Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

* "Μια γυναίκα τρύπωσε βιαστικά στην αυλή του αρχοντικού μας κοιτάζοντας δεξιά αριστερά μην τυχόν και τη δει κανείς. Άφησε ένα ..." ~ Αληθινή ιστορία

Την παρακάτω αληθινή ιστορία μου την περίεγραψε ένας ηλικιωμένος ιερέας που έζησε την μικρασιατική καταστροφή, όταν ήμουν φοιτήτρια και εκείνος άρρωστος.
Την έγραψα σε πακέτο από τσιγάρα, όπου έβρισκα.
Σε χαρτί της ακτινογραφίας, στο βιβλιάριο υγείας.
Γιατί δεν έβρισκα χαρτί, για να μην την ξεχάσω...
Και σας την λέω για να σας δείξω την δύναμη της χριστιανικής Πίστης και ότι ο Χριστός και η Παναγία είναι μέσα μας, αρκεί να ζητήσουμε και να πούμε ευχαριστώ για όσα μας προσφέρει...

Ένα δειλινό, την ώρα που είχαν τη σπουδαία τους εορτή οι Μουσουλμάνοι, «το σεκέρμπαϊρέμ*», το οποίο λάμβανε χώρα μόλις τέλειωνε το ραμαζάνι τους, είχαν κατακλύσει τα ολόγυρα τεμένη.
Οι φωνές των Ιμάμηδων ανάκατες ζουζούνιζαν στον αέρα.
Μια γυναίκα τρύπωσε βιαστικά στην αυλή του αρχοντικού μας κοιτάζοντας δεξιά αριστερά μην τυχόν και τη δει κανείς.
Άφησε ένα καλάθι στην πόρτα της κουζίνας και τράπηκε σε φυγή.
Την είδα από τον οντά που καθόμουνα και διάβαζα.
Έτρεξα στην κουζίνα.
Κλάματα μωρού χαλούσαν τον κόσμο..
Η γιαγιά μου το είχε βρει και διάβαζε το δυσανάγνωστο σημείωμα, το οποίο ήταν καρφιτσωμένο στα φασκιά του. «Μαρία, είμαι η φίλη σου η Μπαϊράμαινα.
Πάρε το παιδί μου, να το ευλογήσει η Παναγία σας,
γιατί είναι πολύ άρρωστο.
Μη με προδώσεις, σε παρακαλώ!
Στο όνομα της παιδικής φιλίας που είχαμε κάποτε.
Ο Αλλάχ να σε φυλά, μάλλον η Παναγία.
Θα έρθω να το πάρω την αυγή.»
Έπιασε η γιαγιά το κεφαλάκι του μωρού, που ψηνόταν στον πυρετό.
Το πήρε και το πήγε του αδελφού της του παπα-Νικολή.
Εκείνος το διάβασε και το ευλόγησε.
Το πασαλείψανε και με λάδι από το καντήλι της Αγίας Τράπεζας.
Σαν από θαύμα το παιδί πήρε τα απάνω του.
Τη νύχτα το κοίμισαν μέσα στην εκκλησία ψάλλοντας όλη νύχτα δέηση στην Παρθένο Μαρία να το κάνει καλά.
Την επόμενη μέρα γελούσε ξένοιαστο.
Η Μπαϊράμαινα -έτσι ήταν το παρανόμι της μάνας του παιδιού- κρυμμένη κάτω από μαντίλες μην τυχόν την πάρει χαμπάρι κανένα μάτι, έδωσε ένα πουγκί με γρόσια στη γιαγιά, μα εκείνη δεν το πήρε.
-Να κάνεις μια προσευχή στην Παναγία,
να την ευχαριστήσεις και Εκείνη θα σε ακούσει.
Να προσεύχεσαι πότε πότε.
Αυτή θα είναι η πληρωμή μου.
Γιατί εγώ δεν έκαμα τίποτα. Εκείνη!
της είπε και της έδειξε τον ουρανό.
Τότε και η Μπαϊράμαινα έκανε το σταυρό της, ξανάκωλα, μιας και δεν το είχε ξανά επιχειρήσει, κοιτώντας ζερβά δεξά μην την πάρει κανένα μάτι.
Την αποκαλεί Άσπιλο Παρθένο, ενάρετο μητέρα του Ιησού, αγνή από κάθε κηλίδα μεταξύ όλων των γυναικών.
Της αφιερώνει και μια ολόκληρη σούρα, τη σούρατΜαριάμ!
-Βρε, τι μας λες;
Της αφιέρωσαν μια σούρα;
Έλα, πάρε το παιδί σου και πάγαινε, μη σε δει κάνα μάτι.
Αλλά να προσέχεις, γιατί, αν εκείνος τάχατες ο θεός Αλλάχ,
που επικαλείσαι σε είδε, άστα να πάνε.
Δεν της καλάρεσε της γιαγιάς.
Άκου εκεί σούρα! Σούρα, μα τι είναι; Φούστα; σιγομουρμούριζε.
Εδώ τάγματα αγγέλων υποκλίνονται μπροστά της και είναι κι αυτό λίγο.
Η γιαγιά ένιωθε ευλογημένη που ήταν χριστιανή...

(ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο "Το κρασί της Μενεμένης")

Olga Belivani Tsitsakis


Προσφύγων Μνήμες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου