Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

* Από το «μαμά» στο «ρε μάνα»...






Όλα ξεκίνησαν ξαφνικά, μια συνηθισμένη μέρα όταν άνοιξα

την πόρτα του δωματίου του δωδεκάχρονου γιού μου.

 

-«Ομορφιά μου, ξύπνα. Είναι 7.30, θα αργήσεις»

-«Άσε μας ρε μάνα πρωί-πρωί», ακούστηκε μια φωνή να λέει κάτω από τα σκεπάσματα.

 

Σαν να με χτύπησαν ρευματοφόρα σύρματα κοκάλωσα για λίγο, μετά έκανα όπισθεν και εκτέλεσα την εντολή της φωνής.

Άκουσα καλά; «Ρε μάνα»;

Που πήγε το «μαμά μου»; Δηλαδή πως πάει; Από το «μανούλα» στο «μαμά» και μετά στο «ρε μάνα» και μετά και μετά; Στο σκέτο «ρε» ίσως; Ή μήπως στο ακόμα χειρότερο, στην καμία προσφώνηση;

Προσπαθώ να συνέλθω γρήγορα γιατί σε λίγο θα μπουκάρει από την πόρτα αυτός ο άγνωστος. Μια σκέψη μου δίνει ελπίδα: μήπως έβλεπε κανένα εφιάλτη την ώρα που μου μίλησε;

Αχ μακάρι να έβλεπε εφιάλτη, γιατί αλλιώς σημαίνει ότι τον βλέπω εγώ.

Εξακολουθώ να νιώθω ότι βρίσκομαι στη ζώνη του λυκόφωτος.

Κάνω σύντομο τεστ πραγματικότητας : Τσιμπιέμαι -τσεκ , κοιτάζω οικογενειακές φωτογραφίες -τσεκ , ανοίγω την τηλεόραση που έχει Παπαδάκη- τσεκ. Όλα στη θέση τους. Η πόρτα ανοίγει. Νάτος μωρέ ο γιός μου είναι.

 

Τώρα θα έλθει κοντά στη μανούλα για το πρωινό φιλάκι της. «Καλημέρα χαρά μου» του λέω περιμένοντας την κίνηση. Αυτός με κοιτάζει αδιάφορα και μετά και μετά; Αυτό! Δεν έχει μετά.

 

Δεν λέει τίποτα και πηγαίνει ολοταχώς για το μπάνιο. Αμάν! Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.

Είναι η ιδέα μου ή όντως σήμερα αργεί περισσότερο στο μπάνιο; Μετά από δέκα λεπτά η πόρτα του μπάνιου ανοίγει- κάπως διαφορετικά σήμερα- και βγαίνει ο γιός μου. Γιαα… μια στιγμή; Τι έχει κάνει στο μαλλί του; Το έχει βρέξει και το έχει σηκώσει κατακόρυφα. Ψυχραιμία.

Καταπίνω το «πολύ σου πάει το νέο look» γιατί κάτι στο βλέμμα του με απειλεί ότι «ότι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου».

Ανοίγει την εξώπορτα για να φύγει για το σχολείο. Με δήθεν άνεση τον πλησιάζω και του δίνω το κολατσιό του. Κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι μπορεί να πάρω το δεύτερο φιλί της ημέρας –λες και πήρα και το πρώτο- εξανεμίστηκαν γρήγορα.

Ο γιος μου γυρίζει, με κοιτάζει αδιάφορα, και μου λέει : «Τελευταία φορά που παίρνω κολατσιό. Από αύριο θέλω να αγοράζω από το κυλικείο, όπως κάνουν και οι άλλοι».

Η πόρτα ανοίγει και κλείνει και εγώ νιώθω σαν να παρακολουθώ τη ζωή κάποιας άλλης. Από αισθηματική κομεντί η ζωή μου έχει γίνει ταινία αγωνίας. Τρέχω στο μπαλκόνι και κρυφά τον βλέπω να απομακρύνεται.

 

Θέλω να του φωνάξω «τι έκανες στο γιο μου ρε»; Και τώρα που τον παρατηρώ καθόλου δεν του πάει έτσι το μαλλί. Σαν βλάκας είναι.

Χωρίς αναπνοή, τρέχω στον υπολογιστή και πιάνω αμέσως δουλειά. Κάτι δεν πάει καλά με το παιδί μου και πρέπει να το μάθω γρήγορα. Ανοίγω το facebook το γιού μου. Μου ζητάει κωδικό. Πατάω τον κωδικό που ήξερα -γιατί τον ήξερα- και τίποτα. Τον ξαναγράφω. Τίποτα πάλι. Δεν είναι δυνατόν; Έχει αλλάξει κωδικό! Ψυχραιμία! Η ζωή μου από ταινία αγωνίας δεν θέλει και πολύ να εξελιχθεί σε θρίλερ.

Παίρνω τηλέφωνο τη φίλη μου τη Λέλα. Αυτή έχει μεγαλύτερη εμπειρία αφού έχει μεγαλώσει τρία παιδιά. Η αρχική σιωπή της Λέλας όσο της εξιστορώ με κάθε λεπτομέρεια το σημερινό συμβάν με κάνει να αγωνιώ ακόμα περισσότερο.

 

Μίλα Λέλα! Διέκοψε με επιτέλους και πες μου ότι όλα ιδέα μου είναι! Η Λέλα παίρνει μια βαθιά ανάσα που κόντεψε να κόψει τη δικιά μου και λέει : «Δεν φοβάμαι για κάτι συγκεκριμένο βρε παιδί μου, αλλά πώς να στο πω, κάτι δεν μου κολλάει στη συμπεριφορά του. Άσε καλύτερα όμως, μη σε κάνω να ανησυχήσεις χωρίς λόγο». Μας υποχρέωσες Λέλα. «Πες μου την αλήθεια Λέλα, τι βλέπεις;» Και η Λέλα τότε σαν να ήταν καφετζού και χαρτορίχτρα μαζί, μου τα είπε...


|δες την απίθανη συνέχεια εδώ...


|από το υπέροχο hamomilaki

(δες εδώ από πότε το "κλέβουμε"...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου