Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Ὁ δεσπότης πάνω στὴν καρότσα! Ὁ Σιατίστης Ἀντώνιος: Ἕνας ἅγιος Ἀρχιερεὺς...




























Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ,Καλημέρα,
ργησα νὰ σοὺ γράψω. ἈπουσίαζαΣοὺ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ ποὺ τφωτοτύπησα πὸ τν τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ τριάντα χρόνια τς πισκοπικς του διακονίας.
κενο ποὺ θάθελα νὰ σὲ βεβαιώσω εναιτι ατς ὁ ἄνθρωπος ταν γιοςΖοσεγιαΕκοσι χρόνια ποὺ τν ζησα πκοντὰ τὸ ἔβλεπατὸ ἐνοίωθα. Ἀκτινοβολοσε φςγέλιο, ἤρεμο. Ἁπλς σ’ λα τουΦτωχς μέχρι τρέλαςΛιτς περίγραπτα.
Ντρέπομαι ταν ναλογίζομαι τὸ πόσες φορς λειτούργησα μαζί του κιγὼ φοροσα στολς πλούσιες κι ατς ταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοὺ πῶ κάτι γιὰ νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ ατό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα,κάποτεγιὰ τς στολές μου ταν μετακινούμουναΔερμάτινη. Ἦλθε λοιπν στν κκλησία, ὡς τοποτηρητήςΕχε μία βαλίτσα ξύλινη –σωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινησν κι ατς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαολαΝτράπηκαΠαπς γώΔεσπότης ατόςΤοῦ λέω, «Γέροντα δν πάει λλοΘὰ πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου». Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι» μο λέει, «ἐσὺ εσαι οκογενειάρχης, ἔχεις παιδικαὶ ἄλλα τέτοια». Τελικὰ τν πρε. Ὕστερα πὸ μέρες μο τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πμε νὰ λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη». Πάωτί νὰ δῶ. Ἡ ξύλινη...
βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια» τοῦ λέω. «Παιδάκι μουμοῦ λέει, «πιασε τόπο,τν δωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμεκάποτε μὲ τοῦ δικούς μου στὴ Σιάτιστα νὰ τν πισκεφθομεΚατί νὰ δομεΣφουγγάριζε τς σκάλες τς Μητρόπολης. «Ατὰ τὰ λεφτποὺ θὰ ’δινα σὲ μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι στερα μξεχντε πς ν μουνα στὸ μοναστήρι θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος: Ἦταν ὁ πρτος καιρς ποὺ εχε λθει στΜητρόποληΔν ταν κόμα γνωστόςΠγε μία Κυριακὴ σὲ χωριὸ στΒόιοΤελείωσε ἡ ΛειτουργίαΒγκε ξω καὶ περίμενε κανένας νὰ τν μαζέψει γιὰ τν πάει στὴ ΣιάτισταΑτοκίνητο δν εχε μέχρι ποὺ πέθανε.Στάθηκε νας μὲ τὸ ατοκίνητό τουατς πού μο τὰ διηγεταικαὶ τολέει. «Παπούλη ποῦ πς»; Λέει ατς Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μουΠρέπει νὰ στριμωχθομε». Τοῦ λέειὁ Δεσπότης. «Στν καρότσα μὲ παίρνειςΛέει «Ναί». Ἀνέβηκε στν καρότσαΦτάσαμε στὴ ΣιάτισταΘέαμα. Ἔτρεξαν νθρωποιΣτάθηκαν μπροστὰ στν πίσκοποΤν βοήθησαν νὰ κατέβειΧειροφιλήματα.Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος. «Ποις εναι;» «Ὁ Δεσπότης». Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα», μοῦ λέει, «τν Δεσπότη στν καρότσα κι φησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια περιστατικάΣτέλιο πολλάΑτς ὁ Ἅγιοςφησε περιουσία στὴ ΜητρόποληΤὰ μοναστήρια του.
τέλειωτες ρες ξομολόγηση. Ἡ μισὴ Κοζάνη πήγαινε σ’ ατόν. ἈγρυπνίεςΚόσμος πὸ ΚαστοριάΓρεβενάΚοζάνηΠτολεμαΐδαΔύο φορς κανε τοποτηρητς πὸ 2-3 μνες καὶ τὰ γύρισε λα τὰ χωριὰ τς περιοχς, ἑκατν πενήντα (150) τν ριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλοςεπε τι σήμερα κηδεύουμε ναν γιο, ὁ κόσμος λος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρες φορς«Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου.
Ατς τς μέρες κυκλοφόρησε να βιβλίο «Ὁ Φιλομόναχος πίσκοπος».Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ στείλω.
Χαιρέτα λουςΕχου – Εχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης
Κοζάνη, 12 Μαρτίου 2006
Περιοδικό Χριστιανικη ΒιβλιογραφίαΜάρτιος 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου