- Ναι, μανούλα! Θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ… Σήμερα θα παίξουμε πολλά παιχνίδια στην αυλή.
- Ναι ζουζούνα μου!
- Μανούλα!
- Καρδιά μου!
- Το ένα τρίτο είναι μικρότερο από τα δύο έκτα;
Η μάνα γύρισε και κοίταξε τη μικρή ζουζούνα μ’ ένα βλέμμα όλο νόημα. Εκείνη χαμογέλασε πλατιά. Την ήξερε την απάντηση, ήταν αστέρι στα Μαθηματικά, έτσι έλεγε ο δάσκαλος. Τώρα όμως, βιαζόταν να τελειώσει γρήγορα-γρήγορα, γιατί σήμερα η φιλενάδα της η Άχλαμ θα έφερνε δύο ολοκαίνουριες ρακέτες, δώρο του θείου της και θα τους μάθαινε -λέει- να παίζουν ένα παιχνίδι που δεν το ήξεραν και μόνο στην τηλεόραση το είχαν δει.
- Καλά, καλά μανούλα, ξέρω. Ισοδύναμα είναι, είπε γελώντας η μικρή ζουζούνα.
Η μάνα γύρισε από την άλλη και αφοσιώθηκε στο κιουναφέ, ένα γλυκό που ξετρέλαινε τα μικρά της. Είχε ήδη ετοιμάσει το σιρόπι και το είχε βάλει να κρυώσει. Ετοιμαζόταν να βγάλει το κανταΐφι από το φούρνο, όταν μπήκαν φουριόζικα στην κουζίνα ο Άχεντ, ο Αμζάντ κι από πίσω μπουσουλώντας ο μικρούλης φωνάζοντας δυνατά: «Κι εγώ θέλω κιουναφέ!».
- Μισό λεπτό, μισό λεπτό! είπε λαχανιασμένα η μάνα. Να ρίξω το σιρόπι και να το πασχαλίσω με φυστίκι…
Με γοργές κινήσεις η μάνα ετοίμασε το γλυκό κι άρχισε να το σερβίρει στα μικρά πιάτα. Τρία ζευγάρια μάτια κοιτούσαν λαίμαργα και τρία στοματάκια ήταν μισάνοιχτα. Σαν σκηνή από χελιδονοφωλιά …
- Εσύ χαρά μου, δεν θα φας; Ρώτησε η μάνα τη μικρή ζουζούνα.
- Όχι ακόμα! Είπε το κορίτσι.
- Πότε χαρά μου;
- Ξέχασες;
- Ω! Ναι … Ξέχασα! Μισό … μισό λεπτό, έρχομαι!
Μαμά και κόρη είχαν συνήθεια από τα πρώτα χρόνια της μαθητικής ζωής να ελέγχει η μάνα τις εργασίες του παιδιού στο πρόχειρο τετράδιο κι ύστερα να της γράφει από κάτω σημειώματα μικρά και τρυφερά, όπως «Μπράβο τριανταφυλλάκι μου», «Είσαι αστέρι!», «Σ’ αγαπώ τόοοοοσο!».
Έτσι και σήμερα, έλεγξε αν έκανε τις εργασίες της η μικρή ζουζούνα, -όχι αν της έκανε σωστά, αυτό ήταν του δασκάλου δουλειά και δεν ήθελε να μπερδεύεται στις δουλειές του- και μετά έγραψε από κάτω κάτι που δεν το είχε ποτέ ξαναγράψει: «Θα σ’ αγαπώ για πάντα, ό,τι κι αν γίνει!».
Η μικρή ζουζούνα δεν πολυέδωσε σημασία στο τι έγραψε η μανούλα. Έτρεξε με χαρά στο τραπέζι της κουζίνας και άπλωσε το χέρι στης στο πιατάκι με το κιουναφέ.
Ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι, που κανείς δεν πρόσεξε τον απαίσιο
ήχο της οβίδας που διέσχισε τον αέρα. Δεν πρόλαβαν. Μια τεράστια λάμψη φώτισε
τη γειτονιά τους κι ύστερα ένας απαίσιος κρότος σκέπασε τα ουρλιαχτά τους.
Και μετά σιωπή…
Τις επόμενες ώρες οι διασώστες ανέσυραν από τα ερείπια ένα, δύο, τρεις, … πολλούς νεκρούς. «Κανείς δεν επέζησε!» σκέφτονταν όλοι με θλίψη. Ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν κάποιος παρατήρησε πως κάτω από ένα σωρό τούβλα ένα παιδικό χεράκι σάλευε. Με το άλλο χέρι κρατούσε σφιχτά δυο βιβλία κι ένα τετράδιο. Κάτω από τις σκόνες ίσα που αφνοφαινόταν η φράση «Θα σ’ αγαπώ για πάντα, ό,τι κι αν γίνει!». Παραμέρισαν με βιασύνη τα τούβλα. Ευτυχώς, το παιδί ανέπνεε. Άνοιξε τα ματάκια του και κοίταξε ολούθε. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την παλιά, ήσυχη, πανέμορφη γειτονιά τους. Τώρα όλα είχαν γίνει ένας σωρός από τσιμέντα, τούβλα και σκόνη… Η μικρή ζουζούνα σηκώθηκε με τη βοήθεια ενός διασώστη και ξέσπασε σ’ ένα γοερό κλάμα.
Και πάνω ψηλά στον ουρανό, ένας παππούς που ’χε ζήσει στο πετσί του την κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αντάμα με μια μανούλα που σφτιχταγκάλιαζε τα τρία παιδιά της ένιωθαν μια γλύκα να τους πλημμυρίζει. Σαν το σιρόπι ενός λαχταριστού κιουναφέ…
Υπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου