"Πρὶν πῶ ὁτιδήποτε γιὰ τὴ μάνα μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡς Θεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας.
Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός.
Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν·
"Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά.
Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε!
Ἔγκειται στὸν νού!
Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.»
Η μάνα μου,η Μηλιώ από την πρώτη στιγμή που εισήλθε στο σπίτι του μακαριστού πατέρα μας, έμελλε να γίνει μητέρα, μητέρα των δύο ορφανών παιδιών του, του Ανδρέα μας και του Μιχάλη μας.
Μία λεπτομέρεια, την οποία είναι καλά να την έχουν υπόψη τους οι σύγχρονες γυναίκες.
Η μάνα μου δεν είχε μόνο να αναθρέψει τα παιδιά του πατέρα μου, από τον πρώτο του γάμο, και τον πεθερό του.
Στο σπίτι μέσα βρήκε και την πεθερά του πατέρα μου από τον πρώτο του γάμο και τον πεθερό του. Όταν τα πεθερικά του πατέρα μου είδαν πόσο καλός άνθρωπος, πόσο καλή χριστιανή ήταν η Μηλιά, αν και είχαν κόρες, είπαν:
«Καλύτερα στη Μηλιά να μείνουμε!»·
κι έτσι τους γηροκόμησε και αυτούς.
Όταν κάποτε πήγα να εξομολογηθώ, νέος διάκος τότε, στον Γέροντα του Σταυροβουνίου, π. Αθανάσιο, με ρώτησε:
«Από πού είσαι, γιε μου;».
«Από την Πάνω Ζώδεια», του απάντησα.
«Από την Πάνω Ζώδεια», μου είπε τότε, «γνώρισα μια γυναίκα, που έκανε κάτι το σπάνιο: μεγάλωσε όχι μόνο τα δικά της παιδιά, αλλά και τα παιδιά του άνδρα της από τον πρώτο του γάμο και γηροκόμησε και τα πεθερικά της!».
Χαμογέλασα και του λέω·
«Η μάνα μου είναι αυτή, Γέροντα!».
«Είσαι ευλογημένος που έχεις αυτή τη μάνα!», μου είπε.
«Πρόσεχε, γιατί ευλογημένες μάνες, σημαίνει ευλογημένες υποχρεώσεις!».
("αμφ." σημ:
Πολλούς μας πιάνει αυτή η κουβέντα...)
Μεγαλώσαμε κι εμείς από αυτή τη γυναίκα. Αισθάνομαι ότι η μεγαλύτερη προίκα, που έδωσε στα παιδιά της, στα εγγόνια της, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά της, είναι η Πίστη.
Μας έδωσε Πίστη βαθιά, που να μην στερεύει ποτέ ενώπιον οποιασδήποτε δυσκολίας.
Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία από τον θάνατο!
Και τον γεύτηκε, η Μηλιά, τον θάνατο από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τα ύστερά της·
όταν πρώτα, στα εφτά της χρόνια, κήδευσε τον πατέρα της, στα πενήντα της τον άνδρα της Νικόλα, ύστερα τον γιο της, τον Πέτρο, 24 ετών, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, και κατόπιν τον πλέον αγαπημένο της «γιο», που γι’ αυτήν δεν ήταν κατά σάρκα γιος της, τον αγαπημένο μας γαμπρό Ανδρέα.
Αλλά μάνα σημαίνει να έχεις παιδιά, τα οποία αντέχουν αυτή τη ζωή και ετοιμάζονται για την αιώνια ζωή.
Δεν την απολυτοποιούν αυτή τη ζωή, αλλά την εξασκούν εν Χριστώ Ιησού.
Αυτό έδωσε, αυτό μας μετέδωσε η μάνα μας.
Όταν της είπα κάποτε,
«Μάνα, η Στέλλα αγάπησε τον Ανδρέα και παντρεύτηκαν· ο Χάρης αγάπησε την Ευδοκία και παντρεύτηκαν», τότε εκείνη μου λέει:
«Αγάπησες κι εσύ καμιάν, γιέ μου; Πες μου το, και είναι καλό πράμα!».
Της λέω: «Αγάπησα την πιο όμορφη, την Εκκλησία!».
«Μα, θα γίνεις μοναχός;».
Της λέω, «Ναι!».
Δεν μου έφερε καμιά αντίδραση κοσμική.
Η αντίδρασή της ήταν πνευματικού χαρακτήρα. Μου είπε μόνο:
«Ξέρεις, εσύ ο ενθουσιώδης, τι σημαίνει μοναχός;».
Την ερωτώ: «Εσύ ξέρεις;».
Μου λέει:
«Ξέρω ότι ο καλός μοναχός, γιέ μου, μέχρι να πεθάνει είναι τσακωμένος με το κορμί του.
Είσαι διατεθειμένος γι’ αυτό τον καβγά ή τελικά θα μας προσβάλεις;».
Θυμήθηκα τότε τον ορισμό του αγίου Ιωάννου της «Κλίμακος», περί του τι εστί μοναχός:
«Μοναχός ἐστι βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπής»
(«Κλῖμαξ», Λόγος Α΄, §10, σελ. 39, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 1999).
Η Μηλιά, από πού το έμαθε αυτό;
Ποιά άνωθεν σοφία τη φώτιζε;
Από τότε, δεν την ξαναφώναξα «μάνα».
Τη φώναζα, είτε «γερόντισσα», είτε σκέτα «Μηλιά»...
|ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ
(1962 – )
Το Ειλητάριον
Από Πολυξένη Ρέρρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου