"Ο Θανάσης; …κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν’ αποτυπωμένη όλ’ η μιζέρια, όλ’ η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα..."
Ο Θανάσης Βέγγος για τον εαυτό του...
«Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες.»
«Ο Βούλγαρης, ο Κούνδουρος, ο Κατσουρίδης, έφεραν τη ζωή μου άνω κάτω. Ειδικά ο Κούνδουρος. Είμαστε μαζί στη Μακρόνησο.
Μου είπε: “Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις”.
Τι λέει ο άνθρωπος; Σκέφτηκα.
Ύστερα από χρόνια εμφανίζεται ο Κούνδουρος στην Καλλιθέα όπου δούλευα σε ένα πατάρι επισκευάζοντας τσάντες γυναικείες, πορτοφόλια και με έκανε ηθοποιό...»
«Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ίσως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν “κύριε Βέγγο”. Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ένας λαϊκός άνθρωπος ήμουν.»
«Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ’ απ’ το σινεμά ένας γέρος.
«Καλέ μου άνθρωπε», μου λέει, «είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ’ το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες». Αυτό το ‘καλέ μου άνθρωπε’ έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση.
Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ’ αυτούς...»
(Πώς να βάλεις εξάλλου σε μια σειρά πάνω από 120 ταινίες, θεατρικούς ρόλους, τηλεοπτικές εμφανίσεις, μια ζωή και ένα πρόσωπο πάνω στο οποίο αποτυπώνονται η πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οδύσσεια του Νεοέλληνα που ελπίζει και αποτυγχάνει, που ονειρεύεται και απογοητεύεται...)
Οι συνάδελφοί του σχολιάζουν την τόση εντιμότητα και αφοσίωσή του στην οικογένεια σχεδόν ως παραδοξότητα.
Αφηγείται ο Γιώργος Λαζαρίδης, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης:
«Στις δοκιμές του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το”, έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σ’ αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση”. Πράγματι στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. “Είδες Θανάση μου που είχα δίκιο;”. “Δάσκαλε: Δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά…”».
«Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», έχει πει στο παρελθόν.
Γι’ αυτό και δεν έκανε ποτέ περιουσία. Γι’ αυτό και αν και «πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του εξαφανίζονταν σε λίγους μήνες».
Δούλεψε σκληρά για να επιβιώσει, βίωσε εξορίες και απώλειες.
Ως «πολίτης β’ κατηγορίας» έκανε καριέρα. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοφιλία των σημερινών σταρ, με τις τηλεπερσόνες του περιφερόμενου ναρκισσισμού σε σημείο αυτισμού.
Ο Θανάσης Βέγγος είναι φτιαγμένος από πραγματικά υλικά. Ζει αποτραβηγμένος, όχι από στυλ, αλλά από ανάγκη. Όσο και να τον στριμώχνει η αδυναμία του να τρέξει, έχει ήδη διανύσει τόσα χιλιόμετρα που μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά των οικείων του, χωρίς ενοχές...»
«...Βρέθηκα σε δύσκολη θέση όταν πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο».
«...Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ‘μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί...»
« – Πόσα χρόνια είστε μαζί;
45… Πώς είπατε;, διορθώνει η κυρία Ασημίνα. Πενήντα δύο, παρακαλώ! Από τα 19 μου.
– Πώς γνωριστήκατε;
Της πήγαινα πάγο στο σπίτι. Δούλευα σε γαλακτοπωλείο. Ανέβαινα το λόφο Σκουζέ με 100 χιλιόμετρα. Πιστέψτε με! Με τον πάγο στο χέρι. Η μία πόρτα άνοιγε, η άλλη έκλεινε. Είστε πολύ καλή, της έλεγα. Μακάρι να ήταν όλες οι πελάτισσες σαν κι εσάς.
– Τι σας συγκίνησε πάνω του; Απευθύνομαι στη σύζυγο.
Τα ωραία πράσινα μάτια του. Η λάμψη από ευγένεια, καθαρότητα και καλοσύνη που εξέπεμπαν…
Ε, και τρέλα! Μια δόση τρέλας, υπήρχε, χαμογελάει ο Θ. Βέγγος».
Είναι στιγμές που το βλέμμα του υγραίνεται. Γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, συναντήσεις. Δεν το δηλώνει ευθέως, αλλά κουράζεται. Θα καταρρεύσει προκειμένου να μη γίνει αφιλόξενος...
– Τι δεν αντέχετε περισσότερο;
Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους.
– Ποιο είναι το μεγάλο δώρο που πήρατε από τη ζωή;
Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένειά μου. Πολλά χρόνια. Μην κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το ’27. Για μια 20ετία η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο.
– Έχετε περάσει και καλά στη ζωή σας όμως;
Ναι, ασφαλώς, Απέκτησα δυο γιους, τον Βασίλη, πενήντα ετών, και τον Χάρη, 40. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική και τον Θανασάκο.
Στις φωτογραφίες απέναντι, χαμογελούν αφοπλιστικά. Και από το διπλανό τραπέζι, από τον τοίχο, παντού, συντροφεύουν τον παππού, όταν δεν είναι κοντά του.
– Τι κρατάτε από τη ζωή σας;
Ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω...»
~ "συν αυτώ" ΥΓ:
* Το αφιέρωμά μας είναι ουσιαστικά ένα σταχυολόγημα από τις 2 σπάνιες συνεντεύξεις του Θανάση Βέγγου, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή (από τη Μαρία Κατσουνάκη) και στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος τον Ιούνιο του 1970, εμπλουτισμένο με επιλεγμένες φωτογραφίες του που διαλέξαμε από το διαδίκτυο.
* Δική μας προτροπή ή και παράκληση:
Ας μνημονεύουμε τον Θανάση.
Μην περιμένουμε να έρθει 3 Μαϊου (το 2011 "έφυγε") για να τον θυμηθούμε.
Και όποιον άλλον γνωστό ή άγνωστο, για όποιον δικό μας λόγο, αγαπήσαμε.
Στις προσευχές μας και στα "υπέρ αναπαύσεως".
Ίσως να είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που το κάνουμε...
Ο Θανάσης Βέγγος για τον εαυτό του...
«Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες.»
«Ο Βούλγαρης, ο Κούνδουρος, ο Κατσουρίδης, έφεραν τη ζωή μου άνω κάτω. Ειδικά ο Κούνδουρος. Είμαστε μαζί στη Μακρόνησο.
Μου είπε: “Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις”.
Τι λέει ο άνθρωπος; Σκέφτηκα.
Ύστερα από χρόνια εμφανίζεται ο Κούνδουρος στην Καλλιθέα όπου δούλευα σε ένα πατάρι επισκευάζοντας τσάντες γυναικείες, πορτοφόλια και με έκανε ηθοποιό...»
«Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ίσως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν “κύριε Βέγγο”. Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ένας λαϊκός άνθρωπος ήμουν.»
«Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ’ απ’ το σινεμά ένας γέρος.
«Καλέ μου άνθρωπε», μου λέει, «είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ’ το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες». Αυτό το ‘καλέ μου άνθρωπε’ έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση.
Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ’ αυτούς...»
Σε μια σκηνή από την ταινία «Παπατρέχας» ο Βέγγος ήταν να περάσει μέσα από μια τζαμαρία και επέμενε να περάσει από κανονικό τζάμι.
Διηγείται ο Ερρίκος Θαλασσινός:
-Όχι, Θανάση, του λέω.
-Θα περάσω, Ερρίκο, μου λέει.
-Όχι, Θανάση, με τίποτα, του λέω.
-Πάει, τελείωσε, μου λέει. Μόνο αν συμβεί τίποτε, να πεις στη Μίνα πόσο πολύ την αγαπάω.
Πέρασε κι επέζησε.
-Όχι, Θανάση, του λέω.
-Θα περάσω, Ερρίκο, μου λέει.
-Όχι, Θανάση, με τίποτα, του λέω.
-Πάει, τελείωσε, μου λέει. Μόνο αν συμβεί τίποτε, να πεις στη Μίνα πόσο πολύ την αγαπάω.
Πέρασε κι επέζησε.
Ο Βέγγος όχι μόνο περνάει μέσα από την τζαμαρία, αλλά γυρίζει πίσω, παίρνει ένα κομμάτι τζάμι, αιχμηρό τόσο ώστε να του κόψει το λαιμό, και κοιτάζοντάς το χτενίζει τη φαλάκρα του.
«Καλός είμαι» λέει και φεύγει, εννοείται, τρέχοντας. Και βέβαια όλη η σκηνή είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Ο Βέγγος δε βλέπει μπροστά του από την πολλή ευτυχία μια και παντρεύεται επιτέλους την αγαπημένη του, μετά από αμέτρητες περιπέτειες στην προσπάθειά του να παντρέψει τις έξι ανύπαντρες αδελφές του και τη μία θεία του.
«Τα σενάρια δεν με εξυπηρετούν εντελώς – αυτό σου το ‘πα. Η μηχανή στο χέρι και στο δρόμο: όλα λύνονται εκεί. Στο σενάριο είναι δοσμένη η αφορμή. Το πώς θα γυριστεί και το τι θα ειπωθεί πρέπει να βγαίνει επιτόπου, εκεί στο γύρισμα. Στην αρχή του «Ζιβέγγου» ο Κατσουρίδης με κυνηγούσε με τη μηχανή στο χέρι μέχρι που έπεσα στη θάλασσα. Μόνο που δεν μπορεί να γίνεται πάντα έτσι. Συμπιέζουμε το χρόνο...»(Πώς να βάλεις εξάλλου σε μια σειρά πάνω από 120 ταινίες, θεατρικούς ρόλους, τηλεοπτικές εμφανίσεις, μια ζωή και ένα πρόσωπο πάνω στο οποίο αποτυπώνονται η πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οδύσσεια του Νεοέλληνα που ελπίζει και αποτυγχάνει, που ονειρεύεται και απογοητεύεται...)
Οι συνάδελφοί του σχολιάζουν την τόση εντιμότητα και αφοσίωσή του στην οικογένεια σχεδόν ως παραδοξότητα.
Αφηγείται ο Γιώργος Λαζαρίδης, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης:
«Στις δοκιμές του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το”, έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σ’ αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση”. Πράγματι στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. “Είδες Θανάση μου που είχα δίκιο;”. “Δάσκαλε: Δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά…”».
«Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», έχει πει στο παρελθόν.
Γι’ αυτό και δεν έκανε ποτέ περιουσία. Γι’ αυτό και αν και «πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του εξαφανίζονταν σε λίγους μήνες».
Δούλεψε σκληρά για να επιβιώσει, βίωσε εξορίες και απώλειες.
Ως «πολίτης β’ κατηγορίας» έκανε καριέρα. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοφιλία των σημερινών σταρ, με τις τηλεπερσόνες του περιφερόμενου ναρκισσισμού σε σημείο αυτισμού.
Ο Θανάσης Βέγγος είναι φτιαγμένος από πραγματικά υλικά. Ζει αποτραβηγμένος, όχι από στυλ, αλλά από ανάγκη. Όσο και να τον στριμώχνει η αδυναμία του να τρέξει, έχει ήδη διανύσει τόσα χιλιόμετρα που μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά των οικείων του, χωρίς ενοχές...»
«...Βρέθηκα σε δύσκολη θέση όταν πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο».
«...Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ‘μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί...»
« – Πόσα χρόνια είστε μαζί;
45… Πώς είπατε;, διορθώνει η κυρία Ασημίνα. Πενήντα δύο, παρακαλώ! Από τα 19 μου.
– Πώς γνωριστήκατε;
Της πήγαινα πάγο στο σπίτι. Δούλευα σε γαλακτοπωλείο. Ανέβαινα το λόφο Σκουζέ με 100 χιλιόμετρα. Πιστέψτε με! Με τον πάγο στο χέρι. Η μία πόρτα άνοιγε, η άλλη έκλεινε. Είστε πολύ καλή, της έλεγα. Μακάρι να ήταν όλες οι πελάτισσες σαν κι εσάς.
– Τι σας συγκίνησε πάνω του; Απευθύνομαι στη σύζυγο.
Τα ωραία πράσινα μάτια του. Η λάμψη από ευγένεια, καθαρότητα και καλοσύνη που εξέπεμπαν…
Ε, και τρέλα! Μια δόση τρέλας, υπήρχε, χαμογελάει ο Θ. Βέγγος».
Είναι στιγμές που το βλέμμα του υγραίνεται. Γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, συναντήσεις. Δεν το δηλώνει ευθέως, αλλά κουράζεται. Θα καταρρεύσει προκειμένου να μη γίνει αφιλόξενος...
– Τι δεν αντέχετε περισσότερο;
Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους.
– Ποιο είναι το μεγάλο δώρο που πήρατε από τη ζωή;
Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένειά μου. Πολλά χρόνια. Μην κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το ’27. Για μια 20ετία η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο.
– Έχετε περάσει και καλά στη ζωή σας όμως;
Ναι, ασφαλώς, Απέκτησα δυο γιους, τον Βασίλη, πενήντα ετών, και τον Χάρη, 40. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική και τον Θανασάκο.
Στις φωτογραφίες απέναντι, χαμογελούν αφοπλιστικά. Και από το διπλανό τραπέζι, από τον τοίχο, παντού, συντροφεύουν τον παππού, όταν δεν είναι κοντά του.
– Τι κρατάτε από τη ζωή σας;
Ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω...»
~ "συν αυτώ" ΥΓ:
* Το αφιέρωμά μας είναι ουσιαστικά ένα σταχυολόγημα από τις 2 σπάνιες συνεντεύξεις του Θανάση Βέγγου, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή (από τη Μαρία Κατσουνάκη) και στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος τον Ιούνιο του 1970, εμπλουτισμένο με επιλεγμένες φωτογραφίες του που διαλέξαμε από το διαδίκτυο.
* Δική μας προτροπή ή και παράκληση:
Ας μνημονεύουμε τον Θανάση.
Μην περιμένουμε να έρθει 3 Μαϊου (το 2011 "έφυγε") για να τον θυμηθούμε.
Και όποιον άλλον γνωστό ή άγνωστο, για όποιον δικό μας λόγο, αγαπήσαμε.
Στις προσευχές μας και στα "υπέρ αναπαύσεως".
Ίσως να είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που το κάνουμε...
Υποκλίνομαι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπουδαίος ηθοποιός και άνθρωπος. Με ελληνορωμαίικο ήθος.
ΑπάντησηΔιαγραφή" Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα πολύ κουπί "... α ρε Θανάση μας ...
ΑπάντησηΔιαγραφή