θανάσης τρέχει·
τρέχει γι’ ὅλα αὐτὰ καὶ γιὰ κάτι ἀκόμα·
ἀχθοφορεῖ ἕνα μήνυμα,
λόγια ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς «μάχης»,
τῆς βιοπάλης, τοῦ μόχθου·
ἕνα μήνυμα πρὸς τοὺς συνανθρώπους του,
τοὺς νεοέλληνες,
τοὺς κεκλεισμένους στὸ «κλεινὸν ἄστυ»,
τοὺς βολεμένους, ἀλλὰ ἀνασφαλεῖς,
τοὺς θωλομένους μπροστὰ στὴν «κρίση»
καὶ στὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἀπωλέσουν κάτι
ἀπὸ τὰ κεκτημένα τους,
κάποιες ἀπὸ τὶς εὐκολίες τους,
κάτι ἀπὸ τὴν ἄνετη ζωή τους.
Τὰ λόγια του δὲν μοιάζουν
μὲ ἕνα ἄγγελμα νίκης,
εἶναι κάτι σπουδαιότερο,
μιὰ πρόταση βίου, ἕνας τρόπος ζωῆς,
ὁ τρόπος τοῦ Θανάση.

Ὁ Θανάσης ἐργάζεται·
ἐργάζεται ἀκατάπαυστα
προσπαθώντας νὰ ἐξασφαλίσει
τὸν «ἐπιούσιον ἄρτον».
Κάθε ἐπάγγελμα εἶναι γι’ αὐτὸν κατάλληλο: ἀχθοφόρος, σερβιτόρος, μπαρμπέρης, φορτηγατζής, θυρωρός, ἀνθοπώλης, φωτογράφος, φαρμακοποιός, γιατρός, πολιτσμάνος...
Ἡ γνώση καὶ ἡ ἐμπειρία
πάνω στὶς δουλειές ποὺ ἀναλαμβάνει,
πολλές φορές εἶναι λειψές.
Ἀναπληρώνει ὅμως τὰ ἐλλείποντα
μὲ τὸ ζῆλο καὶ τὴ διάθεση.
Συχνὰ αὐτός του ὁ ζῆλος τὸν προδίδει
καὶ τότε ἔρχονται οἱ γκάφες,
οἱ ζημιές, οἱ παρεξηγήσες,
καὶ τελικὰ οἱ ἀπολύσεις,
ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ξυλοδαρμός.
Τίποτα ὅμως δὲν εἶναι ἱκανὸ
νὰ κλονίσει τὸν Θανάση,
νὰ καταστείλει τὴν δημιουργικότητα
καὶ τὴν ἐνεργητικότητά του.
Γιατὶ ἡ φιλοπονία
εἶναι μέρος τοῦ δικοῦ του τρόπου.

Ὁ Θανάσης μένει τίμιος·
μένει τίμιος μέσα σ’ ἕνα κόσμο
ποὺ τοῦ ζητᾶ ἐπιτακτικὰ νὰ πονηρέψει.
Γνωστοὶ καὶ οἰκεῖοι τοῦ φωνάζουν:
«Ξύπνα Θανάση, κοιμᾶσαι ὄρθιος.
Ἄν συνεχίσεις ἔτσι στὴ ψάθα θὰ πεθάνεις».
Μὰ ἐκεῖνος προχωρᾶ
μὲ τὸ «σταυρὸ στὸ χέρι»
(ἀλήθεια, εἶναι ἀμέτρητες οἱ φορὲς
ποὺ ὁ Θανάσης κάνει τὸ σταυρό του,
στὴν ἀνάγκη, στὴν ἀπορία, στὴν ὑπόσχεση,
στὴν πληρωμή, ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησιά,
μπροστὰ σ’ ἕνα εἰκονοστάσι),
ἀρνούμενος νὰ ζήσει εἰς βάρος τῶν ἄλλων,
νὰ ξεγελάσει, νὰ ἐκμεταλλευτεῖ
τὴν ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου του.
Στὶς εἰσηγήσεις τῶν ἄλλων
νὰ συμπράξει μὲ τοὺς ἀνόμους,
ἐκεῖνος ἐναντιώνεται: «Τί εἶπες ἀντίχριστε;».
Εἶναι σὲ θέση νὰ συνειδητοποιεῖ
πὼς ἡ κακότητα καὶ ὁ δόλος
ἀποτελοῦν τὴν ἐπιλογή, ἄν ὄχι τῶν πολλῶν, σίγουρα τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου.
Ὅμως ἐκεῖνος δὲν θέλει τέτοια προκοπή.
Γιατὶ ἡ τιμιότητα
εἶναι μέρος τοῦ δικοῦ του τρόπου.

Ὁ Θανάσης ἐνδιαφέρεται·
ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ γυναίκα καὶ τὸ παιδί του,
γιὰ τὴ μάνα καὶ τὴν ἀδελφὴ του,
γιὰ τὸν γαμπρό καὶ τ’ ἀνήψια του,
γιὰ τὸν συγκάτοικο καὶ τὸν φίλο του,
γιὰ τὸν περιπτερὰ
καὶ τὸν γαλατὰ τῆς γειτονιᾶς του,
γιὰ τὸν ζητιάνο τῆς γωνίας,
γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουν στὸ δρόμο,
γιὰ τὸν φτωχό, τὸν θλιμμένο,
τὸν μοναχικό, τὸν ἀπογοητευμένο,
τὸν ἀδικημένο, τὸν ἀπελπισμένο...
Κι ὅταν κάποιο κορίτσι
τοῦ ἐκμυστηρεύεται:
«Δὲν μὲ νοιάζει ὁ κόσμος Θανάση,
δὲν μὲ νοιάζει τίποτα.»
ἐκεῖνος ἀποκρίνεται:
«Μᾶς νοιάζει ὅμως ἐμᾶς Ἀνθούλα.
Καὶ νὰ ξανακάνεις κέφι μᾶς νοιάζει,
καὶ νὰ ξαναγελάσεις μᾶς νοιάζει,
καὶ νὰ ξαναγίνεις ὅπως πρὶν.
Ὅλα μᾶς νοιάζουνε.
Πῶς νὰ τὸ κάνουμε τέλος πάντων.».
Ὅλα μᾶς νοιάζουν, ὁ Θανάσης ἀποκρίνεται
κι ἀνταποκρίνεται φιλότιμα
στὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων.
Γιατὶ τὸ ἐνδιαφέρον
εἶναι μέρος τοῦ δικοῦ του τρόπου.

Ἄγγελος ἐξάγγελος, λοιπόν,
εἶναι ὁ Θανάσης Βέγγος·
ἄγγελος γελαστὸς καὶ χαριτωμένος
(μὲ τὴν οὐσιαστικότερη σημασία τοῦ ὅρου)
ποὺ φέρει ἕνα μήνυμα,
ποὺ κομίζει ἕνα τρόπο
στὸν καιρὸ τὸν κατάλληλο,
στὴ στιγμὴ τὴ σωστή,
τώρα ποὺ τό ʼχουμε ἀνάγκη,
τώρα ποὺ ἀναζητοῦμε κι ἐμεῖς
τὸ βηματισμό μας,
τώρα ποὺ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ τρέξουμε
γιὰ νὰ διαγράψουμε τὴ δική μας πορεῖα
ὡς πρόσωπα καὶ ὡς κοινωνία.

Ὁ τρόπος τοῦ Θανάση,
ὁ τρόπος τοῦ Ρωμιοῦ,
ποὺ ἀγωνίζεται καὶ δημιουργεῖ,
ποὺ μένει πιστὸς καὶ ἔντιμος,
ποὺ ἐνδιαφέρεται καὶ μοιράζεται,
ποὺ κατέχει ὡς περιουσία
καὶ πλοῦτο καὶ κληρονομιά,
τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν γνώση,
πὼς τούτη ἡ βιοτὴ
ἀποκτᾶ νόημα
καὶ πλήρωμα κι ὀμορφιά,
μόνο ὅταν ἐπιλέγει κανεὶς
νὰ συμπονᾶ, νὰ θυσιάζεται καὶ ν’ ἀγαπᾶ.

π. Μιλτιάδης Ζέρβας

Τεῦχος Ἰουνίου 2011
Μικρὸ ἀφιέρωμα στὸν Θανάση Βέγγο


Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία

* Η φωτογραφία είναι από την ταινία
"Θανάση πάρε το όπλο σου".

Ο φορτηγατζής Θανάσης μαζεύει από το πεζοδρόμιο ένα κορίτσι με τα πράγματά του.
Στη σκηνή της φωτογραφίας την κερνά ένα σουβλάκι. Τρώει κι ο ίδιος με το ξεροκόμματο καρφωμένο στη κορυφή.

Η καλοσύνη κι η ευγένεια του νομίζω πως έχουν δώσει τέτοια χάρη στο καλαμάκι, που μοιάζει σαν να κρατά στα χέρια του ένα λουλούδι...
 
ΥΓ. Εντοπίσαμε έναν πρωτότυπο τρόπο για να τιμηθεί η μνήμη του Θανάση Βέγγου στην πόλη της Πάτρας (στην οδό Γούναρη), δημιουργία των politicalstencil

~ Σχετική ανάρτηση:

Θανάσης Βέγγος: «Έτρεχα σε όλη μου τη ζωή με 300… Αλλά δεν έκοψα ποτέ το νήμα γιατί συνεχώς μου το μετακινούνε. Όλο πλησίαζα και όλο μου το πήγαιναν λίγα μέτρα πιο ‘κει…»

"Ο Θανάσης; …κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν’ αποτυπωμένη όλ’ η μιζέρια, όλ’ η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα..."
Ο Θανάσης Βέγγος για τον εαυτό του...

Θανάσης Βέγγος, 1926-2011 – dimart
«Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες.»
                                                           εδώ...

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Θανάσης Βέγγος: «Έτρεχα σε όλη μου τη ζωή με 300… Αλλά δεν έκοψα ποτέ το νήμα γιατί συνεχώς μου το μετακινούνε. Όλο πλησίαζα και όλο μου το πήγαιναν λίγα μέτρα πιο ‘κει…»

"Ο Θανάσης; …κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν’ αποτυπωμένη όλ’ η μιζέρια, όλ’ η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα..."
Ο Θανάσης Βέγγος για τον εαυτό του...

Θανάσης Βέγγος, 1926-2011 – dimart
«Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες.»

«Ο Βούλγαρης, ο Κούνδουρος, ο Κατσουρίδης, έφεραν τη ζωή μου άνω κάτω. Ειδικά ο Κούνδουρος. Είμαστε μαζί στη Μακρόνησο. 

MAKRONISOS EXCILE OF Thanasis Veggos and Nikos Koundouros, 1949.
Μου είπε: “Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις”. 
Τι λέει ο άνθρωπος; Σκέφτηκα. 
Ύστερα από χρόνια εμφανίζεται ο Κούνδουρος στην Καλλιθέα όπου δούλευα σε ένα πατάρι επισκευάζοντας τσάντες γυναικείες, πορτοφόλια και με έκανε ηθοποιό...»

«Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ίσως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν “κύριε Βέγγο”. Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ένας λαϊκός άνθρωπος ήμουν.»


«Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ’ απ’ το σινεμά ένας γέρος. 

«Καλέ μου άνθρωπε», μου λέει, «είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ’ το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες». Αυτό το ‘καλέ μου άνθρωπε’ έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση.
Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ’ αυτούς...»
Σε μια σκηνή από την ταινία «Παπατρέχας» ο Βέγγος ήταν να περάσει μέσα από μια τζαμαρία και επέμενε να περάσει από κανονικό τζάμι. 
Διηγείται ο Ερρίκος Θαλασσινός:
-Όχι, Θανάση, του λέω.
-Θα περάσω, Ερρίκο, μου λέει.
-Όχι, Θανάση, με τίποτα, του λέω.
-Πάει, τελείωσε, μου λέει. Μόνο αν συμβεί τίποτε, να πεις στη Μίνα πόσο πολύ την αγαπάω.
Πέρασε κι επέζησε.
Έτσι πέρασε ο Θανάσης Βέγγος μέσα από την τζαμαρία στον “Παπατρέχα ...
Ο Βέγγος όχι μόνο περνάει μέσα από την τζαμαρία, αλλά γυρίζει πίσω, παίρνει ένα κομμάτι τζάμι, αιχμηρό τόσο ώστε να του κόψει το λαιμό, και κοιτάζοντάς το χτενίζει τη φαλάκρα του. 
«Καλός είμαι» λέει και φεύγει, εννοείται, τρέχοντας. Και βέβαια όλη η σκηνή είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Ο Βέγγος δε βλέπει μπροστά του από την πολλή ευτυχία μια και παντρεύεται επιτέλους την αγαπημένη του, μετά από αμέτρητες περιπέτειες στην προσπάθειά του να παντρέψει τις έξι ανύπαντρες αδελφές του και τη μία θεία του.               
«Τα σενάρια δεν με εξυπηρετούν εντελώς – αυτό σου το ‘πα. Η μηχανή στο χέρι και στο δρόμο: όλα λύνονται εκεί. Στο σενάριο είναι δοσμένη η αφορμή. Το πώς θα γυριστεί και το τι θα ειπωθεί πρέπει να βγαίνει επιτόπου, εκεί στο γύρισμα. Στην αρχή του «Ζιβέγγου» ο Κατσουρίδης με κυνηγούσε με τη μηχανή στο χέρι μέχρι που έπεσα στη θάλασσα. Μόνο που δεν μπορεί να γίνεται πάντα έτσι. Συμπιέζουμε το χρόνο...»

(Πώς να βάλεις εξάλλου σε μια σειρά πάνω από 120 ταινίες, θεατρικούς ρόλους, τηλεοπτικές εμφανίσεις, μια ζωή και ένα πρόσωπο πάνω στο οποίο αποτυπώνονται η πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οδύσσεια του Νεοέλληνα που ελπίζει και αποτυγχάνει, που ονειρεύεται και απογοητεύεται...)


Οι συνάδελφοί του σχολιάζουν την τόση εντιμότητα και αφοσίωσή του στην οικογένεια σχεδόν ως παραδοξότητα.

Θανάσης Βέγγος. Πτώχευσε και έχασε το σπίτι του, επειδή τον ...
Αφηγείται ο Γιώργος Λαζαρίδης, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης:
«Στις δοκιμές του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το”, έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σ’ αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση”. Πράγματι στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. “Είδες Θανάση μου που είχα δίκιο;”. “Δάσκαλε: Δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά…”».
Θανάσης Βέγγος φωτογραφία
«Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», έχει πει στο παρελθόν. 

Γι’ αυτό και δεν έκανε ποτέ περιουσία. Γι’ αυτό και αν και «πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του εξαφανίζονταν σε λίγους μήνες». 
Δούλεψε σκληρά για να επιβιώσει, βίωσε εξορίες και απώλειες. 
Ως «πολίτης β’ κατηγορίας» έκανε καριέρα. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοφιλία των σημερινών σταρ, με τις τηλεπερσόνες του περιφερόμενου ναρκισσισμού σε σημείο αυτισμού. 
Ο Θανάσης Βέγγος είναι φτιαγμένος από πραγματικά υλικά. Ζει αποτραβηγμένος, όχι από στυλ, αλλά από ανάγκη. Όσο και να τον στριμώχνει η αδυναμία του να τρέξει, έχει ήδη διανύσει τόσα χιλιόμετρα που μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά των οικείων του, χωρίς ενοχές...»
Τι Τσιτσιπάς …τι Βέγγος! Χαμός στο διαδίκτυο… | Newspepper
«...Βρέθηκα σε δύσκολη θέση όταν πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο».


«...Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ‘μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί...»

« – Πόσα χρόνια είστε μαζί; 
45… Πώς είπατε;, διορθώνει η κυρία Ασημίνα. Πενήντα δύο, παρακαλώ! Από τα 19 μου.
– Πώς γνωριστήκατε; 
Της πήγαινα πάγο στο σπίτι. Δούλευα σε γαλακτοπωλείο. Ανέβαινα το λόφο Σκουζέ με 100 χιλιόμετρα. Πιστέψτε με! Με τον πάγο στο χέρι. Η μία πόρτα άνοιγε, η άλλη έκλεινε. Είστε πολύ καλή, της έλεγα. Μακάρι να ήταν όλες οι πελάτισσες σαν κι εσάς.
– Τι σας συγκίνησε πάνω του; Απευθύνομαι στη σύζυγο. 
Τα ωραία πράσινα μάτια του. Η λάμψη από ευγένεια, καθαρότητα και καλοσύνη που εξέπεμπαν… 
Θανάσης Βέγγος αυτοβιογραφούμενος: «Πείνασα πολύ και εγώ και η ...
Ε, και τρέλα! Μια δόση τρέλας, υπήρχε, χαμογελάει ο Θ. Βέγγος».


Είναι στιγμές που το βλέμμα του υγραίνεται. Γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, συναντήσεις. Δεν το δηλώνει ευθέως, αλλά κουράζεται. Θα καταρρεύσει προκειμένου να μη γίνει αφιλόξενος...
– Τι δεν αντέχετε περισσότερο;
Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους.
– Ποιο είναι το μεγάλο δώρο που πήρατε από τη ζωή; 
Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένειά μου. Πολλά χρόνια. Μην κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το ’27. Για μια 20ετία η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο.
– Έχετε περάσει και καλά στη ζωή σας όμως; 
Ναι, ασφαλώς, Απέκτησα δυο γιους, τον Βασίλη, πενήντα ετών, και τον Χάρη, 40. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική και τον Θανασάκο.
Στις φωτογραφίες απέναντι, χαμογελούν αφοπλιστικά. Και από το διπλανό τραπέζι, από τον τοίχο, παντού, συντροφεύουν τον παππού, όταν δεν είναι κοντά του.
– Τι κρατάτε από τη ζωή σας; 
Ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω...»
Σαν σήμερα 03 Μαΐου, Πεθαίνει ο κορυφαίος Έλληνας κωμικός, Θανάσης ...

"συν αυτώ" ΥΓ:

* Το αφιέρωμά μας είναι ουσιαστικά ένα σταχυολόγημα από τις 2 σπάνιες συνεντεύξεις του Θανάση Βέγγου, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή (από τη Μαρία Κατσουνάκη) και στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος τον Ιούνιο του 1970, εμπλουτισμένο με επιλεγμένες φωτογραφίες του που διαλέξαμε από το διαδίκτυο.
* Δική μας προτροπή ή και παράκληση:
Ας μνημονεύουμε τον Θανάση.
Μην περιμένουμε να έρθει 3 Μαϊου (το 2011 "έφυγε") για να τον θυμηθούμε.
Και όποιον άλλον γνωστό ή άγνωστο, για όποιον δικό μας λόγο, αγαπήσαμε.
Στις προσευχές μας και στα "υπέρ αναπαύσεως".
Ίσως να είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που το κάνουμε...

Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Ο Κύριος Θανάσης...


Ήταν το χίλια εννιακόσια εβδομηντακάμποσο…

Πιτσιρικάς τότε, εφτά οχτώ χρονώ, με πήρε η μάνα μου και με πήγε στο θέατρο (αν και μικρός, είχα ήδη δείξει την αδυναμία μου στις παλιές καλές κωμωδίες που έπαιζε η τηλεόραση).

Με μια πρόσκληση, η καημένη, στο ένα χέρι (πού λεφτά τότε) κι έναν αρκουδόμαγκα (εμένα) στο άλλο, μπήκαμε στο λεωφορείο.

Φτάσαμε νωρίς, την ώρα που η ταμίας έμπαινε στο γκισέ της… Κανείς άλλος τριγύρω.

Μας έδωσε λοιπόν αυτή η καλή κυρία τα εισιτήρια, μας τόνισε πως θα πρέπει να περιμένουμε μιας και το θέατρο δεν είχε ανοίξει ακόμα, και μ’ αυτά και μ’ αυτά, σταθήκαμε σε μια γωνιά περιμένοντας.

Εκείνη την εποχή, το να περιμένεις ήταν δεδομένο! Είτε το τραίνο, είτε το λεωφορείο, είτε το γιατρό στο ΙΚΑ,… οπουδήποτε! Παντού και πάντα,… περίμενες!

Έτσι λοιπόν κι εμείς! Περιμέναμε, όχι για πολλή ώρα… Μέχρι που…

…Δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου το πώς ένιωσα μόλις αντίκρυσα τον ήρωα της ασπρόμαυρης οθόνης μου!

Τον άνθρωπο τον οποίο λάτρευα από πολύ μικρός, όχι μόνο επειδή με έκανε και γέλαγα, αλλά κι επειδή, με κάποιον περίεργο τρόπο, πίσω από κάθε μου γέλιο, κρυβόταν (παράξενα πράγματα) κι ένα δάκρυ…

Ανεξήγητο για ένα μικρό παιδί σαν εμένα.

Τότε βέβαια δε μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως αυτό συμβαίνει, ακριβώς, όταν κάτι αγγίζει την ψυχή σου…

Την ψυχή, που την αγγίζει μόνο η αλήθεια!

Η αλήθεια που, όπως και να την πεις, είτε με σοβαρό είτε με αστείο τρόπο,… πικραίνει!

Και σε κάνει και δακρύζεις… Κι ας γελάς…

Με γρήγορο, αλλά (και δεν είναι υπερβολή) ταπεινό βήμα, ο κύριος Θανάσης πήγε στο γκισέ, καλησπέρισε την καλή κυρία και μετά,… κατευθύνθηκε προς εμάς!

“Χριστέ μου! Έρχεται προς τα δω…”

Έχοντας μείνει αποσβολωμένος, ακίνητος, ασάλευτος σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς, τον έβλεπα να πλησιάζει, με ένα σίγουρο, αλλά αργό αυτή τη φορά βήμα…

«Πώς είστε;», ρώτησε τη μητέρα μου…

Και ακουμπώντας το χέρι του στο κεφάλι μου, μου χαρίζει το πιο καλοσυνάτο, αγγελικό, ευγενικό, γεμάτο αγνή αγάπη χαμόγελο που έχω εισπράξει στη ζωή μου!

Κι ένα παιδί δεν πέφτει ποτέ έξω σε ζητήματα ψυχής! Μπορεί και ξεχωρίζει το αληθινό…

Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, όταν βλέπω στην τηλεόραση τον κύριο Θανάση, ασυνείδητα σηκώνω το κεφάλι για να αντικρύσω και πάλι αυτό το αγνό, άδολο βλέμμα, το οποίο πλέον έχει γίνει οδηγός μου για το πώς πρέπει να αντικρύζω κι εγώ με τη σειρά μου τον κόσμο…

Ζητάει κατόπιν, αυτός ο καλός άνθρωπος, με ευγενικό τρόπο από τη μητέρα μου τα εισιτήρια. Τα κοιτάζει.

Χωρίς να αποκριθεί, πηγαίνει προς το γκισέ. Κάτι ζητάει.

Σε πολύ λίγο γυρίζει σε μας και, πιάνοντάς με από το χέρι, μας οδηγεί Ο ΙΔΙΟΣ μέσα στο θέατρο!

Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο περήφανο και ξεχωριστό αισθάνεται ένα παιδί, όταν του κάνει τέτοια τιμή ο ήρωάς του!

Ήταν πια ολοφάνερο πως είχε ζητήσει από την ταμία να αλλάξει τις θέσεις στα εισιτήρια…

Μας βάζει λοιπόν να κάτσουμε στο κέντρο της σάλας, στην τέταρτη ή πέμπτη σειρά καθισμάτων, λέγοντας στη μητέρα μου: «Είναι καλή θέση για να παρακολουθήσετε την παράσταση! Ειδικά για το παιδί, που πρέπει να μαθαίνει!»… Και χαρίζοντάς μας άλλο ένα χαμόγελο, απομακρύνθηκε γρήγορα… Σα να μην ήθελε να τον ευχαριστήσουμε!...

Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι το γέλιο παντού γύρω, μόλις εμφανίστηκε στη σκηνή ο κύριος Θανάσης, κρατώντας ένα τεράστιο τύμπανο!

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι να έχει δακρύσει όλο το θέατρο, κι εγώ μαζί, σε μια άκρως συγκινητική στιγμή προς το τέλος του έργου…

Το έργο ήταν “Ο τρελός του λούνα παρκ”!

Και ο κύριος Θανάσης, ήταν φυσικά ο κύριος Βέγγος…

............

[Δέκα, πλέον, τα χρόνια
που δεν είναι μαζί μας ο κύριος Θανάσης...

Ας τον έχει καλά ο Θεός, εκεί που είναι...]

_______________________
ΠΑΥΛΟΣ ΛΙΑΡΟΥΤΣΟΣ


πηγή