Ξημερώνοντας η γιορτή σου, η νύχτα έκαιγε (λες τους δικούς σου πόνους φορτωμένη) και στις λιγοστές γειτονιές που απέμειναν να φυλάνε Θερμοπύλες ανάμνησης και ανθρωπιάς, οι άνθρωποι καθόταν στις αυλές σαν να σε περίμεναν...
Εγώ πήγα στην αγρυπνία, στην στολισμένη σου εικόνα, στο χαμόγελό σου που όλα τα σκέπαζε στο ναό και χαμήλωνε τον δείκτη δυσφορίας από την ζέστη και την υγρασία αλλά κυρίως από τα άνομα και τα παράνομα του καθενός μας.
Σχεδόν σκοτάδι -μόνο τα καντηλάκια- , παράφωνος παπάς, το όμοιον και οι ψάλτες αλλά τίποτε δεν ενοχλούσε απόψε. Είχαμε έρθει για σένα και συ μας αντάμειψες με γαλήνη κλεμμένη από τον ουρανό, όπως παίρνεις κρυφά ένα κομμάτι καλό φαγητό από επίσημο τραπέζι για να το πας σ'αυτούς που αγαπάς....
Μας έφερες και τον Παπαδιαμάντη -ως ύφος και ήθος-για παραστάτη και συ ο ίδιος πηγαινοερχόσουν (και το νιώθαμε) από την Σουρωτή στις πολλές εκκλησιές που αγρυπνούσαν στη μνήμη σου, στην γιορτή σου, στην γιορτή ..μας, τελικά!
Ψηλός, αδύνατος και λίγο γερτός, υπομειδιών, περίφροντις για τον κόσμο, ανυπόμονος για τον Παράδεισο, ευωδιάζοντας τα λιβάνια που έκαψες σε όλη σου την ζωή για τους Φίλους Αγίους έσερνες τα τρύπια σου υποδήματα στον σολέα και αθέατος αλλά τόσο γλυκά παρών έπαιζες με τις βεντάλιες των κυριών, χάιδευες απαλά τα κεφάλια των προσδοκούντων πιστών, ευλόγησες το αντίδωρο, άναψες ένα κερί για μας, έσβησες ένα άλλο που είχε λιώσει και αναχώρησες....
Και όμως ήσουν τόσο πολύ εδώ: Στους ανθρώπους που δεν έλεγαν να φύγουν με το τέλος της θείας λειτουργίας αλλά βγήκαν στην αυλή του ναού και καθισμένοι στα παγκάκια, έτρωγαν το αντίδωρο απαλά και σεβαστικά σαν να κατάπιναν έρωτα τρυφερό που δεν ήθελαν να τον πονέσουν ή να τον φοβίσουν και να τους φύγει ή σαν να κατέλυαν έγνοιες και πόνους και ήθελαν να το κάνουν αθόρυβα για να μην ξυπνήσουν τα πάθη και πονέσει το μέσα τους.
Ήσουν εσύ στην αγάπη που κυλούσε από εντός μας απαλά και έφτανε στους αγνώστους που έλεγαν προσευχές δίπλα μας, στην εξοχή που ταξιδεύαμε μεταμεσονύκτια ενώ απλά επιστρέφαμε σπίτι, στα λόγια που ψιθυρίζαμε και είχαν τ'όνομά σου, στις εικόνες που βλέπαμε στα φώτα των αντικρινών αυτοκινήτων και ήταν η μορφή σου....
Ήσουν εσύ και σ' ευχαριστούμε που ήσουν!
Τα άλαλα και τα μπάλαλα της ζωής μας τα ξέρεις. Κομπόδεσέ τα, σε παρακαλούμε, στο μαντήλι σου και κει που πορεύεσαι -στον δρόμο ουρανός-γη- πέταξέ τα σε βαθύ γκρεμό να μην εμποδίζουν πια τις ζωές μας ν'ανέβουν ή αν δεν υπάρχει στον δρόμο αυτό γκρεμός, βάλτα να καούν στις φωτιές που ζεσταίνουν τους αγίους που σπεύδουν σε βοήθεια των ανθρώπων ή αν και φωτιές δεν καίνε, κάνε τα ό,τι θέλεις αλλά ας μείνουν μακριά μας, έξω απ'την αυλή μας, από το σπίτι, από την ψυχή, από την πατρίδα, από τον δρόμο που βγάζει στο υπέροχο Αλλού, απ' όπου μας ήρθες απόψε.
Και να μας συγχωρείς που δεν υπήρξαμε ούτε απόψε αντάξιοι σου και που προδώσαμε την Αγάπη.
Αλλά έχω ένα μυστικό να σου φανερώσω: Πίσω από τις βεντάλιες κλαίγαμε. Μετράει;
Εγώ πήγα στην αγρυπνία, στην στολισμένη σου εικόνα, στο χαμόγελό σου που όλα τα σκέπαζε στο ναό και χαμήλωνε τον δείκτη δυσφορίας από την ζέστη και την υγρασία αλλά κυρίως από τα άνομα και τα παράνομα του καθενός μας.
Σχεδόν σκοτάδι -μόνο τα καντηλάκια- , παράφωνος παπάς, το όμοιον και οι ψάλτες αλλά τίποτε δεν ενοχλούσε απόψε. Είχαμε έρθει για σένα και συ μας αντάμειψες με γαλήνη κλεμμένη από τον ουρανό, όπως παίρνεις κρυφά ένα κομμάτι καλό φαγητό από επίσημο τραπέζι για να το πας σ'αυτούς που αγαπάς....
Μας έφερες και τον Παπαδιαμάντη -ως ύφος και ήθος-για παραστάτη και συ ο ίδιος πηγαινοερχόσουν (και το νιώθαμε) από την Σουρωτή στις πολλές εκκλησιές που αγρυπνούσαν στη μνήμη σου, στην γιορτή σου, στην γιορτή ..μας, τελικά!
Ψηλός, αδύνατος και λίγο γερτός, υπομειδιών, περίφροντις για τον κόσμο, ανυπόμονος για τον Παράδεισο, ευωδιάζοντας τα λιβάνια που έκαψες σε όλη σου την ζωή για τους Φίλους Αγίους έσερνες τα τρύπια σου υποδήματα στον σολέα και αθέατος αλλά τόσο γλυκά παρών έπαιζες με τις βεντάλιες των κυριών, χάιδευες απαλά τα κεφάλια των προσδοκούντων πιστών, ευλόγησες το αντίδωρο, άναψες ένα κερί για μας, έσβησες ένα άλλο που είχε λιώσει και αναχώρησες....
Και όμως ήσουν τόσο πολύ εδώ: Στους ανθρώπους που δεν έλεγαν να φύγουν με το τέλος της θείας λειτουργίας αλλά βγήκαν στην αυλή του ναού και καθισμένοι στα παγκάκια, έτρωγαν το αντίδωρο απαλά και σεβαστικά σαν να κατάπιναν έρωτα τρυφερό που δεν ήθελαν να τον πονέσουν ή να τον φοβίσουν και να τους φύγει ή σαν να κατέλυαν έγνοιες και πόνους και ήθελαν να το κάνουν αθόρυβα για να μην ξυπνήσουν τα πάθη και πονέσει το μέσα τους.
Ήσουν εσύ στην αγάπη που κυλούσε από εντός μας απαλά και έφτανε στους αγνώστους που έλεγαν προσευχές δίπλα μας, στην εξοχή που ταξιδεύαμε μεταμεσονύκτια ενώ απλά επιστρέφαμε σπίτι, στα λόγια που ψιθυρίζαμε και είχαν τ'όνομά σου, στις εικόνες που βλέπαμε στα φώτα των αντικρινών αυτοκινήτων και ήταν η μορφή σου....
Ήσουν εσύ και σ' ευχαριστούμε που ήσουν!
Τα άλαλα και τα μπάλαλα της ζωής μας τα ξέρεις. Κομπόδεσέ τα, σε παρακαλούμε, στο μαντήλι σου και κει που πορεύεσαι -στον δρόμο ουρανός-γη- πέταξέ τα σε βαθύ γκρεμό να μην εμποδίζουν πια τις ζωές μας ν'ανέβουν ή αν δεν υπάρχει στον δρόμο αυτό γκρεμός, βάλτα να καούν στις φωτιές που ζεσταίνουν τους αγίους που σπεύδουν σε βοήθεια των ανθρώπων ή αν και φωτιές δεν καίνε, κάνε τα ό,τι θέλεις αλλά ας μείνουν μακριά μας, έξω απ'την αυλή μας, από το σπίτι, από την ψυχή, από την πατρίδα, από τον δρόμο που βγάζει στο υπέροχο Αλλού, απ' όπου μας ήρθες απόψε.
Και να μας συγχωρείς που δεν υπήρξαμε ούτε απόψε αντάξιοι σου και που προδώσαμε την Αγάπη.
Αλλά έχω ένα μυστικό να σου φανερώσω: Πίσω από τις βεντάλιες κλαίγαμε. Μετράει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου