του Διονύση Μακρῆ
-Πώς καὶ πὼς περιμένω, ρὲ φίλε νὰ φθάσουν τὰ Χριστούγεννα!-Μὴν μοῦ πεῖς πὼς ξαφνικὰ ἔγινες καλὸς Χριστιανός, γιατί θὰ τρελαθῶ…
-Ὄχι, ὄχι μακρυὰ ἀπὸ μένα αὐτὲς οἱ ἀνοησίες. Στὸ λέω γιὰ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ καμιὰ ἐπιπλέον οἰνοποσία.
-Καλὰ καὶ περιμένεις τὰ Χριστούγεννα; Ποιὸς μᾶς ἐμποδίζει νὰ τὸ ρίξουμε ἀπὸ τώρα λίγο ἔξω!
-Δὲν ξέρω ρὲ φίλε ἀλλὰ τὴν οἰνοποσία τὸ διάστημα τῶν Χριστουγέννων τὴν νιώθω πιὸ εὐχάριστα, σὰν νὰ εἶναι πιὸ γευστικὸ τὸ ποτό! Μὲ τραβάει περισσότερο τὸ μπαράκι.
-Τώρα ποὺ τὸ λὲς καὶ ἐγὼ ἔτσι νιώθω. Περίεργα πράγματα. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες αὐξάνεται ἡ θλίψη καὶ μέσα στὴ σκέψη μου διογκώνονται ὅλα τὰ προβλήματα.
-Χειμώνας φίλε μου. Καταχνιὰ κρύο, ἐρημιά! Ἡ φύση εἶναι ποὺ μᾶς τὰ δημιουργεῖ γιατί καὶ ἐγὼ τὰ ἴδια περνάω. Νὰ γιατί τρελαίνομαι γιὰ καλοκαίρι…
-Θυμᾶσαι, Νίκο, τὸν Ἀποστόλη;
-Ποιὸν αὐτὸν ποὺ ξέκοψε ἀπὸ τὴν παρέα μας καὶ δὲν μάθαμε ποτὲ τὸ γιατί;
-Ναὶ αὐτόν. Τὸν εἶδα προχθὲς παντελῶς ἀλλαγμένο. Τὸν εἶχα δεῖ καὶ πέρυσι τὰ Χριστούγεννα καὶ εἶχα παραξενευτεῖ. Ὁ ἄνθρωπος λὲς καὶ ἔπαιρνε ληγμένα φάρμακα. Ἔλαμπε ὁλόκληρος. Χαμογελοῦσε. Φοὺλ εὐτυχία, σοῦ λέω.
-Τί μοῦ λές; Κέρδισε κανένα λαχεῖο ἢ πῆρε καμιὰ βαρβάτη κληρονομιά καί ἔριξε πέτρα!
-Ὄχι ρὲ Νίκο! Ἀκολούθησε, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνα ἀπόγευμα τὴν γυναίκα του γιατί νόμιζε ὅτι τὸν ἀπατάει.
-Καὶ τί ἀποκάλυψε;
-Ἡ γυναίκα του πήγαινε σὲ μία συγκέντρωση ποὺ ἔκανε ἕνας παπάς, μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Μιλοῦσαν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ συναφῆ μὲ τὴν πίστη. Ὁ Ἀποστόλης νόμιζε ἀρχικὰ ὅτι ἡ γυναίκα του ἐκεῖ συναντιέται μὲ τὸ «φίλο» της καὶ κάθισε πίσω ἀπὸ μία κολόνα γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει.
-Καὶ τί ἀνακάλυψε πές μου, μὴν μὲ κρατᾶς σὲ ἀγωνία.
-Τίποτε τὸ σπουδαῖο. Κάτι ἀλλόκοτα μοῦ εἶπε. Πιθανὸν νὰ μὲ κορόιδευε καὶ δὲν ἔδωσα σημασία.
-Τί ἀλλόκοτα, θὰ μὲ τρελάνεις!
-Νὰ ἀπὸ ὅτι θυμᾶμαι ἔλεγε πὼς ὁ παπὰς ἐξιστοροῦσε μία ἱστορία γιὰ κάποιον ποὺ ξέπεσε ἀπὸ τὴν πίστη καὶ βασανίζεται. Καὶ πὼς ὄχι μόνο βασανίζεται ὁ ἴδιος ἀλλὰ πληγώνει καὶ τὴν οἰκογένειά του, σπαταλώντας τὰ χρήματά του σὲ ἀνούσια πράγματα, ὅπως ἡ οἰνοποσία. Αὐτὸς νόμιζε πὼς τὰ ἔλεγε γι’ αὐτόν. Εἶπε κι ἄλλα πράγματα ὁ παπὰς ποὺ συγκλόνισαν τὸν Ἀποστόλη.
-Καὶ τελικά…
-Ἡ κατάληξη ἦταν νὰ ζητήσει ἀπὸ τὴ γυναίκα του νὰ τοῦ κλείσει ἕνα ραντεβοὺ μὲ τὸν παπά.
-Τί τὸν ἤθελε;
-Ἤθελε νὰ διερευνήσει ἂν τοῦ εἶχε πεῖ κάτι ἡ γυναίκα του καὶ τὸν ἀναγνώρισε μόλις τὸν εἶδε καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνει ρόμπα μιλοῦσε σὲ τρίτο πρόσωπο.
-Κλείστηκε τὸ ραντεβού;
-Ναί, πῆγε.
-Καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ παπάς;
-Κατ’ ἀρχὴν διαπίστωσε πὼς δὲν τὸν γνώριζε. Μίλησαν ἀρκετὴ ὥρα. Καὶ μοῦ εἶπε, τὸ ἀλλόκοτο. Ὅτι δῆθεν ὁ παπὰς αὐτὸς ξεκλείδωσε τὴν καρδιά του μὲ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν καλοσύνη του. Καὶ ὄχι μόνο τὴν ξεκλείδωσε ἀλλὰ ἐπιπλέον τοῦ «ἔβγαλε» πράγματα ἀπὸ μέσα του ποὺ τὸν βάραιναν χρόνια. Κι αὐτὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὴν ἀσυδοσία καὶ οἰνοποσία.
-Πέτυχε μᾶλλον σὲ «κλειδαρὰ» παπά!
-Δὲν ξέρω ἂν ἦταν «κλειδαρὰς» πρὶν γίνει παπάς. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ὁ Ἀποστόλης ἔγινε ἀπὸ τότε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἀκόμη καὶ στὸ μαγαζὶ του ὅλα πᾶνε ρολόι...
(Διαβάστε τη συνέχεια στα Σημεία Καιρών...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου