Βρεθήκαμε και πάλι στον ευλογημένο δρόμο!
Μας αξίωσε ο Θεός, μας θέλησαν οι Άγιοι και πήγαμε ξανά στον τόπο όπου οι ψυχές μας αναγαλλιάζουν σε λιακάδες (θεατές ή αθέατες) και όπου -με σιγουριά- λέμε πως επισκοπεί το Φως του προσώπου Του και οι Φίλοι μας δεν σώνουν από το πάνω-κάτω στις ανάγκες, στα χαμόγελα, στα δάκρυα και τις προσευχές των ανθρώπων.
Κοιτούσα τα πόδια του και ήταν αυτός...
Είχαν περπατήσει και στην δική μου ζωή ετούτα τα πόδια...
Και όχι μία φορά!
Ήταν ο Αη Γιάννης ο Ρώσσος.
Κι' εγώ σαν να ήμουν στον τόπο μου.
Ή μήπως πραγματικά ήμουν;
Στο μοναστήρι προλάβαμε θεία λειτουργία.
Βρήκα μια θέση απέναντι από την εικόνα του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος.
Του μίλησα. Με άκουσε!
Η κάρα του γιατρειά κι' ελπίδα.
Πατρίδα ο τόπος.
Άλλοι το λένε " αγιασμένος τόπος".
Αγιασμένη πατρίδα, λέω εγώ.
Πουθενά αλλού, στον έξω κόσμο, δεν αναπαύτηκα έτσι.
Και έζησα τιμές, άκουσα μουσικές, αντάμωσα με σημαντικούς ανθρώπους, γεύτηκα τις λεπτότερες των γεύσεων, ήπια τα πιο ακριβά κρασιά, είδα θεάματα εξαίσια.
Όμως πάντα κάτι έλειπε...
Τώρα εκεί, στην Εύβοια των Φίλων μου, τα είχα όλα.
Μόνο λίγος ακόμη χρόνος έλειπε να καθίσω εκεί στο μνήμα του Οσίου Ιακώβου κι' άλλο, μέχρι να νυχτώσει και να ξημερώσει πάλι και να αλλάζουν οι καιροί κι' εγώ να κάθομαι να κοιτάζω τον Άγιο και να με κοιτάζει κι' εκείνος βρεγμένη τις βροχές των Φθινοπώρων, σκεπασμένη με το λευκό χιόνι κι' ύστερα με τους Απρίληδες των αιώνων να ρίχνουν γιασεμιά και φούξια πασχαλιές στα μαλλιά μου.
Και ν' ασπρίζουν, λέει, τα μαλλιά μου και να γεράζω και να κοιτιόμαστε ο Άγιος κι' εγώ....
Στον γυρισμό φορούσα διαρκώς τα σκούρα μου γυαλιά του ηλίου.
Δεν ήθελα να δούνε οι άνθρωποι τα δάκρυα που ήταν φίλεμα των Αγίων (και λίγο μιας νοσταλγίας που ξεκίνησε με το που άρχισε η επιστροφή...).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου