Το απλωμένο χέρι του, διακριτικά,
έφτασε κοντά στο ανοιχτό παράθυρο
του σταματημένου στο φανάρι αυτοκινήτου σου.
Τον ρώτησες το όνομά του.
- Σου είπε: "Γιώργος".
Τράβηξες έναν χυμό, που γι΄αυτές τις περιστάσεις έχεις τον τελευταίο καιρό
κάτω από το κάθισμά σου,
(Έχεις καταλάβει πως 2 κουβέντες
και κάτι άμεσα φαγώσιμο,
πολλές φορές είναι προτιμότερο
από τις πενταροδεκάρες,
που σου έχουν απομείνει...)
και έκανες να του τον δώσεις.
- "Θέλεις;", του είπες.
Σε κοίταξε μέσα στα μάτια,
αλλά τόσο βαθιά που ένιωσες
την ματιά του να σε "τρυπάει"...
- Και σου είπε:
"Ερωτήσεις είναι τώρα αυτές;"
Πήρε τον χυμό. Σε ευχαρίστησε με λόγια
& με ένα πικρό χαμόγελο...
Σε αφόπλισε.
Σχεδόν ντράπηκες,
που δεν ήσουν εσύ στη θέση του...
(Κι αν ήσουν;)
Έφυγες.
Δε σταμάτησες όμως από εκείνην την ώρα
να τον σκέφτεσαι...
Ψάχνεις να βρεις με ποιους τρόπους θα μπορούσες
να του προσφέρεις, έστω & μια προσωρινή ανακούφιση.
Προς το παρόν & μέχρι να σκεφτείς κάτι που ν΄αξίζει,
έβαλες τον "Γιώργο"
στην προσευχή σου
μαζί με τους υπόλοιπους
"Γιώργους", που έχεις συναντήσει...
αμφοτεροδέξιος.-
(σκανδαλωδώς ευλογημένος...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου