Είναι κοινό μυστικό πως ανάμεσα στους πολιορκητές βρισκόντουσαν πολύ περισσότεροι χριστιανοί (καθώς και εξισλαμισμένοι και γενίτσαροι) απ΄ όσους υπερασπιστές βρισκόντουσαν μέσα στα τείχη της Πόλης!
Επίσης γνωστό είναι ότι η σχέση του πορθητή (Fatih Sultan Mehmet) με τον ελληνισμό ήταν πολύ δυνατή. Εκείνο όμως που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα είναι το άνοιγμα του τάφου του πορθητή επί σουλτάνου AbdülhamidII, ( عبدالحميدثان `Abdü’l-Ḥamīd-isânî, İkinciAbdülhamit, 1842 –1918), σύμφωνα με το περιοδικό Ακτουέλ (19.12.1991) με τίτλο, μήπως ο Φατίχ ήταν χριστιανός ;
Επίσης γνωστό είναι ότι η σχέση του πορθητή (Fatih Sultan Mehmet) με τον ελληνισμό ήταν πολύ δυνατή. Εκείνο όμως που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα είναι το άνοιγμα του τάφου του πορθητή επί σουλτάνου AbdülhamidII, ( عبدالحميدثان `Abdü’l-Ḥamīd-isânî, İkinciAbdülhamit, 1842 –1918), σύμφωνα με το περιοδικό Ακτουέλ (19.12.1991) με τίτλο, μήπως ο Φατίχ ήταν χριστιανός ;
Στο δημοσίευμα σημειώνεται πως το τέμενος του Πορθητή χτίστηκε επάνω στο ναό των 12 Αποστόλων στα θεμέλια του οποίου ενταφιάζονταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Όταν ανοίχτηκε ο μαρμάρινος τάφος, βρέθηκε ταριχευμένο το σώμα του Μεχμέτ (πέθανε από δηλητηρίαση , μάλλον από τον εβραίο γιατρό του Γιακούμπ Πασά) τοποθετημένο σαν βυζαντινός αυτοκράτορας (ίσως και με σταυρό!), ενώ σύμφωνα με το περιοδικό Τέμπο (21.04.1993), το αίτημα του Elif Naci το 1965 να ξανανοίξει ο τάφος απορρίφθηκε (βλ. Λ. Μυστακίδου: οι γυναίκες στην αυλή των οθωμανών, σελ. 53-54 ).
Μητέρα του φέρεται η Β΄ σύζυγος του Murad II Huma Hatun, μάλλον γαλλίδα με το όνομα Στέλλα ή Εστέρ Nachedela Bazory, ενώ κατ’ άλλους η Δ΄ σύζυγός του Mara – Despina, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Γ. Μπράνκοβιτς και προγονή της Ειρ. Κατακουζηνού, δισέγγονης του αυτοκράτορα Ιωαν. Καντακουζηνού, η οποία σε κάθε περίπτωση τον μεγάλωσε ως μητριά, τον έμαθε και ελληνικά και το «πάτερ ημών».
Μητέρα του φέρεται η Β΄ σύζυγος του Murad II Huma Hatun, μάλλον γαλλίδα με το όνομα Στέλλα ή Εστέρ Nachedela Bazory, ενώ κατ’ άλλους η Δ΄ σύζυγός του Mara – Despina, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Γ. Μπράνκοβιτς και προγονή της Ειρ. Κατακουζηνού, δισέγγονης του αυτοκράτορα Ιωαν. Καντακουζηνού, η οποία σε κάθε περίπτωση τον μεγάλωσε ως μητριά, τον έμαθε και ελληνικά και το «πάτερ ημών».
Εξάλλου η Δ΄ σύζυγος του Πορθητή Cicek Hatun που γέννησε τον Cem, ίσως ήταν Ελληνίδα, ενώ η Ε΄ σύζυγός του Ελένη, ήταν κόρη του Δεσπότη του Μοριά Δημήτριου!
Δάσκαλό του είχε τον Molla Gurani που τον δίδασκε το Iskendername του Ahmedi, δηλ. την ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου! Τέλος, στο αρχείο του Βατικανού υπάρχει επιστολή του Πάπα Πίου Β΄ προς τον Πορθητή που τον καλεί να ασπαστεί τον καθολικισμό, προκειμένου να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας όλης της Ανατολής και της Ρωμανίας (βλ. ΕΙΕ, Δημ. Αποστολόπουλος, Καθημερινή 22.01.2006, με ισχυρισμό πως η επιστολή αυτή δεν επιδόθηκε στον πορθητή).
Περαιτέρω, όσο και αν φανεί περίεργο, οι οθωμανικές πηγές για την Άλωση είναι ελάχιστες και δυστυχώς δεν μας δίνουν καμία επιπλέον πληροφορία από τις ήδη γνωστές των Βυζαντινών, δυτικών και μερικών βαλκανικών και Ρωσικών, αντιθέτως αγνοούν, δηλ. δεν εστιάζουν σε σημαντικά γεγονότα αναλισκόμενες σε Αραβοπερσικού τύπου ποιητικές επικές περιγραφές και πολυχρονέματα στον Πορθητή, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον άπιστο Βασιλέα και τους υπερασπιστές της Πόλης, καταγγέλλουν τους ενδιάμεσους ειρηνοποιούς Οθωμανούς, που μετά βρήκαν ατιμωτικό θάνατο από τον Σουλτάνο, θεωρούν δίκαια την επί 3ήμερο λεηλασία , ενώ κατ’ αυτούς ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (άπιστος Βασιλιάς), αποκεφαλίστηκε από έναν μισοπεθαμένο οθωμανό στρατιώτη λίγο πριν ξεψυχήσει ηρωικά. Κάπου αναφέρεται και ο γιγαντόσωμος σ(ι)παχής Ulubatlı Hasan που κατόρθωσε ν’ ανέβει σ’ έναν πύργο του τείχους και να σηκώσει οθωμανικό μπαϊράκι πριν ξεψυχήσει από τις πέτρες και τα βέλη των αμυνομένων.
Ο μόνος εκ των νεοτέρων Ελλήνων που ασχολήθηκαν σοβαρά με τις οθωμανικές πηγές, δεδομένου ότι γνώριζε την αραβική/ οθωμανική γραφή, ήταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, ο οποίος μας έχει αφήσει τόσο μεταφράσεις των οθωμανικών πηγών της εποχής της Αλωσης, όσο και της περιόδου του 1821 με βασική πηγή τον Ahmed Cevdet Pasha .
Παρακάτω θα δούμε επιγραμματικά τους σύγχρονους της Αλώσεως Οθωμανούς χρονικογράφους:
Πρώτος εκ των σημαντικών φέρεται ο Aşıkpaşazade, ή Ahmad Yahya Salman Ashik-Πασά (1400-1484). Ήταν απόγονος του «μυστικού» ποιητή δερβίση Ashiq Πασά (1272-1333) και γεννήθηκε στην περιοχή της Αμάσειας. Σπούδασε σε διάφορες πόλεις της Ανατολίας πριν μεταβεί στη Χατζ, ενώ έμεινε για λίγο και στην Αίγυπτο. Αργότερα πήρε μέρος σε διάφορες εκστρατείες όπως στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1448), στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης και είδε τις γιορτές περιτομής (σουνέτ) του Μουσταφά και του Βαγιαζήτ II , υιών του Μωάμεθ του Πορθητή.
Το κυριότερο έργο του είναι γνωστό με δύο ονόματα: Menâkıb-Al-i Osman και Tevārīḫ-i Al-i Οsman, που ασχολείται με την οθωμανική ιστορία , από την αρχή του οθωμανικού κράτους μέχρι την εποχή του Μωάμεθ Β΄, μεταξύ των ετών 1298 και 1472. Το έργο είναι γραμμένο στην τουρκική γλώσσα και βασίζεται εν μέρει σε παλαιότερες οθωμανικές πηγές, αλλά και σε προσωπικές του εμπειρίες. Το έργο του χρησιμοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους Οθωμανούς ιστορικούς και μάλιστα έγινε πρότυπο συγγραφής, όπως το “Cihan-numa” του Neşri.
Σύμφωνα με τον σύγχρονο τούρκο ιστορικό Halil Inalcik, *( «Πώς να διαβάσετε την « Ιστορία του Ashik Πασά–Zade “, στο: Δοκίμια οθωμανικής ιστορίας (Κωνσταντινούπολη: Eren, 1998), σελ. 139 – 156) , στα έργα του Aşıkpaşazade υπάρχει σαφώς διαστρεβλωμένη ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων για να ταιριάζουν τα γραφόμενά του με τις προκαταλήψεις του. Ήταν σύνηθες και χαρακτηριστικό γι' αυτόν η συγχώνευση δύο διαφορετικών ιστοριών για να «σφυρηλατήσει» μια νέα περιγραφή .
Ο Enveri ( 1512 ; ) Ήταν ιστορικός του 15ου αιώνα . Έγραψε το Dustur-name που αποτελείται από 3730 στίχους και βασίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο είναι μια παγκόσμια ισλαμική ιστορία, το δεύτερο για τους Aydinids και το τρίτο (842 στίχοι) για τους Οθωμανούς. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την προσωπική ζωή του και ομοίως οι πληροφορίες για την Άλωση είναι πενιχρές.
Ο Ibn Κemal , επίσης γνωστός ως Kemalpaşazâde, ( 1468-1536), υπήρξε Sheikh ul-Islam, λόγιος, ιστορικός και ποιητής, καταγόμενος από μεγάλη γενιά της Αδριανούπολης. Ως νέος υπηρέτησε στο στρατό και αργότερα σπούδασε σε διάφορα ισλαμικά ιεροδιδασκαλεία μέχρι που έγινε καδής/ δικαστής της Αδριανούπολης το 1515. Ο Βαγιαζίτ Β ‘, του ανέθεσε τη συγγραφή της οθωμανικής ιστορίας (Tevarih- i Al-i Osman, "Τα Χρονικά του οίκου των Οσμάν") στην οποία δεν έχει επιπλέον πληροφορίες για την Άλωση. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σελίμ Α, το 1516, διορίστηκε στρατιωτικός δικαστής της Ανατολίας και συνόδευσε τον οθωμανικό στρατό στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α διορίστηκε ως Sheikh ul-Islam, δηλαδή ανώτατος επικεφαλής των ουλεμάδων. Το έργο του Tevarih-i Al-i Osman αναφέρεται περισσότερο στην εποχή και στα βιώματά του , παρά στα προγενέστερα και της Άλωσης. Ήταν επίσης ταλαντούχος ποιητής. Έγραψε πολλά επιστημονικά σχόλια σχετικά με το Κοράνι, πραγματείες για τη θεολογία , συγκέντρωσε νομολογία , ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο μετέφρασε από τα αραβικά τα έργα του αιγύπτιου ιστορικού Αμπού αλ- Μαχασίν ιμπν Ταχριμπιρντί.
Ο Neşri (- 1520) υπήρξε εξέχων εκπρόσωπος της πρώιμης οθωμανικής ιστοριογραφίας. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, το όνομά του ήταν Neşri Huseyn ibn Eyne Beg, όπως αυτό καταχωρήθηκε στην Προύσα (defter του 1479) , ενώ άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το όνομά του ήταν Μεχμέτ Neşri ή Mehemmed Neşri . Έγραψε την παγκόσμια ιστορία “Cihan-Numa”, από την οποία σήμερα σώζεται μόνον το έκτο και τελευταίο τμήμα της . Κατά πάσα πιθανότητα την ολοκλήρωσε στο τέλος του 1480 ή στις αρχές του 1490, συγκεντρώνοντας πολλές διαφορετικές πηγές, γνωστών και άγνωστων συγγραφέων. Βίωσε το θάνατο του Μωάμεθ Β το 1481 και τις ταραχές των γενιτσάρων. Σε ορισμένα σημεία η ιστορία του, βασίζεται στο έργο του Ashik Pasha-Zade. Ειδικές πληροφορίες για την Άλωση δεν έχει.
Ο Şükrullah (1388-1488), υπήρξε ιστορικός του 15ου αιώνα και Οθωμανός διπλωμάτης. Γεννήθηκε το 1388 στην Αμάσεια και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη θεωρούμενος ως ένας από τους πρώτους ιστορικούς των Οθωμανών. Έγραψε το διάσημο έργο για την παγκόσμια ιστορία (το 1460) στην περσική γλώσσα , ονόματι Bahjat al-tawari’kh [ Η χαρά των Ιστοριών] που το παρουσίασε στον εξισλαμισμένο Μαχμούτ Πασά Angelovič. Το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε ιδιαιτέρως από τους μεταγενέστερους Οθωμανούς ιστορικούς, αλλά για την Άλωση δεν έχει ειδικές πληροφορίες.
Ο Tursun Beg (πιθανότατα γεννήθηκε στα μέσα του 1420 στην Προύσα). Ήταν Οθωμανός γραφειοκράτης και ιστορικός που έγραψε ένα χρονικό αφιερωμένο στον Βαγιαζίτ το Β΄. Ζωή του είναι γνωστή μόνο από τις δικές του αναφορές στο χρονικό του. Συνόδευσε τον Μωάμεθ Β κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 και στο έργο του tarih-i Ebülfeth (تاريخ ابو الفتح -“Η Ιστορία του Πορθητή” (Halil Inalcik και Rhoads Murphey trans. Μιννεάπολις: Bibliotheca Islamica, 1978 και Woodhead, Christine. “Tursun Beg.” Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ. 2nd Edition), αναλώνεται σε σουλτανικά πολυχρονέματα ή σε πληροφορίες γνωστές και από άλλες πηγές αναφορικά με την Άλωση.
Ο Hoca Sadeddin (ή Sa’düddin) Efendi (1536 ή 1537 – 1599 ). Αν και μεταγενέστερος της Αλώσεως , μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την Άλωση, συχνά απαξιωτικές για τους απίστους, ενώ διασώζει τη φήμη του αποκεφαλισμού του Παλαιολόγου από έναν μισοπεθαμένο Οθωμανό στρατιώτη, γι’ αυτό και ο Νικ. Μοσχόπουλος του κάνει ιδιαίτερη αναφορά. Υπήρξε λόγιος και ιστορικός, δάσκαλος του Σουλτάνου Μουράτ Γ (όταν ο Μουράτ ήταν πρίγκιπας). Αν και κάποια στιγμή είχε περιπέσει σε δυσμένεια, αργότερα διορίστηκε Sheikh ul-Islam. Ο Οθωμανός σ(ι)παχής Ulubatlı Hasan (1428 – 29 Μαΐου 1453), μια ιστορικό-μυθική προσωπικότητα, θεωρείται ο πρώτος Οθωμανός μάρτυρας της Άλωσης και η ζωή και η θυσία του είναι καθαγιασμένες στην ιστορία των Τούρκων. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Ulubat στην επαρχία της Προύσας (κοντά στο Karacabey). Πρέπει να ήταν πολύς ψηλός, σχεδόν γίγαντας όπως αναφέρει ο σκωτσέζος Λόρδος Kinross.
Στην ηλικία των 25, βρέθηκε ως ιππότης/ ιππέας/ σ(ι)παχής στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (6, Απρ. 1453 – 29 Μαϊου, 1453). Το πρωί της Τρίτης 29 Μαΐου 1453, ο Ulubatlı Hasan, πεζός, με κάποιο τρόπο κατόρθωσε ν’ αναρριχηθεί σ’ έναν πύργο των τειχών της Κωνσταντινούπολης, ακολουθούμενος από τριάντα συμπαραστάτες του. Έφερε μόνο ένα γιαταγάνι, μια μικρή ασπίδα και τη σημαία/μπαϊράκι των Οθωμανών. Όταν έγινε αντιληπτός , δέχθηκε καταιγισμό από πέτρες βέλη και λόγχες των αμυνομένων , εν τούτοις έφτασε στην κορυφή και έβαλε την οθωμανική σημαία, την οποία υπερασπίστηκε έως ότου κατέρρευσε νεκρός με πολλά βέλη στο σώμα του. Σύμφωνα με την παράδοση βλέποντας οι επιτιθέμενοι την οθωμανική σημαία στον πύργο, αναθάρρησαν και έτσι τελικά κατέκτησαν την Πόλη.
Κατά τα λοιπά τα στρατεύματα των αμυνομένων ουσιαστικά ήταν Ιταλικά και γενικώς δυτικά, με λίγους Έλληνες, ενώ περισσότεροι χριστιανοί, Ευρωπαίοι ή μη, εξισλαμισμένοι, γενίτσαροι, Μ.Ασιατικοί πληθυσμοί, Ρώσοι και ποικίλοι μισθοφόροι και τυχοδιώκτες ήταν με την πλευρά των επιτιθέμενων. Μάλιστα στα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, ηγείτο ο εξωμότης Καρατζά πασά. Ο Παλαιολόγος είχε αναθέσει στον Αλβίζο Ντιέντο τη διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο, όπου απέναντί τους είχαν τον εκ γενιτσάρων Ζαγανός πασά μ’ ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο όπου τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου, ενώ έτερος Βούλγαρος εξωμότης ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα.
Σύμφωνα όμως με νεότερες συγκριτικές καταμετρήσεις, τα οθωμανικά τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν 12.000 γενίτσαροι και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Σε όλους αυτούς πρέπει να προστεθεί και ένας μεγάλος αριθμός επικουρικού προσωπικού, Τούρκοι Yaya (πεζικάριοι ) , που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας, πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες , όπου με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Πορθητής, υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό, με ηγέτη και εμπνευστή τον Ουρβανό, ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο εν λόγω Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Το οθωμανικό πυροβολικό είχε συνολικά 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Μάλιστα ο Κριτόβουλος αναφέρει πώς, οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη , τελικώς αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί , μιάς και τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα.
Καταφανώς λοιπόν η Άλωση της Πόλης ήταν μια προδιαγεγραμμένη ιστορία ήδη από το 1071, το 1204 και αποκορύφωμα το 1453 και αυτό διότι όπως αναφέρει ο Σπ. Βρυώνης αφενός ο μεσαιωνικός ελληνισμός της Μ. Ασίας είχε παρακμάσει, μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε εξισλαμισθεί, βυζαντινοί άρχοντες είχαν ενταχθεί και οργανώσει την Σελτζουκική και οθωμανική διοίκηση, αφετέρου με όλη την Μ.Ασία και τη Βαλκανική υπό την εξουσία των Οθωμανών, ήταν αδύνατον να παραμείνει μία πόλη (έστω και η Πόλη των Πόλεων) μόνη της ελεύθερη και ανεξάρτητη ως «καλαμιά στον κάμπο των οθωμανών».
Η δυτική κοινωνία της εποχής, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την Πόλη για δικούς της λόγους που παρέλκουν της παρούσας, οι λαοί της ανατολής ομοίως, έχοντας μάλιστα ενστερνιστεί ως αλλαγή και το νέο (ισλαμικό οθωμανικό στοιχείο) που είχε έρθει , συχνά δε και ως ελευθερωτής από τους φόρους των βυζαντινών φεουδαρχών, την εγκατάλειψη των μακρινών ενοριών από το Πατριαρχείο, υποκύπτοντας είτε στο ένστικτο της επιβίωσης, είτε στη βία των Γαζήδων που ασκούσαν την πολεμική του Γαζά (ιερού πολέμου) ,είτε στα αγαπητικά κελεύσματα του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί και των Μεβλεβί Δερβίσηδων που τους καλούσαν με το παρακάτω κάλεσμα/ προσευχή να ενταχθούν ειρηνικά στο Ισλάμ:
Gel, gel, ne olursan ol yine gel, İster kafir, ister mecusi, İster puta tapan ol yine gel, , Bizim dergahımız, ümitsizlik dergahı değildir, Yüz kere tövbeni bozmuş olsan da yine gel… Şu toprağa sevgiden başka bir tohum ekmeliyiz, Şu tertemiz tarlaya başka bir tohum ekmeliyiz biz… Beri gel, beri ! Daha da beri ! Niceye şu yol vuruculuk Madem ki sen bensin, ben de senim, niceye şu senlik benlik Ölümümüzden sonra mezarımızı yerde aramayınız! Bizim mezarımız âriflerin gönüllerindedir.
https://www.youtube.com/watch?v=t7m-XCyGvbI&feature=player_detailpage
Μεταφ.: Έλα, έλα, έλα, όποιος κι αν είσαι, άπιστος (ενν. χριστιανός), μάγος, πυρολάτρης ειδωλολάτρης, έλα πάλι, Η Μονή μας, δεν είναι χώρος απελπισίας, Έστω και αν έχετε παραβεί τους όρκους της μετάνοιας σας εκατό φορές ελάτε και πάλι (Ήρθαμε) σε αυτό το έδαφος για να σπείρουμε το σπόρο της αγάπης στους άλλους, Σ’ αυτά τα παρθένα πεδία (ήρθαμε) για να σπείρουμε το σπόρο, στους άλλους Επειδή κατάγομαι από μακριά, έρχομαι με αυτό τον τρόπο Εφ ‘όσον είστε μαζί μου σας αγαπώ πάρα πολύ, ν’ ανοίξουμε τις κλειστές (ως τάφος) καρδιές μας.
Στη σημερινή Τουρκία, τα ακραία στοιχεία και ειδικά αυτά που γνωρίζουν την γενιτσαρική ή ντονμέδικη καταγωγή τους υπό το πρίσμα του Κεμαλισμού παλαιότερα, αλλά και σήμερα το πολιτικό Ισλάμ, όντας «βασιλικότεροι του βασιλέως» υπερτόνιζαν και υπερτονίζουν την τουρκική καθαρότητα και υπεροχή, καθώς και το σφρίγος, αν σκεφτεί κανείς ότι και ο Κεμάλ, αλλά και ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού Ziya Gökalp (Mehmed Ziya) από το κουρδικό Ντιγιάρμπακιρ δεν ήταν τουρκικής κατατωγής, ενώ επιμελώς σιγείται η εκ Ποταμιάς του Πόντου ή κατ’ άλλους Γεωργιανή καταγωγή της οικογένειας του Τ.Π , R. T. Erdoğan σε σημείο που τον ανάγκασε να πει δημοσίως : « Ben Müslümanım ve Türküm – είμαι μουσουλμάνος και Τούρκος».
Φυσικά ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπροσδιορίζεται να εντάσσει τον εαυτό του σε όποιον πολιτισμό επιθυμεί, ή εντάχθηκαν οι πρόγονοί του.
Από την άλλη πάλι δημοσιεύματα σαν του δημοσιογράφου Engin Ardiç, στην εφημερίδα SABAH: «Τούρκοι συμπατριώτες, σταματήστε πια τις φανφάρες και τις γιορτές για την Άλωση, αρκετή βία έχουμε δώσει στην Ανατολή με τις πράξεις μας» δείχνει το στίγμα και μιάς άλλης πιο νηφάλιας και σύγχρονης αντιμετώπισης της ιστορικής μνήμης .
(http://www.sabah.com.tr/Yazarlar/ardic/2009/05/29/hatirlatmayin_sunu_kefereye)
Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι πέραν της σύγχρονης κρατικής τουρκικής πεποίθησης , περί καθαρής και γνήσιας ορμής των Τούρκων (Tu ki ye) που ήρθαν από τα όρη Αλτάϊ της Μογγολίας , όπου εμπνεόμενοι από το Ισλάμ σε συνδυασμό με το σαμανιστικό παρελθόν τους σάρωσαν την παρηκμασμένη βυζαντινή αυτοκρατορία και ουσιαστικά αναγέννησαν τους λαούς της Μ. Ασίας και της βαλκανικής μέσω τους εκτουρκισμού, σήμερα υπάρχει μια άλλη θεωρία την οποία η ελληνική και ευρωπαϊκή διπλωματία μόλις ανακαλύπτει και απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντιμετωπίσει. Αυτή λέει ότι όντως οι σύγχρονοι Τούρκοι είναι ντόπιοι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί και επομένως έχουν νόμιμα εθιμικά, χρησικτησίας ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή και ουδείς μπορεί πλέον να τους αποκαλεί επιδρομείς, αντιθέτως οι πρόγονοί τους συνεισέφεραν στον ελληνικό, βυζαντινό και ευρωπαϊκό πολιτισμό και όχι μόνον έχουν δικαίωμα συμμετοχής και αναγνώρισης, αλλά μπορούν και πρέπει να ηγηθούν της σύγχρονης Ευρώπης όπως δήλωσε στις 23 Μαΐου 2013 ο τότε υπουργός Ε. Μπαγίς, κατά την εναρκτήρια ομιλία του σε συνάντηση ευρωπαϊκών και τουρκικών τοπικών κοινοτήτων για τη διεθνή συνεργασία, αναφέροντας ότι η Κωνσταντινούπολη έχει τη μοναδική ιδιότητα της «ειρηνικής συνύπαρξης όλων των θρησκειών και των πολιτισμών», γεγονός που καθιστά την Τουρκία «σημαντικό παίκτη» στα Ευρωπαϊκά και διεθνή πράγματα.
Οι απόγονοι των Οθωμανών, των εξισλαμισμένων, των γενιτσάρων και λοιπών λαών της ανατολής, ήρθαν για να μείνουν και έμειναν. Οι παρηκμασμένοι και όσο δεν στεκόμαστε στα πόδια μας και στην «αυτάρκεια», απλώς τους παρακολουθούμε χωρίς να έχουμε να πούμε κάτι. Για την ακρίβεια δεν έχουμε να πούμε κάτι (όχι υποχρεωτικά αντίθετο, αλλά ούτε καν κατανόησης ή συνεργασίας, οπότε τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχει η άλλη πλευρά).
Δάσκαλό του είχε τον Molla Gurani που τον δίδασκε το Iskendername του Ahmedi, δηλ. την ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου! Τέλος, στο αρχείο του Βατικανού υπάρχει επιστολή του Πάπα Πίου Β΄ προς τον Πορθητή που τον καλεί να ασπαστεί τον καθολικισμό, προκειμένου να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας όλης της Ανατολής και της Ρωμανίας (βλ. ΕΙΕ, Δημ. Αποστολόπουλος, Καθημερινή 22.01.2006, με ισχυρισμό πως η επιστολή αυτή δεν επιδόθηκε στον πορθητή).
Περαιτέρω, όσο και αν φανεί περίεργο, οι οθωμανικές πηγές για την Άλωση είναι ελάχιστες και δυστυχώς δεν μας δίνουν καμία επιπλέον πληροφορία από τις ήδη γνωστές των Βυζαντινών, δυτικών και μερικών βαλκανικών και Ρωσικών, αντιθέτως αγνοούν, δηλ. δεν εστιάζουν σε σημαντικά γεγονότα αναλισκόμενες σε Αραβοπερσικού τύπου ποιητικές επικές περιγραφές και πολυχρονέματα στον Πορθητή, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον άπιστο Βασιλέα και τους υπερασπιστές της Πόλης, καταγγέλλουν τους ενδιάμεσους ειρηνοποιούς Οθωμανούς, που μετά βρήκαν ατιμωτικό θάνατο από τον Σουλτάνο, θεωρούν δίκαια την επί 3ήμερο λεηλασία , ενώ κατ’ αυτούς ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (άπιστος Βασιλιάς), αποκεφαλίστηκε από έναν μισοπεθαμένο οθωμανό στρατιώτη λίγο πριν ξεψυχήσει ηρωικά. Κάπου αναφέρεται και ο γιγαντόσωμος σ(ι)παχής Ulubatlı Hasan που κατόρθωσε ν’ ανέβει σ’ έναν πύργο του τείχους και να σηκώσει οθωμανικό μπαϊράκι πριν ξεψυχήσει από τις πέτρες και τα βέλη των αμυνομένων.
Ο μόνος εκ των νεοτέρων Ελλήνων που ασχολήθηκαν σοβαρά με τις οθωμανικές πηγές, δεδομένου ότι γνώριζε την αραβική/ οθωμανική γραφή, ήταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, ο οποίος μας έχει αφήσει τόσο μεταφράσεις των οθωμανικών πηγών της εποχής της Αλωσης, όσο και της περιόδου του 1821 με βασική πηγή τον Ahmed Cevdet Pasha .
Παρακάτω θα δούμε επιγραμματικά τους σύγχρονους της Αλώσεως Οθωμανούς χρονικογράφους:
Πρώτος εκ των σημαντικών φέρεται ο Aşıkpaşazade, ή Ahmad Yahya Salman Ashik-Πασά (1400-1484). Ήταν απόγονος του «μυστικού» ποιητή δερβίση Ashiq Πασά (1272-1333) και γεννήθηκε στην περιοχή της Αμάσειας. Σπούδασε σε διάφορες πόλεις της Ανατολίας πριν μεταβεί στη Χατζ, ενώ έμεινε για λίγο και στην Αίγυπτο. Αργότερα πήρε μέρος σε διάφορες εκστρατείες όπως στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1448), στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης και είδε τις γιορτές περιτομής (σουνέτ) του Μουσταφά και του Βαγιαζήτ II , υιών του Μωάμεθ του Πορθητή.
Το κυριότερο έργο του είναι γνωστό με δύο ονόματα: Menâkıb-Al-i Osman και Tevārīḫ-i Al-i Οsman, που ασχολείται με την οθωμανική ιστορία , από την αρχή του οθωμανικού κράτους μέχρι την εποχή του Μωάμεθ Β΄, μεταξύ των ετών 1298 και 1472. Το έργο είναι γραμμένο στην τουρκική γλώσσα και βασίζεται εν μέρει σε παλαιότερες οθωμανικές πηγές, αλλά και σε προσωπικές του εμπειρίες. Το έργο του χρησιμοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους Οθωμανούς ιστορικούς και μάλιστα έγινε πρότυπο συγγραφής, όπως το “Cihan-numa” του Neşri.
Σύμφωνα με τον σύγχρονο τούρκο ιστορικό Halil Inalcik, *( «Πώς να διαβάσετε την « Ιστορία του Ashik Πασά–Zade “, στο: Δοκίμια οθωμανικής ιστορίας (Κωνσταντινούπολη: Eren, 1998), σελ. 139 – 156) , στα έργα του Aşıkpaşazade υπάρχει σαφώς διαστρεβλωμένη ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων για να ταιριάζουν τα γραφόμενά του με τις προκαταλήψεις του. Ήταν σύνηθες και χαρακτηριστικό γι' αυτόν η συγχώνευση δύο διαφορετικών ιστοριών για να «σφυρηλατήσει» μια νέα περιγραφή .
Ο Enveri ( 1512 ; ) Ήταν ιστορικός του 15ου αιώνα . Έγραψε το Dustur-name που αποτελείται από 3730 στίχους και βασίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο είναι μια παγκόσμια ισλαμική ιστορία, το δεύτερο για τους Aydinids και το τρίτο (842 στίχοι) για τους Οθωμανούς. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την προσωπική ζωή του και ομοίως οι πληροφορίες για την Άλωση είναι πενιχρές.
Ο Ibn Κemal , επίσης γνωστός ως Kemalpaşazâde, ( 1468-1536), υπήρξε Sheikh ul-Islam, λόγιος, ιστορικός και ποιητής, καταγόμενος από μεγάλη γενιά της Αδριανούπολης. Ως νέος υπηρέτησε στο στρατό και αργότερα σπούδασε σε διάφορα ισλαμικά ιεροδιδασκαλεία μέχρι που έγινε καδής/ δικαστής της Αδριανούπολης το 1515. Ο Βαγιαζίτ Β ‘, του ανέθεσε τη συγγραφή της οθωμανικής ιστορίας (Tevarih- i Al-i Osman, "Τα Χρονικά του οίκου των Οσμάν") στην οποία δεν έχει επιπλέον πληροφορίες για την Άλωση. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σελίμ Α, το 1516, διορίστηκε στρατιωτικός δικαστής της Ανατολίας και συνόδευσε τον οθωμανικό στρατό στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α διορίστηκε ως Sheikh ul-Islam, δηλαδή ανώτατος επικεφαλής των ουλεμάδων. Το έργο του Tevarih-i Al-i Osman αναφέρεται περισσότερο στην εποχή και στα βιώματά του , παρά στα προγενέστερα και της Άλωσης. Ήταν επίσης ταλαντούχος ποιητής. Έγραψε πολλά επιστημονικά σχόλια σχετικά με το Κοράνι, πραγματείες για τη θεολογία , συγκέντρωσε νομολογία , ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο μετέφρασε από τα αραβικά τα έργα του αιγύπτιου ιστορικού Αμπού αλ- Μαχασίν ιμπν Ταχριμπιρντί.
Ο Neşri (- 1520) υπήρξε εξέχων εκπρόσωπος της πρώιμης οθωμανικής ιστοριογραφίας. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, το όνομά του ήταν Neşri Huseyn ibn Eyne Beg, όπως αυτό καταχωρήθηκε στην Προύσα (defter του 1479) , ενώ άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το όνομά του ήταν Μεχμέτ Neşri ή Mehemmed Neşri . Έγραψε την παγκόσμια ιστορία “Cihan-Numa”, από την οποία σήμερα σώζεται μόνον το έκτο και τελευταίο τμήμα της . Κατά πάσα πιθανότητα την ολοκλήρωσε στο τέλος του 1480 ή στις αρχές του 1490, συγκεντρώνοντας πολλές διαφορετικές πηγές, γνωστών και άγνωστων συγγραφέων. Βίωσε το θάνατο του Μωάμεθ Β το 1481 και τις ταραχές των γενιτσάρων. Σε ορισμένα σημεία η ιστορία του, βασίζεται στο έργο του Ashik Pasha-Zade. Ειδικές πληροφορίες για την Άλωση δεν έχει.
Ο Şükrullah (1388-1488), υπήρξε ιστορικός του 15ου αιώνα και Οθωμανός διπλωμάτης. Γεννήθηκε το 1388 στην Αμάσεια και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη θεωρούμενος ως ένας από τους πρώτους ιστορικούς των Οθωμανών. Έγραψε το διάσημο έργο για την παγκόσμια ιστορία (το 1460) στην περσική γλώσσα , ονόματι Bahjat al-tawari’kh [ Η χαρά των Ιστοριών] που το παρουσίασε στον εξισλαμισμένο Μαχμούτ Πασά Angelovič. Το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε ιδιαιτέρως από τους μεταγενέστερους Οθωμανούς ιστορικούς, αλλά για την Άλωση δεν έχει ειδικές πληροφορίες.
Ο Tursun Beg (πιθανότατα γεννήθηκε στα μέσα του 1420 στην Προύσα). Ήταν Οθωμανός γραφειοκράτης και ιστορικός που έγραψε ένα χρονικό αφιερωμένο στον Βαγιαζίτ το Β΄. Ζωή του είναι γνωστή μόνο από τις δικές του αναφορές στο χρονικό του. Συνόδευσε τον Μωάμεθ Β κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 και στο έργο του tarih-i Ebülfeth (تاريخ ابو الفتح -“Η Ιστορία του Πορθητή” (Halil Inalcik και Rhoads Murphey trans. Μιννεάπολις: Bibliotheca Islamica, 1978 και Woodhead, Christine. “Tursun Beg.” Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ. 2nd Edition), αναλώνεται σε σουλτανικά πολυχρονέματα ή σε πληροφορίες γνωστές και από άλλες πηγές αναφορικά με την Άλωση.
Ο Hoca Sadeddin (ή Sa’düddin) Efendi (1536 ή 1537 – 1599 ). Αν και μεταγενέστερος της Αλώσεως , μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την Άλωση, συχνά απαξιωτικές για τους απίστους, ενώ διασώζει τη φήμη του αποκεφαλισμού του Παλαιολόγου από έναν μισοπεθαμένο Οθωμανό στρατιώτη, γι’ αυτό και ο Νικ. Μοσχόπουλος του κάνει ιδιαίτερη αναφορά. Υπήρξε λόγιος και ιστορικός, δάσκαλος του Σουλτάνου Μουράτ Γ (όταν ο Μουράτ ήταν πρίγκιπας). Αν και κάποια στιγμή είχε περιπέσει σε δυσμένεια, αργότερα διορίστηκε Sheikh ul-Islam. Ο Οθωμανός σ(ι)παχής Ulubatlı Hasan (1428 – 29 Μαΐου 1453), μια ιστορικό-μυθική προσωπικότητα, θεωρείται ο πρώτος Οθωμανός μάρτυρας της Άλωσης και η ζωή και η θυσία του είναι καθαγιασμένες στην ιστορία των Τούρκων. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Ulubat στην επαρχία της Προύσας (κοντά στο Karacabey). Πρέπει να ήταν πολύς ψηλός, σχεδόν γίγαντας όπως αναφέρει ο σκωτσέζος Λόρδος Kinross.
Στην ηλικία των 25, βρέθηκε ως ιππότης/ ιππέας/ σ(ι)παχής στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (6, Απρ. 1453 – 29 Μαϊου, 1453). Το πρωί της Τρίτης 29 Μαΐου 1453, ο Ulubatlı Hasan, πεζός, με κάποιο τρόπο κατόρθωσε ν’ αναρριχηθεί σ’ έναν πύργο των τειχών της Κωνσταντινούπολης, ακολουθούμενος από τριάντα συμπαραστάτες του. Έφερε μόνο ένα γιαταγάνι, μια μικρή ασπίδα και τη σημαία/μπαϊράκι των Οθωμανών. Όταν έγινε αντιληπτός , δέχθηκε καταιγισμό από πέτρες βέλη και λόγχες των αμυνομένων , εν τούτοις έφτασε στην κορυφή και έβαλε την οθωμανική σημαία, την οποία υπερασπίστηκε έως ότου κατέρρευσε νεκρός με πολλά βέλη στο σώμα του. Σύμφωνα με την παράδοση βλέποντας οι επιτιθέμενοι την οθωμανική σημαία στον πύργο, αναθάρρησαν και έτσι τελικά κατέκτησαν την Πόλη.
Κατά τα λοιπά τα στρατεύματα των αμυνομένων ουσιαστικά ήταν Ιταλικά και γενικώς δυτικά, με λίγους Έλληνες, ενώ περισσότεροι χριστιανοί, Ευρωπαίοι ή μη, εξισλαμισμένοι, γενίτσαροι, Μ.Ασιατικοί πληθυσμοί, Ρώσοι και ποικίλοι μισθοφόροι και τυχοδιώκτες ήταν με την πλευρά των επιτιθέμενων. Μάλιστα στα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, ηγείτο ο εξωμότης Καρατζά πασά. Ο Παλαιολόγος είχε αναθέσει στον Αλβίζο Ντιέντο τη διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο, όπου απέναντί τους είχαν τον εκ γενιτσάρων Ζαγανός πασά μ’ ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο όπου τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου, ενώ έτερος Βούλγαρος εξωμότης ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα.
Σύμφωνα όμως με νεότερες συγκριτικές καταμετρήσεις, τα οθωμανικά τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν 12.000 γενίτσαροι και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Σε όλους αυτούς πρέπει να προστεθεί και ένας μεγάλος αριθμός επικουρικού προσωπικού, Τούρκοι Yaya (πεζικάριοι ) , που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας, πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες , όπου με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Πορθητής, υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό, με ηγέτη και εμπνευστή τον Ουρβανό, ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο εν λόγω Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Το οθωμανικό πυροβολικό είχε συνολικά 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Μάλιστα ο Κριτόβουλος αναφέρει πώς, οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη , τελικώς αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί , μιάς και τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα.
Καταφανώς λοιπόν η Άλωση της Πόλης ήταν μια προδιαγεγραμμένη ιστορία ήδη από το 1071, το 1204 και αποκορύφωμα το 1453 και αυτό διότι όπως αναφέρει ο Σπ. Βρυώνης αφενός ο μεσαιωνικός ελληνισμός της Μ. Ασίας είχε παρακμάσει, μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε εξισλαμισθεί, βυζαντινοί άρχοντες είχαν ενταχθεί και οργανώσει την Σελτζουκική και οθωμανική διοίκηση, αφετέρου με όλη την Μ.Ασία και τη Βαλκανική υπό την εξουσία των Οθωμανών, ήταν αδύνατον να παραμείνει μία πόλη (έστω και η Πόλη των Πόλεων) μόνη της ελεύθερη και ανεξάρτητη ως «καλαμιά στον κάμπο των οθωμανών».
Η δυτική κοινωνία της εποχής, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την Πόλη για δικούς της λόγους που παρέλκουν της παρούσας, οι λαοί της ανατολής ομοίως, έχοντας μάλιστα ενστερνιστεί ως αλλαγή και το νέο (ισλαμικό οθωμανικό στοιχείο) που είχε έρθει , συχνά δε και ως ελευθερωτής από τους φόρους των βυζαντινών φεουδαρχών, την εγκατάλειψη των μακρινών ενοριών από το Πατριαρχείο, υποκύπτοντας είτε στο ένστικτο της επιβίωσης, είτε στη βία των Γαζήδων που ασκούσαν την πολεμική του Γαζά (ιερού πολέμου) ,είτε στα αγαπητικά κελεύσματα του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί και των Μεβλεβί Δερβίσηδων που τους καλούσαν με το παρακάτω κάλεσμα/ προσευχή να ενταχθούν ειρηνικά στο Ισλάμ:
Gel, gel, ne olursan ol yine gel, İster kafir, ister mecusi, İster puta tapan ol yine gel, , Bizim dergahımız, ümitsizlik dergahı değildir, Yüz kere tövbeni bozmuş olsan da yine gel… Şu toprağa sevgiden başka bir tohum ekmeliyiz, Şu tertemiz tarlaya başka bir tohum ekmeliyiz biz… Beri gel, beri ! Daha da beri ! Niceye şu yol vuruculuk Madem ki sen bensin, ben de senim, niceye şu senlik benlik Ölümümüzden sonra mezarımızı yerde aramayınız! Bizim mezarımız âriflerin gönüllerindedir.
https://www.youtube.com/watch?v=t7m-XCyGvbI&feature=player_detailpage
Μεταφ.: Έλα, έλα, έλα, όποιος κι αν είσαι, άπιστος (ενν. χριστιανός), μάγος, πυρολάτρης ειδωλολάτρης, έλα πάλι, Η Μονή μας, δεν είναι χώρος απελπισίας, Έστω και αν έχετε παραβεί τους όρκους της μετάνοιας σας εκατό φορές ελάτε και πάλι (Ήρθαμε) σε αυτό το έδαφος για να σπείρουμε το σπόρο της αγάπης στους άλλους, Σ’ αυτά τα παρθένα πεδία (ήρθαμε) για να σπείρουμε το σπόρο, στους άλλους Επειδή κατάγομαι από μακριά, έρχομαι με αυτό τον τρόπο Εφ ‘όσον είστε μαζί μου σας αγαπώ πάρα πολύ, ν’ ανοίξουμε τις κλειστές (ως τάφος) καρδιές μας.
Στη σημερινή Τουρκία, τα ακραία στοιχεία και ειδικά αυτά που γνωρίζουν την γενιτσαρική ή ντονμέδικη καταγωγή τους υπό το πρίσμα του Κεμαλισμού παλαιότερα, αλλά και σήμερα το πολιτικό Ισλάμ, όντας «βασιλικότεροι του βασιλέως» υπερτόνιζαν και υπερτονίζουν την τουρκική καθαρότητα και υπεροχή, καθώς και το σφρίγος, αν σκεφτεί κανείς ότι και ο Κεμάλ, αλλά και ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού Ziya Gökalp (Mehmed Ziya) από το κουρδικό Ντιγιάρμπακιρ δεν ήταν τουρκικής κατατωγής, ενώ επιμελώς σιγείται η εκ Ποταμιάς του Πόντου ή κατ’ άλλους Γεωργιανή καταγωγή της οικογένειας του Τ.Π , R. T. Erdoğan σε σημείο που τον ανάγκασε να πει δημοσίως : « Ben Müslümanım ve Türküm – είμαι μουσουλμάνος και Τούρκος».
Φυσικά ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπροσδιορίζεται να εντάσσει τον εαυτό του σε όποιον πολιτισμό επιθυμεί, ή εντάχθηκαν οι πρόγονοί του.
Από την άλλη πάλι δημοσιεύματα σαν του δημοσιογράφου Engin Ardiç, στην εφημερίδα SABAH: «Τούρκοι συμπατριώτες, σταματήστε πια τις φανφάρες και τις γιορτές για την Άλωση, αρκετή βία έχουμε δώσει στην Ανατολή με τις πράξεις μας» δείχνει το στίγμα και μιάς άλλης πιο νηφάλιας και σύγχρονης αντιμετώπισης της ιστορικής μνήμης .
(http://www.sabah.com.tr/Yazarlar/ardic/2009/05/29/hatirlatmayin_sunu_kefereye)
Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι πέραν της σύγχρονης κρατικής τουρκικής πεποίθησης , περί καθαρής και γνήσιας ορμής των Τούρκων (Tu ki ye) που ήρθαν από τα όρη Αλτάϊ της Μογγολίας , όπου εμπνεόμενοι από το Ισλάμ σε συνδυασμό με το σαμανιστικό παρελθόν τους σάρωσαν την παρηκμασμένη βυζαντινή αυτοκρατορία και ουσιαστικά αναγέννησαν τους λαούς της Μ. Ασίας και της βαλκανικής μέσω τους εκτουρκισμού, σήμερα υπάρχει μια άλλη θεωρία την οποία η ελληνική και ευρωπαϊκή διπλωματία μόλις ανακαλύπτει και απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντιμετωπίσει. Αυτή λέει ότι όντως οι σύγχρονοι Τούρκοι είναι ντόπιοι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί και επομένως έχουν νόμιμα εθιμικά, χρησικτησίας ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή και ουδείς μπορεί πλέον να τους αποκαλεί επιδρομείς, αντιθέτως οι πρόγονοί τους συνεισέφεραν στον ελληνικό, βυζαντινό και ευρωπαϊκό πολιτισμό και όχι μόνον έχουν δικαίωμα συμμετοχής και αναγνώρισης, αλλά μπορούν και πρέπει να ηγηθούν της σύγχρονης Ευρώπης όπως δήλωσε στις 23 Μαΐου 2013 ο τότε υπουργός Ε. Μπαγίς, κατά την εναρκτήρια ομιλία του σε συνάντηση ευρωπαϊκών και τουρκικών τοπικών κοινοτήτων για τη διεθνή συνεργασία, αναφέροντας ότι η Κωνσταντινούπολη έχει τη μοναδική ιδιότητα της «ειρηνικής συνύπαρξης όλων των θρησκειών και των πολιτισμών», γεγονός που καθιστά την Τουρκία «σημαντικό παίκτη» στα Ευρωπαϊκά και διεθνή πράγματα.
Οι απόγονοι των Οθωμανών, των εξισλαμισμένων, των γενιτσάρων και λοιπών λαών της ανατολής, ήρθαν για να μείνουν και έμειναν. Οι παρηκμασμένοι και όσο δεν στεκόμαστε στα πόδια μας και στην «αυτάρκεια», απλώς τους παρακολουθούμε χωρίς να έχουμε να πούμε κάτι. Για την ακρίβεια δεν έχουμε να πούμε κάτι (όχι υποχρεωτικά αντίθετο, αλλά ούτε καν κατανόησης ή συνεργασίας, οπότε τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχει η άλλη πλευρά).
Δημ. Σταθακόπουλος
Πηγή: Αντίβαρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου