|(υπο)γράφει η συνήθης ύποπτη, Ελένη Ζεάκη
...Στα είκοσι ορφάνεψε
κι οι δυό γονείς της φύγαν
πρόλαβαν και την προίκισαν
με ό,τι ωραίο είχαν
Τη σπούδασαν με αρετές
ήτανε στολισμένη
καλή σοφή και όμορφη
σε πλούτη βουτηγμένη
Μα εκείνη αποφάσισε
όλα να τα δωρίσει
και σε ιερή αποστολή
ότι είχε να χαρίσει
Πήρε τους δρόμους μοναχή
μ' ένα ραβδί στο χέρι
στην πίστη των χριστιανών
αλλόθρησκους θα φέρει
Στ' αυτιά του αυτοκράτορα
το νέο αυτό θα πάει
πρέπει να απολογηθεί
για όσα διαλαλάει
Ο Αντωνίνος με θυμό
απέναντι τη βάζει
να αλλάξει συμπεριφορά
αμέσως διατάζει
Μα εκείνη αντιστέκεται,
του λέει δεν αλλάζω,
για Το Χριστό θα ομολογώ
και Εκείνον θα δοξάζω
Βλέπει κορίτσι μια σταλιά,
ομορφοστολισμένο,
να μη φοβάται άρχοντα,
περίσσια θυμωμένο...
Διατάζει να της βάλουνε
μια περικεφαλαία
πύρινη,
μα τους έδειχνε
πως ένιωθε ωραία!
Κι όλοι που βλέπαν θαύμασαν!
Τι ήταν αυτό το πράγμα;
...και φώναζαν αληθινά
είναι μεγάλο θαύμα!
Και όπως ζητωκραύγαζαν
όλους τους θανατώνει,
γεμίζει ο τόπος αίματα
μάρτυρες στεφανώνει
Και δεν πτοείται μια σταλιά,
στη φυλακή τη βάζει,
δέσμια κι όμως άγγελος
απ' τα δεσμά τη βγάζει
"Θα μετανιώσεις, θες δε θες"
Και την χτυπά στα ίσα.
Τη βάζει με διαταγή
σ' ένα καζάνι πίσσα
Κι έβραζε και χοχλάκαγε
μα εκείνη είχε Χάρη
κι ούτε καιγόταν...φαίνονταν
και πλησιάζει πάλι
"Τι κάνεις και δεν καίγεσαι;
...τίποτα δε θα πάθω...
Την πλησιάζει λέγοντας
"Αυτό θέλω να μάθω "
Χάνει το φως τυφλώνεται
Έλεος, της φωνάζει !
Κι εκείνη Στο Χριστό ζητά
τα μάτια να του φτιάξει
Μετανοεί ειλικρινά
τους διωγμούς αφήνει
τη θέση στον Αυρήλιο
να κυβερνά τη δίνει
Και πιάνει την Αγία μας
την αποκεφαλίζει,
το τέλος γράφει της αυτός
τα χέρια του βρωμίζει
Με Το Χριστό αδύνατο
θάνατος να νικήσει
κι όποιος την επικαλεστεί
ίαση του χαρίζει
Σπλαχνίζεται τον άρρωστο,
τον δύστυχο φροντίζει,
θαυματουργεί σ' όποια καρδιά
στον Κύριο ελπίζει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου