Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

+ Γεώργιος Παπαζάχος. Συνέντευξη στὸν Κλεῖτο Ἰωαννίδη...

(Μέρος Γ΄)

  Γ.Π.: Τὸ 1989 εἶχα πάει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ ἕνα ἰατρικὸ συνέδριο. Στὴ διάρκεια τῶν ἡμερῶν, ποὺ ἤμουν ἐκεῖ, πῆγα τρεῖς φορὲς καὶ προσκύνησα στὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα, πῆγα στὸ Γέροντα, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτε γιὰ ἐκεῖνο τὸ ταξίδι μου. Πῆγα, γιὰ νὰ τοῦ κάνω καρδιογράφημα. Μοῦ εἶπε νὰ πάω κοντά του κι ἔπιασε τὸ χέρι μου. Νόμισα ὅτι θὰ ἔκαμνε αὐτό, ποὺ ἔκαμνε καὶ σ’ ἄλλους. Ἔπιανε τὸ σφυγμό τους κι ἄρχιζε νὰ τοὺς μιλᾶ· στὸν ἕνα ἔλεγε γιὰ τὸ χαρακτήρα του, στὸν ἄλλο γιὰ τὰ παιδιά του, στὸν ἄλλο γιὰ τὶς δουλειές του, ἀνάλογα μὲ τὸ τί προβλήματα εἶχε ὁ καθένας. Νόμισα, λοιπόν, ὅτι αὐτὸ θὰ ἔκαμνε καὶ σ’ ἐμένα. Ὅμως, δὲν ἦταν αὐτό. Μόλις τοῦ ἔδωσα τὸ χέρι μου, πετιέται ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ὅπου ἦταν ξαπλωμένος τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ μοῦ φιλᾶ τὸ χέρι. Ὁπότε ἐγὼ διαμαρτύρομαι καὶ τραβῶ μὲ δύναμη τὸ χέρι μου. Καὶ τί μοῦ λέει; — Αὐτὸ τὸ χέρι δὲν ἀκούμπησε τὸν Πανάγιο Τάφο; Ἀφοῦ, λοιπόν, αὐτὸ τὸ χέρι ἀκούμπησε τὸν Πανάγιο Τάφο, δὲν πρέπει ὁ Πορφύριος νὰ τὸ φιλήσει; 
Κ. Ι.: Μένω ἄφωνος. 
Γ.Π.: Στὸ Πανεπιστήμιο διδάσκω ἕνα κατ’ ἐπιλογὴν μάθημα, τὸ καρδιογράφημα. Ἐπειδὴ τὸ καρδιογράφημα εἶναι ἕνα ἐνδιαφέρον μάθημα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ καρδιολόγοι τὸ χρησιμοποιοῦν, ὅλοι οἱ φοιτητὲς θέλουν νὰ τὸ παρακολουθήσουν. Ἔτσι τὸ ἀμφιθέατρο εἶναι συνήθως γεμάτο ἀπὸ φοιτητές, ποὺ ἔρχονται νὰ παρακολουθήσουν τὸ μάθημα αὐτό. Τοὺς λέω ἀστεῖα, τοὺς λέω ἀνέκδοτα, γελοῦμε μαζί, τοὺς ἀγαπῶ, μ’ ἀγαποῦν κι αὐτοί, ἔχουμε μία ζεστὴ σχέση. Ἔτσι πολλὲς φορὲς ἐρχόταν στὸ μυαλό μου μία ἰδέα, ποὺ τελικὰ τὴν εἶπα στὸ Γέροντα Πορφύριο ὡς ἕνα δίλημμά μου: — Σ’ αὐτὰ τὰ παιδιά, Γέροντα, μιλῶ γιὰ τὸ καρδιογράφημα μὲ τὶς ὧρες. Ὁτιδήποτε τοὺς πῶ τὸ ἀποδέχονται. Ἄν, λοιπόν, ἔτσι ὅπως τοὺς ἀγαπῶ καὶ μ’ ἀγαποῦν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρδιογράφημα ποὺ τοὺς μαθαίνω καὶ ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιήσουν γιὰ πόσα χρόνια – εἴκοσι, τριάντα, σαράντα, ἄντε πενήντα χρόνια ἰατρικῆς – δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς μιλήσω καὶ γιὰ κάτι πνευματικό, ποὺ ἔχει αἰώνια διάρκεια; Νὰ τοὺς πῶ ν’ ἀγαπήσουν τὸ Χριστό, νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ κοινωνοῦν, νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία; Καὶ συνέχισα τὴν ἐκμυστήρευσή μου στὸ Γέροντα: — Ἐμένα, φυσικά, τὸ Πανεπιστήμιο μὲ πληρώνει γιὰ νὰ διδάσκω τὸ καρδιογράφημα, δὲν μὲ πληρώνει γιὰ νὰ κάνω κήρυγμα. Καὶ στὸ κάτω-κάτω μπορεῖ κάποιοι φοιτητὲς νὰ μὴ θέλουν τὸ κήρυγμα ἢ κάποιοι ἄλλοι νὰ μὴν πιστεύουν κιόλας. Μήπως, ὅμως, Γέροντα, θὰ ἦταν καλὸ κάποια μέρα, ἐπιτέλους, τελειώνοντας αὐτὰ τὰ μαθήματα γιὰ τὸ καρδιογράφημα, ποὺ οἱ φοιτητὲς μὲ χειροκροτοῦν κι ἐγὼ χειροκροτῶ ἐκείνους, νὰ τοὺς πῶ «παιδιά, κάντε κι ἕνα βῆμα πρὸς τὸ Χριστό»; Ἀκοῦστε, λοιπόν, τί μου εἶπε ὁ Γέρων Πορφύριος: — Γιατί νὰ ἔχεις αὐτὸ τὸ δίλημμα; Ὅταν πᾶς νὰ κάνεις τὸ μάθημα, εἶσαι κοινωνημένος; — Ναί, Γέροντα, εἶμαι. — Κοινωνᾶς τὴν Κυριακή; — Κοινωνῶ, μὲ τὴν εὐχή σας. — Τότε, Γιωργάκη, πηγαίνει ὁ Χριστὸς μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Τί τὰ θέλεις τὰ λόγια, ἀφοῦ κουβαλᾶς τὸ Χριστὸ μέσα ἐκεῖ, ἀφοῦ εἶσαι χριστοφόρος τὴν ὥρα ποὺ μιλᾶς στὴν ἕδρα; Τί νὰ πεῖς στὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Ἄφησε τὰ παιδιά, ὅπως εἶναι. Τίποτε νὰ μὴν τοὺς πεῖς. 
Κ. Ι.: Βλέπουμε ἔτσι πῶς ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα ὁ ἀληθινὰ πνευ­μα­τικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. 
Γ.Π.: Κι ἐμένα ὑποχρέωσε μ’ αὐτά, ποὺ μοῦ εἶπε, νὰ πηγαίνω πάντοτε κοινωνημένος στὸ ἀμφιθέατρο. Κάποια φορά, ποὺ βρισκόμουν σὲ κατάσταση πνευματικῆς ἀνάτασης κοντά του – ὅλοι ὅσοι πέρασαν ἀπὸ κοντά του ζοῦσαν αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἀνάταση κι ὅσο καθόσουν κοντά του, τόσο περισσότερο ἀνέβαινες – τὸν ρώτησα: — Γέροντα, τί πρέπει νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν θέλει νὰ παραδοθεῖ στὸ Θεό, ν’ ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου στὸ Θεό, νὰ βγάλει τὸ δαίμονα ἀπὸ μέσα του καὶ νὰ γεμίσει Χριστό; — Τί κάνουμε, βρὲ Γιωργάκη, ὅταν ἔχουμε τὰ παντζούρια κλειστὰ κι εἶναι σκοτεινὸ τὸ δωμάτιο; Ἀνοίγουμε τὰ παντζούρια καὶ μπαίνει τὸ φῶς. Δὲν κυνηγοῦμε τὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ τὸ διώξουμε, μὲ τὰ χέρια μας ἢ μ’ ἕνα κλεφτο­φάναρο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, δὲν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις τὰ δαιμόνια ἀπὸ μέσα σου. Ἀλλὰ τί κάνεις; Ἀνοίγεις τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου διά­πλατα στὸ Χριστὸ καὶ λὲς «ἔλα, Χριστέ μου». Μπαίνει ἔτσι ὁ Χριστὸς μέσα σου καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ σκοτάδι. Εἶναι ἁπλό, πολὺ ἁπλό.
 Κ. Ι.: Αὐτὸ μᾶς δείχνει γιὰ ἄλλη μία φορὰ πόσο ἔντονα ζοῦσε ὁ Γέροντας τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Κύριε Παπαζάχο, εἴδατε καμιὰ φορὰ τὸ Γέροντα νὰ κλαίει; 
Γ.Π.: Ναί. Δύο τρεῖς φορὲς μάλιστα τὸν εἶδα νὰ κλαίει πολύ. Ἡ μία φορὰ ἦταν, ὅταν πέθανε τὸ παιδὶ ἑνὸς φίλου ὀφθαλμιάτρου στὴν Ἀθήνα. Δώδεκα χρονῶν κορίτσι, στὴν ὁδὸ Μεσογείων, τὸ κτύπησε ἕνα αὐτοκίνητο κι ὁ θάνατος ἦταν ἀκαριαῖος. Ἦταν τὸ πρῶτο παιδὶ μίας πολύτεκνης οἰκογένειας κι ὁ Γέροντας τὸ ἀγαποῦσε πάρα πολύ. Τὴν ὥρα τῆς κηδείας κι ἐνῶ ἐξέταζα στὸ ἰατρεῖο μου ἀσθενεῖς, μοῦ τηλε­φωνοῦν οἱ ἀδελφὲς ἀπὸ τὸν Ὠρωπό: «Τρέξτε, γιατρέ, ὁ Γέροντας πεθαίνει». «Τί συμβαίνει;» ρώτησα. «Ἔπεσε κάτω, λιποθύμησε», μοῦ εἶπαν. Κράτησα τὸ τηλέφωνο ἀνοικτό, τοὺς ἔδωσα κάποιες ὁδηγίες γιὰ πρῶτες βοήθειες – χρειαζόταν, βλέπετε, μία ὥρα, γιὰ νὰ πάω στὸν Ὠρωπὸ – συνῆλθε ὁ Γέροντας, καί, μάλιστα, μοῦ μίλησε στὸ τηλέφωνο: «Ἔλα, ἀλλὰ μὴ βιάζεσαι. Μὲ τὴν ἡσυχία σου». Φτάνοντας στὸν Ὠρωπὸ μου εἶπαν οἱ ἀδελφὲς ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας νὰ περάσω, ἀλλὰ νὰ μὴ μιλήσω καθόλου. Μπαίνοντας μέσα στὸ δωμάτιο τοῦ Γέροντα βρῆκα ἐκεῖ τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ, τοῦ ὁποίου μόλις εἶχε γίνει ἡ κηδεία. Τὸν ἀγκάλιασα, τὸν φίλησα κι ἀρχίσαμε νὰ κλαῖμε καὶ οἱ δύο. Πετιέται τότε ὁ Γέροντας καὶ μᾶς λέει: «Νὰ βγεῖτε ἔξω καὶ οἱ δύο. Δὲν σᾶς ἀντέχω». Βγήκαμε, πράγματι, ἔξω. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔστειλε ὁ Γέροντας καὶ μὲ φώναξαν. Πῆγα καὶ μοῦ εἶπε: — Μὲ συγχωρεῖς, ποῦ σᾶς εἶπα νὰ βγεῖτε ἔξω, ἀλλὰ ξέρεις τί μοῦ συμβαίνει σήμερα; — Τί, Γέροντα; Κι ἄρχισε νὰ μοῦ λέει κλαίοντας: — Τὴν ὥρα τῆς κηδείας ἔβλεπα ἕνα φῶς δυνατὸ ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κηδείας ἔβλεπα αὐτὸ τὸ φωτεινὸ ἄστρο. Κι ὅταν μετέφεραν τὸ φέρετρο πρὸς τὸν τάφο, πάλι τὸ ἔβλεπα. Ὅταν κατέβασαν τὸ φέρετρο μέσα στὸν τάφο καὶ τὸν γέμισαν μὲ τὸ χῶμα, τότε σταμάτησα νὰ τὸ βλέπω. — Σταμάτησε, Γέροντα, σὲ παρακαλῶ, γιατί κι ἐσὺ θὰ πάθεις κάτι κι ἐγὼ θὰ πάθω, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ συγκίνησή μας.
 Κ. Ι.: Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια καὶ νὰ σᾶς βλέπω νὰ κλαῖτε, κύριε Παπαζάχο, ἀφηγούμενος αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ πράγματι περιστατικό. 
Γ.Π.: Δὲν μπορῶ, πράγματι, νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. 
 Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (Γεροντικὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος)

Άγιος Πορφύριος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου