✨ Σ’ ένα χωριό, κοντά στην Αντιόχεια,
ζούσε ένα αγόρι που το λέγανε Ευφρόσυνο.
Οι γονείς του, φτωχοί
και αγράμματοι, δεν το στείλανε ποτέ στο σχολειό, του διδάξανε όμως να σέβεται
τον Θεό.
Σαν μεγάλωσε λιγάκι,
ένας θείος του καλόγερος τον επήρε στο μοναστήρι του και φρόντισε να τον βάλουν
στην κουζίνα μάγειρα.
Ήταν ένας τρόπος να
δουλεύει και να κερδίζει τη ζωή του.
Μαγείρευε, κουβαλούσε
ξύλα, φρόντιζε να μη σβήνει η φωτιά, καθάριζε τα καζάνια, έφερνε τα τρόφιμα στο
κελάρι.
Δεν καθότανε στιγμή.
Κουραστική ζωή, μα δεν
παραπονιόταν.
Μουντζουρωμένος από την
καπνιά του μαγειρειού, λιγδωμένος –δεν είχε δα και τις πολλές αλλαξιές– κι
ωστόσο πάντα πράος και γελαστός, δεχότανε χωρίς να θυμώνει τα πειράγματα των
άλλων, που συχνά ήταν σκληρά.
Ο Ευφρόσυνος δεν
κρατούσε κακία σε κανέναν κι αν καμιά φορά θλιβότανε, δεν φανέρωνε τα
συναισθήματά του.
Απορούσε μάλιστα με τη
σκληρότητα των ανθρώπων, που δε δίσταζαν να τον πληγώνουν.
Και να σκεφτεί κανείς,
πως ζούσαν σε Κοινόβιο και νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους...
[ Διαβάστε τη συνέχεια του σημερινού συναξαρίου που έχει τη μορφή ωραίου διηγήματος, από το ιστολόγιο «Το Ειλητάριον»·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου