Πάντα τέτοια εποχή, δηλαδή "φιλιά και δακρυγόνα στο τέλος του χειμώνα" ή στερνές μέρες του Φλεβάρη που αυτή τις προσμετρά (με τα ανέκαθεν αυθαιρετούντα μαθηματικά της) ως πρώιμες του Μάρτη, έβγαζε από την καρδιά της εκείνα τα μικρά βελούδινα κουρελάκια σε κόκκινο πορφυρούν.
Τα άπλωνε στους δρόμους που πέρασε κάποτε, στα φιλιά που έκλεψε ή όχι, στα τραγούδια που δεν τραγούδησε ποτέ, στα λόγια εκείνων που έχουν πια ταυτότητα Παραδείσου, στα μέλια που χύθηκαν στις γωνιές της και έκτοτε την σώζουν σε εποχές άφατης πικρίας, όπως ετούτη που διερχόμεθα χρόνια τώρα.
Φέτος τα μικρά της πορφυρά κουρέλια ξέφυγαν ένα βράδυ πριν προλάβει να ονειρευτεί και το πρωί τα βρήκε ανάσες αγαπημένων, απλωμένες στο παλιό σπίτι. Εκεί όπου η μάνα της πήγε νιόπαντρη, εκεί όπου πήγαν και την ίδια κατσιασμένο μωρό μιας δύσκολης γέννας μετά την κλινική, εκεί όπου έφερε ο παπάς την κολυμπήθρα και την βάφτισαν -μια συνηθισμένη μέρα που ο πατέρας της πήγε στη δουλειά και γύρισε και την βρήκε βαφτισμένη, μυρωμένη, έτοιμη Χριστιανή-.
Δεν ήταν ούτε όμορφο, ούτε άσχημο αυτό το σπίτι. Ήταν απλά η οικία όπου τα χνώτα των προπατόρων είχαν ποτίσει τους τοίχους με υποθήκες, όπου είχε πεθάνει ο παππούς στα τριάντα τόσα του, είχε θρηνήσει η ωραία Ελένη η γιαγιά της, είχε πεινάσει ο πατέρας και η αδελφή του, είχε έρθει έρωτας και γαμπρός ο Μιλτιάδης ο Σμυρνιός θείος της (κιμπάρης, λεβέντης και γλεντζές) και στο υπόγειό του είχε κάποτε κρυφτεί ο μπαρμπα Γιάννης ο αδελφός της γιαγιάς, που τον κυνηγούσαν (δεν ξέρει ούτε ποιός, ούτε γιατί).
Είναι λίγο διαφορετικό τώρα το σπίτι καθώς το πλήγωσαν η εξέλιξη (να μικρύνουμε την αυλή για να χτίσουμε μαγαζί για να έχουμε ένα νοίκι ), τα κληρονομικά αλλά -το κυριότερο- αυτοί που τόλμησαν και πέθαναν πριν προλάβουν οι επίγονοι να γίνουν αρκούντως τρυφεροί.....
Η θειά της που έμεινε εκεί (όταν η δική της οικογένεια έχτισε αλλού), η θειά όπου πήγαινε και διάβαζε το "Ρομάντσο" ή ονειρευόταν καθήμενη στα σκαλιά της κυρίας εισόδου με τις ώρες δίχως τον έλεγχο της νομιμοφρόνου μητρός της, αυτή η θειά ήταν η τελευταία που πέθανε πριν καναδυό χρόνια και έκτοτε το σπίτι κλειδώθηκε, κακήν κακώς. Είχε προηγηθεί βέβαια ο θάνατος του Μιλτιάδη και μαζί του είχαν φύγει το γέλιο, οι πλάκες του βινυλίου και η μυρωδιά του κρασιού και του αρσενικού.
Με την τελευταία αναχώρηση χάθηκαν και οι βραδιές με τις σιγανές κουβέντες κάτω από την ακακία, σπολάτι πήγαν και όσα ειπώθηκαν από τις γυναίκες και τα κράτησαν μυστικά οι αρχαίες τριανταφυλλιές.
Χθες έστειλε τον άντρα της να κλαδέψει τα φυτά και να καθαρίσει την αυλή "μην μας κάνει και καμιά μήνυση ο Δήμος" είπε.
Εκείνο που εννοούσε όμως ήταν πως ήθελε να είναι ανοιχτωσιά για να μπορεί να βλέπει τα βελούδινα πορφυρά κουρελάκια της απορφανισμένης τρυφερής της μνήμης, κρεμασμένα στην γκρεμισμένη βρύση, στην μεγάλη πέτρα που ο παππούς είχε φέρει από την πατρίδα για να θυμάται και την είχαν βάλει σκαλοπάτι και στα κάγκελα όπου θεωρεί πως ανυπερθέτως τα ξημερώματα συγκεντρώνονται όλα τα αγαπημένα και δακρυσμένα τούτης της οικίας.....
" Θα σας ονειρευτώ ένα βράδυ" μουρμούρισε υποσχετικά και τα βελούδα της καρδιάς της μετακινήθηκαν ευγνωμόνως και αυτό την πόνεσε βαθιά, σαν απόλυτος έρωτας....
Όσοι έζησαν στο σπίτι την κοίταζαν, όσα έζησε στο σπίτι την ευλογούσαν και κείνη έκλαιγε το κλάμα κάθε Άνοιξης, κάθε χαμού, κάθε προσφυγιάς που την σημάδεψε.
Το κόκκινο βελούδο έγινε πάλι αίμα και έρεε γοητευτικό, περήφανο και με αργή ροή, όπως αξίζει στο πορφυρό μιας αυλαίας που πέφτει γιατί "αυτό έτσι είναι"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου