Λίγο μετά την ώρα του φαγητού, σ'αυτό που λέμε απομεσήμερο, την ώρα που η γιαγιά και οι γειτόνισσες έβαζαν στη φωτιά το μπρίκι του καφέ, τα προσωπικά σου... χουζούρια διεκδικούν την ταυτοποίησή τους όχι ως πάρεργα αλλά ως ουσιαστικά έργα και ημέρες της αθωότητας που εύκολα δεν δηλώνεται γιατί την μπλοκάρουν αυτοί που έχουν τον τρόπο να μοιάζουν αληθινοί ("ρεαλιστές"είναι η λέξη που χρησιμοποιούν και μου θυμίζει κάτι εκτρωματικό που όμως έχει...δικαίωμα ύπαρξης γιατί όλοι έχουν πια χώρο, εκτός από αυτό που παλιά λέγαμε φυσιολογικό και τώρα το ψάχνουμε...στα σκουπίδια).
Ένας πρόλογος μεγάλος, σαν αμήχανα να παίζεις με τα κρόσσια της κουβέρτας ενώ απλά θέλεις ολόκληρος να τυλιχτείς, να ζεσταθείς και να ονειρευτείς. Κι'εγώ απλά θέλω να πω για την πατρίδα μου, για την πατρίδα μας, για τους "ρεαλιστές" που μας λένε ξενοφοβικούς όταν αγαπάμε το δικό μας, μίζερους όταν παραπονιόμαστε για την αδικία και φασίστες όταν σε συλλαλητήρια ισιώνουμε και ξαναδιαβάζουμε τις σελίδες της ιστορίας που ξέσκισαν, τσαλάκωσαν και πέταξαν.
Ναι, το αγαπώ εκείνο το παλιό Αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού με την Λόλα, την Άννα, τον παππού και την γιαγιά, την μητέρα και τον πατέρα και δεν μπορώ να φανταστώ τον γονιό Α και τον γονιό Β που λένε τώρα....Είναι κομμάτι μας η οικογένεια, η ιστορία όπου κάποιος σφυρίζει στο βάθος το "Μακεδονία ξακουστή", η εκκλησία όπου τέτοια ώρα, σε περασμένα απομεσήμερα ένα κορίτσι με σφιχτοπλεγμένες κοτσίδες έτρεχε λαχανιασμένο να προλάβει το Κατηχητικό και ήμουν εγώ!
Τρέχω πάλι τώρα να μιλήσω, όταν χίλια χέρια προσπαθούν να μας κλείσουν το στόμα και ένα σωρό ψέμματα βαφτίζονται επιχειρήματα γιατί άλλαξε, λέει, ο κόσμος, έτσι είναι η Ευρώπη, οι συσχετισμοί, οι αριθμοί, οι έδρες, οι καθέδρες, το συμφέρον....Δεν την καταλαβαίνω αυτή την γλώσσα, αυτές τις λέξεις που χτυπούν σαν άδειοι τενεκέδες, αυτή την εφευρημένη ορολογία που δεν αντιπροσωπεύει παρά την σπουδή τους να δουλέψουν για τα έργα των σκοτεινών αφεντικών.
Τί δουλειά έχω εγώ, τί δουλειά έχουμε εμείς που μάθαμε να βγαίνουμε στα καλοκαιρινά παράθυρα με το σφύριγμα των αγοριών, να τρέχουμε στις εκκλησιές με την πρώτη καμπάνα, να γεμίζουμε τις τσέπες μας πασατέμπο, να καμαρώνουμε για τα φτηνά πολύχρωμα τσίτια και τις άσπρες κορδέλες των μαλλιών μας, να φυτεύουμε διπλά ζουμπούλια τις Άνοιξες και να βάζουμε ματζουράνα στο τριφτό κυδώνι, τί δουλειά έχουμε όλοι εμείς οι ομοϊδεάτες του ονειρικού, δηλαδή του ελληνικού, με αυτούς που αλλάζουν έδρες, καθέδρες, ιδεολογίες και μεταξωτά βρακιά, δίχως αιδώ και χωρίς ντροπή;
Είμαστε άλλη κάστα εμείς.
Οι μικροί είμαστε. Μικροί και ερωτευμένοι.
Οι απλοί είμαστε. Απλοί και απλωμένοι στους αθέατους ήλιους του μεσονυκτίου, όπου οι ασκητές διαβάζουν Μεσονυκτικό και μεις μετανίζουμε (αυτό ξέρουμε να κάνουμε όταν πονάμε).
Η πληγή είμαστε και το αίμα της ταυτόχρονα γιατί οι Έλληνες δεν ξεχώρισαν ποτέ από τον πόνο και δεν φοβήθηκαν το χρώμα του αίματος, όταν επρόκειτο για θυσία -πορφυρούν, άρα οικείο-....
Θα ψηφίσουν, είπαν. Δικαίωμά τους.
Θα πεθάνουμε, αν χρειασθεί, και αυτή θα είναι η τρυφερή ψήφος ημών απάντων των ξεχασμένων στα απομεσήμερα. Δικαίωμά μας!
Εμείς δεν γνωρίζουμε από αριθμούς αλλά ξέρουμε πολύ καλά πόσο σημαντικό είναι να κλειδώνουμε την πόρτα του σπιτιού μας από μέσα τα βράδια, λίγο πριν αναπιάσουμε το προζύμι για το πρόσφορο της επόμενης λειτουργίας....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου