Ὅταν εἶχαν πάει γιά πρώτη φορά ἀπεσταλμένοι κληρικοί τῶν ἁγίων ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο στήν Ἀγγλία, οἱ Ἄγγλοι ἡγεμόνες, εἶχαν ἕνα μεγάλο νυχτερινό γλέντι. Καί φυσικά ἐπειδή οἱ ἀπεσταλμένοι ἦταν ἐπίσημοι, τούς κάλεσαν νά... γλεντήσουν μαζί τους.
Οἱ Ἄγγλοι ἄρχοντες ἐνῶ ἔτρωγαν, ἔπιναν, τραγουδοῦσαν καί χόρευαν, ἔβλεπαν δίπλα τους τούς ἀπεσταλμένους κληρικούς-ἱεραποστόλους καί σκέπτονταν: «Καί τί θά μᾶς ποῦν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Τάχα ἐμεῖς δέν ἔχομε μέχρι τώρα κάποια θρησκεία; Πού τήν ἀκολουθεῖ ὁ καθένας ὅσο καί ὅπως θέλει. Τί περισσότερο θά μᾶς ποῦν»;
Γιά μιά στιγμή, ἐνῶ ἦταν σκοτάδι, καί τήν μεγάλη αἴθουσα πού διασκέδαζαν τήν φώτιζαν μερικά κεράκια, μπῆκε ἀπό τό παράθυρο, ἕνα πουλάκι. Τό ὁποῖο, πέταξε δεξιά, ἀριστερά, στριφογύρισε καί προκάλεσε τά μάτια ὅλων νά τό κοιτάζουν. Τελικά, ξαναβρῆκε τό παράθυρο καί χάθηκε μέσα στή νύχτα.
Τότε εἶπε ἕνας ἡγεμόνας:
—Μήπως ἡ ζωή μας στόν κόσμο αὐτό μοιάζει μέ τό πέταγμα αὐτοῦ τοῦ πουλιοῦ; Ἔτσι καί ἐμεῖς μπαίνομε μέσα σέ ἕνα χῶρο φτερουγᾶμε γιά λίγο -ὅσο ζοῦμε- βλέπομε ὡρισμένα πράγματα, εὐφραινόμαστε ἤ λυπόμαστε καί πενθοῦμε, καί στό τέλος ξαναφεύγομε ἀπό ἕνα ἄλλο παράθυρο. Ἔτσι δέν εἶναι καί ἡ ζωή μας; Καί μετά ποιός ξέρει τί γίνεται καί ποῦ πᾶμε; Μήπως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πού ἦλθαν, ἔχουν νά μᾶς ποῦν κάτι περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού μέχρι τώρα ξέρομε;
Τά λόγια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐνέργησαν θετικά.
Οἱ Ἄγγλοι ἄρχοντες ἄφησαν τό φαγοπότι καί τό χορό καί τέντωσαν τό ἀφτιά τους νά ἀκούσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε στόν Τιμόθεο:
—Ἔχεις ἕνα προνόμιο, Τιμόθεε. «Οἶδας ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα». Ἀπό μικρό παιδάκι ἔμαθες νά πιστεύεις, νά ἀγαπᾶς τόν Χριστό, νά ἀκοῦς τόν λόγο του.
Ποιόν λόγο του; Ἕνα λόγο πού μπορεῖ νά σέ σοφίσει. Νά σέ κάνει σοφό. Δηλαδή, συνετό, μυαλωμένο, ἔξυπνο, σέ ὅλες τίς ἐνέργειές σου. «Οἶδας τά λόγια τοῦ Θεοῦ τά δυνάμενα σοφίσαι σέ».
Για τί σκοπό; Εἰς σωτηρίαν. Καί τί σωτηρίαν; Ὄχι νά σωθεῖς ἀπό κάτι μικρό καί τιποτένιο πού σέ ἀπειλεῖ στή ζωή αὐτή. Νά μή σέ δαγκάσει ἐπί παραδείγματι τό σκυλί ἤ νά μήν παραπατήσεις στό δρόμο.
Ἀλλά «τά δυνάμενά σέ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Καί νά βρεθεῖς κοντά στό σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό στήν αἰώνια ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη σοφία, αὐτό εἶναι τό φῶς. Αὐτό εἶναι τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἔτρεξαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί γύρισαν ὅλο τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μαρτύρησαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες.
Οἱ μεγάλοι ψαράδες
Μᾶς εἶπε τό Εὐαγγέλιο ὅτι κάποια μέρα, ὅταν πρωτοβγῆκε στό κήρυγμα ὁ Χριστός, κατέβηκε στήν παραλία. Ἐκεῖ βρῆκε μερικούς ψαράδες μέσα στό καραβάκι τους, νά κοπιάζουν. Τούς λέει:
—Τί κάνετε ἐκεῖ;
—Τίποτε δέν κάναμε. Ὅλη τήν νύχτα εἴχαμε ἁπλωμένα τά δίχτυα μά οὔτε ἕνα ψαράκι δέν πιάσαμε. Τίποτε ἀπολύτως.
Τούς εἶπε ὁ Χριστός:
—Μπεῖτε πάλι στή θάλασσα. Ξαναρίχτε τό δίχτυ.
—Τέτοια ὥρα; Τοῦ λένε. Τήν νύχτα δέν πιάσαμε. Μεσημεριάτικα θά πιάσομε ψάρια; Ἀλλά, «ἐπί τῷ ρήματί σου», μιά καί τό λές, εἶπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στόν Χριστό, θά τό ξαναρίξω τό δίχτυ. Καί τό ἔριξε.
Καί μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ ἔπιασε τόσα ψάρια, πού δέν τά χωροῦσε τό καράβι. Φώναξαν καί ἄλλους ψαράδες νά βοηθήσουν καί γέμισαν δυό καράβια μέ τά ψάρια. Πού τά ἔπιασαν μέ τήν εὐλογία καί τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τότε συγκινημένος ὁ ἀπόστολος ὁ Πέτρος ἤ ἀκριβέστερα ὁ Πέτρος ἁπλά, ἀφοῦ δέν εἶχε γίνει ἀκόμη ἀπόστολος λέει στόν Χριστό:
—Σέ παρακαλῶ, Κύριε, φῦγε ἀπό τό καράβι μου, ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός. Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ κοντά μου, πού εἶσαι ἅγιος; Φῦγε νά μή μολύνεσαι μέ μένα. Κατέβα ἀπό τό καράβι μου.
Ἀλλά ἀντί ὁ Χριστός νά τοῦ ἀπαντήσει «σ’ εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπόδειξη», γιατί πραγματικά, τί δουλειά μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἅγιος μέ τούς ἁμαρτωλούς, τοῦ ἀπάντησε:
—Μή φοβᾶσαι! Ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν.
Τί ἤθελε νά τοῦ πεῖ;
Μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔψαχνε τήν θάλασσα γιά νά πιάσει ψάρια. Τί νά τά κάνει; Νά τά βάλει στό τηγάνι καί στό τσουκάλι.
Ἐρώτημα: Γιά τό καλό τους τά ἔπιανε;
Ἀπάντηση: Γιά θάνατο. Γιά τήν καταστροφή τους, γιά τήν ἀπώλειά τους.
Λέει τώρα ὁ Χριστός στόν ἀπόστολο Πέτρο:
—Μή φοβοῦ! Ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν.
Θά ἔπρεπε αὐτοστιγμεί νά σκεφτεῖ: «Χριστέ μου, τούς ἀνθρώπους θά τούς πιάνομε, γιά νά τούς ἐξοντώσομε; Μά εἶναι καλό αὐτό;
Ἀλλά δέν τό εἶπε. Δέν τό σκέφθηκε κἄν. Καί μόνο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος θέλει νά πιάσει τούς ἀνθρώπους στό δίχτυ του, ὄχι γιά τό τηγάνι, οὔτε γιά τά καζάνια τῆς αἰώνιας κόλασης, ἀλλά γιά τήν αἰώνια ζωή.
Καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἄφησε τό καράβι του καί ἀκολούθησε τόν Χριστό. Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, τί ἔμαθε κοντά στόν Χριστό;
Ἔμαθε ὅτι ὑπάρχει ἁγιωσύνη τόση –μιλᾶμε γιά τήν ἁγιωσύνη τοῦ Χριστοῦ- πού δέν μπορεῖ κανείς νά τήν φαντασθεῖ καί νά τήν ὑποψιασθεῖ. Ὅτι ὑπάρχει στόν Χριστό τόση καθαρότητα ἀπό ἁμαρτίες, πού δέν τήν ἔχουν οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε ἡ Πανάχραντη Μητέρα του, οὔτε οἱ δοῦλοι του ἐκεῖνοι πού τόν ἀκολούθησαν μέ ὅλη τους τήν καρδιά.
Καί παράλληλα κατάλαβε ὅτι αὐτός, ὁ Πανάγιος Κύριος πού εἶχε γίνει ἄνθρωπος ἦταν εὐσπλαγχνικός. Πόσο σπλαγχνικός; Τόσο ὥστε νά συγχωρεῖ ληστές, πόρνες, μοιχαλίδες, καί νά τούς καλεῖ ὅλους κοντά του, ὅτι ἁμαρτία καί ἄν εἶχαν κάνει μέχρι τότε. Ὅτι κακό, παράλογο, βδελυρό καί μισητό. Νά τούς καλεῖ εἰς μετάνοιαν καί εἰς σωτηρίαν.
Καί μέρα μέ τήν ἡμέρα ὁ ἀπόστολος Πέτρος, καί ὅλοι οἱ ἀπόστολοι καταλάβαιναν ὅτι ἐκλήθηκαν νά γίνουν ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μαζέψουν τά ἀδέσποτα τέκνα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν θάλασσα τοῦ συγκεχυμένου αὐτοῦ βίου, στή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι σέ τηγάνι. Οὔτε σέ τσουκάλι. Ἀλλά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία -ὅπως τό τονίζει ἡ Ἁγία Γραφή- εἶναι Βασιλεία ἀγάπης, καλωσύνης, εἰρήνης καί χαρᾶς.
Ὅσοι ποθοῦν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μπαίνουν ὅσο μποροῦν πιό συχνά στόν ἅγιο οἶκο τοῦ Κυρίου· στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ γεύονται ἀπό τώρα τήν γλύκα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καί ἡ καρδιά τους γεμίζει ἀπό τά δῶρα τῆς Βασιλείας του, πού εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη καί καλωσύνη.
Φρόνημα ἀποστολικό
Ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας ἦταν ἀδελφός τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καί ἦταν μαζί του ὅταν ἔγινε τό θαῦμα πού ἀκούσαμε. Ἔγινε καί αὐτός ἀπόστολος καί ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἦρθε καί κήρυξε τόν Χριστό στήν Ἑλλάδα. Τόν σταύρωσαν στήν Πάτρα.
Ἐνῶ τόν εἶχαν σταυρωμένο, τούς ἦρθε ἄλλη σκέψη.
—Γιατί κάνομε τέτοιο ἔγκλημα;
Τρέχει λοιπόν παρακινούμενος ἀπό τήν γυναίκα του, ἐκεῖνος πού διάταξε νά σταυρωθεῖ καί τοῦ λέει:
—Ἦρθα νά σέ κατεβάσω ἀπό τόν Σταυρό.
Ἀπάντησε ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας:
—Ξεκάρφωσε καλύτερα τόν ἑαυτό σου ἀπό τόν Σταυρό καί ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἄφησέ με ἐμένα.
Τί ἦταν αὐτά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα;
Ἦταν τό ἀγκίστρι πού ἔριχνε γιά νά πιάσει τό ψάρι. Τό τρελλό ψάρι, πού τρέχει μέσα στά βάθη τῆς θάλασσας, γιά νά φύγει μακρυά ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί προτίμησε ὁ ἀπόστολος νά εἶναι ὁ ἴδιος στό Σταυρό, στόν φυσικό Σταυρό, πού ἦταν καρφωμένα τά χέρια καί τά πόδια του, γιά νά ξεκαρφώσει τόν ἄλλο ἀπό τόν Σταυρό τῆς ἁμαρτίας.
Νά τόν βοηθήσει νά ἐλευθερωθεῖ καί νά μπεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί πραγματικά τόν ἔφερε σέ κατάνυξη καί ἐπίστευσε στόν Χριστό.
Γιατί τό λέμε αὐτό; Γιά νά θυμηθοῦμε, πόσο οἱ ἀπόστολοι τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ: «πηγαίνετε νά πιάσετε ψάρια, νά ψαρέψετε ἀνθρώπους γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», τήν εἶχαν βάλει βαθειά μέσα τους καί τήν ὑπηρετοῦσαν μέ τόση χαρά, μέ τόσο ἐνθουσιασμό, μέ τόση αὐταπάρνηση, ὥστε πρός χάριν της, καταφρονοῦσαν τά πάντα.
Καί πρός χάριν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπαν ὠφέλιμα γιά τόν ἑαυτό τους τά χειρότερα πάθη· χαρά τά ἔβλεπαν. Γιατί; Γιατί ἤξεραν, τί φοβερό πράγμα εἶναι νά ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Χριστό καί νά χάσει τήν αἰώνια ζωή. «Τί θά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο ἄν κερδίσει τόν κόσμο ὅλον καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή αὐτοῦ»;
Καί οἱ μέν ἴδιοι, μπορεῖ νά εἶχαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν πίστη καί μέ τήν ἐκλογή τοῦ Χριστοῦ, «στήν τσέπη τους». Ἀλλά ἔβλεπαν, ὅτι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν τήν εἶχαν· καί ἀγωνιζόντουσταν νά τούς φέρουν στή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Μέ ποιό τρόπο; Καί μέ τά πάθη τους. Πῶς τά θεωροῦσαν τό πάθη αὐτά; Χαρά. Γιατί; Γιατί ὅποιος ἔχει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα του, ἔχει ἀγάπη μέσα του. Καί ἡ ἀγάπη εἶναι πόνος. Καί ὁ πόνος τοῦ ἄλλου, ὅσο πιό μεγάλος εἶναι, τόσο πιό μεγάλος γίνεται καί γιά κεῖνον πού ξέρει νά ἀγαπᾶ.
Ὁ μεγαλύτερος πόνος –τό λέει ἡ χριστιανική πίστη μας- εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Καί πίστη στόν Χριστό, σημαίνει πίστη στήν αἰώνια ζωή. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ναί, ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο μήνυμα
Ὅταν κάνομε μνημόσυνα ἰδιαίτερα νέων ἀνθρώπων ἡ καρδιά μας πονάει. Πονάει γιά τό ἐπίγειο γεγονός. Σκεπτόμαστε τί θά κάνει ἡ γυναίκα πού ἔμεινε μέ τά μικρά παιδιά της καί πονᾶ ἡ ψυχή μας.
Λέει μιά παροιμία: «Ὁ Θεός, ὀρφανά κάνει. Ἄμοιρα δέν κάνει». Ἄμοιρα δέν ἀφήνει στόν κόσμο, ἀλλά γιά ὅλους φροντίζει. Ὅμως καί πάλι πονάει ἡ καρδιά μας καί δύσκολα λησμονᾶμε τούς κεκοιμημένους μας. Ἀλλά σκεφθήκαμε ποτέ τί πόνος εἶναι ἡ αἰώνια ἀπώλεια γιά τόν ἄνθρωπο;
Μήπως ζοῦμε καί γλεντᾶμε μέσα στήν αἴθουσα τήν νύχτα μέ τά κεράκια; Καί πετάει τό σπουργιτάκι, πού μπῆκε μέσα καί σέ λίγο βγαίνει ἀπό τό ἄλλο παράθυρο καί ἐξαφανίζεται.
Μήπως πρέπει νά στίψομε λίγο τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας καί νά ποῦμε τί;
Μήπως ἔχομε ἀπό τόν οὐρανό κάποιο ἄλλο μήνυμα μεγαλύτερο ἀπό τό ὅτι ἡ ζωή ἀρχίζει μέ τήν γέννηση καί τελειώνει μέ τόν θάνατο;
Μήπως τό παραπέρα ἀπό τόν τάφο, γιά τό ὁποῖο ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερο καί ἄπειρα σπουδαιότερο καί πρέπει νά πονέσομε γι’ αὐτό;
Γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἄλλους;
Ἡ προσευχή πού ἀνοίγει τόν Ἅδη
Αὐτή εἶναι ἡ σοφία.
Τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο;
—Ἐσύ Τιμόθεε, βαδίζεις καλά γιατί ἀπό βρέφος διαβάζεις τά ἱερά γράμματα πού μποροῦν νά σέ κάνουν σοφό. Σέ τί σοφό; Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στήν αἰώνια σωτηρία. Τί νά τίς κάνεις τίς ἄλλες σοφίες, ὅταν ἁπλῶς σέ κάνουν νά φύγεις ἀπό τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, νά βγεῖς ἔξω ἀπό τό παράθυρο γιά νά σέ φάει τό γεράκι. Τί;
Ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς καί ἰσαπόστολος Θέκλα, εὐργετήθηκε στή ζωή της ἀπό μιά ἄλλη γυναίκα πού λεγόταν Τρύφαινα. Αὐτή εἶχε μιά κόρη πού εἶχε πεθάνει λίγο πρίν. Ἡ Τρύφαινε, βλέποντας τήν Ἁγία Θέκλα νά ἔχει τόση παρρησία στό Θεό, νά πιστεύει τόσο πολύ στό Θεό τῆς εἶπε:
—Κοπέλλα μου, σέ παρακαλῶ, προσευχήσου, νά ἐλεήσει ὁ Θεός τήν πεθαμένη κόρη μου Φαλκωνίδα. Ἦταν καλή κοπέλλα. Μά δέν γνώρισε ποτέ τόν Χριστό. Δέν ἄκουσε ποτέ τίποτε γιά τόν Χριστό. Ἀλλά ἦταν καλή κοπέλλα. Ἄν ἄκουγε θά πίστευε. Παρακάλεσε τόν Χριστό νά τήν ἐλεήσει καί νά τήν πάρει στή Βασιλεία του.
Ἡ ἁγία Θέκλα παρακάλεσε τόν Χριστό καί τόν ἀπόστολο Παῦλο νά ἐλεήσουν τήν Φαλκωνίδα. Καί τούς ἐδόθη διαβεβαίωση ἀπό τόν Θεό, ὅτι ὁ Θεός ἐλέησε τήν Φαλκωνίδα, πού εἶχε πεθάνει εἰδωλολάτρισσα, χάρις στίς προσευχές τῆς Ἁγίας Θέκλας.
Γιατί τό εἴπαμε; Ἔχομε ἀγάπη; Ἔχομε; Γιατί πᾶμε στήν Ἐκκλησία;
Ἕνας λόγος εἶναι νά προσευχηθοῦμε στόν Θεό ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του. Ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους δούλους του γιά τούς ὁποίους κάνομε τά μνημόσυνα.
Βασιλεία ἀγάπης
Τί κατάλαβε ὁ ἀπόστολος Πέτρος;
Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Βασιλεία ἀγάπης. Καί ὅποιος ἔχει ἀγάπη, δέν ἀφήνει ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη του κανένα. Οὔτε ζωντανό. Οὔτε πεθαμένο. Νά προσευχόμαστε πάντοτε γιά τούς κεκοιμημένους.
Ἀλλά θά μᾶς ἀκούσει καί μᾶς ὁ Θεός ὅπως ἄκουσε τήν ἁγία Θέκλα;
Ὁ Χριστός εἶναι μακρόθυμος καί πολυέλεος. Φιλάνθρωπος σέ ἀπέραντο βαθμό. Τόσο πού σταυρώθηκε γιά μᾶς καί ἐπάνω στό Σταυρό ἐλέησε ἕνα ἀρχιεγκληματία. Καί παρέλαβε ἀπό τήν γῆ πρός τόν δρόμο γιά τήν ἄνω Βασιλεία σάν συνοδό καί συνοδοιπόρο, τό χειρότερο ἔκτρωμα τῆς γῆς. Τόν ληστή.
Γιατί; Γιατί αὐτή εἶναι λεία τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἦλθε νά σώσει τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς. Ὅσο ἁμαρτωλοί καί νά εἶναι. Ἀρκεῖ νά καταλάβουν καί νά γυρίσουν κοντά του. Γιατί αὐτός εἶναι ἡ ζωή.
Ἡ τελευταία ἐπιθυμία
Ἄς ἀκούσομε μιά μικρή ἱστορία πού δείχνει τί σημαίνει πνεῦμα Χριστοῦ καί ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν ἕνας μεγάλος πρωθυπουργός, πού λεγόταν Θωμᾶς Μόρ. Ὅταν ἄλλαξαν τήν θρησκεία στήν Ἀγγλία καί ἐγκατέλειψαν τήν Ὀρθοδοξία τόν συνέλαβαν γιά νά τόν ἐκτελέσουν. Πρίν τόν σκοτώσουν, τόν ρώτησαν:
—Μήπως θέλεις νά μᾶς πεῖς τίποτε; Τήν τελευταία σου ἐπιθυμία;
Τούς λέει ἐκεῖνος:
—Ἐδῶ στή γῆ, εἴμαστε ἀντίπαλα στρατόπεδα. Νικήσατε καί μέ ἐκτελεῖτε. Μέ ἐξοντώνετε. Ἐκεῖ στόν οὐρανό δέν ὑπάρχουν μίση, δέν ὑπάρχουν ἐχθρότητες, δέν ὑπάρχουν πάλες. Καί νά τό ξέρετε ἀπό τώρα. Ἐκεῖ θά εἴμαστε ὅλοι ἀγαπημένοι. Ἐκεῖ θά εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι. Εὔχομαι σέ σᾶς, εὔχομαι καί στόν ἑαυτό μου νά πᾶμε ὅλοι κει πάνω στή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καί νά εἴμαστε ὅλοι μαζί.
Αὐτή εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία ἔστειλε ὁ Χριστός τόν Πέτρο νά τήν κηρύξει, νά πιάσει τά ψάρια. Ἀπό τό χάος τῆς θάλασσας νά τούς μαζεύσει στή Βασιλεία τοῦ Κυρίου. Τήν αἰώνια, τήν γεμάτη χαρά καί μακαριότητα. Ὅποιος αὐτό τό καταλαβαίνει ἔγινε σοφός· κατά Θεόν σοφός. Καί ἡ σοφία ἡ κατά Θεόν εἶναι ἄπειρα ἀνώτερη ἀπό τήν κοσμική, τήν ὁποιαδήποτε κοσμική σοφία.
Ἄς παρακαλέσομε τόν Κύριο νά μᾶς φωτίζει ὅλους, νά μᾶς καθοδηγεῖ μέ τήν χάρη καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καί μέ τό φῶς καί τό παράδειγμα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί ἄς παρακαλέσομε ἀκόμη νά ἐλεεῖ ἐμᾶς καί νά ἐλεεῖ, νά συγχωρήσει καί νά πάρει κοντά του, στή Βασιλεία του, τούς κεκοιμημένους δούλους του. Ἀμήν.-
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
Διασκευασμένη ὁμιλία του στούς Χαλκιάδες στίς 24/9/00
Τό σημερινό Εὐαγγέλιο εἶναι ἁπλό στήν ἔκφρασή του, ὅπως εἶναι ἄλλωστε τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι πολύ βαθύ στό πνευματικό μήνυμα, τό ὁποῖο μεταδίδει στόν κάθε ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα σ’ ἐκείνους πού ἔχουν ἀποκτήσει ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας.
Ἐπίγνωση δηλαδή, τοῦ ὅτι δέν εἶναι μόνοι στόν κόσμο ἤ μόνο μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά πάνω ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ Θεός καί πέρα ἀπό τόν κόσμο αὐτό, εἶναι ἡ αἰώνιος καί ἀτελεύτητος ζωή.
Μᾶς λέγει, λοιπόν, τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι κάποια ἡμέρα, ὁ Κύριός μας βρέθηκε σέ μιά παραλία. Καί ἐπειδή ἦταν ἀρκετοί ἄνθρωποι πού τόν ἀκολουθοῦσαν καί ἤθελαν νά ἀκούσουν κάτι ἀπό τό στόμα Του, ἀνέβηκε σ’ ἕνα καραβάκι, γιά νά εἶναι ἔτσι λιγάκι πιό ψηλά καί ἄρχισε νά μιλᾶ μέσα ἀπό τό καραβάκι στόν κόσμο, πού στεκόταν μπροστά Του.
Ὅταν τελείωσε τό κήρυγμά Του καί εἶπε ἐκεῖνα πού ἤθελε νά πεῖ καί νά διδάξει, εἶπε στόν ἰδιοκτήτη τοῦ καραβιοῦ, πού ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (φυσικά, προτοῦ τόν καλέσει καί γίνει Ἀπόστολος, ἐνῶ ἀκόμα ἦταν ἕνας ἄγνωστός Του): «Καί τώρα, γιά νά σοῦ πληρώσω τό νοίκι γιά τήν ἀπασχόληση τοῦ καραβιοῦ σου, τράβα λίγο πιό πέρα τό καραβάκι σου καί ρίξε τό δίχτυ σου νά πιάσεις κανένα ψάρι».
Τοῦ ἀπάντησε ὁ Πέτρος:
–Κύριε, ὁλόκληρη τή νύχτα ψάχναμε γιά ψάρια, ἡ νύχτα εἶναι γιά ψάρια καί δέν πιάσαμε οὔτε ἕνα. Καί τώρα μέρα μεσημέρι, θά πιάσουμε ψάρια; Δέν γίνεται. Ἀλλά, μιά καί τό λές, θά τόν κάνω τόν κόπο.
Φαίνεται, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, πρώτη φορά ἀκούγοντας τό Χριστό, εἶχε μείνει πολύ εὐχαριστημένος ἀπό τά λόγια Του καί κατάλαβε, ὅτι ἀξίζει κανείς νά κάνει κάτι ἀπό ἐκεῖνα, πού λέγει ἕνας ἄνθρωπος καί εἶναι λόγια μέ τόσο μήνυμα γιά ἐκείνους πού τόν ἀκοῦν. Γιατί δέν τά ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του ὁ Χριστός.
Καί ἔριξε τό δίχτυ ὁ Πέτρος καί βρέθηκαν μέσα στό δίχτυ τόσα ψάρια, πού δέν τά χώραγε τό ἕνα καράβι καί φώναξαν καί δεύτερο. Τελικά, γέμισαν καί τά δύο καράβια τόσο πολύ, ὥστε βυθίζονταν· κινδύνευαν νά βυθιστοῦν.
Φυσικά, ὁ καθένας πού τό ἔβλεπε, δέν μποροῦσε νά τό ἐξηγήσει μέ τή λογική του. Γιατί ἤξερε ὅτι ἕνα δίχτυ, ποτέ δέν πιάνει τόσα ψάρια, πού νά γεμίσει ἕνα καράβι, πολύ περισσότερο δέν εἶναι δυνατόν, ἕνα δίχτυ νά γεμίσει δυό καράβια ψάρια καί μάλιστα, σέ βαθμό πού νά βυθίζονται. Ὅταν ἔχεις λοιπόν λίγο μυαλό, καί μάλιστα ἄν εἶσαι ψαράς, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πού ἤξερε ὅτι ἐκείνη τή στιγμή δέν ἔπρεπε νά βροῦν, οὔτε ψαροουρά, ἀρχίζεις καί καταλαβαίνεις τί σημαίνει Χριστός.
Γι' αὐτό ὁ ἀπόστολος Πέτρος πῆγε στό Χριστό, Τόν προσκύνησε καί Τοῦ εἶπε: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ Κύριε, διότι ἐγώ ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι. Κύριε, μή μολύνεσαι μέσα στό δικό μου καράβι. Δέν εἶμαι ἄξιος νά Σέ ἔχω κοντά μου. Ἐσύ εἶσαι ἄλλος ἄνθρωπος, ἐσύ εἶσαι κάτι ἄλλο. Ἀφοῦ καί αὐτά τά ψάρια ὑποτάσσονται στό ὄνομά Σου, στό λόγο Σου… Τί δουλειά ἔχεις στό δικό μου καράβι; Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμί, Κύριε».
Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καί θεμέλιο τῆς ζωῆς μας
Γι' αὐτά τά λόγια τοῦ πανευφήμου Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ Χριστός τόν ὀνόμασε «πέτρα τῆς πίστεως καί θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας». Γιατί αὐτά τά λόγια εἶναι «ἡ πέτρα τῆς πίστεως καί τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ συναίσθηση δηλαδή ὅτι, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε μικροί, ταπεινοί, ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι. Ὅποιος αὐτά δέν τά σκέφτεται καί δέν τά ζεῖ μέσα στήν ψυχή του, στή συνείδησή του, στό μυαλό του, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀκόμα δέν ἔχει πατήσει στό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν ἔχει βρεῖ τήν πέτρα τῆς πίστεως, πού ὅποιος χτίζει πάνω της τό σπίτι του, ὅσες μπόρες καί νά ρθοῦν, δέν θά τό σείσουν καί δέν θά τό γκρεμίσουν ποτέ. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖνο «τό σπίτι», δέν εἶναι πιά χτισμένο στήν ἄμμο, ἀλλά στήν πέτρα, στό βράχο, πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός καί ἐπίγνωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἄκουσε ὁ Χριστός τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου καί γέμισε ἡ καρδιά Του χαρά. Ὁ Χριστός, δέν τό λέει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά αὐτό ὑποννοεῖται στά λόγια, πού ἀκολούθησαν, εἶπε μέσα Του: «Νά ὁ ἄνθρωπος, πού ψάχνω νά βρῶ». Γι’ αὐτό, τοῦ εἶπε: «Μή φοβοῦ, δέν θά φύγω ἀπό κοντά σου, ὅταν ἔχεις τέτοιες σκέψεις μέσα σου καί τέτοιο φρόνημα. Δέν θά φύγω ἀπό κοντά σου, ποτέ. Καί ὄχι μόνο, δέν θά φύγω ἀπό κοντά σου, ἀλλά θά σέ ἔχω, ὄχι ἁπλῶς φίλο μου, γνωστό μου ἀγαπητό μου, ἀλλά τό κυριότερο, ὄργανο τῆς ἐκτελέσεως τοῦ θελήματός μου πάνω στόν κόσμο καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Μή φοβοῦ, ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν».
«Σέ προβιβάζω», τοῦ λέει. «Σέ προβιβάζω ἀπό ψαρά ψαριῶν, ἀλόγων καί ἀφώνων, καί σέ κάνω νά γίνεις ψαράς ἀνθρώπων. Καί ἀντί νά ψαρεύεις γιά τό τηγάνι, θά πιάνεις λογικά ψάρια γιά τήν αἰώνιο Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ἀτελεύτητη εὐτυχία, κοντά στόν Ἐπουράνιο Πατέρα καί Θεό».
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, πού κατάλαβε μέ ποιόν εἶχε νά κάνει, ἄφησε τά πλοῖα, τά δίχτυα, τόν πατέρα του καί τή μητέρα του· τά πάντα ἄφησε καί ἀκολούθησε τό Χριστό. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ξέρουμε πόσο τυχερός ἦταν. Καί πόσο τυχερή ἔγινε ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, πού πλούτησε ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο, τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων, τήν πέτρα καί τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά καί τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, πέτρα καί θεμέλιο τῆς ζωῆς του, ἦταν τά λόγια: «ἔξελθε ἀπό ἐμοῦ Κύριε, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμί, ἐγώ». Δέν εἶμαι ἄξιος νά εἶμαι κοντά σου.
Καί τί παράξενο πράγμα! Ὁ Χριστός τοῦ ἔδωσε τίς δωρεές μέ τό τσουβάλι. Τόν ἔκανε Ἀπόστολο. Τόν ἔκανε Πρωτοκορυφαῖο. Τοῦ ἔδωσε τόσες χάρες, πού ὅταν τίς σκέφτεται κανείς, λέγει: «ὑπάρχει ἐνδοξότερος καί μεγαλύτερος ἄνθρωπος ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο, μετά ἀπό τήν Παναγία καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο»;
Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: «Ὄχι! Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἄνθρωπος ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο».
Καί ὅμως. Τί βλέπομε; Ἔρχεται τό τελευταῖο δῶρο στόν ἀπόστολο. Νά σταυρωθεῖ. Γιά τό Χριστό. Ὁ Χριστός τοῦ τό εἶχε πεῖ: «Θά πεθάνεις μέ δόξα. Θά πεθάνεις μέ δόξα». «Τοῦτο δέ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τόν Θεόν». Τοῦ τό προεῖπε ὅτι θά τόν σταυρώσουν. Γιατί ποιά μεγαλύτερη δόξα, ἀπό τό νά μιμηθεῖ κανείς τόν θάνατο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ;
Ἔτσι ὅταν πῆγαν οἱ εἰδωλολάτρες νά τόν σταυρώσουν, δηλαδή νά τόν δοξάσουν, ὁ ταπεινός Ἀπόστολος Πέτρος, πού ἤξερε ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά λέγεται φίλος τοῦ Χριστοῦ, οὔτε μαθητής Του, γιατί εἶναι ἁμαρτωλός, τούς εἶπε: «Δέν κάνει ἐγώ νά μαγαρίσω τό Σταυρό, νά σταυρωθῶ ὅπως ὁ Κύριός μου. Σταυρῶστε με κατωκέφαλα, νά μή βλέπω τή γῆ, ἀλλά νά βλέπω ἐπάνω ἐκεῖ πού στέκει καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου Του, ὁ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός. Καί νά θυμᾶμαι τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς,».
Αὐτά τά λόγια ἔχουν πάντοτε ἐπικαιρότητα, ἰδιαίτερα ὅταν τελοῦμε τά μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά τούς δώσει ἄφεση, εὐτυχία, εἰρήνη καί χαρά στή Βασιλεία Του.
Τό δίκτυο διανομῆς τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ
Θά προσθέσουμε καί κάτι ἀκόμη. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς.
Εἶναι σάν νά λέμε ἡ πηγή, πού βγαίνει στόν Ἅγιο Γεώργιο, τό χωριό. Ἀπό ἐκεῖ διακλαδίζεται καί παίρνουν τό νερό μεγάλοι ἀγωγοί γιά νά τό μεταφέρουν σέ πόλεις καί χωριά. Οἱ μεγάλοι ἀγωγοί, τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ Ἅγιοι πανεύφημοι Ἀπόστολοι καί οἱ διάδοχοί τους, οἱ ἁγιώτατοι Πατριάρχες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μικρότεροι ἀγωγοί, πού μοιράζουν στόν κόσμο νερό εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καί ἀπό αὐτούς ἀγωγούς παίρνουν «νερό» μικρές σωλῆνες, οἱ ὁποῖες πηγαίνουν τό νερό, τό ὕδωρ τῆς ζωῆς, στό σπίτι τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτοί εἶναι οἱ εὐλαβέστατοι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἱερατεύουν στίς διάφορες ἐκκλησίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλάβει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός καί ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖ σάν τόν Πέτρο: «Δέν εἶμαι ἄξιος, δέν εἶμαι ἄξιος». Καί ὁ Χριστός τότε τοῦ λέει: «Ἔλα κοντά μου, παιδί μου. Ἔτσι σέ θέλω». Τέτοια μυαλά πρέπει νά ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι δέν εἶναι ἴσα μέ τόν Θεό, ὅτι εἶναι ταπεινοί καί ἀνάξιοι ἐνώπιόν Του, καί μάλιστα ὅταν εἶναι παραβάτες τοῦ θελήματός Του.
Καί τότε ὁ ἄνθρωπος παίρνει τό ποτήρι τῆς ψυχῆς του καί πηγαίνει στήν Ἁγία Ἐκκλησία γιά νά πάρει ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέα, τουτέστι ἀπό τήν πηγή, τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τό ὕδωρ τῆς ζωῆς. Εἴτε μέ τήν εὐλογία τοῦ ἱερέα, εἴτε μέ τό ἀντίδωρο, εἴτε μέ τήν ἐξομολόγηση, εἴτε μέ τήν ὁποιαδήποτε εὐχή καί προπαντός μέ τό ὕδωρ τῆς ζωῆς, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μᾶς θέλει ὅλους ψαράδες
Ὁ Κύριος μας, θέλει πρῶτα οἱ ἱερεῖς νά εἶναι ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Ἀλλά σέ κάποιο βαθμό, τό θέλει καί ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς.
Οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νά λένε σέ φίλους καί γνωστούς: «Κατάλαβε ἀδελφέ μου ποιά εἶναι ἡ σχέση σου μέ τό Θεό. Ἄκουσε τά λόγια τοῦ πανευφήμου Ἀποστόλου Πέτρου, «ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμί, Κύριε».
Δέν ταιριάζουν καί σέ σένα;
Θά τό καταλάβεις ὅτι αὐτά εἶναι τό θεμέλιο καί ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου;
Θά στηριχθεῖς στό Χριστό;
Θά τόν κρατήσεις κοντά σου μέ τήν μετάνοια;
Ἄν τό κάνεις, τότε πᾶρε τό ποτήρι τῆς ψυχῆς σου καί πήγαινε ἐκεῖ πού ρέει τό ὕδωρ τῆς ζωῆς γιά νά πιεῖς. Ἀλλοῦ δέν θά βρεῖς. Ἤ, ἄν βρεῖς, δέν θά εἶναι ὕδωρ ζωῆς».
Ἄς ἀκούσουμε τό μήνυμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἄς φροντίσουμε νά χορτάσουμε ἀπό τό ὕδωρ τῆς ζωῆς πού μόνο αὐτός μᾶς δίνει. Ἀμήν.-
Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου (+),
Ὁμιλία του στήν Παναγία τῶν Ξένων στίς 22/9/1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου