Η Αγγελική Βασιλειάδου, εγγονή της Αλέγκρας που είχε βαπτιστεί Αγγελική, διηγείται την απίστευτη ιστορία της γιαγιάς της, που μεγάλωσε με γκουβερνάντες, αλλά στον πόλεμο υιοθετήθηκε από Έλληνες, για να σωθεί. Η ζωή της όμως άλλαξε ριζικά όταν γνώρισε τον Θεό
___
Το παράδοξο στην πίστη, αν εμπιστευτούμε την εμπειρία, κατέχει συχνά πιο ισχυρή θέση από τον κανόνα. Οι ιστορίες στο Ευαγγέλιο για τους απρόβλεπτους χαρακτήρες ανθρώπων που μεγαλούργησαν στην πνευματική ζωή και στάθηκε ορθάνοιχτη η πόρτα του παραδείσου γι’ αυτούς, πρέπει να δεχτούμε να μας εκπλήξουν. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να μελετάμε τις ιστορίες της ζωής πολλών ανθρώπων που φαινομενικά δεν έχουν τις προϋποθέσεις να γίνουν άγιοι κι όμως γίνονται. Κάπως έτσι μπορεί σε μια μικρή εβραιοπούλα από τη Θεσσαλονίκη να διαμορφωθούν οι συνθήκες, ώστε να μεταμορφωθεί σε πιστή χριστιανή που για την αγάπη του Χριστού πρόθυμα περιφρόνησε την ευμάρεια και ξεφορτώθηκε από την αρχή το κουσούρι, το οποίο, μετά τον φθόνο για τον Μεσσία, αποτελεί την δεύτερη παγκόσμια κατηγορία προς τους Ιουδαίους, την φιλοχρηματία. Η εγγονή της εβραιοπούλας, Αγγελική Βασιλειάδου μιλά με θαυμασμό και αγάπη για την γιαγιά της στην Ορθόδοξη Αλήθεια σήμερα.
«Η γιαγιά μου η Αγγελική ήταν ένα μικρό κορίτσι από πολύ εύπορη οικογένεια εβραίων που κατοικούσαν στην Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα παιδί μεγαλωμένο με τις γκουβερνάντες του, όπως έλεγε, πολύ προσεγμένα και προστατευμένα, μέχρι που κάποια στιγμή τα πράγματα δυσκόλεψαν πάρα πολύ, όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και οι γονείς της για να προλάβουν το κακό αποφάσισαν να δώσουν σε Έλληνες το μονάκριβο παιδί τους, για να σωθεί από την καταστροφή που επρόκειτο να έρθει. Έτσι λοιπόν, τη γιαγιά την υιοθέτησαν Χριστιανοί. Το εβραϊκό όνομά της ήταν Αλέγκρα, αργότερα οι θετοί γονείς της τη βάφτισαν με τ’ όνομα Αγγελική. Η Αλέγκρα άρχισε σιγά σιγά μέσα από την νέα της οικογένεια να γνωρίζει τον Χριστό, να μαθαίνει για τον Χριστό, να Τον αγαπάει και έτσι να ξεχνάει τον Ιουδαϊσμό με τον οποίο είχε γαλουχηθεί».
Για το τι απέγιναν οι Εβραίοι γονείς της Αλέγκρας και αν προσπάθησαν να επικοινωνήσουν έστω και τελευταία φορά με το παιδί τους, η εγγονή της Αγγελικής μας απαντά
«Όταν οι γονείς της αναγκάστηκαν να τη δώσουν να κρυφτεί σε οικογένεια της Θεσσαλονίκης, εκείνοι παρέμεναν κρυμμένοι μέχρι να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Λίγο πριν τους μεταφέρουν με τα τραίνα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ο Εβραίος πατέρας της Αλέγκρας, την επισκέφτηκε στα κρυφά, όταν έπαιζε στην αυλή και της είπε ότι ήταν ο πατέρας της. Το κοριτσάκι στάθηκε τον κοίταξε και τον ρώτησε επικριτικά τον λόγο που η φυλή του σταύρωσε τον Χριστό. Εκείνος έφυγε και δεν ξανασυναντήθηκαν. Ρώτησα τη γιαγιά μου πώς ήταν δυνατόν να μιλήσει στον πατέρα της με τέτοιο τρόπο και μου απάντησε ότι για εκείνη είχαν χαθεί όλα τα προηγούμενα, είχε μάθει για τον Χριστό, και Τον είχε αγαπήσει πολύ και επιθυμούσε να δείξει στον πατέρα της ότι η πορεία που είχε επιλέξει ήταν καθοριστική. Μου εξομολογήθηκε κάποτε πως με τα χρόνια τράφηκε από την Ορθόδοξη πίστη και έμαθε ν’ αγαπά τους γονείς της και να προσεύχεται γι αυτούς.
Η ζωή της από τότε κύλησε μακριά από τους βιολογικούς της γονείς και παππούδες, οι οποίοι δυστυχώς άφησαν βασανισμένοι την τελευταία τους πνοή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αργότερα επισκέφτηκα και εγώ όταν μεγάλωσα το στρατόπεδο στη Γερμανία όπου πέθαναν οι παππούδες μου. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα αλλά ήθελα να πάω να τους ανάψω ένα κεράκι και πόνεσα για όλα αυτά που βίωσαν με μαρτυρικό θάνατο».
Ούσα χήρα και εν μέσω της δεινής οικονομικής της κατάστασης, Εβραίοι της πρότειναν σπίτια και λεφτά, για να ζήσει τα παιδιά της, αρκεί να επέστρεφε στην πίστη των προγόνων της. Εκείνη αρνήθηκε λέγοντας ότι τον Χριστό δεν μπορεί να τον προδώσει με τίποτε!
Με αυτή την κληρονομιά στην καρδιά της, η έφηβη Αγγελική μεγαλώνει μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη με την νέα της χριστιανική οικογένεια. Τα πλούτη των Εβραίων γονιών της αποτελούσαν παρελθόν. Μεγάλωνε πια στην ελευθερία της μακαριότητας των φτωχών. Η εγγονή της μας περιγράφει:
«Oι καινούργιοι της γονείς δεν ήταν καθόλου εύποροι, ζούσαν φτωχικά, είχαν μια φυσιολογική ζωή με τα απολύτως απαραίτητα. Η γιαγιά σιγά σιγά μεγάλωνε, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα, της ζήτησε ο παππούς μου να παντρευτούν, ήταν πολύ μικρή και τότε υπήρχε η συνήθεια να παντρεύονται μικρά τα κορίτσια. Παντρεύτηκαν και δημιούργησαν οικογένεια στις Σέρρες. Δυστυχώς, όμως, ο παππούς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία τριανταπέντε ετών, η γιαγιά ήταν είκοσι εννιά χρονών και είχαν ήδη τρία κορίτσια, τη μητέρα μου και τις δυο θείες μου. Η γιαγιά Αγγελική βρέθηκε ξαφνικά σε πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση. Οικονομικά ήταν πάρα πολύ άσχημα.
Εκείνη την περίοδο την πλησίασαν κάποιοι Εβραίοι και της πρότειναν να της χαρίσουν ένα πλούσιο σπίτι κι ένα εξοχικό για εκείνη και τα παιδιά της, καθώς και χρήματα, με την προϋπόθεση να επιστρέψει στην πίστη των προγόνων της, εγκαταλείποντας την Ορθόδοξη πίστη. Η γιαγιά αρνήθηκε. Η πρόταση τους επαναλήφθηκε πάρα πολλές φορές, ακόμη και όταν ήταν πια ηλικιωμένη, η απάντηση όμως της γιαγιάς ήταν μέχρι τέλους αρνητική και τους έλεγε ότι τον Χριστό δεν μπορεί να τον προδώσει με τίποτα, δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει πίστη για κανέναν, πόσο μάλλον για τα χρήματα. Η γιαγιά μου ότι μου δίδαξε μου το δίδαξε με πράξεις και όχι με λόγια».
Η θυσία της αυτή δεν ήταν μόνο προσωπική. Μαζί μ’ εκείνη θα ζούσαν στερημένα και τα παιδιά της, κάτι που καθιστούσε την θυσία ακόμη πιο οδυνηρή. Η εγγονή της συνεχίζει την αποκαλυπτική διήγηση της τροπής της ζωής της πιστής γιαγιάς:
«Αποφάσισε να βάλει το μικρό της το παιδί στο ορφανοτροφείο Μέλισσα, να μένει εκεί έως το απόγευμα για να μπορέσει να πάει να εργαστεί. Η μητέρα μου και η θεία μου σε πολύ μικρή ηλικία προσπάθησαν και αυτές να εργαστούν όσο μπορούσαν, αλλά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Κι όμως οι προτάσεις από τους Εβραίους ήταν συνεχόμενες, όσο πιο δύσκολα περνούσε η γιαγιά μου, τόσο πιο δελεαστικές γίνονταν».
Η γιαγιά Αγγελική άντεξε πάρα πολύ και η αλήθεια είναι ότι αυτό είναι πιο σημαντικό στον άνθρωπο, να μπορεί να μιλάει μέσα από τις πράξεις του και να χαρακτηρίζεται από αυτές.
«Έβλεπα την γιαγιά μου μια ζωή να παιδεύεται και να παλεύει, γιατί ποτέ της δεν ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση και να κάνει πραγματική ομολογία πίστης, όχι με τα λόγια, αλλά με τα έργα. Ήταν συγκλονιστικό αυτό, στα μάτια μου η γιαγιά μου ήταν μια ηρωΐδα. Ένας άνθρωπος που μου δίδαξε με τον καλύτερο τρόπο τι πάει να πει πιστεύω στον Θεό. Πέρασαν πάρα πολύ δύσκολες στιγμές, μέχρι που κάποια στιγμή μπόρεσαν τα κορίτσια της και βρήκαν κάποιες δουλειές, μεγάλωσαν σιγά σιγά, έκαναν τις οικογένειές τους. Η γιαγιά πια έμεινε μόνη. Η σύνταξη χηρείας εκείνη την εποχή ήταν πενιχρή, δεν της έφτανε ούτε για το ενοίκιο. Αναγκάστηκε λοιπόν να μείνει σε ένα μικρό ημιυπόγειο σπιτάκι στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο.
Το σπίτι της ήταν γεμάτο υγρασία, δεν είχε ούτε μπαλκόνι, μόνο κάτι μικρά παντζούρια τα οποία άνοιγε και έβλεπε την εκκλησία και όταν την ρωτούσα πως αντέχει εκεί μέσα μου απαντούσε πως ανοίγει τα παντζούρια και έβλεπε τον άγιο Δημήτριο και ήταν ευτυχισμένη.
Έβλεπα μία γυναίκα να παλεύει, να μην έχει χρήματα ούτε για τα απαραίτητα, και η χαρά της να είναι μεγάλη. Αγόραζε το καλύτερο λάδι για να ανάψει το καντήλι της. Η γιαγιά πήγαινε πολύ συχνά στην εκκλησία, η ζωή της ήταν η εκκλησία, δηλαδή κάθε τρόπος της, κάθε πράξη της, κάθε κίνησή της είχε μέσα τον Χριστό. Φρόντιζε όποιον είχε ανάγκη, προσπαθούσε να μοιραστεί ακόμα και την τελευταία μπουκιά της με όποιον είχε ανάγκη. Συνέχεια πήγαινε στον Άγιο Δημήτριο άναβε κεράκι και με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε ότι άναψε και για εμένα. Όλη η ζωή της ήταν μια προσευχή».
Για την Αγγελική η ζωή της γιαγιά της ήταν μια έκπληξη. Προσπαθούσε να ζήσει στα μέτρα του Θεού. Η εγγονή της το αντιλήφθηκε και μας βεβαιώνει από προσωπική πείρα:
«Ο καλύτερος τρόπος για να διδάξεις κάποιον είναι η ζωή σου. Αυτά για μένα είναι τα παραδείγματα πίστης και ομολογίας, δηλαδή η γιαγιά μου ό,τι και να μου έλεγε με τα λόγια της, δεν θα μπορούσε να με κάνει να νιώσω έτσι όπως ένιωθα, όταν την έβλεπα να αντέχει τις οδύνες με αυτή την διάθεση, με αυτή την τόσο όμορφη συμπεριφορά της, χωρίς να βαρυγκομάει ποτέ, χωρίς να παραπονιέται. Ήταν ευτυχισμένη, είχε κάνει την επιλογή της, την οποία στήριζε συνειδητά με οποιονδήποτε τρόπο και κάθε κόστος».
«Οι ακούσαντες ζήσονται». Λέει ο Κύριος, ότι ο ποιμήν ο καλός προχωράει μπροστά κι ακολουθούν τα προβατά Του γιατί γνωρίζουν την φωνή του. Η Αλέγκρα άκουσε κι έγινε Αγγελική και μέσα από το άδειασμα της πλούτισε. Κάπως έτσι δικαιώνεται η ύπαρξη του ανθρώπου.
Ευχαριστούμε την Αγγελική Βασιλειάδου που διηγήθηκε ως μοναδικός απόγονος την πορεία της γιαγιάς Αγγελικής. Η γιαγιά Αγγελική και αναπάντεχα οι νεότεροί της, η θεία, η μητέρα, ο πατέρας της και ο αδελφός της Αγγελικής Βασιλειάδου, έφυγαν όλοι από τη ζωή. Μέσα από το βαρύ της πένθος, το φως από την ιστορία της γιαγιάς της ήταν και είναι λυτρωτική παρηγοριά.
_________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Κανάρη να της μοιάζαμε όλοι εμείς οι χριστιανοί.Ο Χριστός να φωτίζει την ζωή σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή