Θα ‘χεις κουραστεί απ’ τη μέρα: σχολείο, λίγο διάβασμα, κολυμβητήριο κι ατέλειωτο το πήγαιν’ έλα μέσα στο αμάξι της μαμάς, στην κίνηση των δρόμων.
Θα ‘χεις ξεχάσει μες στον ύπνο σου την Κυριακή που πέρασες παρέα μ’ άλλους πολλούς, φορώντας πρώτη σου φορά στους ώμους μια σημαία που σου αγόρασε ο μπαμπάς απ’ τη γωνία, γιατί ήθελες κι εσύ μία.
Θα ‘χεις ξεχάσει πόσο σ’ έτσουζαν τα μάτια σου και έβηχες – χωρίς να ξέρεις γιατί βήχεις.
Έβηχες πολύ, εσύ κι οι άλλοι, οι πολλοί.
Πέρασε, αλήθεια, μα θυμάσαι πόση αγωνία είχανε τα μάτια της μαμάς ώσπου να φτάσετε στο σπίτι.
Από την Κυριακή σταμάτησες να παίζεις στο ίντερνετ εκείνα τα παιχνίδια με τους καλούς και δυνατούς που πάντοτε νικάνε τους κακούς.
Γιατί μπερδεύτηκες κι εσύ, κι εγώ μπερδεύτηκα, παιδάκι μου, μαζί σου.
Κι απάντηση δεν είχα να σου δώσω σαν μου είπες: «Εμείς καθόμασταν γι’ ασφάλεια κοντά στους αστυνόμους, κι αυτοί μας έριξαν τα χημικά».
Και άρχισες κι εσύ, κι εγώ να ψάχνουμε μαζί, ποιοι να ‘ναι οι καλοί σ’ ετούτο το παιχνίδι.
Μα απόψε, θα κοιμάσαι ήσυχα, παιδάκι μου.
Στο όνειρό σου θα καλπάζει ο καβαλάρης ο αρχαίος, ο Αλέξανδρος, και ο άλλος, ο Άγιος, ο Δημήτριος και θα σου τραγουδούν μαζί ένα τραγούδι που άκουσες την Κυριακή και σ’ άρεσε. Κι εγώ, παιδάκι μου, θα σε προσέχω, μην ξυπνήσεις μέσα στη νύχτα.
Μην ξυπνήσεις και δεις μες στη νύχτα δουλειές που μονάχα τη νύχτα συμβαίνουν.
Μη δεις το παγωμένο χρήμα να νικά τη ματωμένη αλήθεια, το ψέμα να πανηγυρίζει, τη μικρή λέξη με τα τρία γράμματα να σβήνει τόμους ιστορίας, μη δεις τον καλό να γίνεται κακός, κι ακόμα… προδότης!
Μην ξυπνήσεις μες στη νύχτα κι ακούσεις τον Αλέξανδρο να κλαίει, το Βουκεφάλα ν’ αφηνιάζει και τη γοργόνα να ρωτά: «Ζει; Η ψυχή των Ελλήνων ζει;»
Μη δεις τον Άγιο τον Καβαλάρη να ιδρώνει μες στην ασημένια του τη λάρνακα γιατί θα είναι δάκρυα αιώνια, μυρωμένα μα γεμάτα πόνο.
Θα είναι μία λόγχη ακόμα, μπηγμένη στην Αγία του πλευρά.
Μην ξυπνήσεις, παιδάκι μου, τη νύχτα κι ακούσεις την πλάκα του Παύλου να βουίζει μ’ απόγνωση, τον καπετάν Άγρα να μη γελάει άλλο πια παρά να κλαίει και το Δραγούμη να φωνάζει με απόγνωση πως δεν τη σώσαμε πια τη Μακεδονία και πάμε άσωστοι κι εμείς οι άλλοι.
Μην ξυπνήσεις, παιδάκι μου, τη νύχτα, ότι εκεί όπου την Κυριακή εσύ βρισκόσουνα, τώρα μπερδεύτηκαν καλοί με τους κακούς ξανά.
Και τη σημαία που σου πήρε ο μπαμπάς, τώρα φορά στην πλάτη της εκείνη η κοπέλα.
Θα φωνάξει αυτή απόψε, όσο μπορεί πως η Μακεδονία είναι ελληνική.
Εσύ, έχεις σχολείο αύριο.
Κοιμήσου.
Από το Άγιο Όρος ίσαμε την Αριζόνα, κάποιοι απόψε δε θα κοιμηθούν.
Θα φωνάζουν κι αυτοί στον Αφέντη Θεό, στον Άγιο Καβαλάρη για τη Μακεδονία, για τους καλούς και τους κακούς στο Σύνταγμα, για τα παιδιά με τις σημαίες, για σένα που είσαι η ελπίδα μας, παιδάκι μου.
Θα φωνάζουν απόψε στον Αφέντη Θεό, στη μαυροφόρα Μάνα Του τα παιδιά της Μακεδονίας και της Ελλάδας όλης κι από το πλάι σου εγώ, θα σε προσέχω και θα λέω στο Θεό.
Όσο μπορώ.
Αύριο το πρωί, μη με ρωτήσεις τι έγινε το βράδυ κι είμαι έτσι χάλια.
Δε θα σου πω.
Θα βάλω μες στην τσάντα σου τη σχολική μια Αλήθεια, μια Ψυχή κι ένα Θεό.
Θα βάλω στους ώμους σου τη σημαία που σου αγόρασε ο μπαμπάς απ’ τη γωνία.
Θα σε σταυρώσω και θα σε στείλω στο σχολείο σου.
Και κάθε μέρα, θα σου λέω την αλήθεια.
Και θα φωνάζω στον αφέντη μου Θεό.
Όσο μπορώ.
Ν.Β
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου