Η περιγραφή της απάτης του τοκογλύφου
Έστω και αν κάνει πράξεις αναξιοπρεπείς, δεν υπολογίζει την φύση, δεν υποχωρεί στις ικεσίες, αλλά στέκεται άκαμπτος και αμείλικτος΄ δεν υποχωρεί στις δεήσεις, δεν λυγίζει στα δάκρυα, επιμένει στην άρνηση, και ορκίζεται και καταράται τον εαυτόν του, διότι πράγματι ευρίσκεται σε παντελή έλλειψη χρημάτων, και ερευνά και αυτός μήπως εύρει κάποιον από τους δανειστές, και βεβαιώνει με τους όρκους το ψεύδος του, αποκτώντας σαν κακό παρεμπόρευμα της κακίας την επιορκία. Και όταν εκείνος που ζητεί το δάνειο υπενθυμίσει τους τόκους, και ομιλήσει για υποθήκες, τότε, αφού κατεβάσει τα φρύδια του και χαμογελάσει, ίσως να θυμηθεί κάποια πατρική φιλία, και τον αποκαλεί γνώριμο και φίλο, και λέγει: «Θα δούμε εάν έχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Υπάρχει όμως κάποια παρακαταθήκη ενός φίλου μου ανδρός, που μου την παρέδωσε για να την τοκίσω. Αλλ’ εκείνος δεν ώρισε βαρείς τόκους γι’ αυτό. Εγώ θα τους ελαττώσω κατά τι, και θα σου τα δώσω με χαμηλότερο τόκο».
Εκείνος που δεν μπορεί να εξοφλήσει τους τόκους, εκουσίως γίνεται δούλος για όλη του την ζωή
Τέτοια πλάθοντας, και με τέτοια λόγια θωπεύοντας και δελεάζοντας τον ταλαίπωρο, με γραμμάτια προσδένοντάς τον, και μαζί με την φτώχεια που τον κατατυραννεί ακόμη, και αφού αφαιρέσει επί πλέον και την ελευθερία του ανδρός, φεύγει. Διότι εκείνος που έκαμε τον εαυτόν του υπεύθυνο σε τόκους των οποίων την πληρωμή δεν μπορεί να εξοφλήσει, έγινε δούλος με την θέλησή του σε όλη του την ζωή.
Τέτοια πλάθοντας, και με τέτοια λόγια θωπεύοντας και δελεάζοντας τον ταλαίπωρο, με γραμμάτια προσδένοντάς τον, και μαζί με την φτώχεια που τον κατατυραννεί ακόμη, και αφού αφαιρέσει επί πλέον και την ελευθερία του ανδρός, φεύγει. Διότι εκείνος που έκαμε τον εαυτόν του υπεύθυνο σε τόκους των οποίων την πληρωμή δεν μπορεί να εξοφλήσει, έγινε δούλος με την θέλησή του σε όλη του την ζωή.
Συμπεριφορά των τοκογλύφων απέναντι στους πτωχούς
Χρήματα, πες μου, και κέρδη επιζητείς από τον πτωχό; Και εάν πλουσιότερο μπορούσε να σε αναδείξει, τί εζητούσε στις θύρες τις δικές σου; Αν και ήλθε για συμμαχία, σε ευρήκε εχθρό. Αναζητώντας φάρμακα, συνάντησε δηλητήρια. Ενώ έπρεπε να παρηγορήσεις την πτώχεια του ανθρώπου, συ πολλαπλασιάζεις την φτώχεια του ζητώντας να καρποφορήσει η έρημος. Οπως ακριβώς εάν κάποιος ιατρός που επήγαινε σε ασθενείς, αντί να επαναφέρει την υγεία τους, και την ελαχίστη δύναμη που τους απέμεινε αφαιρούσε, έτσι και συ τις συμφορές των πτωχών ανθρώπων τις κάνεις αφορμή κερδών. Και όπως οι γεωργοί εύχονται βροχές για να πολλαπλασιασθούν οι καρποί, έτσι και συ τις φτώχειες και τις στερήσεις των ανθρώπων επιζητείς, για να ενεργοποιηθούν τα χρήματά σου. Αγνοείς ότι μεγαλυτέρα προσθήκη κάνεις στις αμαρτίες, από την αύξηση που επινοείς στον πλούτο σου με τους τόκους; Και εκείνος που ζητεί το δάνειο, ευρισκόμενος εν μέσω αμηχανίας, όταν μεν βλέπει την πενία, απογοητεύεται για την πληρωμή, όταν δε σκεφθεί την παρούσα ανάγκη, κατατολμά το δάνειο. Επειτα, ο μεν ένας ενικήθη διότι υπέκυψε στην ανάγκη΄ ο δε άλλος αναχωρεί αφού εξασφάλισε τον εαυτόν του με γραμμάτια και εγγυήσεις.
Η ζωή του δανειολήπτη είναι αγωνιώδης
2. Αφού δε έλαβε τα χρήματα, την μεν πρώτη ημέρα είναι λαμπρός και περιχαρής, με ξένη λαμπρότητα επιχρισμένος, φανερώνοντας την αλλαγή της ζωής του. Δηλαδή το τραπέζι είναι γεμάτο, το ένδυμα πολυτελέστερο΄ δούλοι με αλλαγμένη την εμφάνιση προς το λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, αμέτρητοι των σπιτιών κηφήνες. Καθώς δε τα μεν χρήματα φεύγουν σιγά σιγά, ο δε χρόνος προχωρώντας αυξάνει στον εαυτόν του τους τόκους, τότε δεν του φέρουν ανάπαυση οι νύκτες, δεν είναι λαμπρή η ημέρα, δεν είναι ο ήλιος ευχάριστος, αλλά δυσχεραίνει την ζωή΄ μισεί τις ημέρες, διότι τον αναγκάζουν προς την προθεσμία΄ φοβάται τους μήνες, διότι είναι πατέρες των τόκων. Και, αν κοιμάται, βλέπει στον ύπνο του τον δανειστή να στέκεται επάνω στο κεφάλι του σαν κακό όνειρο΄ αν είναι ξύπνιος, έννοια σ’ αυτόν και φροντίδα είναι ο τόκος. «Οταν ο δανειστής», λέγει, «και ο χρεωφειλέτης συναντήθηκαν μεταξύ τους, επίσκεψη και των δύο κάνει ο Κύριος» (Παροιμ. 29, 13). Ο μεν όπως ο σκύλος τρέχει στο θήραμα΄ ο δε όπως σαν έτοιμο θήραμα φοβείται την συνάντηση. Διότι η φτώχεια του αφαιρεί το θάρρος. Η απόφαση και των δύο είναι στα δάκτυλα΄ ο μεν ένας χαίρεται για την αύξηση των τόκων, ο δε άλλος στενάζει για την προσθήκη των συμφορών.
Ομιλία εις μέρος του 14ου ψαλμού
και κατά των τοκιζόντων...
(Μ. Βασιλείου, Ομιλία 3η)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου