Διαβάζοντας αυτά τα λίγα που ακολουθούν, καταλαβαίνει κανείς πως αυτό το "πλουσιοκόριτσο" έφτασε σε τέτοια "μέτρα", που δεν είναι απίθανο σε λίγα χρόνια να μη διαβάζουμε την βιογραφία της, αλλά το συναξάρι της...
Διδάχθηκε ἀπό μικρή τήν πατροπαράδοτη εὐλάβεια, ἀλλά καί ἡ ἴδια εἶχε ἔμφυτη ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία.
«Ἀπό μικρή πού ἔνιωσα τόν κόσμο», ἀνέφερε ἡ ἴδια, «ἀγάπησα πολύ τήν θεία Λειτουργία καί τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅταν μετά τήν κατάρρευση τοῦ ἀλβανικοῦ Μετώπου ἦρθαν οἱ Ἰταλοί στήν Κόνιτσα, οἱ περισσότεροι Κονιτσιῶτες κρύφτηκαν στά βουνά.
Ἡ Κέτη παρέμεινε κοντά στούς φιλάσθενους γονεῖς της καί στήν ἡλικιωμένη γιαγιά της.
Αἰχμαλωτίσθηκαν ἀπό τούς Ἰταλούς καί μεταφέρθηκαν στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας.
Ἡ Κέτη πῆρε μαζί της σ᾿ ἕνα καλαθάκι Μεγάλο Ἁγιασμό,
Μέσα στό πλοῖο τους πού ἔφθασε ἀσφαλές στήν Ἰταλία, ἐνῶ πολλά εἶχαν τορπιλιθῆ, ἡ Κέτη παρακινοῦσε τούς συναιχμαλώτους νά προσεύχωνται.
Ἡ Κέτη τήν συμπόνεσε καί γιά νά τήν βοηθήση, ἔβαλε μιά...
εἰκόνα σ᾿ ἕνα τραπεζάκι, πῆρε ἕνα κύπελλο, μιά φουρκέτα ἀπό τά μαλλιά της τήν ἔκανε καντηλήθρα, ἔστριψε λίγο βαμβάκι, τό ἔκανε φυτίλι, ἄναψε καντήλι κάνοντας μετάνοιες καί προσευχήθηκε.
Ἡ γυναῖκα γέννησε ἀλλά δέν εἶχε γάλα.
«Ποιός τό ἔκανε αὐτό;».
Ἡ Κέτη ἦταν νέα 22 ἐτῶν καί φοβόταν γιά τήν ἠθική της ἀκεραιότητα.
Ἔλεγε:
Ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή καί τούς ἔδιναν ἀρτύσιμα φαγητά,
Νήστευε γιά νά κοινωνήση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Οἱ ἄλλοι τήν εἰρωνεύονταν.
«Πῶς θά κοινωνήσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ;»
καί αὐτή μέ βεβαιότητα τούς ἔλεγε ὅτι μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ θά γυρίσουμε στήν Ἑλλάδα.
Καί ὄντως ἔγινε ἀνταλλαγή αἰχμαλώτων πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό καί ἡ Κέτη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ὁμηρία της
Ἡ ἐντεταλμένη τῆς βασίλισσας Φρειδερίκης,
Ἀπό τίς πρῶτες ἦταν καί ἡ Κέτη.
Ζήτησε ἀπό τήν ὑπεύθυνη ὁποιαδήποτε ἐργασία
Τῆς ἔφεραν ἀντίρρηση ἀλλά δέν ὑπάκουσε.
Ξημερώνοντας Χριστούγεννα τοῦ 1947 οἱ συμμορίτες χτύπησαν τήν κάτω Κόνιτσα καί τήν κατέλαβαν.
Ὅλη τή νύχτα γίνονταν ὁδομαχίες φοβερές.
Ἡ Κέτη τούς εἶπε νά γονατίσουν καί νά ψάλλουν συνέχεια τήν Παράκληση.
Μέσα στόν κίνδυνο προσεύχονταν καί ὅσοι πρίν δέν πίστευαν.
Κάποια στιγμή ἡ Κέτη ἄκουσε δύο ἀντάρτες ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά συνομιλοῦν.
«Τί νά τά κάνουμε μέσα στή νύχτα μέ τέτοιο κρύο;
Τό πρωΐ τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1948 πού ἡ Κόνιτσα καταλήφθηκε ἀπό τόν Ἐθνικό Στρατό, ἡ Κέτη ἄνοιξε τήν πόρτα καί βρῆκε τούς δύο ἀντάρτες σκοτωμένους.
Ἀκόρεστη λάτρις τοῦ Κυρίου
Ἡ φιλόθεη Κέτη δέν ἤθελε καμμιά μέρα τοῦ χρόνου νά χάση Ἑσπερινό καί θεία Λειτουργία.
Ἡ μόνιμη προσπάθειά της ἦταν νά βρῆ σέ ποιά Ἐκκλησία γίνεται θεία Λειτουργία γιά νά τρέξη νά τήν ἀπολαύση.
Στήν Κόνιτσα ἔφευγε νύχτα ἀπό τήν ἐργασία της,
Ἦταν καλή στήν δουλειά της καί ἀγαποῦσε τά παιδιά.
Μιά νύχτα πηγαίνοντας ὡς συνήθως γιά νά βρῆ Λειτουργία,
Πέρασε πάνω ἀπό τίς νάρκες καί δέν ἔσκασε καμμιά.
Τό 1950 πού λειτούργησε ἡ παιδόπολη στόν Ζηρό, προσλήφθηκε καί ἡ Κέτη ὡς νοσοκόμα.
Συνάδελφός της στήν παιδόπολη θυμᾶται:
»Στήν παιδόπολη ἔπαιρνε τά παιδιά στό ἀναλόγιο καί τά μάθαινε νά ψέλνουν.
Πρῶτο μέλημά της ἦταν νά γνωρίση τούς ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν χωριῶν γιά νά ἐξασφαλίση τήν καθημερινή της Λειτουργία.
Πήγαινε στήν Παντάνασσα.
Πάντα εἶχε μαζί της πρόσφορο μήπως δέν ἔχει ὁ παπᾶς.
Ἄλλοτε εἶχε κατεβάσει ἕνα ποτάμι, δέν ὑπῆρχε γέφυρα καί γιά νά μή χάση τήν θεία Λειτουργία τήν πέρασε στήν πλάτη του κάποιος γέρος βοσκός.
Περπατοῦσε πολύ, μᾶλλον πετοῦσε,
Ἄλλη φορά συνάντησε νύχτα μιά ἀρκούδα, τήν ἔφεξε στά μάτια μέ τό φακό πού εἶχε μαζί της καί τό ζῶο ἄλλαξε δρόμο καί ἔφυγε.
Οἱ περιπέτειες τῆς Κέτης γιά τήν καθημερινή της Λειτουργία εἶναι πολλές.
Τότε δέν εἶχαν τηλέφωνα.
Φεύγει γιά τό Κεράσοβο, πάντα μέ τά πόδια.
Στήν Κόνιτσα πήγαινε τακτικά
Τῆς εἶπαν νά μείνη ξαπλωμένη μέχρις ὅτου γιατρευθῆ.
Κάποια φορά τό τζίπ τῆς παιδοπόλεως θά πήγαινε στήν Κόνιτσα καί θά ἔφευγε πολύ πρωΐ.
Μιά χειμωνιάτικη νύχτα ἔκανε τέτοια καταιγίδα πού ξερρίζωνε δέντρα.
Ἄραγε τί νά αἰσθανόταν ἡ Κέτη κατά τήν θεία Λειτουργία;
Ἡ Κέτη μερικές φορές πήγαινε σέ μιά ἀγρυπνία
Δέν τήν πείραζε τότε κανένας θόρυβος,
Ἀλλά καί στό κελλί της ἤ στά σπίτια πού ἐφιλοξενεῖτο,
Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη της στή λατρεία τοῦ Θεοῦ
“Ἐκκλησία, Ἐκκλησία”.
Κρυφή ἀσκήτρια
Ἡ Κέτη ἦταν μιά λαϊκή ἀσκήτρια σέ μεγάλα μέτρα.
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της δέν χόρτασε.
Πήγαινε στήν Χριστίνα Ἐζνεπίδου, ἀδελφή τοῦ γέροντος Παϊσίου
Στή νηστεία ἦταν ἄφταστη, εἶχε μεγάλη ἀντοχή.
Συνήθως ἔτρωγε λαχανικά,
Ὅταν κοιμόταν λίγο γιά νά ξεκουραστῆ,
Στά γόνατά της εἶχαν σχηματισθῆ
Βρύση ἐλεημοσύνης
Ἡ ζωή τῆς Κέτης ἀπό τήν μικρή της ἡλικία
Καί ὅταν τῆς ἔβαζαν περιορισμούς,
Τότε ὑπῆρχαν πολλοί φτωχοί, χῆρες, ὀρφανά, πρόσφυγες.
Ἦταν ἡ πρώτη συνεργάτις τοῦ π. Παϊσίου στίς ὁμάδες ἀγάπης
Οἱ καλωσύνες πού ἔκανε εἶναι πολλές καί ἀθόρυβες.
«Ἕνεκεν συμπαθείας τῶν πενήτων», ἔγινε καί ζητιάνα.
Ὅταν ἦταν στήν παιδόπολη
Πόσα παιδάκια ἔθρεψε μέ τά περισσεύματα
Τίς ἐλεύθερες ὧρες, πού ἦταν τόσο λίγες,
Φοροῦσε μιά κάπα ἐπίτηδες
Γιά τόν ἑαυτό της δέν φρόντιζε.
Βάπτισε ἀρκετά παιδάκια καί εἶχε τήν μέριμνά τους.
Στό Ριζοβούνι περιποιόταν μιά γριά ἐγκαταλελειμμένη
Στόν Ἅγιο Γεώργιο εἶχε μιά ἄλλη γριά
Βοηθοῦσε καί μιά ἄλλη φτωχή καί πολύτεκνη οἰκογένεια.
Σέ ἄλλο χωριό τῆς περιοχῆς ὑπῆρχε κάποια φτωχή οἰκογένεια μέ δυό ἄρρωστα παιδιά ἀπό μεσογειακή ἀναιμία. Ἡ Κέτη τούς λυπήθηκε πολύ καί θέλοντας νά τούς βοηθήση, εἶπε στόν πατέρα νά ψωνίζη ἀπό κάποιο μαγαζί ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη, καί ὅτι αὐτή θά πληρώνει τόν λογαριασμό. Αὐτό γινόταν γιά ἕνα χρονικό διάστημα ἀλλά κάποια ἡμέρα ὁ πατέρας κάλεσε ἕναν ὀργανοπαίχτη στό σπίτι του καί ἄρχισε τίς διασκεδάσεις, τούς χορούς καί τό ποτό. Πάνω στό ξεφάντωμα ἦρθε καί ἡ Κέτη νά δῆ τά παιδιά. Τότε τόν μάλωσε καί σταμάτησε τήν χορηγία της.
Τό 1960 ὁ εὐλαβέστατος παπα–Βασίλης Ζαλακώστας ἔκτισε σπίτι στόν Ἅγιο Γεώργιο, ἀλλά τά χρήματά του δέν ἔφθαναν νά τό τελειώση. Τότε ἡ Κέτη μεσολάβησε, πλήρωσε ἕνα αὐτοκίνητο ξυλεία γιά νά σκεπαστῆ τό σπίτι καί ἔγιναν τά πατώματα καί τά κουφώματα. Ὁ παπα–Βασίλης εἶναι ἀπό τούς λίγους πού κατάλαβε τήν ἀξία τῆς Κέτης, τήν γνώρισε πολύ καλά, μάλιστα τοῦ βάπτισε τήν κόρη του Μαρία˙ στό τέλος πῆρε στό σπίτι του τήν μητέρα τῆς Κέτης.
Ἔλεγε στήν πρεσβυτέρα του:
«Δέν ξέρεις τί ἀξίζει ἡ Κέτη».
Πίστευε ὅτι ἡ ζωή τῆς Κέτης εἶναι μοναδική, ἰδιόμορφη καί δέν ἔμοιαζε μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἔκανε τακτικά ταξίδια στήν Κόνιτσα καί στήν Ἀθήνα γιά νά βλέπη τήν μητέρα της καί τ᾿ ἀδέλφια της. Ἄν καί εἶχε χρήματα, δέν ἤθελε νά πληρώνη εἰσιτήριο.
Πήγαινε μέ ὤτο–στόπ ὄχι ἀπό τσιγγουνιά ἀλλά γιά νά διαθέση τά χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου γιά ἐλεημοσύνες.
Κάποτε ὅλη τήν ἡμέρα περίμενε στόν δρόμο ὄρθια, δέν σταμάτησε νά τήν πάρη κανένα αὐτοκίνητο καί γύρισε στό σπίτι μέ τίς τσάντες. Ἄλλοτε μπῆκε σέ λεωφορεῖο μέ ἕνα καρεκλάκι. Τήν ρώτησε ὁ εἰσπράκτορας ἄν ἔχη εἰσιτήριο καί ἀπάντησε: «Οὔτε εἰσιτήριο ἔχω οὔτε θέση θέλω». Καί τήν ἄφησε μέ τό καρεκλάκι νά ταξιδέψη μέχρι τήν Ἀθήνα. Ἔλεγε μετά:
«Αὐτοί ὅλοι μέ τ᾿ αὐτοκίνητα ἔχουν χρήματα˙ γιατί νά τούς δώσω; Μέ αὐτά τά χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου μπορῶ νά ἀγοράσω δυό–τρία κιλά ρύζι καί νά τά δώσω σέ μιά φτωχή οἰκογένεια πού πεινάει».
Τήν ἐνδιέφεραν οἱ πτωχοί ἀδελφοί καί ὄχι τό πῶς θά ταξιδέψει ἀναπαυτικά.
Στό μοναστήρι τῆς Δουραχάνης πού εἶχε ἐγκατασταθῆ τά τελευταῖα της χρόνια, μάζευε μπομπονιέρες ἀπό βαπτίσεις γιά νά τίς πουλάη, καί τά χρήματα τά ἔδινε σέ φτωχούς. Μερικοί τήν ἔβλεπαν μέ οἶκτο, ὅπως ἦταν φτωχοντυμένη καί σκελετωμένη, καί τῆς ἔδιναν καί κάποια «ἐλεημοσύνη». Τήν ἀποδεχόταν μέ χαρά γιά νά τήν δώση καί αὐτή συνέχεια σέ ἄλλους.
Χαιρόταν νά τήν θεωροῦν ζητιάνα καί φτωχή.
Ἦταν ὅμως πεντακάθαρη μέ τά ἐλάχιστα ροῦχα πού εἶχε.
Ζητοῦσε ροῦχα καί κυρίως παπούτσια, δῆθεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά ἔδινε σέ ἄλλους πού εἶχαν ἀνάγκη. Κάποιος γιατρός τῆς ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι μαλακά παπούτσια, γιατί τά πέλματά της ἦταν παραμορφωμένα, καί ἔκανε πώς τά χάρηκε. Εἶδε κάποιον ἱερέα πού φοροῦσε παλαιά παπούτσια. Πῆγε στό κατάστημα πού εἶχε ἀγοράσει τά παπούτσια της ὁ γιατρός, τά ἄλλαξε καί πῆρε καινούργια παπούτσια γιά τόν ἱερέα.
Δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση ἄν δέν ἐλεοῦσε κάθε μέρα.
Ἀπό τό μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς, μέ ὑπόδειξη τοῦ γέροντος Παϊσίου, ἔστελναν στήν Κέτη κάθε χρόνο μιά εὐλογία, καθαρό κερί, ἐλιές, βιβλία. Πολύ τά χαιρόταν˙ ἀμέσως πήγαινε τά πουλοῦσε καί ἔδινε τά χρήματα ὅπου ἤξερε ὅτι ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη.
Ἡ Κέτη φρόντιζε πολύ γιά τήν εὐπρέπεια τῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ ἐνέργειές της καί τήν χρηματική της βοήθεια ἀνακαινίσθηκε καί καλλωπίσθηκε ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φιλιππιάδος˙ φρόντιζε ἀκόμη νά ἔχη λάδι γιά τά καντήλια.
Ὅταν στήν Ἐκκλησία ἔβλεπε ἀταξία καί κακή συμπεριφορά, ἀπό ὅπου καί ἄν προερχόταν αὐτή θά τόν παρατηροῦσε καί θά τόν διώρθωνε. Ἐνδιαφερόταν γιά τήν καθαριότητα καί τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας καί παρακινοῦσε τίς γυναῖκες νά φροντίζουν γιά τήν Ἐκκλησία καλύτερα ἀπό τό σπίτι τους.
Ἡ Κέτη ὅ,τι ἀκίνητα εἶχε κληρονομήσει τά ἀφιέρωσε στήν ἱερά Μονή Στομίου καί ἕνα οἴκημα ἐντός τῆς Κονίτσης τό δώρησε στήν Μητρόπολη. Εἶναι τό γηροκομεῖο Κονίτσης. Ἀπαίτησε καί ἀπό τήν ἀδελφή της καί τήν ἀνεψιά της νά κάνουν τό ἴδιο καί αὐτές. Τίς παρακινοῦσε λέγοντας:
«Πῶς θά πᾶτε στήν ἄλλη ζωή μέ ἄδεια χέρια;».
Ἀξιόλογα περιστατικά
Κάποτε πού γιόρταζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φιλιππιάδος, πῆγε ἡ Κέτη σέ μιά χήρα πού εἶχε πολλά λουλούδια στήν αὐλή της, τήν παραμονή, καί τῆς ζήτησε λουλούδια γιά νά φτιάξη ἕνα στεφάνι γιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἡ χήρα ἀρνήθηκε καί δέν τῆς ἔδωσε λουλούδια. Ἡ Κέτη ἔφυγε καί μόνο τῆς εἶπε:
«Δέν πειράζει, μήν μοῦ δίνης, ἀλλά μέχρι τό βράδυ θά τά χάσεις, δέν θά σοῦ μείνει οὔτε ἕνα λουλούδι».
Καί πράγματι ὅταν ἄρχισε νά βραδιάζη, τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἔπιασε μιά ραγδαία βροχή καί ἕνας ἀνεμοστρόβιλος δυνατός, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μείνη οὔτε ἕνα λουλούδι, καταστράφηκαν ὅλα, ὅπως εἶχε προείπει ἡ Κέτη.
*
Κάποια χρονιά πήγαινε μέ τόν γνωστό της παπα–Βασίλη νά λειτουργήσουν στήν Παντάνασσα τήν ἡμέρα τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, στίς 8 Σεπτεμβρίου.
Συζητοῦσαν γιά τήν ἐκ παραδόσεως νηστεία πού κάνουν μερικοί ἀπό 1η μέχρι 7η Σεπτεμβρίου. Ἡ Κέτη εἶχε κρατήσει τή νηστεία καί ἔλεγε ὅτι καί ὁ παπα–Βασίλης ἔπρεπε νά τήν εἶχε κρατήσει.
Ἔφθασαν στήν Ἐκκλησία, ἄναψαν τά καντήλια καί μόλις πῆγε νά βάλη “Εὐλογητός” ὁ παπᾶς τόν κέντησε ἕνας ξηρόπονος στήν κοιλιά.
Βγῆκε ἔξω καί ὅταν μετά ἔβαλε τό πετραχήλι πάλι αἰσθάνθηκε πόνο δυνατό. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε τέσσερις–πέντε φορές. Ἡ ὥρα περνοῦσε, ἡ Κέτη ἀνησυχοῦσε γιά νά προλάβη νά γυρίση στήν δουλειά της καί ὁ πόνος δέν ἄφηνε τόν παπα–Βασίλη.
Ἡ Κέτη ἀπέδιδε τόν πόνο στό ὅτι δέν εἶχε νηστέψει ὁ παπᾶς καί τόν παρακινοῦσε νά κάνη τάμα στήν Παναγία ὅτι στό ἑξῆς θά κρατᾶ αὐτή τή νηστεία.
Ἔβαλε μετάνοια μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί ὑποσχέθηκε νά φυλάξη σ᾿ ὅλη του τήν ζωή τήν συγκεκριμένη νηστεία.
Ἀμέσως ἔπαυσε ὁ ξηρόπονος, ἔκαναν τήν ἀκολουθία καί τελείωσαν χωρίς κανένα πρόβλημα τήν Λειτουργία.
*
Θέλησαν κάποτε τρία–τέσσερα κακομαθημένα χωριατόπαιδα νά πειράξουν καί νά ἐκφοβίσουν τήν Κέτη τή νύχτα πού θά πήγαινε στήν Ἐκκλησία.
Φόρεσαν κουκοῦλες στό κεφάλι τους, πιάστηκαν χέρι μέ χέρι καί ἔκλεισαν τόν δρόμο ἀπό τήν παιδόπολη πρός τά κάτω.
Μιά ἀόρατη δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔκανε ὥστε τά βήματα τῶν ποδιῶν τους νά κινοῦνται πρός τά πίσω καί ὀπισθοχωροῦσαν χωρίς νά καταλάβουν πῶς, ἐνῶ ἡ Κέτη ἔκανε συνεχῶς τόν σταυρό της, προσευχόταν καί περπατοῦσε πλησιάζοντας τά παιδιά σέ μικρή ἀπόσταση.
*
Κάποτε καθώς πήγαινε μέ τά πόδια ἀπό τήν παιδόπολη γιά τήν Κόνιτσα τήν πῆρε ἕνας φορτηγατζῆς πού εἶχε μαζί του καί τήν γυναῖκα του. Ἀνέβαιναν τήν Κανέτα.
*
Ἔβλεπε ὅλους τούς ἀνθρώπους καλούς καί ἔμπαινε ἀδιακρίτως σέ ὅλα τά αὐτοκίνητα. Μιά νύχτα ξεκίνησε γιά τήν Βούλιστα Παναγιά. Ἕνα αὐτοκίνητο πού περνοῦσε, σταμάτησε δίπλα της καί μπῆκε μέσα.
Στόν δρόμο ὁ ὁδηγός τήν πείραξε μέ λόγια ἄπρεπα καί αὐτή ἐνῶ ἔτρεχε τό αὐτοκίνητο ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά πηδήση ἔξω.
Πρόλαβε ὁ ὁδηγός καί σταμάτησε. Αὐτή κατέβηκε καί συνέχισε τήν πορεία της μέσα στή νύχτα.
*
Ὅταν ἡ μητέρα τῆς Κέτης δέν μποροῦσε πλέον μόνη της νά ἐξυπηρετῆται, γιατί εἶχε φθάσει 90 χρόνων, ἡ Κέτη γιά νά τήν ἔχη κοντά τήν ἔφερε στό σπίτι τοῦ παπα–Βασίλη στόν Ἅγιο Γεώργιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡμέρα τήν περιποιεῖτο ἡ πρεσβυτέρα καί τή νύχτα καθόταν μαζί της ἡ Κέτη. Μαζί μέ τήν μητέρα της ἡ Κέτη ἔφερε καί μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας Βρεφοκρατούσης, διαστάσεων 50×40 ἑκατοστῶν, καί εἶπε ὅτι εἶναι πολύ θαυματουργή...
πηγή: Περί γάμου
Ερικέτη Πατέρα... κυρα Καίτη... Καιτούλα... και για τους φίλους "μπομπιρίτσα"...
Τύπος και φυσιογνωμία της περιοχής μας η Κονιτσιώτισσα κυρά Καίτη, παιδική και ισόβια φίλη του αγίου Παϊσίου, για χρόνια φιλοξενούμενη του παπα Θανάση, στο Μοναστήρι της Ντουραχάνης, στα ΙΩΑΝΝΙΝΑ...
Προτιμούσε να κυκλοφορεί πεζή και το αντίτιμο του λεωφορείου να το δώσει σε κάποιον φτωχό...
Τη θυμάμαι αυτή τη μέρα... διάβαζε το παρηγορητικό γράμμα για το θάνατο της μητέρας της, που της είχε στείλει ο Γέροντας Παΐσιος, με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1974 και της έγραφε στο τέλος:
"...και ποιος γνωρίζει αν μετά 20 χρόνια δεν με καλέσει και εμένα ο Θεός...".
...12 Ιουλίου 1994... κατά παράκλησή της ο παπα Θανάσης τέλεσε Τρισάγιο "υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κειμένου Παϊσίου μοναχού".
(Φίλιππος Γιοβάνης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου