Η εικόνα από τον Ιερό Ναό των Κτητόρων
(Αγίων Νείλου & Διονυσίου των αυταδέλφων)
Ι.Μ Μεγάλης Παναγιάς Σάμου...
Ὅταν ὁ Ὅσιος κατὰ τὰ ἔτη 1833-36 ἔκτιζε τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας στὸν Σταυρό, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη χρημάτων γιὰ νὰ πληρώσει τοὺς τεχνίτες ἀπὸ τὴν Ἀνωγή. Ἀποφάσισε τότε νὰ τὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Νικόλαο Πήλικα.
Ὁ Ὅσιος Παπουλάκης πῆγε ὁ ἴδιος στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα. Ὁ τελευταῖος ὑποδέχθηκε ψυχρὰ τὸν καλόγερο καὶ τὸν ρώτησε τὶ κάνει καὶ πῶς πηγαίνει ἡ οἰκοδομή.
-Καλὰ, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, ἀλλὰ μοῦ χρειάζονται χρήματα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μᾶς εὐκολύνετε νὰ πληρώσουμε τοὺς Ἀνωϊσάνους μαστόρους.
-Καὶ πόσα θέλεις καλόγηρε;
-Ἑξῆντα τάλληρα.
-Πώ! Πώ! Ἑξήντα τάλληρα! Θέλω μιὰ μέρα νὰ τὰ μετρήσω! Δὲν ἔχω καλόγηρε, δὲν ἔχω! φώναξε ἀνάστατος ὁ φιλάργυρος Πήλικας.
-Δὲν πείραζε κυρ-Νικολῆ, ἀποκρίθηκε ἥρεμα ὁ Ὅσιος, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχετε, ἄν δὲν ἔχετε τί πειράζει; Ὁ Θεὸς θὰ τὰ οἰκονομήσει· καὶ ἔφυγε.
-Καλὰ, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, ἀλλὰ μοῦ χρειάζονται χρήματα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μᾶς εὐκολύνετε νὰ πληρώσουμε τοὺς Ἀνωϊσάνους μαστόρους.
-Καὶ πόσα θέλεις καλόγηρε;
-Ἑξῆντα τάλληρα.
-Πώ! Πώ! Ἑξήντα τάλληρα! Θέλω μιὰ μέρα νὰ τὰ μετρήσω! Δὲν ἔχω καλόγηρε, δὲν ἔχω! φώναξε ἀνάστατος ὁ φιλάργυρος Πήλικας.
-Δὲν πείραζε κυρ-Νικολῆ, ἀποκρίθηκε ἥρεμα ὁ Ὅσιος, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχετε, ἄν δὲν ἔχετε τί πειράζει; Ὁ Θεὸς θὰ τὰ οἰκονομήσει· καὶ ἔφυγε.
Ὅμως ἔφθασε ἡ νύκτα γεμάτη τρομακτικὰ ὄνειρα γιὰ τὸν κὺρ-Νικολή. Ὅλη τὴν νύκτα τυραννιόταν ἀπὸ τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἄρνησή του πρὸς τὸν Ὅσιο. Μόλις προσπαθοῦσε νὰ ἡρεμήσει καὶ νὰ κλείσει τὰ μάτια του, ἔβλεπε τὸν Παπουλάκη νὰ ἔρχεται ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος του. Πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, φώναξε τὸν ὑπηρέτη του Στάθη Κοῦρο καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ψάξει παντοῦ καὶ νὰ τοῦ φέρει γρήγορα τὸν καλόγερο Ἰωακείμ. Ὁ τελευταῖος, βλέποντας τὸν ὑπηρέτη νὰ ἔρχεται, εἶπε:
– Ἀλήθεια Στάθη, ὁ κὺρ-Νικολῆς μετενόησε; Μὲ θέλει;
– Μάλιστα Παπούλη μου, τὸν τρόμαξες ὅλη τὴν νύκτα καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς δεῖ ἀμέσως.
Ὁ Παπουλάκης πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε ἀνυπόμονα ἔξω στὴν πόρτα. Φτάνοντας τοῦ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε:
– Μὲ ἐλάμπαξες (τρόμαξες) ἀπόψε Ἅγιε Καλόγερε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σου, πόσα χρήματα θέλεις;
– Ἑξῆντα τάλληρα καὶ ὅ,τι ἄλλο σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.
Ἀμέσως ὁ φιλάργυρος Πήλικας μέτρησε ἑξῆντα τάλληρα καὶ τὰ ἔδωσε πρόθυμα στὸν Ὅσιο. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς τὸν εὐχαρίστησε καὶ χαιρόταν διότι ὁ Ὕψιστος ἔφερε τὸν Πήλικα σὲ μετάνοια, εὐεργετῶντας ἔτσι τὸ κτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας.
Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Πήλικας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ὅσιο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ νικήσει τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαργυρίας.
– Ἀλήθεια Στάθη, ὁ κὺρ-Νικολῆς μετενόησε; Μὲ θέλει;
– Μάλιστα Παπούλη μου, τὸν τρόμαξες ὅλη τὴν νύκτα καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς δεῖ ἀμέσως.
Ὁ Παπουλάκης πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε ἀνυπόμονα ἔξω στὴν πόρτα. Φτάνοντας τοῦ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε:
– Μὲ ἐλάμπαξες (τρόμαξες) ἀπόψε Ἅγιε Καλόγερε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σου, πόσα χρήματα θέλεις;
– Ἑξῆντα τάλληρα καὶ ὅ,τι ἄλλο σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.
Ἀμέσως ὁ φιλάργυρος Πήλικας μέτρησε ἑξῆντα τάλληρα καὶ τὰ ἔδωσε πρόθυμα στὸν Ὅσιο. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς τὸν εὐχαρίστησε καὶ χαιρόταν διότι ὁ Ὕψιστος ἔφερε τὸν Πήλικα σὲ μετάνοια, εὐεργετῶντας ἔτσι τὸ κτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας.
Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Πήλικας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ὅσιο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ νικήσει τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαργυρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου