Μικρές ιστορίες του χθες και του σήμερα
Η Γιαννούλα ζούσε μόνη της σ’ ένα χαμόσπιτο στην Άνω Πόλη της Πάτρας, πίσω από την Καζάρμα[1], όχι μακριά από το κέντρο. Ποιο κέντρο, αφού όλη η Πάτρα μια σταλιά πόλη ήτανε, τότε που η Ελλάδα μόλις είχε βγει από την ταλαιπωρία των Βαλκανικών πολέμων. Οι άνθρωποι μετρούσαν τις πληγές του πολέμου που είχε τελειώσει και πάσχιζαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις να ρουφήξουν τη ζωή μέχρι το μεδούλι της. Το ίδιο ήθελε κι η Γιαννούλα. Κι ας ζούσε ολομόναχη. Κι ας μην είχε άνθρωπο να πει μια καλησπέρα, όταν κατάκοπη γυρνούσε στη χαμοκέλα της. Μόνη και κουρασμένη. Μάζευε τα κομμάτια της, ακουμπούσε στο τραπέζι το τετράγωνο ταψί και καθόταν στο χαμηλό ντιβάνι να πάρει μια ανάσα.
Κάθε μέρα είχε το ίδιο κι απαράλλαχτο πρόγραμμα. Σηκωνόταν αξημέρωτα και πήγαινε στο φούρνο του μπαρμπα Γιάννη. Είχε μαζί ένα άδειο ταψί. Το άφηνε στην άκρη και φορτωνόταν ένα γεμάτο με κουλούρια. Έπρεπε ως τη δύση του ήλιου να το έχει πουλήσει. Άλλες φορές ήταν τυχερή και τα ξεπουλούσε ως το μεσημέρι. Μα δεν γινόταν αυτό κάθε μέρα. Συνήθως κόντευε ο ήλιος να χαθεί στα νερά του Ιονίου για να αδειάσει το ταψί και να γεμίσει χαρά η ψυχή της. Έβαζε τότε το ταψί κάτω από τη μασχάλη της, έβγαζε από τον κόρφο της ένα μαντήλι διπλωμένο στα τέσσερα και μετρούσε για πολλοστή φορά τις πενταροδεκάρες που είχε μαζέψει. Πρώτα θα πλήρωνε το μπαρμπα Γιάννη και μετά θα έπαιρνε λίγα πράγματα από το μπακάλικο ίσα για να την κρατήσουν στη ζωή. Δεν ξόδευε πολλά η Γιαννούλα.
Το φαγητό της ελάχιστο. Πρωί πρωί έπαιρνε ένα κουλούρι, αν είχε περισσέψει κανένα από τα χτες, και το βουτούσε σε μια πήλινη κούπα με τσάι του βουνού. Έτρωγε μαζί και δυο ελίτσες. Μετρημένες δυο, γιατί έπρεπε με το βάζο που είχε στο ερμάρι, να περάσει όλη τη χρονιά μέχρι τον επόμενο Νοέμβρη. Τότε θα έβγαινε να μαζέψει όλες τις 'χαμολιές' που άφηναν οι νοικοκυραίοι στα λιοστάσια τους και να τις φτιάξει για να περνάει το χειμώνα.
Από τα κουλούρια που πουλούσε ούτε μια φορά δεν είχε δοκιμάσει ένα φρέσκο. Κι ας μοσχοβολούσαν. Σαν να μην είχε δικαίωμα να τα αγγίξει. Δεν ήταν όμως, λίγες οι φορές που είχε χαρίσει κουλούρια. Όχι γιατί το ήθελε. Αλλά γιατί κάποιοι ήθελαν δωρεάν το πρόγευμά τους. Η Γιαννούλα είχε κάτι σαν αυτό που λένε σήμερα «ελαφρά νοητική υστέρηση». Που πάει να πει πως δεν ήταν αστροπελέκι το μυαλό της. Μπορεί να ήξερε να λογαριάζει, μπορεί να γνώριζε κάθε στενό και κάθε σοκάκι της Πάτρας, αλλά την πονηριά δεν την ξεχώριζε. Είχε αθωότητα μικρού παιδιού. Μπορούσες εύκολα να τη γελάσεις.
«Γιαννούλα μού λείπουν δυο πεντάρες. Να στις δώσω αύριο;» της είπε μια μέρα ένας καροτσιέρης. «Να μου τις δώσεις» απάντησε αμέσως η Γιαννούλα. Μα ο καροτσιέρης δεν φάνηκε ούτε την άλλη μέρα ούτε την παράλλη. Κι η Γιαννούλα έβαλε τα κλάματα όταν κατάλαβε πως πάει, έκαναν φτερά τα χρωστούμενα.
Ο καροτσιέρης είπε το 'κατόρθωμά' του στο καφενείο και την επόμενη βδομάδα φάνηκε στο συνηθισμένο μέρος που καθόταν η Γιαννούλα, ένας που καμώθηκε πως έχασε το πορτοφόλι του και πως ζαλιζόταν από την πείνα. Η Γιαννούλα τον πίστεψε και του χάρισε ένα κουλούρι για να μην σωριαστεί χάμου. Ήρθαν κι άλλοι και της είπαν ένα σωρό ψέματα, για να φάνε κουλούρι δίχως χρήματα. Κι εκείνη τους έδινε. Μόνο μια φορά, όταν δυο νεαροί έβαλαν τα γέλια πριν κρυφτούν στη γωνία, η Γιαννούλα κατάλαβε την κοροϊδία και έβαλε ξανά τα κλάματα.
Έτσι έβαζε τα κλάματα και στη γειτονιά, αν τύχαινε καμιά Κυριακή να περάσει από το κατώφλι της κάποια παρέα από παιδιά. Μόλις της έβλεπαν, έδιναν το σύνθημα για να μαζευτούν κι άλλα. Και άρχιζε η κοροϊδία και το πετροβόλημα. Αυτός ήταν ο λόγος που σπάνια την έβλεπαν οι γειτόνισσες να κυκλοφορεί έξω τις Κυριακάδες. Είχε πάρει από φόβο τα παιδιά. Ένιωθε αδύναμη σαν το κλαράκι για να αναμετρηθεί με τη σκληράδα και την κακία τους.
Η Γιαννούλα που, χρόνο με το χρόνο έμαθε καλά την κακία του κόσμου, αρνιόταν πεισματικά να δώσει την παραμικρή λεπτομέρεια για τη ζωή της στον άγνωστο συνομιλητή της. Μέχρι που ο πονηρός Πατρινός της πέταξε κάτι που την έκανε να αλλάξει.
«Δεν σε ρωτώ για κακό σκοπό», της πέταξε τάχα αθώα ο Γιογκαράκης. «Κάποιος που ενδιαφέρεται για σένα με έστειλε να σε ρωτήσω».
Η Γιαννούλα τον κοίταξε απορημένη και ένα χαμόγελο φώτισε το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της. Ήταν ήδη 46 χρονών γυναίκα. Άλλες Πατρινιές στην ηλικία της είχαν κάνει ήδη εγγόνια. Η Γιαννούλα όμως, που είχε ψυχή μικρού παιδιού δεν καταλάβαινε πως τα χρόνια είχαν περάσει. Νόμιζε πως μπορούσε κι αυτή να ονειρεύεται πως θα ’ρθει κάποια μέρα που θα φανεί στο κατώφλι ένας γεροδεμένος άντρας όμορφος σαν τον ήλιο και καλός σαν τον πρίγκιπα των παραμυθιών και θα της έλεγε «Γιαννούλα, μέχρι εδώ ήταν τα βάσανά σου. Από δω και πέρα εγώ είμαι εδώ για σένα. Εσύ μόνο θα κάθεσαι σαν αρχόντισσα στο σπιτικό μας. Και θα ετοιμάζεις και θα με περιμένεις να γυρίσω από τη δουλειά, για να κάτσουμε οι δυο μας δίπλα στην ξυλόσομπα να χαρούμε το ζεστό φαγητό και την αγάπη μας».
Μ’ αυτή τη λαχτάρα μεγάλωσε η Γιαννούλα και δεν την έβγαλε από μέσα της ίσαμε τώρα που οι ρυτίδες έχουν αυλακώσει το πρόσωπό της και τα μαλλιά της μπαμπάκιασαν. Κάθε φορά που γινόταν γάμος στη γειτονιά, η Γιαννούλα κρυμμένη πίσω από τα παραθύρια στεκόταν ώρες μέχρι να φανεί η νύφη στο κατώφλι του σπιτιού. Και δε χόρταινε να τη βλέπει. Και όπως την κοίταζε αχόρταγα, το πρόσωπό της νύφης θόλωνε. Θόλωνε όλο και πιο πολύ και στη θέση του έβλεπε το δικό της πρόσωπο. Εκείνη ντυμένη νύφη! Και γλύκαινε η καρδιά της σαν άκουγε τα τραγούδια και τα παινέματα. Μόνο όταν όλοι είχαν χαθεί πια στη στροφή του δρόμου, τότε ξαναγύριζε στην κρύα της κάμαρα ο νους της κι αναστέναζε βαθιά. «Θα ’ρθει, πού θα πάει, θα ’ρθει το παλικάρι να με πάρει» μονολογούσε.
«Λοιπόν, Γιαννούλα, τι θα πω στο γαμπρό που με έστειλε;» είπε θαρρετά ο Γιογκαράκης που κατάλαβε ότι το φρούριο έπεσε με τη μία.
«Να του πεις, να ’ρθει να παντρευτούμε!» απάντησε ενθουσιασμένη η Γιαννούλα.
«Τώρα Γιαννούλα μου, τρέχω να του πω» είπε εξίσου ενθουσιασμένος εκείνος και έτρεξε μονομιάς στο καφενείο για να τους πει τα μαντάτα.
Δεν άργησαν να σκαρώσουν τη φάρσα. Ήταν Φλεβάρης μήνας. Τριώδιο. Καιρός για μασκαρέματα, για ξεφαντώματα, για αστεία. Η Γιαννούλα θα ήταν στο φετινό καρναβάλι το πιο ωραίο θέαμα. Στο πι και φι βρέθηκε νυφικό, βρέθηκε κοκκινάδι για τα χείλη της, βρέθηκε πούδρα για τα βασανισμένα μάγουλά της. Το τέλειο σκηνικό για την πιο τέλεια φάρσα του φετινού καρναβαλιού.
2 Φεβρουαρίου 1914. Η Πάτρα ζει στους ρυθμούς του καρναβαλιού. Η Γιαννούλα ζει τη χαρά της προετοιμασίας του γάμου με χαρά που ξεχειλίζει από την καρδιά της. Έχει ετοιμάσει με περισσή φροντίδα το μικρό της σπιτάκι και έχει βγάλει για πρώτη φορά τα κεντίδια από το μπαούλο για να στολίσει την κάμαρή της, να τη δει ο γαμπρός και να χαρεί. Άνοιξε και το κουτί που είχε κρύψει στο βάθος της ντιβανοκασέλας και φόρεσε –πρώτη φορά στη ζωή της- τα σκουλαρίκια της έρημης της μάνας της, το μόνο ενθύμιο που είχε από κείνην.
Έφτασε η πολυπόθητη ώρα του «γάμου». Η Γιαννούλα δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν. Άλλωστε δεν είχε και με κανέναν εδώ στη γειτονιά πάρε – δώσε. Σηκώθηκε πρωί – πρωί, ντύθηκε, χτένισε τα μαλλιά της και κίνησε για το συμφωνημένο μέρος. Την περίμενε ο Γιογκαράκης. «Πού ’ναι ο γαμπρός;» ρώτησε με αφέλεια. «Μην έχεις αγωνία. Σε περιμένει. Θα πάμε να τον βρούμε, να γίνει η στεφάνωση» της αποκρίθηκε με περισσή πειστικότητα εκείνος. «Μόνο κάτσε να σε στολίσουμε, να πας όμορφη στο γαμπρό» είπε ο Μήτσος, ένας φίλος του Γιογκαράκη και της έδωσε ένα πανέρι με κοκκινάδι, πούδρα και ... φούμο.
«Μα, πώς θα στολιστώ χωρίς καθρέφτη;» αναρωτήθηκε η Γιαννούλα. «Τι να τον κάνεις τον καθρέφτη, καλέ;» βιάστηκε να την καθησυχάσει εκείνος. «Βιάσου, μην απογοητευτεί ο γαμπρός και φύγει, έμπα στην κάμαρη να στολιστείς».
Μπήκε η έρημη η Γιαννούλα κι όταν βγήκε, σφίχτηκαν για να μην σκάσουν από τα γέλια. Το κοκκινάδι είχε ξεφύγει από τα χείλη και είχε πασαλείψει το μισό πηγούνι. Η πούδρα είχε απλωθεί ανισόρροπα στο πρόσωπο και την έκανε πολύ αστεία.
«Έλα, έλα μας περιμένει ο γαμπρός» της είπαν. Ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης. Προχώρησαν τέσσερα – πέντε στενά και πήραν την οδό Καλαβρύτων [2]. Περπάτησαν ύστερα μέχρι που βρέθηκαν στην Κορίνθου. «Φτάνουμε Γιαννούλα. Μας περιμένει ο γαμπρός» της είπε ο Γιογκαράκης. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά τρελά. Και πάνω στη χαρά δεν κατάλαβε πως όσο προχωρούσαν, ο κόσμος τριγύρω πύκνωνε. Ούτε πρόσεξε τα χαχανητά και τα πειράγματα από τα χαμίνια του δρόμου. Εκείνη το νου της τον είχε μόνο στο γαμπρό. Μόνο σαν έστριψαν για δεύτερη φορά στη Μαιζώνος, μόνο τότε υποψιάστηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και πως όλο το πλήθος που ’χε μαζευτεί χάζευε με το πάθημά της.
«Να ζήσεις Γιαννούλα, καλούς απογόνους» της φώναξε ένα ξυπόλητο μικρό και της πέταξε δυο πετραδάκια, τάχα για κουφέτα. Αν δεν έγερνε το κεφάλι προς τα μπρος, θα χτυπούσε άσχημα. Έσπρωξε απότομα το χέρι του Περικλή Γιογκαράκη που την είχε πιασμένη από το μπράτσο και άρχισε να τρέχει. Τα χαμίνια την πήραν στο κατόπι φωνάζοντας και γελώντας. Ίσα που πρόλαβε να στρίψει στη Μιαούλη και να χωθεί στην πίσω πόρτα ενός φούρνου για να τους ξεφύγει. Εκεί την πήρε το παράπονο. Έκλαιγε, έκλαιγε ως που χάθηκε το φως της μέρας κι άρχισαν να ανάβουν δειλά τα καντηλάκια του ουρανού. Τότε κίνησε να πάρει το δρόμο για το κονάκι της. Με φόβο και δισταγμό μην τύχει και την αναγνωρίσει κανείς στο δρόμο κι αρχίσουν άλλες κοροϊδίες και χαχανητά.
Τους πίστεψε η δόλια η Γιαννούλα. Μα αντί για το νεωκόρο και τον παπά φάνηκαν δυο μαντραχαλαίοι ντυμένοι χωροφυλάκοι και αρπάξανε το γαμπρό, επειδή τάχα ήταν αδήλωτος στα Μητρώα Αρρένων. «Μη!» έσκουζε η δόλια η Γιαννούλα. «Αφήτε, να γίνει ο γάμος κι ύστερα τον φυλακώνετε».
Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Τα σπαρακτικά της κλάματα χάθηκαν στους ήχους της καμπάνας που σήμανε τρεις φορές. Μόνη, κλαμένη κι απογοητευμένη κίνησε για το κονάκι της η Γιαννούλα. Έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που ήρθε ο Μορφέας και της σφάλισε τα μάτια κι έμεινε ως την αυγή στον καναπέ με το νυφικό φουστάνι και τα κοκκινάδια στα χείλια.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο κόσμος μετά τα δεινά τού -για πρώτη φορά- παγκόσμιου πολέμου δεν είχε διάθεση για καρναβάλια ούτε για κακόγουστα χωρατά. Θα περίμενε κανείς να σταματήσει η φάρσα σε βάρος της δύστυχης της Γιαννούλας. Μα ο άνθρωπος έχει ώρες – ώρες πιότερο σκληράδα κι από τα θηρία. Σαν γαλήνεψε ο τόπος από τα μίση και τις έχθρες του πολέμου, θυμήθηκε η παρέα του Περικλή τη Γιαννούλα και τον καημό της να βρει ταίρι.
Αυτή τη φορά οργανώθηκαν πιο καλά. Έβαλαν στο κόλπο έναν δικαστικό κλητήρα που της παρουσιάστηκε σαν συμβολαιογράφος και την έπεισε πως κληρονόμησε ένα τεράστιο ποσό. Της έδειξε μάλιστα και μια βαλίτσα γεμάτη άχρηστα ρούβλια, απομεινάρια της προεπαναστατικής Ρωσίας. Θαμπώθηκε η Γιαννούλα από τα χρήματα.
13 Φλεβάρη του 1922. Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Όλη η Πάτρα είναι στο πόδι. Το ιδιο κι η Γιαννούλα. Ο Γιογκαράκης έχει καταφέρει πια να του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Ποντάροντας σε αυτό, την πείθει πως έρχεται στο λιμάνι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Αμερικής, Woodrow Wilson για να την παντρέψει με το γιο του. Η Γιαννούλα για μια ακόμη φορά τον πιστεύει.
Λένε πως ακόμα κι ο πιο λαοφιλής πολιτικός, αν έβλεπε το συγκεντρωμένο πλήθος που είχε μαζευτεί εκείνη την Κυριακή στην παραλία, θα ζήλευε. Στις δύο το μεσημέρι ξεκίνησε η πομπή από το σπίτι της Γιαννούλας. Η νύφη φορούσε ένα πολύχρωμο φουστάνι κι είχε πλεγμένα κουρελάκια στα λυτά της τα μαλλιά. Δίπλα της όπως πάντα, στεκόταν ο κουμπάρος, ο Γιογκαράκης.
Σαν έφτασαν στο λιμάνι, ένας άνθρωπος με βαμμένες φαβορίτες και πασπαλισμένα με αλεύρι μαλλιά τής συστήθηκε ως πεθερός της. Ο Ιούλσο (έτσι έλεγε η Γιαννούλα τον Ουίλσον) παρέδωσε στη νύφη το γαμπρό και ξεκίνησαν για το σπίτι. Προχώρησαν ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε και στρίβοντας στην Καλαβρύτων [2], ένα χαμίνι πήδηξε στην άμαξα και άρπαξε τη βαλίτσα με τα εκατομμύρια δολάρια που τάχα θα της χάριζε ο πεθερός. Τρέχουν ξοπίσω του γαμπρός και πεθερός να τον πιάσουν και γίνονται άφαντοι, αφήνοντας τη Γιαννούλα να κλαίει και να θρηνεί γοερά.
Θα υπήρχε και επόμενη φορά διασυρμού της δύστυχης Γιαννούλας αν η Ελλάδα δεν είχε πέσει σε παρακμή κι αν δεν πέθαινε ξαφνικά κι αναπάντεχα ο Γιογκαράκης. Οι Πατρινοί ξέχασαν τη Γιαννούλα κι εκείνη ξέχασε τους γάμους και τις γιορτές. Είχε πια πατήσει τα εξήντα. Τα κουράγια της λιγόστευαν κι η ζωή άρχισε να της δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο.
Χρόνια αργότερα, ένα κρύο πρωινό της Κατοχής τα παιδιά της γειτονιάς δεν την είδαν να βγαίνει από το κατώφλι ψάχνοντας οτιδήποτε που θα ικανοποιούσε την πείνα της. Βλέπεις, πια αλεύρια δεν υπήρχαν, κουλούρια δεν φτιάχνονταν κι η Γιαννούλα άνεργη, ανήμπορη και μόνη, βίωνε την απόλυτη ανέχεια. Άλλοτε παρακαλώντας κι άλλοτε απειλώντας πως θα τηλεγραφήσει στον Ιούλσο να μην ξαναστείλει βοήθεια στην Ελλάδα, ίσα που εξοικονομούσε μια μπουκίτσα ψωμί. Κι αυτό όχι όλες τις μέρες.
«Γιαννουλίτσα, ε Γιαννουλίτσα!» φώναξε ο πιο μικρός της παρέας. Απόλυτη σιωπή. «Άνοιξε Γιαννουλίτσα, κι έχω ψωμί να σου δώκω!» Καμιά απόκριση. «Και τυρί και κρέας» συνέχισε ο μικρός, προσπαθώντας με ψέματα να την κάνει να βγει έξω. Η Γιαννουλίτσα δεν αποκρινόταν.
Τρέξανε τα μικρά το ’πανε στους δικούς τους κι αναλάβανε δυο άντρες να σκαρφαλώσουν και να μπουν από την πίσω μεριά. Τη βρήκανε ακουμπισμένη στον καναπέ, με σφαλιστά τα μάτια να χαμογελά ήσυχα. Κρατούσε στο χέρι τενεκεδένια «παράσημα» που της είχε στείλει ο «Ουίλσον» χρόνια πριν. Την άλλη μέρα έγινε το ξόδι της. Μόνο ο παπάς, ο νεωκόρος και δυο γυναίκες τη συνόδευσαν στο Κοιμητήριο.
Μπήκε η έρημη η Γιαννούλα κι όταν βγήκε, σφίχτηκαν για να μην σκάσουν από τα γέλια. Το κοκκινάδι είχε ξεφύγει από τα χείλη και είχε πασαλείψει το μισό πηγούνι. Η πούδρα είχε απλωθεί ανισόρροπα στο πρόσωπο και την έκανε πολύ αστεία.
«Έλα, έλα μας περιμένει ο γαμπρός» της είπαν. Ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης. Προχώρησαν τέσσερα – πέντε στενά και πήραν την οδό Καλαβρύτων [2]. Περπάτησαν ύστερα μέχρι που βρέθηκαν στην Κορίνθου. «Φτάνουμε Γιαννούλα. Μας περιμένει ο γαμπρός» της είπε ο Γιογκαράκης. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά τρελά. Και πάνω στη χαρά δεν κατάλαβε πως όσο προχωρούσαν, ο κόσμος τριγύρω πύκνωνε. Ούτε πρόσεξε τα χαχανητά και τα πειράγματα από τα χαμίνια του δρόμου. Εκείνη το νου της τον είχε μόνο στο γαμπρό. Μόνο σαν έστριψαν για δεύτερη φορά στη Μαιζώνος, μόνο τότε υποψιάστηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και πως όλο το πλήθος που ’χε μαζευτεί χάζευε με το πάθημά της.
«Να ζήσεις Γιαννούλα, καλούς απογόνους» της φώναξε ένα ξυπόλητο μικρό και της πέταξε δυο πετραδάκια, τάχα για κουφέτα. Αν δεν έγερνε το κεφάλι προς τα μπρος, θα χτυπούσε άσχημα. Έσπρωξε απότομα το χέρι του Περικλή Γιογκαράκη που την είχε πιασμένη από το μπράτσο και άρχισε να τρέχει. Τα χαμίνια την πήραν στο κατόπι φωνάζοντας και γελώντας. Ίσα που πρόλαβε να στρίψει στη Μιαούλη και να χωθεί στην πίσω πόρτα ενός φούρνου για να τους ξεφύγει. Εκεί την πήρε το παράπονο. Έκλαιγε, έκλαιγε ως που χάθηκε το φως της μέρας κι άρχισαν να ανάβουν δειλά τα καντηλάκια του ουρανού. Τότε κίνησε να πάρει το δρόμο για το κονάκι της. Με φόβο και δισταγμό μην τύχει και την αναγνωρίσει κανείς στο δρόμο κι αρχίσουν άλλες κοροϊδίες και χαχανητά.
Εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ, 9 Φεβρουαρίου 1914
Θα περίμενε κανείς να μην έχει πια τόσο θράσος ο Γιογκαράκης ώστε να ξανανταμώσει τη Γιαννούλα. Μα τούτος ο αθεόφοβος δεν είχε σταματημό. Πήρε - έδωσε και κατάφερε με χίλια δυο ψέματα και δικαιολογίες να τουμπάρει τη Γιαννουλίτσα και να την κάνει να πιστέψει πως όντως υπήρχε γαμπρός. Αυτή τη φορά ήταν ο Μιλτιάδης Μαντέλης. Που ήτανε, λέει, τρελός και παλαβός με κείνη και περίμενε την ώρα να την ανταμώσει και να την κάνει γυναίκα του. Τα πίστεψε όλα αυτά η Γιαννούλα και την Κυριακή των Απόκρεω, 25 του Φλεβάρη του 1918 ντύθηκε για άλλη μια φορά νύφη. Ακούμπησε στο μπράτσο του Μιλτιάδη που της είπε ένα σωρό παινέματα και γλυκόλογα και κάνανε την καρδιά της να φτερουγίσει από ευτυχία και κίνησαν για τη Μητρόπολη. Σαν έφτασαν εκεί, είδε πως οι πόρτες ήταν σφαλιστές. «Μη στεναχωριέσαι κοκόνα μου» της είπε ο Γιογκαράκης που θα γινόταν κουμπάρος στο 'μυστήριο'. «Έχω στείλει εγώ ανθρώπους να φωνάξουνε τον παπά και το νεωκόρο!». «Ναι, ναι» επιβεβαίωσαν καμπόσοι που ’χαν μαζευτεί από νωρίς για να μην χάσουν το θέαμα. Ο Περικλής Γιογκαράκης με την παρέα του είχαν φροντίσει από μέρες να πετάξουν χαρτάκια στην πλατεία Γεωργίου και να προσκαλέσουν το λαό της Πάτρας στο γάμο της «χαριτοβρύρου δεσποινίδος Κουλουρούς μετά του διά πολλών χαρισμάτων πεπροικισμένου νέου Μιλτιάδου Μαντέλη». Τους πίστεψε η δόλια η Γιαννούλα. Μα αντί για το νεωκόρο και τον παπά φάνηκαν δυο μαντραχαλαίοι ντυμένοι χωροφυλάκοι και αρπάξανε το γαμπρό, επειδή τάχα ήταν αδήλωτος στα Μητρώα Αρρένων. «Μη!» έσκουζε η δόλια η Γιαννούλα. «Αφήτε, να γίνει ο γάμος κι ύστερα τον φυλακώνετε».
Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Τα σπαρακτικά της κλάματα χάθηκαν στους ήχους της καμπάνας που σήμανε τρεις φορές. Μόνη, κλαμένη κι απογοητευμένη κίνησε για το κονάκι της η Γιαννούλα. Έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που ήρθε ο Μορφέας και της σφάλισε τα μάτια κι έμεινε ως την αυγή στον καναπέ με το νυφικό φουστάνι και τα κοκκινάδια στα χείλια.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο κόσμος μετά τα δεινά τού -για πρώτη φορά- παγκόσμιου πολέμου δεν είχε διάθεση για καρναβάλια ούτε για κακόγουστα χωρατά. Θα περίμενε κανείς να σταματήσει η φάρσα σε βάρος της δύστυχης της Γιαννούλας. Μα ο άνθρωπος έχει ώρες – ώρες πιότερο σκληράδα κι από τα θηρία. Σαν γαλήνεψε ο τόπος από τα μίση και τις έχθρες του πολέμου, θυμήθηκε η παρέα του Περικλή τη Γιαννούλα και τον καημό της να βρει ταίρι.
Αυτή τη φορά οργανώθηκαν πιο καλά. Έβαλαν στο κόλπο έναν δικαστικό κλητήρα που της παρουσιάστηκε σαν συμβολαιογράφος και την έπεισε πως κληρονόμησε ένα τεράστιο ποσό. Της έδειξε μάλιστα και μια βαλίτσα γεμάτη άχρηστα ρούβλια, απομεινάρια της προεπαναστατικής Ρωσίας. Θαμπώθηκε η Γιαννούλα από τα χρήματα.
13 Φλεβάρη του 1922. Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Όλη η Πάτρα είναι στο πόδι. Το ιδιο κι η Γιαννούλα. Ο Γιογκαράκης έχει καταφέρει πια να του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Ποντάροντας σε αυτό, την πείθει πως έρχεται στο λιμάνι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Αμερικής, Woodrow Wilson για να την παντρέψει με το γιο του. Η Γιαννούλα για μια ακόμη φορά τον πιστεύει.
Λένε πως ακόμα κι ο πιο λαοφιλής πολιτικός, αν έβλεπε το συγκεντρωμένο πλήθος που είχε μαζευτεί εκείνη την Κυριακή στην παραλία, θα ζήλευε. Στις δύο το μεσημέρι ξεκίνησε η πομπή από το σπίτι της Γιαννούλας. Η νύφη φορούσε ένα πολύχρωμο φουστάνι κι είχε πλεγμένα κουρελάκια στα λυτά της τα μαλλιά. Δίπλα της όπως πάντα, στεκόταν ο κουμπάρος, ο Γιογκαράκης.
Σαν έφτασαν στο λιμάνι, ένας άνθρωπος με βαμμένες φαβορίτες και πασπαλισμένα με αλεύρι μαλλιά τής συστήθηκε ως πεθερός της. Ο Ιούλσο (έτσι έλεγε η Γιαννούλα τον Ουίλσον) παρέδωσε στη νύφη το γαμπρό και ξεκίνησαν για το σπίτι. Προχώρησαν ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε και στρίβοντας στην Καλαβρύτων [2], ένα χαμίνι πήδηξε στην άμαξα και άρπαξε τη βαλίτσα με τα εκατομμύρια δολάρια που τάχα θα της χάριζε ο πεθερός. Τρέχουν ξοπίσω του γαμπρός και πεθερός να τον πιάσουν και γίνονται άφαντοι, αφήνοντας τη Γιαννούλα να κλαίει και να θρηνεί γοερά.
Θα υπήρχε και επόμενη φορά διασυρμού της δύστυχης Γιαννούλας αν η Ελλάδα δεν είχε πέσει σε παρακμή κι αν δεν πέθαινε ξαφνικά κι αναπάντεχα ο Γιογκαράκης. Οι Πατρινοί ξέχασαν τη Γιαννούλα κι εκείνη ξέχασε τους γάμους και τις γιορτές. Είχε πια πατήσει τα εξήντα. Τα κουράγια της λιγόστευαν κι η ζωή άρχισε να της δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο.
Χρόνια αργότερα, ένα κρύο πρωινό της Κατοχής τα παιδιά της γειτονιάς δεν την είδαν να βγαίνει από το κατώφλι ψάχνοντας οτιδήποτε που θα ικανοποιούσε την πείνα της. Βλέπεις, πια αλεύρια δεν υπήρχαν, κουλούρια δεν φτιάχνονταν κι η Γιαννούλα άνεργη, ανήμπορη και μόνη, βίωνε την απόλυτη ανέχεια. Άλλοτε παρακαλώντας κι άλλοτε απειλώντας πως θα τηλεγραφήσει στον Ιούλσο να μην ξαναστείλει βοήθεια στην Ελλάδα, ίσα που εξοικονομούσε μια μπουκίτσα ψωμί. Κι αυτό όχι όλες τις μέρες.
«Γιαννουλίτσα, ε Γιαννουλίτσα!» φώναξε ο πιο μικρός της παρέας. Απόλυτη σιωπή. «Άνοιξε Γιαννουλίτσα, κι έχω ψωμί να σου δώκω!» Καμιά απόκριση. «Και τυρί και κρέας» συνέχισε ο μικρός, προσπαθώντας με ψέματα να την κάνει να βγει έξω. Η Γιαννουλίτσα δεν αποκρινόταν.
Τρέξανε τα μικρά το ’πανε στους δικούς τους κι αναλάβανε δυο άντρες να σκαρφαλώσουν και να μπουν από την πίσω μεριά. Τη βρήκανε ακουμπισμένη στον καναπέ, με σφαλιστά τα μάτια να χαμογελά ήσυχα. Κρατούσε στο χέρι τενεκεδένια «παράσημα» που της είχε στείλει ο «Ουίλσον» χρόνια πριν. Την άλλη μέρα έγινε το ξόδι της. Μόνο ο παπάς, ο νεωκόρος και δυο γυναίκες τη συνόδευσαν στο Κοιμητήριο.
***
Κυριακή, 18 Φλεβάρη 2018. Πάτρα.
«Άντε Τάκη μου, άντε χαρά μου» είπε η μάνα σπρώχνοντας ελαφρά στην πλάτη ένα «παιδί». Τα φερσίματά του και η μιλιά του έμοιαζαν με αυτά ενός πεντάχρονου. Το μπόι του και τα γκρίζα μαλλιά του πρόδιδαν την πραγματική ηλικία του. Η μάνα με κουρασμένο βλέμμα τον αγκάλιασε απαλά και προχώρησαν.
Μόλις τους είχε κατεβάσει το υπεραστικό λεωφορείο στην αρχή της Κορίνθου. Η αστυνομία είχε κόψει την κυκλοφορία, λόγω της παρέλασης του καρνάβαλου. Έπρεπε να περπατήσουν αρκετά τετράγωνα για να βρεθούν στην πλατεία Γεωργίου.
Είχε πολλούς δισταγμούς η μάνα για να φέρει το «παιδί» στο Καρναβάλι. Μα κάμφθηκε από την επιμονή των άλλων μανάδων του Συλλόγου Γονέων ΑμΕΑ για να βγει επιτέλους, να χαρεί κι εκείνη και το «παιδί».
Οι άλλοι από την παρέα της προχώρησαν αρκετά. Απόμεινε με την ξαδέρφη της να τους ψάχνουν με τα μάτια, αλλά μάταια. Σε λίγο ξεκίνησε η παρέλαση. Άρματα, μουσικές, κόσμος, σερπαντίνες, στολές, κέφι ... Ξεχάστηκε. Το «παιδί» χτυπούσε ενθουσιασμένο τα χέρια του.
Τα άρματα περνούσαν το ένα μετά το άλλο, ο κόσμος χειροκροτούσε σχεδόν μηχανικά, προσπαθώντας για λίγο να ξεχάσει τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ζευγαράκια μισομεθυσμένα αγκαλιάζονταν, πέρασε η ώρα δίχως να το καταλάβουν.
Κατέβηκαν προς το λιμάνι. Από την άκρια του δρόμου πρόβαλε ένα μπουλούκι ηθοποιών. Μπροστά πήγαινε ένας άντρας ντυμένος γυναίκα με έντονο μακιγιάζ. Στα χέρια του αντί για βραχιόλια, είχε περασμένα κουλούρια σουσαμένια.
Πίσω του ερχόταν μια άμαξα με αναβάτη έναν μεσήλικα με φράκο και ημίψηλο, που κρατούσε μια αμερικάνικη σημαία. Στο άλλο χέρι είχε μια μισάνοιχτη βαλίτσα. Με μια του κίνηση η βαλίτσα άνοιξε εντελώς και εκατοντάδες ψεύτικα δολάρια έπεσαν πάνω στο πλήθος που χειροκροτούσε και φώναζε «καλούς απογόνους Γιαννούλα!»
«Ήταν μια χαζή Πατρινιά» ανέλαβε η ξαδέλφη να της εξηγήσει τούτα τα αλλόκοτα. «Την κάνανε να πιστέψει πως θα παντρευτεί το γιο του πλανητάρχη ... Τρεις φορές έγινε ‘γάμος’ ... »
Τινάχτηκε, σαν να τη χτύπησε ρεύμα η μάνα. «Και δεν τους τιμώρησαν αυτούς που την κοροϊδεύανε;» είπε με τρόμο.
«Τι να τιμωρήσουνε; Όλη η Πάτρα την κορόιδευε. Την κάνανε και επιθεώρηση. Σε πολλά θέατρα. Για να καταλάβεις ...»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το λόγο της η ξαδέλφη. Η μάνα τράβηξε το «παιδί» απότομα και απομακρύνθηκε με γοργό βήμα. Περπάτησε αρκετά, όταν απάντησε τους συγχωριανούς της που είχαν συνταξιδέψει.
«Τώρα φεύγεις; Στο καλύτερο;» της είπε η ακτιβίστρια που είχε έρθει πρόσφατα από την Αθήνα και πρωτοστατούσε σε κάθε εκδήλωση ενάντια στον σχολικό εκφοβισμό και σε κάθε λογής ρατσισμό.
«Κάτσε, σε λίγο θα κλαίει η Γιαννούλα και θα τελειώσει το δρώμενο» πρόσθεσε η καθηγήτρια από το διπλανό χωριό που κανόνιζε κάθε χρόνο στη ‘θεματική βδομάδα’ να καλέσει ειδικούς από την περιφέρεια, προκειμένου να μιλήσουν στα παιδιά για τις κοινωνικές ομάδες που ζουν στο περιθώριο.
Δεν γύρισε ούτε να τους κοιτάξει. Περπατούσε γρήγορα, σχεδόν λαχανιαστά την Κορίνθου. Κάποια στιγμή κουράστηκε. Μπροστά της υψωνόταν μεγαλόπρεπο το Δικαστικό Μέγαρο. Πήρε μια ανάσα. Έκανε νόημα στο «παιδί» και έκατσε στα σκαλιά για να ξαποστάσει.
Ένας νεαρός πέρασε μπροστά τους γελώντας και φωνάζοντας στην παρέα του «μόνο μια τζούρα ο καθένας!» Μια βαριά, παράξενη μυρωδιά έφτασε ως τη μύτη της και την έκανε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω.
Και τότε είδε ανάμεσα στις δυο πανύψηλες κολώνες της εισόδου με τα εντυπωσιακά κιονόκρανα μια γυναίκα κουλουριασμένη. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Από το καμπουριασμένο κορμί της κατάλαβε πως ήταν ηλικιωμένη. Ήταν σκυφτή και είχε τυλιγμένο το κεφάλι της μ’ ένα σκουρόχρωμο μαντήλι.
Το «παιδί» χάζευε δυο νεαρούς που περνούσαν κρατώντας κουτάκια μπίρες στα χέρια και γελούσαν. «Καλούς απογόνους Γιαννούλα!» είπε το παιδί γελώντας. Ήταν ολοφάνερο πως δεν καταλάβαινε αυτά που έλεγε.
Στο άκουσμα των λόγων του η άγνωστη γυναίκα που καθόταν κουβαριασμένη λίγα σκαλιά πίσω τους, σήκωσε το κεφάλι της και φάνηκε το κουρασμένο πρόσωπό της. Κοίταξε το «παιδί» κατευθείαν στα μάτια. Κι ύστερα με αργές κινήσεις κατέβηκε ένα, δύο, τρία σκαλοπάτια κι έκαστε δίπλα του. Άπλωσε το λιπόσαρκο χέρι της και το αγκάλιασε. Το «παιδί» χώθηκε στην αγκαλιά της. Και τότε η μάνα είδε να κυλούν από τις κόγχες των ματιών της δυο δάκρυα αργά – αργά και να αυλακώνουν το ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Το φως από τις κολώνες του φωτισμού χτυπούσε τώρα πάνω στα δυο διαμαντάκια και τα έκανε να αστράφτουν. Πώς γίνεται να χωρούν τόσα συναισθήματα συμπυκνωμένα σε ελάχιστα κυβικά χιλιοστά ύλης!
Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα τώρα. Μούσκεψαν το μπουφάν του παιδιού και κύλησαν στα σκαλοπάτια. Γίνηκαν ποτάμι που βάλθηκε να καθαρίσει τα πεζοδρόμια, τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης.
Το «παιδί» κι η γυναίκα εξακολουθούσαν να είναι σφιχτά αγκαλιασμένοι, εκεί στα σκαλιά του Δικαστικού Μεγάρου της οδού Γούναρη. Κάτω από τις πανύψηλες κολώνες με τα εντυπωσιακά κιονόκρανα. Σαν σκηνή από αρχαία τραγωδία …
[1] Περιοχή της Πάτρας, όπου κατασκευάστηκε επί Καποδίστρια στρατόπεδο (στα ιταλικά cazerma) στην Άνω Πόλη, στη γωνία Μπουκαούρη και Παντοκράτορος, κάτω από το Χαμάμ. Το στρατόπεδο παρέμεινε εκεί μέχρι το 1875 και στη συνέχεια είχε διάφορες χρήσεις. Μέχρι το 1940 χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Κατεδαφίστηκε το 1961.
[2] τη σημερινή οδό Γούναρη.
Μόλις τους είχε κατεβάσει το υπεραστικό λεωφορείο στην αρχή της Κορίνθου. Η αστυνομία είχε κόψει την κυκλοφορία, λόγω της παρέλασης του καρνάβαλου. Έπρεπε να περπατήσουν αρκετά τετράγωνα για να βρεθούν στην πλατεία Γεωργίου.
Είχε πολλούς δισταγμούς η μάνα για να φέρει το «παιδί» στο Καρναβάλι. Μα κάμφθηκε από την επιμονή των άλλων μανάδων του Συλλόγου Γονέων ΑμΕΑ για να βγει επιτέλους, να χαρεί κι εκείνη και το «παιδί».
Οι άλλοι από την παρέα της προχώρησαν αρκετά. Απόμεινε με την ξαδέρφη της να τους ψάχνουν με τα μάτια, αλλά μάταια. Σε λίγο ξεκίνησε η παρέλαση. Άρματα, μουσικές, κόσμος, σερπαντίνες, στολές, κέφι ... Ξεχάστηκε. Το «παιδί» χτυπούσε ενθουσιασμένο τα χέρια του.
Τα άρματα περνούσαν το ένα μετά το άλλο, ο κόσμος χειροκροτούσε σχεδόν μηχανικά, προσπαθώντας για λίγο να ξεχάσει τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ζευγαράκια μισομεθυσμένα αγκαλιάζονταν, πέρασε η ώρα δίχως να το καταλάβουν.
Κατέβηκαν προς το λιμάνι. Από την άκρια του δρόμου πρόβαλε ένα μπουλούκι ηθοποιών. Μπροστά πήγαινε ένας άντρας ντυμένος γυναίκα με έντονο μακιγιάζ. Στα χέρια του αντί για βραχιόλια, είχε περασμένα κουλούρια σουσαμένια.
Τινάχτηκε, σαν να τη χτύπησε ρεύμα η μάνα. «Και δεν τους τιμώρησαν αυτούς που την κοροϊδεύανε;» είπε με τρόμο.
«Τι να τιμωρήσουνε; Όλη η Πάτρα την κορόιδευε. Την κάνανε και επιθεώρηση. Σε πολλά θέατρα. Για να καταλάβεις ...»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το λόγο της η ξαδέλφη. Η μάνα τράβηξε το «παιδί» απότομα και απομακρύνθηκε με γοργό βήμα. Περπάτησε αρκετά, όταν απάντησε τους συγχωριανούς της που είχαν συνταξιδέψει.
«Τώρα φεύγεις; Στο καλύτερο;» της είπε η ακτιβίστρια που είχε έρθει πρόσφατα από την Αθήνα και πρωτοστατούσε σε κάθε εκδήλωση ενάντια στον σχολικό εκφοβισμό και σε κάθε λογής ρατσισμό.
«Κάτσε, σε λίγο θα κλαίει η Γιαννούλα και θα τελειώσει το δρώμενο» πρόσθεσε η καθηγήτρια από το διπλανό χωριό που κανόνιζε κάθε χρόνο στη ‘θεματική βδομάδα’ να καλέσει ειδικούς από την περιφέρεια, προκειμένου να μιλήσουν στα παιδιά για τις κοινωνικές ομάδες που ζουν στο περιθώριο.
Δεν γύρισε ούτε να τους κοιτάξει. Περπατούσε γρήγορα, σχεδόν λαχανιαστά την Κορίνθου. Κάποια στιγμή κουράστηκε. Μπροστά της υψωνόταν μεγαλόπρεπο το Δικαστικό Μέγαρο. Πήρε μια ανάσα. Έκανε νόημα στο «παιδί» και έκατσε στα σκαλιά για να ξαποστάσει.
Ένας νεαρός πέρασε μπροστά τους γελώντας και φωνάζοντας στην παρέα του «μόνο μια τζούρα ο καθένας!» Μια βαριά, παράξενη μυρωδιά έφτασε ως τη μύτη της και την έκανε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω.
Και τότε είδε ανάμεσα στις δυο πανύψηλες κολώνες της εισόδου με τα εντυπωσιακά κιονόκρανα μια γυναίκα κουλουριασμένη. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Από το καμπουριασμένο κορμί της κατάλαβε πως ήταν ηλικιωμένη. Ήταν σκυφτή και είχε τυλιγμένο το κεφάλι της μ’ ένα σκουρόχρωμο μαντήλι.
Το «παιδί» χάζευε δυο νεαρούς που περνούσαν κρατώντας κουτάκια μπίρες στα χέρια και γελούσαν. «Καλούς απογόνους Γιαννούλα!» είπε το παιδί γελώντας. Ήταν ολοφάνερο πως δεν καταλάβαινε αυτά που έλεγε.
Στο άκουσμα των λόγων του η άγνωστη γυναίκα που καθόταν κουβαριασμένη λίγα σκαλιά πίσω τους, σήκωσε το κεφάλι της και φάνηκε το κουρασμένο πρόσωπό της. Κοίταξε το «παιδί» κατευθείαν στα μάτια. Κι ύστερα με αργές κινήσεις κατέβηκε ένα, δύο, τρία σκαλοπάτια κι έκαστε δίπλα του. Άπλωσε το λιπόσαρκο χέρι της και το αγκάλιασε. Το «παιδί» χώθηκε στην αγκαλιά της. Και τότε η μάνα είδε να κυλούν από τις κόγχες των ματιών της δυο δάκρυα αργά – αργά και να αυλακώνουν το ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Το φως από τις κολώνες του φωτισμού χτυπούσε τώρα πάνω στα δυο διαμαντάκια και τα έκανε να αστράφτουν. Πώς γίνεται να χωρούν τόσα συναισθήματα συμπυκνωμένα σε ελάχιστα κυβικά χιλιοστά ύλης!
Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα τώρα. Μούσκεψαν το μπουφάν του παιδιού και κύλησαν στα σκαλοπάτια. Γίνηκαν ποτάμι που βάλθηκε να καθαρίσει τα πεζοδρόμια, τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης.
Το «παιδί» κι η γυναίκα εξακολουθούσαν να είναι σφιχτά αγκαλιασμένοι, εκεί στα σκαλιά του Δικαστικού Μεγάρου της οδού Γούναρη. Κάτω από τις πανύψηλες κολώνες με τα εντυπωσιακά κιονόκρανα. Σαν σκηνή από αρχαία τραγωδία …
[1] Περιοχή της Πάτρας, όπου κατασκευάστηκε επί Καποδίστρια στρατόπεδο (στα ιταλικά cazerma) στην Άνω Πόλη, στη γωνία Μπουκαούρη και Παντοκράτορος, κάτω από το Χαμάμ. Το στρατόπεδο παρέμεινε εκεί μέχρι το 1875 και στη συνέχεια είχε διάφορες χρήσεις. Μέχρι το 1940 χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Κατεδαφίστηκε το 1961.
[2] τη σημερινή οδό Γούναρη.
Κρ. Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου