Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Έζησε τρία χρόνια στον Πόντο και με πολλές περιπέτειες κατέγραψε πολύτιμες μαρτυρίες



Η λαογράφος Θωμαΐς Κιζιρίδου μιλά για τις παραδόσεις της πατρίδας της, όπως τις γνώρισε μέσα από μαρτυρίες και από την προσωπική της εμπειρία, ζώντας τρία χρόνια στην Τραπεζούντα.


Η πρώτη επαφή με την Θωμαΐδα Κιζιρίδου, μια δυναμική λαογράφο, δημοσιογράφο, που δεν δίστασε να μείνει για καιρό στα κατατρεγμένα μέρη του Πόντου, και να καταγράψει μέσα από κινδύνους και περιπέτειες τα έθιμα του Πόντου και της Τραπεζούντας ήταν ενθουσιαστικά καθοριστική για τη συνέχεια της συνάντησής μας. Η Θωμαΐς Κιζιρίδου είχε αποκτήσει με κόπο ένα μοναδικό αρχείο μέσα από έρευνα και μαρτυρίες όχι διαδικτυακές αλλά με τον γνήσιο ζήλο μιας Πόντιας που η καταγωγή της τη θωράκισε με το μεράκι του αρχειοφύλακα. Η Θωμαΐς Κιζιρίδου ασχολείται με την επιτόπια έρευνα και καταγραφή, επιστημονική και δημοσιογραφική του Πόντου, καθώς και της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, από το 2006 και για τρία χρόνια έζησε στην Τραπεζούντα του Πόντου, όπου είχε ως ορμητήριο για τη μεγάλη της κινηματογραφική καταγραφή Δυτικού και Ανατολικού Πόντου. Δική της και η σειρά ντοκυμαντέρ στην Ελληνική τηλεόραση «Πόντος Αιώνια Πατρίδα». Από το 2007 γράφει και επιμελείται σκηνοθετικά, θεατρικά δρώμενα που αφορούν στις παραδόσεις του Πόντου, της Πόλης και της Μικρασίας. Τα θεατρικά της έχουν παρουσιαστεί σ’ Ελλάδα, Ευρώπη και Κωνσταντινούπολη:

«Χριστιαννάρτς»

«Τώρα το δωδεκαήμερο, θα σας δώσω για την “Ορθόδοξη Αλήθεια” το υλικό που κατέγραψα για τα έθιμα των γιορτών», μας είπε και τόνισε με συγκίνηση ότι «Τις άγιες μέρες, να ξέρετε, οι Πόντιοι βοηθούσαν όλους τους συγχωριανούς, γιατί ήθελαν και τον γείτονά τους ευτυχισμένο. Στον Πόντο, τις γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, δηλ. τα καλαντόφωτα, εορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια. Tον Δεκέμβριο τον μετονόμασαν από τη γέννηση του Χριστού με τη λέξη “Χριστιαννάρτς” Έτσι και στον Πόντο, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης ήταν τα Χριστούγεννα, που τα γιόρταζαν με κάθε μεγαλοπρέπεια. Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και συμπλήρωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη μεγάλη γιορτή. Την ημέρα των Χριστουγέννων όλοι θα φορούσαν τα καινούργια ρούχα και παπούτσια τους, θα ετοίμαζαν τα πιο καλά φαγητά, θα έβαζαν στο τζάκι το “χριστοκούρ” (χοντρό κούτσουρο από κορμό δέντρου) που το άναβαν μόλις χτυπούσε η καμπάνα και θα κρατούσαν αναμμένη τη φωτιά τα “Χριστουήμερα,” όπως έλεγαν τις ημέρες αυτές στο “Σταυρίν”, δηλ. τις τρεις ημέρες των Χριστουγέννων.


Στην Αυλίανα την παραμονή των Χριστουγέννων θα σφάζανε όλοι οι χωριανοί το γουρούνι, που από μικρό είχαν θρέψει σ’ ένα στενό χώρο, που λεγότανε “σην πεσήν”, για να παχύνει. Συναγωνίζονταν μάλιστα μεταξύ τους ποιο θα ήταν το πιο βαρύ. Μετά το τεμάχισμά του, ετοίμαζαν τις προμήθειές τους για όλο τον υπόλοιπο χειμώνα: πηχτή, λουκάνικα, γαβουρμά, σάλα (παστωμένο λίπος).


Τα κάλαντα


Την παραμονή των Χριστουγέννων το απόγευμα τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, ενώ στις 4 το πρωί χτυπούσε η καμπάνα του Αγίου Παντελεήμονα, για να πάνε στην εκκλησία. Στη Σαμψούντα, τα παιδιά ξεχύνονταν σε όλες τις πόρτες και με πολύ ωραία φωνή έλεγαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, την καλήν εσπέραν με σημείο βυζαντινής μουσικής, χωρίς κανένα κέρδος, γιατί τους αρκούσε ο θαυμασμός.


Ο Ν.Χ. Θειόπουλος μου περιγράφει τον τρόπο που λέγονταν τα κάλαντα στην Πουλαντζάκη. Το 1892 η κοινότητα Πουλαντζάκης, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, ήταν πολύ πλούσια και πολύ προοδευμένη στα γράμματα, με αξιόλογα σχολεία και δασκάλους. Τις γιορτές των Χριστουγέννων, του νέου έτους και των Θεοφανείων επικρατούσε η συνήθεια οι ψάλτες, οι δάσκαλοι με τους μαθητές των δύο ανώτερων τάξεων και περίπου 15 νέοι, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, να πηγαίνουν σε όλα τα σπίτια ανεξαιρέτως και να ψάλλουν σχετικά τροπάρια των εορτών.


Τα κατάλληλα πρόσωπα τα υποδείκνυε ο Μητροπολίτης. Τα χρήματα που συγκέντρωναν τα διέθεταν για τις χήρες και τα ορφανά. Πριν ξεκινήσουν οι δύο ομάδες, για να αντιμετωπίσουν το βαρύ κρύο, έπιναν μερικά ποτηράκια και ξεκινούσαν για τη μητρόπολη, όπου έψαλλαν όλα τα τροπάρια της Γέννησης στον Μητροπολίτη Γερβάσιο, ο οποίος, όταν κάποτε είδε ότι μερικοί τρίκλιζαν, τους είπε: «Νέπε παλικάρα, εσείς ακόμαν σην εγκλησίαν ‘κ’ εσέβετε και πότε εβαφτίγετε;». Εννοείται ότι στα σπίτια που πήγαιναν τους κερνούσαν ποτά και φαγητά κι έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο δεσπότης είδε μερικούς μεθυσμένους.


Όσο για το χριστουγεννιάτικο δέντρο ο Παν. Τανιμανίδης μας πληροφορεί ότι το έθιμο αυτό δεν ήταν άγνωστο στον Πόντο και μάλιστα στην Αργυρούπολη και σε πολλά χωριά της περιοχής, καθώς επίσης και στα Πλάτανα, στο Μπουγά Ματέν, σε χωριά της Ματσούκας, στα Κύμινα, στο Σουκ-Σου της Τραπεζούντας, σε πολλά ποντιακά χωριά του Καρς και στο Μεταλλείο του Ταύρου.

Κρεμούσαν κλαδιά

Στην Τσολόχενα και στην Ίμερα αναφέρεται ότι από την παραμονή κρεμούσαν σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς ή μόνο καρπούς στο εικονοστάσι. Στην Ίμερα το δέντρο ήταν από τεζίν, πεύκο, ενώ στο Σόουκ-Σου από έλατο και το στόλιζαν εκτός από νωπούς καρπούς και με κλαδάκια ελιάς, στα φύλλα της οποίας σφήνωναν ραγισμένα λεφτοκάρυα, φουντούκια. Στη Σαντά, έκοβαν από το δάσος ένα κλαδί τσιμσίρ, δηλ πυξάρι, που ήταν θάμνος αειθαλής με μικρά και χοντρά φύλλα. Στις μύτες των φύλλων του σφήνωναν φουντούκια και με αυτά στόλιζαν την εικόνα. Στην Κρώμνη στόλιζαν κλαδιά ελιάς με φουντούκια και σύκα και τα κρεμούσαν κοντά στο εικονοστάσι. Στο χωριό Τσίτα των Σουρμένων τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα τα έλεγε η επιτροπή της εκκλησίας, μαζί με άλλα ευυπόληπτα πρόσωπα και τα έσοδα τα έδιναν στο σχολείο.


Στην Τραπεζούντα τη γιορτή των Χριστουγέννων όλοι οι Έλληνες τη γιόρταζαν ενωμένοι μέσα σ’ ένα κλίμα θρησκευτικού και εθνικού φρονήματος. Το βράδυ έκλειναν όλα τα καταστήματα και τα παιδιά σε παρέες έλεγαν τα κάλαντα, κρατώντας πολύχρωμα φαναράκια.


Το ξημέρωμα της χριστουγεννιάτικης νύχτας εκατοντάδες οι πιστοί, ολόκληρες οικογένειες, γέμιζαν τις εκκλησίες της Τραπεζούντας, τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου, την Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Βασίλειο, τη Θεοσκέπαστο, την Υπαπαντή και τον Άγιο Ιωάννη εξωτειχίτη. Η απόλυση γινόταν με την ανατολή του ηλίου και η ημέρα ήταν αφιερωμένη στην οικογένεια».

 

Ο Καλαντάρης, το «καλαντο-κούρ», το καλαντόνερο

Η Θωμαΐς Κιζιρίδου θα εξακολουθήσει την διήγησή της στον ίδιο εορταστικό τόνο, με τα Έθιμα της Πρωτοχρονιάς, έθιμα που της διηγήθηκαν οι παλαιοί του Πόντου, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στις γειτονιές του Πόντου:


«Στον Πόντο τον Ιανουάριο τον ονόμαζαν Καλαντάρη. Την παραμονή του νέου έτους, σε όλες τις περιοχές του Πόντου, έψαλλαν τα κάλαντα. Μάλιστα, θεωρούσαν κάλαντα μόνο αυτά της ημέρας της πρωτοχρονιάς. Στα Σούρμενα υπήρχε η συνήθεια, ένα μέλος της οικογένειας να κοιμάται σε συγγενικό ή γειτονικό σπίτι, ώστε το πρωί της πρωτοχρονιάς να κάνει ποδαρικό με την ευχή:


“Κάλαντα, κάλαντα καλώς τον καλαντάρη, αγούρ’ παιδία και θελυκά μουσκάρια. Έρθεν ο νεόχρονος κι εδέβεν ο παλαιόχρονος”. Λέγοντας αυτά, ταυτόχρονα σκορπούσε μέσα στο σπίτι διάφορα γεωργικά προϊόντα, καλαμπόκι, φασόλια, φουντούκια, για το καλό του χρόνου και την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Στα Πλάτανα, εκτός των άλλων, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ άναβαν και κεριά, οπότε, αφού γινόταν η προσευχή, ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του: “Να έχετε την ευχήν του Θεού και της Παναγίας”, ενώ τα παιδιά του φιλούσαν το χέρι. Όπως τα Χριστούγεννα, έτσι και την Πρωτοχρονιά άναβε στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, το λεγόμενο “καλαντοκούρ”. Στη Τραπεζούντα, όμως, το “καλαντοκούρ’” ήταν κάτι διαφορετικό από το καυσόξυλο, μια και το στόλιζαν την ώρα του πρωτοχρονιάτικου δείπνου. Τα καλαντοκούρια ήταν μικρά συμμετρικά ελαιόκλαδα, που τα στόλιζαν με φουντούκια, τα οποία, αφού τα ράγιζαν πρωτύτερα, τα κολλούσαν στα φύλλα της ελιάς, χώνοντας τις μύτες των φύλλων στη σχισμή που προκαλούσαν με το ράγισμα των φουντουκιών. Το “καλαντοκούρ’”, σύμβολο κι αυτό ευτυχίας και ευμάρειας, δωριζόταν από τον οικοδεσπότη στην «εικόνα» του σπιτιού και στο κατάστημά του. Κι έβλεπε κανείς τις οροφές των ελληνικών μαγαζιών και τα ράφια των εικονοστασίων στολισμένα σε όλη τη διάρκεια του έτους με τα καλαντοκούρια, συμβολική δωρεά των ανθρώπων στον Τροφοδότη Θεό, αλλά και στην εστία, στο μαγαζί, που έδινε τα μέσα για την επιβίωση της οικογένειας.
Σύμβολο ευτυχίας


Στα πρωτοχρονιάτικα όμως έθιμα, ιδιαίτερη θέση είχε το έθιμο του καλαντόνερου. Ξημερώματα πρωτοχρονιάς, ένα κορίτσι του σπιτιού πήγαινε στο πηγάδι να φέρει το καλαντόνερο, νερό από το πηγάδι. Πήγαινε και γύριζε αμίλητη, γιατί αν μιλούσε θα έπαιρναν την φωνή της οι μάγισσες. Το νερό όμως κοιμόταν και για να ξυπνήσει του χάριζαν δώρα ψιθυρίζοντας “Κάλαντα και καλός καιρός, όπως ανοίγω το πεγάδ’ να ανοίεται η τύχη μ’. Άμον ντο τρεχ’ το νερόν, να τρεχ’ και η ευλοίαν”. Τα δώρα της βρύσης τα έπαιρναν οι μάγισσες, γιατί πίστευαν ότι στα πηγάδια κατοικούν μάγισσες και για αυτές προορίζονταν τα δώρα. Με το καλαντόνερο πλένονταν και το έπιναν όλοι στην οικογένεια. Τα κορίτσια λούζονταν με αυτό για να μεγαλώσουν τα μαλλιά τους και να τα κάνουν πλεξούδες. Το καλαντόνερο γέμιζε όλα τα δοχεία του σπιτιού, γιατί είχε και άλλες χρήσεις. Το ανακάτευαν με τον αγιασμό των Φώτων και το είχαν σαν φάρμακο. Επίσης, ανακατεμένο με νερό βροχής τον Μάιο το χρησιμοποιούσαν σαν μαγιά για κάνουν ξύγαλα (γιαούρτι).

 

Τα Μωμογέρια και το «Χασίλ»



Επίσης ένα άλλο έθιμο, που ήταν πολύ διαδεδομένο στον Πόντο και συνδεδεμένο με το Δωδεκαήμερο και ιδιαίτερα με την Πρωτοχρονιά, ήταν οι Μωμόγεροι. Τα Μωμογέρια είναι κατάλοιπο αρχαίων μιμητικών παραστάσεων. Επρόκειτο για μια παράσταση στην οποία νέοι, πολλές φορές και γέροι, φορούσαν παλιά ρούχα, κρεμούσαν κουδούνια, σκέπαζαν το πρόσωπό τους με μουτσούνες (μάσκες) ή στορέας (ζωγραφιές) ή φορούσαν φουστανέλες ή γίνονταν τάχα διώκτες των λαθρεμπόρων καπνού και άρχιζαν ομηρικές μάχες μεταξύ τους πολύ διασκεδαστικές. Μάλιστα στη Ροδόπολη, από τα φιλοδωρήματα που μάζευαν, όσοι συμμετείχαν στην παράσταση, τα περισσότερα τα πρόσφεραν στο σχολείο και τα υπόλοιπα στο μοναδικό καφενείο του χωριού για κοινή διασκέδαση.


Αναφορικά με τα φαγητά του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού ήταν το χασιλ’, που ήταν λαπάς με βούτυρο και γάλα, ποικιλία από φρούτα, ξερά και νωπά, καθώς και τσουρέκια, που μέσα έκρυβαν το φλουρί του τυχερού».

 

Η παραμονή των Φώτων, το άναμμα των κεριών για τους νεκρούς και η περιφορά του Σταυρού


Η δημοσιογράφος και λαογράφος Θωμαΐς Κιζιρίδου μας αφηγείται τα έθιμα της πιο λαμπρής, όπως υποστηρίζουν οι Πόντιοι γιορτής του Δωδεκαημέρου και όχι μόνο:


«Με τα Θεοφάνια, που ήταν και είναι από τις πιο λαμπρές γιορτές της χριστιανοσύνης, έκλινε και το δωδεκαήμερο. Παραμονή των Φώτων γινόταν ο αγιασμός μόνο μέσα στην εκκλησία και πάνω σε μια εξέδρα στολισμένη με κλαδιά. Κατόπιν ο παπάς γυρνούσε σε όλα τα σπίτια και τα άγιαζε ψάλλοντας. Την ημέρα αυτή κρατούσαν αυστηρή νηστεία και δεν έτρωγαν ούτε λάδι. Μάλιστα σε πολλά χωριά του Πόντου, όποιος δε νήστευε και δε συμφιλιωνόταν μ’ εκείνον που ήταν μαλωμένος, γινόταν αποσυνάγωγος και οι συγχωριανοί του δεν τον επισκέπτονταν.


Ένα έθιμο που γινόταν την παραμονή των Φώτων, σε όλο τον Πόντο ήταν και το άναμμα των κεριών για τους νεκρούς, “λημόνεμαν τ’ αποθαμενίων”. Μπρος το εικονοστάσι, σ’ ένα χαμηλό τραπέζι, τοποθετούσαν ένα ταψί γεμάτο σιτάρι, στη μέση ένα καντήλι αναμμένο και στα χείλη του γύρω, τέσσερα σταυρωτά κεριά. Καθόταν όλη η οικογένεια γονατιστοί και ο αρχηγός μοίραζε κεριά σε όλους, ανάβοντας ένα για κάθε πεθαμένο. Τελευταία άναβαν και ένα κερί για εκείνον που δεν είχε κανέναν στον κόσμο να τον μνημονεύσει.
Η λειτουργία


Στην Τραπεζούντα η λειτουργία των Φώτων άρχιζε τις πρώτες πρωινές ώρες. Μετά την απόλυση των ενοριακών ναών, μαζεύονταν όλοι στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου και μ’ επικεφαλής τον Μητροπολίτη κατευθύνονταν στο σημείο όπου γινόταν η κατάδυση του Σταυρού στη Μαύρη Θάλασσα, που πολλές φορές ήταν φουρτουνιασμένη. Την τελετή την παρακολουθούσαν ακόμα και Τούρκοι. Κατόπιν, αφού τελείωνε η τελετή κατάδυσης του Σταυρού, τον περιέφεραν στα σπίτια, προνομιακά οι τελειόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος. Τα χρήματα που συγκέντρωναν τα διέθεταν για τα ευαγή ιδρύματα της Τραπεζούντας. Το γεγονός της περιφοράς του Σταυρού οι τελειόφοιτοι του Φροντιστηρίου το θεωρούσαν τιμητική και περίβλεπτη πράξη».


Τα έθιμα αυτά σήμερα όπως τα κατέγραψε και μας τα παραδίδει μια Ελληνίδα της εποχής μας, δίνουν την εικόνα ενός γένους που δεν τελειώνει. Ένα Γένος που με το δισάκι της πίστης στους ώμους ζύμωσε το ψωμί του, παίρνει προσφάι από το παρελθόν των προγόνων και τρέφει το μέλλον του. Παλεύει αιώνες για να υπάρξει και να λέει κάθε χρόνο, όπου κι αν βρίσκεται στον κόσμο “Καλή χρονιά, χρόνια πολλά”.


___________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου