Ήταν κάποιο ανδρόγυνο ευλαβές και είχαν εννιά παιδιά.
Ο σύζυγος ήταν πάρα πολύ ευλαβής και ολίγον τι ζηλωτής στα πνευματικά.
Κατά γράμμα ήθελε να τα κάνει όλα σαν καλόγερος.
Η γυναίκα παραπονιόταν στο Γέροντα ότι κουράζεται και θέλει βοήθεια.
Όταν ερχόταν στη Μονή το βράδυ μόνη της η σύζυγος με τα παιδιά κλαίγανε, φώναζαν αυτά, έκλαιγε και αυτή γιατί κουραζόταν.
Αυτός πήγαινε σ’ ενα παρεκκλήσι των Αγίων Aναργύρων έκανε μετάνοιες, κομποσχοίνι και αγρυπνούσε.
Η σύζυγος παραπονιόταν και έκλαιγε στον Γέροντα και είχε δίκιο.
Την άλλη μέρα ο Γέροντας μόλις τους είδε στην αυλή μαζί κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και ότι είχαν έλθει σε καυγά μεταξύ τους.
Ο Γέροντας μιλάει με γλυκά λόγια και διάκριση για να παρηγορήσει την πονεμένη μητέρα και κουρασμένη και διακριτικά με το χαμόγελο λέει στον πατέρα:
«Σε χάρηκα, απόψε. Έψαλλες όλη τη νύκτα και προσευχόσουν. Καλά έκανες! Αλλά θα είχε μεγαλύτερη ευλογία και μισθό, αν καθόσουν μισή ώρα και όχι τρεις ώρες και ήσουν κοντά στη γυναίκα και τη βοηθούσες για τα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούν.
Γιατί για σας τους παντρεμένους κομποσχοίνια και μετάνοιες είναι τα παιδιά σας.
Όταν μεγαλώσουν θάχετε καιρό να κάνετε… «αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος».
Να γίνεται πάντα κάτι εν κοινή συναινέσει...
(Ma Si)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου