"Προ ετών, γνώρισα ένα μικρό κοριτσάκι, την Αλεξάνδρα, με κάποιας μορφής αυτισμό και εμφανή δυσκολία στην επικοινωνία. Οι ψυχολόγοι ήταν αποκαρδιωτικοί για την εξέλιξη του παιδιού. Οι γονείς δεν το άντεχαν, ιδίως η μητέρα, τρελαινόταν στη σκέψη και μόνο. Περιήλθαν διάφορους ειδικούς. Όλοι το ίδιο. Το παιδί έδειχνε να δυσκολεύεται πολύ στην επικοινωνία και την αντίληψη. Ήταν κλεισμένο στον εαυτό του. Έγινε οκτώ χρονών. Δεν το δεχόταν κανένα σχολείο. Έχασε δύο τάξεις.
Οι γονείς δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία. Ήταν κάπως αδιάφοροι, ίσως ορθολογιζόμενοι άθεοι. Δεν είχαν σχέσεις με εικόνες και καντήλια. Δήλωναν αγνωστικιστές. Κάποιοι φίλοι τους τους έπεισαν να πάνε σε έναν πνευματικό, γλυκό άνθρωπο, αληθινό ψυχολόγο.
Μέσα στην απόγνωσή τους, πήγαν και τον συνάντησαν. Ο άνθρωπος με πολλή αγάπη και γλυκύτητα τους ειρήνευσε κάπως.
-Τη λύση, τους είπε, θα τη δώσει μόνη της η Αλεξάνδρα. Αυτά τα παιδιά προσελκύουν τη χάρι του Θεού με ιδιάζοντα και ασυνήθη τρόπο. Την «αδικία» που σας έκανε ο Θεός θα βρεί τρόπο να την αποκαταστήσει ο Ίδιος.
-Μά, πάτερ, πήγαμε στους πιο ειδικούς και όχι μόνο σε έναν και δύο. Κανείς δεν μας δίνει κάποια ελπίδα. Το εξέτασαν το παιδί, το είδαν και ξαναείδαν, όλοι μας τονίζουν ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα, μια ώρα γρηγορότερα για να ηρεμήσουμε κάπως. Αλλά εγώ δεν το αντέχω, λέει η μητέρα. Δηλαδή δεν θα πάει στο σχολείο με τα άλλα παιδιά; Θα γίνει τριάντα χρονών και θα περιφέρεται σαν μια ανέκφραστη μάζα μέσα στο σπίτι;
-Πολύ καλά κάνατε και πήγατε στους επιστήμονες. Ο Θεός όμως ξέρει να διαψεύδει και τους κορυφαίους της γνώσης. Αυτοί ξέρουν τα φαινόμενα. Εκείνος παρεμβαίνει στα μυστικά. Η Αλεξάνδρα, να ξέρετε, κρύβει μέσα της ένα πλούτο που μόλις βρει τον τρόπο και τον φανερώσει, θα θαυμάσετε όχι μόνο το παιδί αλλά και τον Θεό. Αυτά τα παιδιά τα αγαπάει διπλά ο Θεός, απάντησε ο ιερέας και σιώπησε. Εσείς να επιμένετε να βρείτε σχολείο για να πάει. Ρωτήστε, πιέστε, διαμαρτυρηθείτε με ευγένεια. Κάτι τελικά θα γίνει.
Πράγματι, ύστερα από πολλές απογοητεύσεις και απορρίψεις, συναντούν μια νεαρή ψυχολόγο, η οποία δείχνει ενδιαφέρον για την περίπτωση, όσο κανείς άλλος. Μέσα στο γραφείο υπάρχουν βιβλία, μολύβια, ένα σωρός αντικείμενα. Υπάρχει και μία εικόνα της Παναγίας. Το κορίτσι περιφρονεί τα πάντα και πλησιάζει την εικόνα προσπαθώντας να τη χαϊδέψει. Είναι κοντό και δεν φτάνει. Επιμένει. Πλησιάζει η ψυχολόγος και το σηκώνει στα χέρια της. Αυτό απλώνει το χεράκι του και με χαρακτηριστική τρυφερότητα θωπεύει την εικόνα. Σε λίγο, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως, η μικρή Αλεξάνδρα προσέχει τον σταυρό στο στήθος της κοπέλας, που την κρατάει στην αγκαλιά, και θέλει να παίξει με αυτόν. Σκύβει και τον φιλάει. Ποτέ δεν είχε δει στο σπίτι της εικόνα και φυσικά δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένη με ασπασμούς σταυρών και εκκλησιαστικών αντικειμένων. Όλο αυτό αιφνιδιάζει τους γονείς, οι οποίοι και εκφράζουν την απορία τους. Η ψυχολόγος υποδουλώθηκε στην αγάπη της Αλεξάνδρας. Την κατέκτησε.
Με τη βοήθειά της, ύστερα από δύο χρόνια βρίσκεται ειδικό σχολείο που την δέχεται δοκιμαστικά. Με την πολλή της αγάπη, η ψυχολόγος αναδεικνύει τα κρυμμένα χαρίσματά της. Η Αλεξάνδρα ξαφνιάζει με τις ικανότητές της. Κερδίζει τη συμπάθεια όλων ανεξαιρέτως. Οι γονείς ζητούν να περάσει από tests, μήπως και κερδίσει καμία τάξη. Δίνει εξετάσεις και πράγματι εντυπωσιάζει. Σε τρεις μήνες είναι σαφώς καλύτερη από όλους τους συμμαθητές της. Είναι από τους πρώτους. Μεταπηδάει σε κανονικό σχολείο. Έχει τρομακτική μνήμη. Θυμάται τις πρωτεύουσες όλων των χωρών. Μαθαίνει Αγγλικά και Γαλλικά, που όλοι τρίβουν τα μάτια τους. Δυσκολεύεται στα Μαθηματικά. Είναι όμως καταπληκτική στην ανάγνωση και την ορθογραφία. Δεν κάνει λάθη. Ζωγραφίζει εξαιρετικά και επινοητικά. Δεν αντιγράφει. Και κυρίως είναι ένα εξαίρετο και ταπεινό παιδάκι. Όλοι τη λατρεύουν και παίζουν μαζί της. Μερικά παιδιά βλέπουν τη διαφορετικότητά της και την προκαλούν. Αυτή μπερδεύεται, αλλά δείχνει να συγχωρεί αμέσως. Το χόμπυ της, η Εκκλησία και τα τροπάρια. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι νοιώθει μέσα της.
Ο ευλαβής ιερέας μου εξομολογείται:
-Αυτό το παιδάκι έχει κάτι το μοναδικό. Εγώ όποτε έχω πρόβλημα αξεπέραστο, όποτε οι πιστοί μου ζητούν για κάτι μεγάλο να προσευχηθώ, ζητώ από την Αλεξάνδρα να κάνει την προσευχούλα της. Και μην ξενίζεσαι, την ακούει ο Θεός, όπως ακούει τους αγίους. Υπάρχουν άρρωστοι για τους οποίους προσεύχεται, για ζευγάρια που δεν έχουν παιδιά, για ανθρώπους που ταλαιπωρούνται ψυχολογικά. Της δίνω τα ονόματα, της εξηγώ απλά το περιστατικό για να μην στενοχωρηθεί πολύ, είναι πολύ συμπονετική, -αυτή προσεύχεται και ο Θεός απαντά.
Αυτός ο θησαυρός, αν υπήρχε η διαγνωστική δυνατότητα και είχε προηγηθεί κάποιος έλεγχος προγεννητικά, δεν θα υπήρχε. Ο κόσμος μας σίγουρα θα ήταν πιο φτωχός σε αποδείξεις της πτώσεώς του. Θα ήταν όμως και πολύ πιο φτωχός σε φανερώσεις της χάριτος του Θεού. Η παρουσία της μικρής Αλεξάνδρας δίνει πόνο, αλλά προσφέρει τόση χάρι στον πονεμένο κόσμο μας. Και κυρίως παρουσιάζει την υποψία κάποιου Θεού, αρκετά διαφορετικού από τον ανθρώπινο που φανταζόμαστε και φυσικά δεν υπάρχει.
Κάθε τέτοιο άρρωστο παιδάκι δεν έρχεται στον κόσμο για να αγανακτούμε και για να ταλαιπωρούμαστε. Το καθένα έχει τον λόγο του και τη μυστική φωνή του. Σε μας μένει η προσφορά της αγάπης, το «αλλήλων τα βάρη βαστάζειν», η εμπειρία της κοινής ταπείνωσης –ότι δεν είμαστε και τόσο δυνατοί και σπουδαίοι, όσο νομίζουμε – και η προσπάθεια να απαλύνουμε το βάρος του και να κατανοήσουμε τη γλώσσα του. Τα παιδιά αυτά μιλούν καλύτερα τη γλώσσα του Θεού..."
Οι γονείς δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία. Ήταν κάπως αδιάφοροι, ίσως ορθολογιζόμενοι άθεοι. Δεν είχαν σχέσεις με εικόνες και καντήλια. Δήλωναν αγνωστικιστές. Κάποιοι φίλοι τους τους έπεισαν να πάνε σε έναν πνευματικό, γλυκό άνθρωπο, αληθινό ψυχολόγο.
Μέσα στην απόγνωσή τους, πήγαν και τον συνάντησαν. Ο άνθρωπος με πολλή αγάπη και γλυκύτητα τους ειρήνευσε κάπως.
-Τη λύση, τους είπε, θα τη δώσει μόνη της η Αλεξάνδρα. Αυτά τα παιδιά προσελκύουν τη χάρι του Θεού με ιδιάζοντα και ασυνήθη τρόπο. Την «αδικία» που σας έκανε ο Θεός θα βρεί τρόπο να την αποκαταστήσει ο Ίδιος.
-Μά, πάτερ, πήγαμε στους πιο ειδικούς και όχι μόνο σε έναν και δύο. Κανείς δεν μας δίνει κάποια ελπίδα. Το εξέτασαν το παιδί, το είδαν και ξαναείδαν, όλοι μας τονίζουν ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα, μια ώρα γρηγορότερα για να ηρεμήσουμε κάπως. Αλλά εγώ δεν το αντέχω, λέει η μητέρα. Δηλαδή δεν θα πάει στο σχολείο με τα άλλα παιδιά; Θα γίνει τριάντα χρονών και θα περιφέρεται σαν μια ανέκφραστη μάζα μέσα στο σπίτι;
-Πολύ καλά κάνατε και πήγατε στους επιστήμονες. Ο Θεός όμως ξέρει να διαψεύδει και τους κορυφαίους της γνώσης. Αυτοί ξέρουν τα φαινόμενα. Εκείνος παρεμβαίνει στα μυστικά. Η Αλεξάνδρα, να ξέρετε, κρύβει μέσα της ένα πλούτο που μόλις βρει τον τρόπο και τον φανερώσει, θα θαυμάσετε όχι μόνο το παιδί αλλά και τον Θεό. Αυτά τα παιδιά τα αγαπάει διπλά ο Θεός, απάντησε ο ιερέας και σιώπησε. Εσείς να επιμένετε να βρείτε σχολείο για να πάει. Ρωτήστε, πιέστε, διαμαρτυρηθείτε με ευγένεια. Κάτι τελικά θα γίνει.
Πράγματι, ύστερα από πολλές απογοητεύσεις και απορρίψεις, συναντούν μια νεαρή ψυχολόγο, η οποία δείχνει ενδιαφέρον για την περίπτωση, όσο κανείς άλλος. Μέσα στο γραφείο υπάρχουν βιβλία, μολύβια, ένα σωρός αντικείμενα. Υπάρχει και μία εικόνα της Παναγίας. Το κορίτσι περιφρονεί τα πάντα και πλησιάζει την εικόνα προσπαθώντας να τη χαϊδέψει. Είναι κοντό και δεν φτάνει. Επιμένει. Πλησιάζει η ψυχολόγος και το σηκώνει στα χέρια της. Αυτό απλώνει το χεράκι του και με χαρακτηριστική τρυφερότητα θωπεύει την εικόνα. Σε λίγο, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως, η μικρή Αλεξάνδρα προσέχει τον σταυρό στο στήθος της κοπέλας, που την κρατάει στην αγκαλιά, και θέλει να παίξει με αυτόν. Σκύβει και τον φιλάει. Ποτέ δεν είχε δει στο σπίτι της εικόνα και φυσικά δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένη με ασπασμούς σταυρών και εκκλησιαστικών αντικειμένων. Όλο αυτό αιφνιδιάζει τους γονείς, οι οποίοι και εκφράζουν την απορία τους. Η ψυχολόγος υποδουλώθηκε στην αγάπη της Αλεξάνδρας. Την κατέκτησε.
Με τη βοήθειά της, ύστερα από δύο χρόνια βρίσκεται ειδικό σχολείο που την δέχεται δοκιμαστικά. Με την πολλή της αγάπη, η ψυχολόγος αναδεικνύει τα κρυμμένα χαρίσματά της. Η Αλεξάνδρα ξαφνιάζει με τις ικανότητές της. Κερδίζει τη συμπάθεια όλων ανεξαιρέτως. Οι γονείς ζητούν να περάσει από tests, μήπως και κερδίσει καμία τάξη. Δίνει εξετάσεις και πράγματι εντυπωσιάζει. Σε τρεις μήνες είναι σαφώς καλύτερη από όλους τους συμμαθητές της. Είναι από τους πρώτους. Μεταπηδάει σε κανονικό σχολείο. Έχει τρομακτική μνήμη. Θυμάται τις πρωτεύουσες όλων των χωρών. Μαθαίνει Αγγλικά και Γαλλικά, που όλοι τρίβουν τα μάτια τους. Δυσκολεύεται στα Μαθηματικά. Είναι όμως καταπληκτική στην ανάγνωση και την ορθογραφία. Δεν κάνει λάθη. Ζωγραφίζει εξαιρετικά και επινοητικά. Δεν αντιγράφει. Και κυρίως είναι ένα εξαίρετο και ταπεινό παιδάκι. Όλοι τη λατρεύουν και παίζουν μαζί της. Μερικά παιδιά βλέπουν τη διαφορετικότητά της και την προκαλούν. Αυτή μπερδεύεται, αλλά δείχνει να συγχωρεί αμέσως. Το χόμπυ της, η Εκκλησία και τα τροπάρια. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι νοιώθει μέσα της.
Ο ευλαβής ιερέας μου εξομολογείται:
-Αυτό το παιδάκι έχει κάτι το μοναδικό. Εγώ όποτε έχω πρόβλημα αξεπέραστο, όποτε οι πιστοί μου ζητούν για κάτι μεγάλο να προσευχηθώ, ζητώ από την Αλεξάνδρα να κάνει την προσευχούλα της. Και μην ξενίζεσαι, την ακούει ο Θεός, όπως ακούει τους αγίους. Υπάρχουν άρρωστοι για τους οποίους προσεύχεται, για ζευγάρια που δεν έχουν παιδιά, για ανθρώπους που ταλαιπωρούνται ψυχολογικά. Της δίνω τα ονόματα, της εξηγώ απλά το περιστατικό για να μην στενοχωρηθεί πολύ, είναι πολύ συμπονετική, -αυτή προσεύχεται και ο Θεός απαντά.
Αυτός ο θησαυρός, αν υπήρχε η διαγνωστική δυνατότητα και είχε προηγηθεί κάποιος έλεγχος προγεννητικά, δεν θα υπήρχε. Ο κόσμος μας σίγουρα θα ήταν πιο φτωχός σε αποδείξεις της πτώσεώς του. Θα ήταν όμως και πολύ πιο φτωχός σε φανερώσεις της χάριτος του Θεού. Η παρουσία της μικρής Αλεξάνδρας δίνει πόνο, αλλά προσφέρει τόση χάρι στον πονεμένο κόσμο μας. Και κυρίως παρουσιάζει την υποψία κάποιου Θεού, αρκετά διαφορετικού από τον ανθρώπινο που φανταζόμαστε και φυσικά δεν υπάρχει.
Κάθε τέτοιο άρρωστο παιδάκι δεν έρχεται στον κόσμο για να αγανακτούμε και για να ταλαιπωρούμαστε. Το καθένα έχει τον λόγο του και τη μυστική φωνή του. Σε μας μένει η προσφορά της αγάπης, το «αλλήλων τα βάρη βαστάζειν», η εμπειρία της κοινής ταπείνωσης –ότι δεν είμαστε και τόσο δυνατοί και σπουδαίοι, όσο νομίζουμε – και η προσπάθεια να απαλύνουμε το βάρος του και να κατανοήσουμε τη γλώσσα του. Τα παιδιά αυτά μιλούν καλύτερα τη γλώσσα του Θεού..."
Από το βιβλίο:
«Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου