Όταν ήρθε στη συνάντηση που είχαμε κανονίσει, στητός στο ανάστημα παρά τα ογδόντα του χρόνια, συνοδευόμενος από τον γιο του Χρήστο, ο Γιάννης Παλαμήδης, ο τελευταίος εν ζωή μαθητής του Κόντογλου, μας έριξε ένα βλέμμα ερευνητικό και έξυπνο. Ταυτόχρονα η ματιά του φανέρωνε τη δυσπιστία του ανθρώπου που έζησε σημαντικά γεγονότα σε ιδιαίτερες εποχές άγνωστες στην αντίληψή μας: Τι θα καταλαβαίναμε εμείς απ’ όσα έζησε; Θα κατανοούσαμε την αξία των λεγομένων του ως νεότεροι και αδαείς; Όσο ωστόσο εξελισσόταν η συζήτηση, η ίδια του η διήγηση τον ωθούσε να αγνοήσει τη δυσπιστία του, ως γνήσιος καλλιτέχνης και χριστιανός και να μας ξεδιπλώσει τους καημούς και τις χαρές της καλλιτεχνικής πλευράς της ζωής του. Ο Φώτης ο Κόντογλου, ήταν γι’ αυτόν σταθμός, πυξίδα κι έμπνευση. Μιλούσαμε και τα μάτια του συχνά βούρκωναν, οι μνήμες τον κατέκλυζαν και μας παρέσυρε σ’ ένα ταξίδι αλησμόνητο του παρελθόντος.
«Από το δημοτικό σχολείο με έπαιρνε ο πατέρας μου και με πήγαινε στην πανελλήνια έκθεση του Ζαππείου. Ερχόταν όλη η Ελλάδα. Κοσμικές εκθέσεις. Μόλις έβγαλα το δημοτικό πήγαινα και μόνος και καθόμουν ώρες και παρατηρούσα έργα ζωγραφικής. Ήταν η διασκέδασή μου. Εν τω μεταξύ εγώ ζωγράφιζα από το δημοτικό σχολείο και μετά όταν έγινα 13 χρονών. Είχαμε φτώχεια και ζωγράφιζα με λάδι του φαγητού το οποίο έκανε 3 μήνες να στεγνώσει. Από τις σχολές που υπήρχαν του Μονάχου και του Παρισίου προτίμησα του Παρισίου. Η σχολή του Μονάχου ήταν η κλασσική σχολή, η παραδοσιακή ζωγραφική. Η γαλλική αντιπροσώπευε τα μοντέρνα κινήματα, δηλ. τον εμπρεσιονισμό, εξπρεσιονισμό που ήρθαν στην Ελλάδα εκείνο τον καιρό. Αυτή η φρεσκάδα του εμπρεσιονισμού εμένα με άγγιξε και γι’ αυτό δεν ακολούθησα τη ζωγραφική του Μονάχου.»
«Όταν λέμε σχολή Κόντογλου εννοούμε αυτούς που είμαστε στη Σκαλωσιά πάνω. Στην Σκαλωσιά πάνω ζωγράφιζε σιωπηλά και εγώ τον παρακολουθούσα ως βοηθός. Πρέπει να σας πω ότι ο Κόντογλου ήταν επαναστατικός στο λόγο του και στις εκφράσεις του. Αλλά όταν ζωγράφιζε είτε στο σπίτι του ή στην εκκλησία ήταν θρησκευτικά σιωπηλός. Όταν έψαλε ήταν αφοσιωμένος αλλά δεν ήταν σαν αυτούς που χαρακτήριζε “κουμπωμένους” και “Σαρακοστιανούς”, θρησκευόμενους δήθεν. Δουλεύαμε μαζί στον άγιο Νικόλα Αχαρνών που έχει γίνει μουσείο και βγήκε μάλιστα και ένας μεγάλος τόμος του πατρός Γεώργιου Σαντζουράτου με όλες τις ζωγραφιές, αφού καθαρίστηκε ο ναός εκεί, μπορεί να δει όλο το έργο του Κόντογλου και των μαθητών του. Στη σκαλωσιά, εκεί που δουλεύαμε, ξαφνικά σταμάταγε τη ζωγραφική και άρχιζε να μας λέει τη διαφορά της Βυζαντινής μουσικής από την Ευρωπαϊκή. Άνοιγε θέματα και για μας αυτά ήταν μαθήματα.»
«Τότε θα πλησίαζε τα 70 έτη του. Τελείωσα το Πανεπιστήμιο το 1960 μετά από δύο χρόνια το 1962 πήγα στον Κόντογλου. Πήγα από περιέργεια να δω τι κάνει γιατί νόμιζα ότι αγιογραφία είναι αυτά που ζωγραφίζουν στη Μητρόπολη τα οποία εμένα δεν μου έλεγαν κάτι. Σαν ζωγράφος ήδη έφτιαχνα προσωπογραφίες και δεν καταδεχόμουν την εκκλησιαστική ζωγραφική παρόλο που ήμουν θρησκευόμενος. Τότε ένας κοντοχωριανός μου, μου πρότεινε να πάω να τον γνωρίσω. Πήγαμε στον άγιο Γεώργιο της Κυψέλης οπού εκεί ζωγράφιζε ο Φώτης. Ήταν καθισμένοι στο σκαμνάκι ο Κόντογλου με τον Γεωργακόπουλο τον Κώστα και ζωγραφίζανε και ξαφνικά βλέπω ότι χρησιμοποιούσαν το μπλε κοβάλτιο και κινάβαρι, το έντονο. Και ρώτησα έχει η Βυζαντινή ζωγραφική κινάβαρι και μπλε ντε κομπάλτ; Πετάχτηκε ο Γεωργόπουλος: “Αμ τι νόμιζες, ότι είναι οι μαυρίλες της Μητροπόλεως;”.
Εν τω μεταξύ, τους έφυγε ένας Kύπριος βοηθός που είχαν και επειδή εγώ ενδιαφερόμουν με πλησίασε ο Κώστας ο Γεωργακόπουλος και με ρώτησε αν ήθελα να γίνω ο βοηθός τους. Απάντησα ότι ήθελα. Το είπε στον Κόντογλου λέγοντας: “Είναι ένας Θεολόγος, να τον πάρουμε;” και ο Κόντογλου μου απηύθυνε τον λόγο: “ Όχι, επειδή έχεις βγάλει το Πανεπιστήμιο να ψηλώσεις τη μύτη σου και να μη καταδέχεσαι να σκουπίζεις τη σκαλωσιά και να μας ετοιμάζεις τα χρώματα στην παλέτα!”
Του απάντησα :
“Κύριε Φώτη, μες στα χρώματα να είμαι και τα πόδια σου θα σου ξεσκονίσω, δεν έχω τέτοια προβλήματα.”
Κάθισα μαζί του περίπου 3 χρόνια γιατί μετά πήγα φαντάρος και όταν ξαναγύρισα ήδη ο Φώτης βρισκόταν στα τελευταία του. Πολλές φορές με ρώταγε αν ωφελήθηκα κοντά τους ως θεολόγος και του έλεγα ότι θα ήμουν λειψός θεολόγος αν δεν ήξερα και την αγιογραφία.»
Ζητήσαμε από τον φορτισμένο συναισθηματικά κ. Παλαμήδη να μας διασαφηνίσει αυτή του την απάντηση στον δάσκαλό του:
«Προσπαθούσα να αποτυπώσω και να καταλάβω τι θέλει να πει με τη ζωγραφική του. Η αγιογραφία είναι μια ελληνική τέχνη, δεν ήρθε εξ ουρανού ονομαζόμενη Βυζαντινή. Το “Βυζαντινή” της δόθηκε όπως λέει ο γέροντας της Μάνης, ο πατήρ Γαβριήλ ο Kολιβιάτης, ότι “Πήραμε το γνήσιο παιδί και του βάλαμε ένα παρατσούκλι για να μην έχει κληρονομικά δικαιώματα”. Γιατί η ελληνική τέχνη φτάνει μέχρι τα Μινωικά, τη Βεργίνα. Αν δεις της Βεργίνας που έχει έναν όρθιο πολεμιστή νομίζεις ότι είναι ο άγιος Γεώργιος, ίδια δομή, ίδια γνώση του χρώματος. Είναι καθαρά συνέχεια της ελληνικής τέχνης. Σε συνδυασμό και με τα χρώματα κατάλαβα ότι αυτά που έκανα και στην κοσμική ζωγραφική τα βρήκα όλα στην αγιογραφία, τα ψυχρά και τα θερμά χρώματα που έχει η αγιογραφία, τα συμπληρωματικά χρώματα (το πράσινο είναι συμπληρωματικό του κόκκινου) αυτά είναι νόμοι της ζωγραφικής που τα είδα να εφαρμόζονται μέσα στη Βυζαντινή αγιογραφία, επομένως είδα το επαναστατικό γιατί αυτά τα ίδια τα έχει και η μοντέρνα ζωγραφική. Ο Κόντογλου δεν μας τα έλεγε αυτά αλλά άφηνε να εννοηθούν. Πολλές φορές ο Κόντογλου έλεγε : “Με παίρνουν τηλέφωνο να μου πούνε χρόνια πολλά και μετά από λίγο μου λένε ότι ήταν τάχα μαθητές μου στην αγιογραφία” και συχνά σταματούσε, ενώ αγιογραφούσε και μας έλεγε:“ Κάθε άνθρωπο τον εκφράζει ο τρόπος που μιλάει, που κινείται, που φέρεται. Την ορθοδοξία την εκφράζουν ο ύμνος, η ψαλμωδία, η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική. Αν αρνηθείς την έκφρασή της, αρνείσαι την ίδια την Ορθοδοξία. Λένε μερικοί, μου αρέσει η ορθοδοξία αλλά όχι η μουσική της και η ζωγραφική της. Είναι σαν να λέει ο γαμπρός, μου αρέσει η νύφη αλλά όχι η μύτη της, το στόμα της κλπ.” και κατέληγε με χιούμορ ο Κόντογλου : “Πες μας βρε γαμπρέ ότι δεν σου αρέσει η νύφη να ξεμπερδεύουμε.”»
«Δεν την πολεμούσε γενικώς τη δυτική τέχνη, αλλά την αγιογραφία της και την έλεγε θρησκευτική τέχνη και όχι αγιογραφία. Πολεμούσε τους δυτικούς ζωγράφους που παίρνανε μοντέλο τη φιλενάδα τους, ή τη γυναίκα τους και φτιάχνανε μια γυναίκα, της βάζανε και ένα φωτοστέφανο και τη λέγανε Μαντόνα. Αυτό για τον Κόντογλου δεν ήταν η Παναγία που ξέρουμε εμείς, που μπορείς να προσευχηθείς, να πεις τον καημό σου, αλλά ήταν μια κοσμική ζωγραφική. Νατουραλισμός ονομάζεται στη ζωγραφική η φωτογραφική και αισθησιακή αναπαράσταση προσώπων και πραγμάτων. Έλεγε: “Η δυτική εικονογραφία είναι μια σκηνοθεσία, χονδροειδής και οι υποθέσεις του ευαγγελίου έγιναν παραστάσεις που τις παίζουν ηθοποιοί, που προσποιούνται τον Χριστό και τους αγίους. Για εμένα είναι η διακωμώδηση του ευαγγελίου που το παίρναν εκείνοι οι τεχνίτες για να εκφράσουν τις ματαιοδοξίες τους. Το ευαγγέλιο που είναι για μένα τόσο απλό, τόσο ταπεινό, τόσο αντιθεατρικό. Αυτές οι πομπώδεις κινήσεις είναι θεατρικές.” Έπαιρνε μια φράση του Εφραίμ του Σύρου: “Η περηφάνεια αναγκάζει επινoείν καινοτομίας μη ανεχόμενη το αρχαίον” να η ματαιοδοξία. Τον νατουραλισμό στη Δύση τον χαρακτηρίζει ο Κόντογλου ως οπισθοδρόμηση της τέχνης, γιατί πέταξε τους νόμους της ζωγραφικής σε λογοκρατικές δεσμεύσεις και φυσιοκρατικούς νόμους. Δηλαδή παίρνεις μια παπαρούνα μέσα στο χιόνι. Αυτή λογικά δεν στέκεται. Εικαστικά όμως στέκεται. Μια παπαρούνα κόκκινη μέσα στο χιόνι κάνει αντίθεση.
Πολλοί νομίζουνε ότι οι βυζαντινοί άγιοι είναι αυστηροί στο πρόσωπο, αλλά αυτό είναι λάθος.
Όταν λέμε μέχρι τον 14ο αιώνα η ζωγραφική η παλαιολόγια του Πανσέληνου, της Κρητικής σχολής δεν έχουν καθόλου φυσιοκρατικά στοιχεία. Αυτή είναι λέμε αυστηρή ζωγραφική. Μετά τον 16ο αιώνα βάζουν συννεφάκια μέσα στις εικόνες, άλογα και άλλα που είναι δυτικής εμπνεύσεως. Αυτή δεν είναι αυστηρή και γι’ αυτό γίνεται αυτή η διάκριση. Ο Κόντογλου υπομνηματίζει ένα βιβλίο του Λεωνίδα Ουσπένσκι “Η εικόνα” ο οποίος ήταν και φίλος του.
Εκεί γράφει: “Ο αγιογράφος ακόμα και αν είδε με τα μάτια του ζωντανό έναν άγιο δεν τον ζωγραφίζει με φυσικότητα, υλικά, αλλά με πνευματικό τρόπο φωτισμένος από τη Θεία χάρη. Επίσης ο τύπος κάθε αγίου είναι ορισμένος και αλλάζει μονάχα κατά τον αγιογράφο χωρίς να καταντήσει ποτέ η προσωπογραφία ενός ανθρώπου που του μοιάζει” και σε ένα άλλο πιο κάτω σε μια εικόνα της Παναγίας του Ραφαήλ με εντελώς κοσμική αντίληψη σημειώνει: “Το εκ της σαρκός σαρξ εστί”. Εν αντιθέσει με την Παναγία του Βλαδιμήρου όπου επίσης υποσημειώνει “το εκ του πνεύματος πνεύμα εστί” και συνεχίζει ο Κόντογλου : “Αυτό το υψηλό γούστο έχουνε και όλοι σχεδόν οι σοφοί πνευματικοί μας άνδρες, που ξέρουν μονάχα να μιλάνε ενδελεχώς και εμπεριστατωμένως για τους γλυκανάλατους Ραφαέλους, Ντόλτσιδες κλπ.
Και επειδή είναι άτεχνοι κάνουν πως περιφρονούν τη μαστοριά και προ πάντων την παράδοση και όσα έχουν παλιά ρίζα. Γύρω τους στέκονται λογής λογής θαυμαστές χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα και ένας κρυφοκοιτάζει τον άλλον μη τυχόν και τον πάρει για καθυστερημένο στα μυστήρια της καινούργιας αυτής μασονίας και ο κακόμοιρος ο κόσμος έχει τρομοκρατηθεί και δεν μιλά αλλά κουνά το κεφάλι, κάνει ότι καταλαβαίνει και πως ενθουσιάζεται κιόλας.»
Στην ερώτησή μας στον κ. Γιάννη Παλαμήδη περί της άποψης του κυρ Φώτη για την άλλη σπουδαία μαζί με την αγιογραφία, ψαλτική τέχνη στην Εκκλησία, μας απάντησε αμέσως, σαν ένας μαθητής που έχει αφομοιώσει τη μαθητεία του, δίπλα στον δάσκαλο:
«Έλεγε πως ο κάθε νεωτεριστής ψάλτης ντύνει την καημένη την Κασσιανή με ό,τι ρούχα του κατέβει στο κεφάλι, άλλος τη μασκαρεύει σαν τραγουδίστρια της οπερέτας, άλλος σαν αισθηματολογική κυρία της πιο μπουνταλάδικης ρομαντικής αναλατοσύνης και οι πιο πολλοί σαν μοντέρνα θεατρίνα. Αυτά τα σιχαμερά κατασκευάσματα έχουν παραμορφώσει ολότελα τον σεμνό και βαθύ χαρακτήρα της εκκλησίας μας τόσο που να απελπίζεται όποιος έχει μέσα του γνήσια ελληνικά αισθήματα.»
Όσο για τη γραφίδα του Φώτη Κόντογλου σεβαστή σε όλους μας μέχρι σήμερα από τα πολλά του βιβλία και άρθρα ρωτήσαμε τον τελευταίο του εν ζωή μαθητή, για την επίδραση των γραπτών του εκείνη την εποχή:
«Αναφέρει ο Αλέξης Μινωτής πως όταν φρεσκοτυπώθηκε στο περιοδικό ‘ελληνικά γράμματα’ του Μπαστιά το κείμενο “το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου” του Κόντογλου και το διάβασε ξεπήδησαν τα δάκρυα από τα μάτια του και χτυπούσε η καρδιά του να σπάσει από τη συγκίνηση. Τέτοια μαστορική γραφή, τέτοια οριακή έννοια ανθρωπιάς. Πήρε το τεύχος παραμάσχαλα και έτρεξε στον Καζαντζάκη στην Αίγινα. “Διάβασε αυτό εδώ του Κόντογλου”, το πήρε και άρχισε να το διαβάζει μονομιάς και ένιωθε ο Μινωτής το σύγκρυο που τον διαπερνούσε.
Τότε ο Καζαντζάκης τού είπε “Πάμε αμέσως στου Κόντογλου, δεν μπορώ να περιμένω να του πω την αγάπη μου και τη λαχτάρα μου. Βρήκαν τον Κόντογλου σε οικογενειακή γιορτή, γιόρταζαν τα γενέθλια της κόρης του της Δέσποινας. Τους υποδέχτηκαν με χαρά και μες τη φούργια της διασκέδασης πού καιρός να πούνε για τον σκοπό της επίσκεψής μας. Στην εξώπορτα που αποχωρούσαν, ο Καζαντζάκης φίλησε τον Κόντογλου σταυρωτά και τον αποκάλεσε αρχιμάστορα του νεοελληνικού λόγου.»
Για τις τελευταίες στιγμές της ζωής αυτής της δυναμικής προσωπικότητας που έφερε το όνομα Φώτης Κόντογλου, ο Γιάννης Παλαμήδης μάς δίνει τις προσωπικές του εμπειρίες που έχουν ιστορικό ενδιαφέρον:
«Το 1965 πέθανε. Ζωγραφίζαμε στον άγιο Νικόλα Αχαρνών, στα κάτω Πατήσια. Αυτό ήταν και το τελευταίο του έργο.
Πήγα να τον δω στα τελευταία του και είχα κάτι φωτογραφίες από τη Σκαλωσιά. Είχαν κρεμάσει τα χαρακτηριστικά του Κόντογλου. Και μου λέει : “Γιαννάκη τι έχεις εκεί; Είναι από τη Σκαλωσιά;”
“Όχι ησύχασε κάτι χαρτιά είναι” του είπα ψέματα. Πέθαινε και ο νους του ήταν στη Σκαλωσιά. Φώναξε τον Ηγούμενο της μονής της Λογγοβάρδας στην Πάρο τον Φιλόθεο τον Ζερβάκο στον οποίο εξομολογείτο. “Προαισθάνομαι ότι θα φύγω σύντομα γι’ αυτό σας κάλεσα να εξομολογηθώ, να μου κάνετε ευχέλαιο, να κοινωνήσω να έχω τα εφόδια για το μακρινό ταξίδι. Ελπίζω όχι στις αρετές μου, διότι ποτέ αγαθόν εποίησα προς έλεος του Θεού, ελπίζω στην πολλή Tου ευσπλαχνία να με σώσει δωρεάν.»
Τα τελευταία λόγια του κ. Γιάννη Παλαμήδη συνοδεύονταν με δάκρυα και συγκίνηση βαθιά, αφού αξιώθηκε να μαθητεύσει δίπλα σε εκλεκτό δάσκαλο και έμαθε να σκέφτεται και να μεταδίδει την τέχνη του με γνήσια πρότυπα. Ο καλός δάσκαλος δεν διδάσκει εγκυκλοπαιδικά. Καλλιεργεί για να υπάρχει πάντα καλός καρπός. Τότε κι ο μαθητής πετά σε άλλα ύψη και ανακαλύπτει την αποστολή του. Έτσι η διδασκαλία και η μαθητεία δεν πάνε στα χαμένα.
Δείτε τη σχετική συνέντευξη:
Εκεί γράφει: “Ο αγιογράφος ακόμα και αν είδε με τα μάτια του ζωντανό έναν άγιο δεν τον ζωγραφίζει με φυσικότητα, υλικά, αλλά με πνευματικό τρόπο φωτισμένος από τη Θεία χάρη. Επίσης ο τύπος κάθε αγίου είναι ορισμένος και αλλάζει μονάχα κατά τον αγιογράφο χωρίς να καταντήσει ποτέ η προσωπογραφία ενός ανθρώπου που του μοιάζει” και σε ένα άλλο πιο κάτω σε μια εικόνα της Παναγίας του Ραφαήλ με εντελώς κοσμική αντίληψη σημειώνει: “Το εκ της σαρκός σαρξ εστί”. Εν αντιθέσει με την Παναγία του Βλαδιμήρου όπου επίσης υποσημειώνει “το εκ του πνεύματος πνεύμα εστί” και συνεχίζει ο Κόντογλου : “Αυτό το υψηλό γούστο έχουνε και όλοι σχεδόν οι σοφοί πνευματικοί μας άνδρες, που ξέρουν μονάχα να μιλάνε ενδελεχώς και εμπεριστατωμένως για τους γλυκανάλατους Ραφαέλους, Ντόλτσιδες κλπ.
«Έλεγε πως ο κάθε νεωτεριστής ψάλτης ντύνει την καημένη την Κασσιανή με ό,τι ρούχα του κατέβει στο κεφάλι, άλλος τη μασκαρεύει σαν τραγουδίστρια της οπερέτας, άλλος σαν αισθηματολογική κυρία της πιο μπουνταλάδικης ρομαντικής αναλατοσύνης και οι πιο πολλοί σαν μοντέρνα θεατρίνα. Αυτά τα σιχαμερά κατασκευάσματα έχουν παραμορφώσει ολότελα τον σεμνό και βαθύ χαρακτήρα της εκκλησίας μας τόσο που να απελπίζεται όποιος έχει μέσα του γνήσια ελληνικά αισθήματα.»
Τότε ο Καζαντζάκης τού είπε “Πάμε αμέσως στου Κόντογλου, δεν μπορώ να περιμένω να του πω την αγάπη μου και τη λαχτάρα μου. Βρήκαν τον Κόντογλου σε οικογενειακή γιορτή, γιόρταζαν τα γενέθλια της κόρης του της Δέσποινας. Τους υποδέχτηκαν με χαρά και μες τη φούργια της διασκέδασης πού καιρός να πούνε για τον σκοπό της επίσκεψής μας. Στην εξώπορτα που αποχωρούσαν, ο Καζαντζάκης φίλησε τον Κόντογλου σταυρωτά και τον αποκάλεσε αρχιμάστορα του νεοελληνικού λόγου.»
Για τις τελευταίες στιγμές της ζωής αυτής της δυναμικής προσωπικότητας που έφερε το όνομα Φώτης Κόντογλου, ο Γιάννης Παλαμήδης μάς δίνει τις προσωπικές του εμπειρίες που έχουν ιστορικό ενδιαφέρον:
«Το 1965 πέθανε. Ζωγραφίζαμε στον άγιο Νικόλα Αχαρνών, στα κάτω Πατήσια. Αυτό ήταν και το τελευταίο του έργο.
Πήγα να τον δω στα τελευταία του και είχα κάτι φωτογραφίες από τη Σκαλωσιά. Είχαν κρεμάσει τα χαρακτηριστικά του Κόντογλου. Και μου λέει : “Γιαννάκη τι έχεις εκεί; Είναι από τη Σκαλωσιά;”
“Όχι ησύχασε κάτι χαρτιά είναι” του είπα ψέματα. Πέθαινε και ο νους του ήταν στη Σκαλωσιά. Φώναξε τον Ηγούμενο της μονής της Λογγοβάρδας στην Πάρο τον Φιλόθεο τον Ζερβάκο στον οποίο εξομολογείτο. “Προαισθάνομαι ότι θα φύγω σύντομα γι’ αυτό σας κάλεσα να εξομολογηθώ, να μου κάνετε ευχέλαιο, να κοινωνήσω να έχω τα εφόδια για το μακρινό ταξίδι. Ελπίζω όχι στις αρετές μου, διότι ποτέ αγαθόν εποίησα προς έλεος του Θεού, ελπίζω στην πολλή Tου ευσπλαχνία να με σώσει δωρεάν.»
___________
Σοφία Χατζή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, Αύγουστος 2020
Σοφία Χατζή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, Αύγουστος 2020
Δείτε τη σχετική συνέντευξη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου