....και τα μαλλιά της Μαρίας
θα ανεμίσουν ελεύθερα!!!
Την φωτό επεξεργάστηκε η Βίλυ Σαμαλτάνη |
Την μητέρα της γνωρίζω. Την ίδια, την ξέρω από μακριά και από περιγραφές.
Η μάνα της είναι ένας πιστός και αξιοπρεπής άνθρωπος, χαμογελαστή συνήθως.
Δεν ήξερα τίποτε. Η κόρη ήταν τόσο όμορφη (και όσοι την γνώριζαν έλεγαν ότι είναι και καλή) που θεωρούσα πως γι’ αυτό η μάνα βρισκόταν με κείνο το ανεπαίσθητο φως, γύρω της. Μου θύμιζε απόγευμα ζεστό και χαλαρό αυτή η γυναίκα (το ίδιο που μου θυμίζουν όλοι οι ευτυχισμένοι που έχω συναναστραφεί).
Δεν ήξερα τίποτε. Μετά έμαθα. Η μητέρα πάλι είχε χαμόγελο και φως. Δεν απορούσα γιατί -ζώντας στην ευλογία της Εκκλησίας- είχα δει και άλλους ανθρώπους που ζούσαν το ανέσπερο της υπομονής.
Χθες το απομεσήμερο, μου είπε ένας φίλος «πριν δυο ώρες»……
Βγήκα στον δρόμο και ο ήλιος ήταν όμορφος και απαλός. Δεν σε πονούσε με την ορμή του καλοκαιρινού έρωτα αλλά και δεν σε άφηνε με παράπονο. Τον είχες: Στα σκούρα σου γυαλιά, στις μπερδεμένες σκέψεις, στα καπό των αυτοκινήτων, στα βήματά σου που δεν ήξεραν πού να πάνε και συ παρακολουθούσες τις μύτες των παπουτσιών σου να διανύουν την οδό. Αυτό το τελευταίο, πρώτη φορά το έκανες….
Πριν δυο ώρες….Τί σημασία έχει; Μήπως έχει χρόνο ο Παράδεισος; Αρκεί να σου είναι ανοιχτή η θύρα!
Μετά θυμήθηκα Αυτόν που είπε «Εγώ ειμί η θύρα» και σκέφτηκα πως η μάνα της πάντα γυρόφερνε όπου ήταν Αυτός.
«Θυμήσου το» τόλμησα να πω «και γίνε και του παιδιού της θύρα, πόρτα ολάνοιχτη στους κήπους, στις μουσικές, στις χαρές που σκάνε εκεί που το Φως Σου τρελαίνει τα δοξαστικά των αγγέλων.
Την Μαρία της, Χριστέ μου, την έχεις πια στα χέρια Σου…..
Την Μαρία αυτής που στόλισε τις εικόνες Σου με ικεσίες και δάκρυα, ξεκούρασέ την. Ήταν δύσκολες οι ανάσες του παιδιού τις τελευταίες ημέρες και η μάνα -που χρόνια τώρα- έβλεπε το φευγιό της, στύλωσε πια το βλέμμα σε Σένα.
Χάιδεψε, σε παρακαλώ, το κλάμα στα μάτια της για να μερώσει.
Γίνε το αεράκι ανάμεσα στις ανάσες της και το τραγούδι για να μην μείνουν απαρηγόρητοι οι λυγμοί της.
Δεν ξέρω αν έχετε μικρά καρεκλάκια εκεί στον ουρανό αλλά φαντάζομαι πως δεν Σου είναι τίποτε Εσένα να βρεις ένα και να καθίσεις δίπλα Της. (Όπως καθόμασταν κάποτε στις πόρτες των καλοκαιριών δίπλα σε αγαπημένους και αρχίζαμε να λέμε…..)
Να σε νιώσει η καψερή που θα στρώνεις με απαλές κινήσεις τις ζαρωματιές της καρδιάς της, όπως κάνουμε όταν με φροντίδα τακτοποιούμε πολύτιμους ατραντέδες που η τάξη τους διασαλεύτηκε στο συρτάρι. Και τούτης η καρδιά κουβάρι έγινε.
Κάτσε εκεί δίπλα της, σε παρακαλώ, σαν αυτό που Εσύ είπες πως θα είσαι: Φίλος, αδελφός, πατέρας, Οδός, Αγάπη. Έτσι, όλα θα γίνουν σιγά- σιγά πιο παρηγορημένα μέχρι που νάρθει η στιγμή τους να μπουν σ’ ένα απόγευμα, λιγότερο λυπημένο από τούτο που κοιτάζω ξανά τις μύτες των υποδημάτων μου.
Και τότε η Μαρία της θα χαμογελάσει εκεί όπου η δική Σου ομορφιά γίνεται το μέτρο της αιωνιότητας και τα μαύρα της μαλλιά θα ανεμίσουν και πάλι ελεύθερα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου