Από τη Σχολή Καλών Τεχνών, μέχρι τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, η ζωή του Δημήτρη Χατζηαποστόλου είναι αφιερωμένη στην αγιογραφία.
Λέγομαι Δημήτρης Χατζηαποστόλου.
Γεννήθηκα στην Καβάλα, αλλά από μικρή ηλικία ήρθαμε στην Αθήνα, στο Γουδί.
Ο πατέρας μου ήταν παπάς.
Ήμασταν έξι αδέρφια, ήμουνα ο δεύτερος.
Ο πρώτος, ο Αμβρόσιος, ένα χρόνο μεγαλύτερος, μας άφησε νωρίς, 20 ετών.
("αμφ." σημ: Τον ξέρεις, αλλά δεν το ξέρεις. Ο Αμβρόσιος τραγουδά τους "Ριζοτόμους", το θρυλικό τραγούδι, που συνέθεσε σε στίχους και μουσική ο Δημήτρης Αντωνόπουλος )
Αυτός ήταν μεγάλο ταλέντο στη μουσική.
Ίσως αυτή η σχέση με τον αδερφό μου με διαμόρφωσε.
Ζωγράφιζα από μικρό παιδί. Ζωγράφιζα, μάλλον επειδή έψαχνε η μάνα μου να ισοφαρίσει με κάτι το ταλέντο του μεγάλου, το οποίο ο πατέρας μου το είχε μεγάλο καμάρι, ενώ εμένα μου έλεγε:
«Πες και εσύ κάτι, ψάλε ρε παιδί μου, πες ένα κύριε ελέησον!».
Θεωρούσε ότι, αν με πιέσει, αν με κάνει να αισθανθώ ότι υστερώ, θα αρχίσω να αποδίδω...
Η μάνα μου έλεγε: «Ο Δημήτρης δεν ψάλλει σαν τον Αμβρόσιο, αλλά αυτός ζωγραφίζει». Τώρα δεν μπορώ να ξέρω αν όντως ζωγράφιζα ή δεν ζωγράφιζα. Αλλά έχω την εντύπωση ότι η μητέρα μου το καλλιέργησε αυτό... ότι: «ο Δημήτρης είναι ζωγράφος!» Και πες, πες, το πίστεψα και γω…
Ο αδερφός μου σκοτωθηκε με τη μηχανή, όταν ήμουν στο πρώτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών. Πήγαινε με την κοπέλα του, να περάσουν στην Τζιά και -πρέπει να είχαν αργήσει- ίσως έτρεχε και λίγο. Ήταν γενικά πολύ προσεκτικός αλλά… Η κοπέλα του έζησε.
Την συγκεκριμένη μηχανή, που είχε διαλυθεί την έφτιαξα, την έχω ακόμα. Δηλαδή θα μου πεις:
«Η μηχανή που σκότωσε τον αδερφό σου, ρε συ;»
Εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Το έβλεπα: Πώς λέμε ο Σταυρός του Κυρίου; Κάπως έτσι. Δεν έφυγε επειδή ήταν στη μηχανή. Έφυγε επειδή ήταν η ώρα του. Δεν ένιωσα καμία στιγμή απέχθεια απέναντι στη μηχανή...
Στην πρώτη γυμνασίου, ο πατέρας μου μας έβαλε εμένα και τον Αμβρόσιο εσώκλειστους στη Ριζάρειο. Οπότε ξαφνικά βρέθηκα από το σπίτι μου ουσιαστικά σε ένα ίδρυμα. Σε ένα θάλαμο, στον οποίο έχεις κρεβάτι, κομοδίνο και ντουλάπα. Είναι φανταριλίκι. Εγώ ήθελα την μαμά μου, τις αδερφές μου, το σπίτι μου, τον κήπο μας, τον προσωπικό μου χώρο.
Δεν ξέρω αν ο πατέρας μου μας έβαλε εκεί γιατί ήθελε να γίνω παπάς. Αλλά τώρα, ένα παιδί έντεκα χρονών να πάει εκεί για να γίνει παπάς; Δηλαδή, είναι ακριβώς λόγος για να μη γίνει παπάς.. Ίσως βόλευε τον πατέρα μου, να ησυχάζει το κεφάλι του, να μην έχει τα αγόρια να τσακώνονται…
Ακολουθούσαμε εκκλησιαστικό πρόγραμμα και μόνο τις Κυριακές βγαίναμε μετά την εκκλησία και γυρνούσαμε το βράδυ. Στην τρίτη γυμνασίου φορούσαμε ράσο, κάναμε ρασοφορία κανονική. Είχαμε ωραίες αθλητικές εγκαταστάσεις, είχε γήπεδα. Σε κάθε διάλειμμα κλωτσούσαν τα παιδιά μπάλα. Έμενα δεν μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Ακριβώς επειδή έχει μία μαζικότητα…
Εγώ έκανα ενόργανη γυμναστική μόνος μου. Η γυμναστική και η μουσική, ήταν δύο διέξοδοί μου εκεί μέσα. Ζωγραφική όμως δεν είχαμε. Ενώ στο σπίτι μου ζωγράφιζα μανιωδώς με το που μπήκα στη Ριζάρειο αυτά κόπηκαν. Δεν ήμουν στο χώρο μου, δεν είχα αυτά που ήθελα. Το μόνο πράγμα που έκανα ήταν να παίρνω κιμωλίες και με την άκρη του διαβήτη, να τις σκαλίζω και να φτιάχνω πρόσωπα.
Ελεγα: «Θα σπουδάσω Γυμναστική Ακαδημία». Ενώ πέρασα με μεγάλη ευκολία τα αθλήματα εκείνη τη χρονιά, ανέβηκαν οι βάσεις και για πολύ λίγο δεν πέρασα. Οπότε, εκείνο το καλοκαίρι βρέθηκα μετά από 6 χρόνια σπίτι μου απογοητευμένος, στεναχωρημενος. Ξαφνικά σκέφτηκα:«Εγώ είμαι ζωγράφος. Ρε, άμα είμαι καλός ζωγράφος, δεν πρέπει να σπουδάσω ζωγραφική;» Κι έτσι έδωσα και πέρασα στην Καλών Τεχνών.
Οι πρώτες μου δουλειές μετά τη σχολή ήταν για το θέατρο. Υπήρχε ένα έργο, «Ο Πουλολόγος». Είχα αναλάβει τα σκηνικά και τα κοστούμια. Είχαν προτείνει την αρχική ανάληψη δουλειάς, στον Βασίλη τον Φωτόπουλο, ο οποίος τελικά δεν ενδιαφέρθηκε να την αναλάβει. Πήγα στο σπίτι του Βασίλη Φωτόπουλου στην Παιανία. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, με πάρα πολλές γνώσεις, με φοβερό χιούμορ, με μεγάλη γνώση στα εικαστικά και τα σκηνογραφικά. Εκείνο το καλοκαίρι με φιλοξένησε σ’ ένα ξενώνα που έχει στο σπίτι του.
Περνούσε πολύς κόσμος εκείνο το καλοκαίρι που δούλευα στον Βασίλη. Περνούσε από εκεί ο Κακογιάννης, η Ειρήνη Παππά, ο Νικήτας Τσακίρογλου. Ήταν ένας τρόπος να γνωριστώ με διάφορους ανθρώπους. Την επόμενη χρονιά έκανα κοστούμια για την Ειρήνη Παππά. Πήγαινα σπίτι της, στα πάρτι που διοργάνωνε. Σε όλα αυτά ήμουν ο «Δημητράκης», ο παπαγιός, ο γιος του παπά.
Σιγά - σιγά έβρισκα δουλειές. Κάποια στιγμή λοιπόν με πήρε τηλέφωνο ο καθηγητής μου της εικονογραφίας στην Καλών Τεχνών, ο Ξυνόπουλος. Μου προτείνει, να ξεκινήσω να διδάσκω, σε κάποια σχολή στην Πλάκα. Το μάθημα της φορητής εικόνας . Εγώ λέω: «Τι είναι αυτό τώρα; Βλακείες!» Αλλά τέλος πάντων ας πάω.
Ήταν πολύ πιεστική και δύσκολη δουλειά, τουλάχιστον με τον τρόπο που το έκανα εγώ. Σε κάθε τμήμα ξεκίναγα κι έφτιαχνα μία εικόνα μεγάλη -70x100- να τη βλέπουν όλοι. Ο προηγούμενος τους έλεγε μόνο οδηγίες και συνταγές. Πώς να κάνετε «το μπλε» του Χριστού. «Βάλε λίγο πράσινο τσιμέντου και λίγο άσπρο, και λίγο μαύρο» και μπλα μπλα μπλα.
Εγώ τους είπα: «Ξεχάστε τις συνταγές! Δείτε πως το κάνω!». Και άρχιζα να ζωγραφίζω μπροστά τους. Αυτό που δεν έζησα εγώ, σαν σπουδαστής της τέχνης, αποφάσισα να το κάνω, με τρόπο που να το βλέπουν οι άλλοι. Και δούλεψε πάρα πολύ καλά. Πάρα πολύ σύντομα τα παιδιά έβγαζαν εκπληκτικές δουλειές, άρχισε να μαζεύει πολύ κόσμο η σχολή.
Βγήκαν πολλές δουλειές, μου πρότειναν τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Ήδη είχα δουλέψει σε τρεις - τέσσερις ναούς. Σε εκείνη τη φάση λοιπόν, γύρω στο 1998, σκάνε μύτη από τη Σιμωνόπετρα, την Μονή του Αγίου Όρους. Έρχεται ο Πατήρ Θεοτόκης… Μου δείχνει τα σχέδια της τράπεζας, μου λέει: «Θέλουν μια προσφορά για την τοιχογράφηση όλης της τραπέζης». Εντάξει λέω, «σιγά τώρα μην πάρουν εμένα».
Είχαν δει όμως την δουλειά μου στον Άγιο Αθανάσιο Κυψέλης. Εκεί δούλευα κατευθείαν στον τοίχο. Δεν ήταν με μουσαμά. Ήταν αυτό που θέλαν και αυτοί και για αυτό με επέλεξαν. Οπότε τον Σεπτέμβριο του 1999 ξεκίνησε η δουλειά στη Σιμωνόπετρα. Ανέβαινα κάθε ενάμιση μήνα με το αυτοκίνητο και έμενα γύρω στις 7 με 10 μέρες. Κάποιες φορές έρχονταν και τα παιδιά από τη σχολή αλλά πιο πολύ σαν τουρισμό. Σε κάποια διακοσμητικά δούλεψαν κάποια παιδιά ως βοηθοί. Στο καθαρά ζωγραφικό μέρος όμως δεν έπεσε άλλο χέρι, μόνο το δικό μου.
Αυτή η δουλειά κράτησε για χρόνια. Είχα παραπάνω από ένα καρπούζι σε μία μασχάλη, πάρα πολλές δουλειές, είχα και την οικογένεια μου. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ένας άνθρωπος από το μοναστήρι. «Δημήτρη, ο Γέροντας θα ήθελε πάρα πολύ, επειδή τον Δεκαπενταύγουστο έρχεται ο Πατριάρχης, να έχει τελειώσει η τράπεζα! Όλη!» .
Του λέω: «Πάτερ, εντάξει πολύ θα ήθελα... Δεν μπορώ να σου πω, ότι θα το τελειώσω όλο. Δεν γίνεται μέσα σε ένα μήνα!». Και με πήρε ξανά στις 27 Ιουλίου, του Αγίου Παντελεήμονα, το θυμάμαι γιατί είναι το μνημόσυνο του αδελφού μου: «Γεια σου Δημήτρη. Έχω δύο ευχάριστα!», «Τι;», «Ο τάδε έγινε μοναχός». «Α», του λέω: «Στερεωμένος. Και τι άλλο;». «Και επίσης το μοναστήρι αποφάσισε να διακόψουμε τη συνεργασία μαζί σου...». Του λέω: «Αυτό είναι ευχάριστο; Το δεύτερο;» Εκ των υστέρων κατάλαβα, ότι εννοούσε ότι δεν θα με επιβαρύνει πια το πήγαινε-έλα, η κούραση και το άγχος.
Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Βρήκαν μια άλλη ομάδα να ολοκληρώσει το έργο, να το δει ο Πατριάρχης. Λες και ο Πατριάρχης, θα έρθει με το δίκαννο. Αυτό έγινε Ιούλιο του 2008. Μέχρι τέλος Αυγούστου, θα τελείωνε η τράπεζα. Ε, τελικά τελείωσε το 2018, μετά από 10 χρόνια. Πλέον, η αντίδραση μου είναι ότι: «Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη, που μου δώσατε την ευκαιρία να δουλέψω, όσο δούλεψα. Και ότι αυτό για μένα, ήταν πραγματικά μια εργασία ως προσευχή».
Πάμπλουτος δεν έγινα από αυτή τη δουλειά αλλά τη λατρεύω. Άμα κάνεις κάτι που αγαπάς και βάζεις όλο σου το είναι, το πιστεύω και το έχω δει και από τη μικρή μου ζωή ως τώρα, δεν θα πεινάσεις. Τουλάχιστον, μπορεί να μην γίνεις ο πάμπλουτος αλλά δεν θα πεινάσεις.
Για αυτό που πραγματικά ευλογώ τον Θεό και τον δοξάζω, είναι για αυτό το δώρο που μου έχει δοθεί:
Να ζωγραφίζω τη μορφή Του και τις μορφές των Αγίων.
Όσα χρόνια ήμουν δάσκαλος, κάθε Σεπτέμβρη που ξεκινούσαν τα μαθήματα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δίνω στους μαθητές από ένα χαρτί και ένα μολύβι και μια εικόνα του Χριστού. «Δείτε το Χριστό και ζωγραφίστε τον δίπλα στο χαρτί, αντιγράψτε το όπως μπορεί ο καθένας, χωρίς απαιτήσεις να κάνετε κάτι συγκεκριμένο, όπως σας βγαίνει». Τους άφηνα κανένα μισάωρο να δουλέψουν. Λοιπόν, ήταν φοβερό ότι ο κάθε ένας ζωγράφιζε το πρόσωπο του ως Χριστό. Απίστευτο!
Πριν λίγο καιρό είχαν έρθει από την Ιερά Μονή Αναστάντος Χριστού οι πατέρες. Ήθελαν, κάποιοι νέοι από τους πατέρες, να κάνουν μαθήματα. Ξεκίνησα το ίδιο πράγμα, τους έδωσα την εικόνα του Χριστού, να την δουλέψουν στα κελιά τους στο μοναστήρι. Έφεραν τα σχέδια. Ε, ήταν πορτραίτα τους! Τα έδειχνα στο γέροντα, λέω: «Δεν είναι ίδιος; Έχει κάνει τον εαυτό του ως Χριστό». Μου λέει: «Έχεις δίκιο».
Αυτή είναι η διαδικασία της εν-Χρίστωσης του καθενός μας, είναι η δουλειά της Εκκλησίας εν τέλει. Και βλέπεις ότι γίνεται και με τη ζωγραφική της εικόνας... Άρα η διαδικασία του να ζωγραφίσεις μία εικόνα, είναι κομμάτι της λειτουργικής σχέσης που έχουμε οι πιστοί μες στην εκκλησία. Και ο ζωγράφος των εικόνων, λειτουργεί ως προφήτης και ως ιερέας -μέσα σε αυτή την τέχνη, αν την κάνεις σωστά- και για αυτό είναι πολύ μεγάλο δώρο για όσους μας δίνεται η ευκαιρία να ασχολούμαστε με τις εικόνες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου