Άγιοι Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη
Της Βιθυνίας γέννημα
Ελένη η Ελληνίδα
κυρά Μικρασιάτισσα
Σταυρού η κορωνίδα
Ελένη το όνομα σου φως
λαμπρό Χριστού κορίτσι
σ’ αγάπησε ο Κωστάντιος
και σ’ είχε σα στολίδι
Τα κάλλη σου η προίκα σου
κι όχι η περιουσία
μα σου βάλε Ο Βασιλιάς
στεφάνι με αξία
Ένα αγόρι κάνατε
και βγήκε Κωνσταντίνος
απ’ του πατέρα το όνομα
ίδιο μικρός εκείνος
Για να γενεί ο άντρας σου
ο βασιλιάς στη Δύση
εσύ του παραχώρησες
χάρη να σε χωρίσει
«Πήγαινε άντρα μου εσύ,
αυτό να γίνει πρέπει,
εγώ εσένα θα αγαπώ
και άλλη θα σε βλέπει
Επιθυμώ το τέκνο μας
να μην το αδικήσεις,
παιδιά θα κάνεις σίγουρα
μα αυτόν
πρώτο να χρίσεις»
Της έδωσε υπόσχεση
και συμφωνήσαν σ’ όλα
πώς θα γενεί καλόγρια
για εκείνη ήταν ώρα
Πήρε λοιπόν το τέκνο της
στη Νικομήδεια πήγε
στα μέρη που μεγάλωσε
καταγωγή που είχε
Μα ο εκεί αυτοκράτορας
τη μάνα διατάζει
να παραδώσει το παιδί
και πάλι αναστενάζει
Πρέπει να τ’ αποχωριστεί
να ζήσει στο παλάτι
να ξέρει πως θα φέρεται
και γράμματα να μάθει
Δέκα χρονών μες στην αυλή
διδάχτηκε την τέχνη
να πολεμά σαν βασιλιάς
όπως αυτό του πρέπει
Όταν δεκαοκτώ χρονών
ήταν ο Κωνσταντίνος
στα μέρη του μαρτύρησε
και ο Παντελεημων
Χιλίαρχος εγίνηκε
όπως τον Αι Γιώργη
κι ήταν κι οι δυο τους άξιοι
και πρώτοι στην ανδρειωτη!
Τον Αι Γιώργη έβλεπε
να αποκεφαλίζουν
και τίποτα δεν έκανε
μήπως και σταματήσουν
Δεν ήταν τότε χριστιανός
εκτίμηση όμως είχε
για Το Χριστο απ’τη μάνα του
που μοναχή γινήκε
Πρέπει να γίνω βασιλιάς
ο Κωνσταντής σκεφτόταν
να πάω κόντρα δεν μπορώ
θα χάσω ότι ‘χα πρώτα
Η μάνα του προσεύχονταν
για αυτόν νύχτα και μέρα
κι απ’ τα θηρία σώθηκε
που τού΄βαλαν μια μέρα
Πολλές παγίδες του έστησαν
για να τον εξοντώσουν
γλίτωσε και κατάλαβε
πώς θεν να τον σκοτώσουν
Με την αγία ευχουλα της
και με καρδιά γενναία
στην Ισπανία έφτασε
κι είπε «ήρθα πατέρα»!
«Παιδάκι ήσουν μια σταλιά
κι είσαι μεγάλος πλέον
θα μπεις στην οικογένεια
τώρα των βασιλέων»!
Με την ευχή του βασιλιάς
έγινε ο Κωνσταντίνος
να εκτιμά τους χριστιανούς
πριν φύγει του είπε εκείνος
Ως έκανε κι ο κύρης του
βρήκε σεμνή γυναίκα
μα το ίδιο τους χωρίσανε
απ’ το παλάτι μέσα
Ένα αγόρι κάνανε
την άφησε με πόνο
να πάρει μια απ’ την αυλή
ήτανε πρέπον μόνο
Αυτή μισούσε το παιδί
θα ‘παιρνε αυτό το
θρόνο
ήτανε ο πρωτότοκος
και το βλέπε με φθόνο
Τυχαίο, μοίρα, τι να πεις
αυτό ήταν γραμμένο
μα των γονέων οι ευχές
τον είχαν βλογημένο
Πρώτος στις μάχες δυνατός
τίμιος βασιλέας
μα πάνω απ’ όλα άνθρωπος
γερός σαν Οδυσσέας
Γηροκομεία, ιδρύματα,
πολλούς ναούς, σχολεία
τον καταστήσαν άξιο
για αυτήν τη βασιλεία
Στη Ρώμη που ήταν δύσκολο
εκεί να πολεμήσει
ποιανού θεού τη δύναμη
μπορούσε να ζητήσει;
Βλέπει στον ουρανό Σταυρό
της μάνας του που ξέρει!
Και ο Κύριος στα φανερά
μήνυμα θα του φέρει!
Βάζει στα όπλα το Σταυρό
και στην καρδιά την πίστη
νίκησε που ήταν σίγουρο
δε θα ξαναγυρίσει
Τον γιο του παίρνει, ξεκινά
όπου ο Χριστός του ορίζει
Χριστούπολη θα ονομαστεί
στη γη θα ξεχωρίζει
Στην πρώτη Οικουμενική
σύνοδο υπογράφει
και το Πιστεύω προσευχή
για όλο τον κόσμο γράφει
Η μάνα του προσεύχεται
στην Άγια Γη να πάει
«βοήθησε με γιόκα μου»
χάρη του το ζητάει…
«Να βρω Τον Τίμιο Σταυρό
δε βλέπω, γιε μου, ώρα»!
«Αυγούστα μάνα γίνεσαι…
και με στρατό προχώρα»!
Ο τόπος είχε διαλυθεί
κάπου ήτανε θαμμένος
βρίσκει κάποιον που γνώριζε
που ήτανε κρυμμένος
Με τα πολλά τον έκανε
στο μέρος να τους πάει
και βλέπει ένα βασιλικό
που’ χε φυτρώσει πλάι!
Βρίσκουν εκεί τους τρεις σταυρούς
ίδιοι φαινόταν όλοι
αμέσως ευωδίασε
απ’ άκρη σ’ άκρη η πόλη
Βάζουν σε μια κατάκοιτη
με πίστη έναν έναν.
Η άρρωστη σηκώθηκε
με αυτόν που περιμέναν!
Η Αγία Ελένη και τους τρεις
σταυρούς πήρε στην Πόλη
τον Τίμιο τον μοίρασε
να προσκυνούνε όλοι
Πήρε τα Τίμια καρφιά
το ακάνθινο στεφάνι
και με ευλογίες γύρισε
στον Κωνσταντίνο πάλι
Εκείνος την περίμενε
κι είχε χαρά μεγάλη
μαζί με όλο το λαό
ήτανε στο λιμάνι
Μετά από όλο το καλό
ήρθε η μαύρη ώρα
φόνο να κάνει δύο φορές
πήρε την κατηφόρα
Άδικα σκότωσε το γιο
με ψευδομαρτυρία
της ίδιας της γυναίκας του
κι είχε την ίδια μοίρα
Μαθαίνει το η μάνα του
«Τι έκανες» φωνάζει!
…να μη σε δω στα μάτια μου»!
ποτέ ξανά προστάζει
«Να πας να
εξομολογηθείς
που βιάστηκες να κρίνεις
τα μολυσμένα χέρια σου
με σπαραγμό να πλύνεις»!
Ογδόντα έξι ήτανε
δεν άντεξε την πίκρα
πήγε στο σπίτι και νεκρή
την επομένη βρήκαν
Βαπτίστηκε χριστιανός
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
της μάνας του υπόσχεση
τήρησε τότε εκείνος
Δεν είχε τρόπο να σωθεί
κι ας σκότωσε από λάθος
παρά με την ταπείνωση
κι απ’ Του Χριστού Το Πάθος
Ο Κύριος τον διάλεξε
πριν απ’ τη γέννηση του
Μεγάλο Αυτός τον έκανε
κι όχι η καταγωγή του
Η μάνα του…η Ελένη μας
Γνήσια Ελληνίδα
που η δύναμη κι η πίστη της
τιμάει την πατρίδα
Κι οι δυο μαζί Ισαπόστολοι
τιμούνται ίδια μέρα
Χαρά σ’ αυτόν που
άγια τον γέννησε
γαστέρα!
Ε.ζ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου