Η Μιριέλ Μαρσενάκ έχει ένα ανθοπωλείο στην περιοχή Περπινιάν και νιώθει πολύ τυχερή που εργάζεται ανάμεσα από χιλιάδες όμορφα, πολύχρωμα κι ευωδιαστά λουλούδια. Νιώθει κάτι σαν να είναι στον παράδεισο…
Με τους πελάτες της γίνεται συχνά ένα. Η καρδιά της χτυπά μαζί με τη δική τους.
Το νεογέννητο μωρό το νιώθει και δικό της, όταν ετοιμάζει ένα τεράστιο γαλάζιο μπαλόνι και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.
Όταν γράφει «να ζήσετε!» ετοιμάζοντας την ανθοδέσμη για την επέτειο ενός ζευγαριού, το γράφει με όλη της την καρδιά, κι ας μην τους έχει δει ποτέ.
Κι όταν τέλος, ετοιμάζει μια λιτή ανθοδέσμη με λευκές ορχιδέες «Παππού θα σ’ αγαπώ πάντα!», νιώθει ένα κρακ μέσα και στην δική της καρδιά, καθώς παραδίδει τα λουλούδια στο λυπημένο και χλωμό νεαρό.
Σήμερα ωστόσο, στέκει αμήχανη και σκεπτική μπροστά στο ψυγείο με τα λουλούδια. Χτες μόλις παρέλαβε μια μεγάλη παραγγελία από τον χονδρέμπορα. Δυο γάμοι την Κυριακή, γιορτές μέσα στη βδομάδα, γενέθλια… Α! ξέχασε και την εκδήλωση του διπλανού Λυκείου.
Τώρα όλα αυτά είναι … όνειρα θερινής νύχτας, αφού ολόκληρη η χώρα βιώνει για δεύτερη φορά το lockdown ως ύστατη άμυνα στο μικροσκοπικό εχθρό που ’χει γονατίσει κυβερνήσεις, συστήματα υγείας και επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η Μιριέλ στέκεται απέναντι από το ψυγείο και κοιτά τα ολόφρεσκα τριαντάφυλλα, τα μιγκέ, τις ορχιδέες, τα λίλιουμ, το γυψόφυλλο … «Πόσο θ’ αντέξετε μικρά μου, μέσα στο ψυγείο;» τους ψιθυρίζει, σαν να είναι τα δικά της μικρά παιδιά. Καλά οι γλάστρες, πες ότι τις ποτίζεις και τις περιποιείσαι, μα όλο ετούτο το λουλουδικό που ’χει γεμίσει ασφυχτικά τα ψυγεία τι θα γίνει;
Ύστερα κοιτά το δρόμο που ’ναι έρημος. Δυο-τρεις περαστικοί μόνο περπατούν βιαστικά και μπαίνουν στο φαρμακείο. Ερημιά, παντού ερημιά. Κι ο φόβος του θανάτου να μπαίνει πια μέσα από τα αμπαρωμένα παράθυρα και κάτω από τις σχισμές των εισόδων των πολυκατοικιών και να παραλύει τους ανθρώπους.
Σε κοντινή απόσταση από το ανθοπωλείο της είναι το Κεντρικό Νοσοκομείο της πόλης Περπινιάν που τούτο τον καιρό είναι και το κέντρο περίθαλψης των ασθενών με covid 19. Δεν είναι λίγες οι φορές που το μάτι της έχει πάρει μια νεκροφόρα να περιμένει στο πλάι για να ξεπροβάλλει από το υπόγειο ένα εφτασφράγιστο φέρετρο. Ποιος ξέρει ποια ψυχούλα έφυγε πάλι; Άραγε πώς να ήταν το τέλος; Οδυνηρό και δύσκολο; Μπόρεσε να αποχαιρετήσει παιδιά και συγγενείς; Ποιος τάχα να ήταν στο πλάι του την ύστατη ώρα; Το κρύο μηχάνημα που μετρά σφυγμούς και επίπεδα οξυγόνου ή το ζεστό βλέμμα μιας νοσηλεύτριας της εντατικής;
Οι νοσηλεύτριες! Οι άγνωστες αυτές ηρωίδες μαζί με τους γιατρούς της εντατικής! Πόσα χεράκια έχουν χαϊδέψει στις δύσκολες αυτές ώρες… Πόσα ματάκια έχουν σκουπίσει από τα δάκρυα της μοναξιάς και της απογοήτευσης … Πόσα «κουράγιο, θα το παλέψουμε!» έχουν πει … Πόσες βιντεοκλήσεις έχουν κάνει στους οικείους για να αισθανθούν οι ασθενείς σε αυτά τα πέντε ή τα εφτά λεπτά την χαρά της επικοινωνίας… Αλλά και πόσα τηλεφωνήματα έχουν γίνει για να ανακοινώσουν πως «κατέληξε» … Και να ακούσουν από την άλλη άκρη της γραμμής το βουβό κλάμα, τους αναστεναγμούς του αποχωρισμού, να νιώσουν το δάκρυ της οριστικής και αμετάκλητης αναχώρησης …
Τους βλέπει κάθε μεσημέρι στη λήξη της βάρδιας να σέρνουν κατάκοποι τα βήματά τους μέχρι το χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων προσωπικού. Με το βλέμμα απλανές, σαν να προσπαθούν να ξεχάσουν τον πόνο και την αγωνία που υπάρχει διάχυτη στην Εντατική. Να μπορέσουν να διώξουν από το νου το ρυθμικό ήχο των αναπνευστήρων. Και να μπουν στον άλλο κόσμο, της οικογένειας που τους περιμένει με λαχτάρα κι αγωνία.
Δεν γνωρίζει τα ονόματά τους, μα είναι σαν να τους ξέρει. Να, το μπλε Πεζώ είναι της κοκκινομάλλας της μικρής, που έρχεται κάθε πρωί φρέσκια και γελαστή και το μεσημέρι φεύγει κατάκοπη και σκεφτική. Το μπλε Σιτροέν είναι του ψηλού με το μούσι που ’ναι γιατρός. Το κάμπριο είναι της ψηλής, της όμορφης. Το τζιπάκι είναι του επιμελητή…
Η ματιά της πλανιέται στο parking και ο νους της συντροφεύει κάθε ιδιοκτήτη αυτοκινήτου, εκεί στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, στην άνιση μάχη με το θάνατο.
Παίρνει βαθιά ανάσα. Ξανακοιτά τα λουλουδικά, τα στριμωγμένα στο ψυγείο του ανθοπωλείου και αναστενάζει. Όχι, δεν θέλει, δεν μπορεί να τα πετάξει στα σκουπίδια.
Στέκεται ακόμα για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα το μουτράκι της φωτίζεται. «Ζενεβιέβ, έλα που σε θέλω» τηλεφωνά στην κοπέλα που τη βοηθά στο στολισμό των γάμων και των εκδηλώσεων.
***
Παραξενεύτηκε πολύ ο πρώτος γιατρός που σχόλασε και πήγε στο parking για να παραλάβει το αυτοκίνητό του. «Κάποιος έχει ακουμπήσει κάτι, στο καπώ του αυτοκινήτου» σκέφτηκε τρομαγμένος. Τάχυνε το βήμα του και καθώς πλησίαζε, πρόσεξε πως και σ’ άλλα αυτοκίνητα ήταν κάτι αφημένο.
Όταν πλησίασε αρκετά, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος και γιατί είχε κάνει αυτή την απίστευτη ενέργεια: σε κάθε αυτοκίνητο από το προσωπικό όχι μόνο της Εντατικής, μα ολόκληρου του Νοσοκομείου ήταν ακουμπισμένη μια ανθοδέσμη.
Δεν άργησαν να καταλάβουν ποιος ήταν ο δράστης. Μόνο που η Μιριέλ μαζί με τη Ζενεβιέβ ήταν ήδη σε άλλο Νοσοκομείο που ήταν εκεί κοντά. Κι από κει στο στην κλινική Sain Pierre και αργότερα στο νοσοκομείο του γειτονικού Narbonne και στο Carcassonne.
Εκείνη τη μέρα όποιος περνούσε από τα parking των Νοσοκομείων ένιωθε διάχυτη στον αέρα τη μυρωδιά των λουλουδιών της Μιριέλ. Μια μυρωδιά αγάπης κι ευαισθησίας που έφτανε ως τους θαλάμους των ασθενών για να τους παρηγορίσει και να τους ζεστάνει.
Υπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου