|Τι το ιδιαίτερο έχει αυτός ο Άγιος
και τον αγαπάμε τόσο;|
Σύντομο βιογραφικό κείμενο για τον Άγιο του Ληξουρίου
|γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός|
Ο Άγιος Παναγής Τυπάλδος Μπασιάς ήταν
γόνος αρχοντικής οικογένειας της Παλικής, γεννήθηκε δε το 1801 από γονείς
ευσεβείς τον Μιχαήλ και την Ρεγγίνα, το γένος Δελλαπόρτα.
Έλαβε καλή μόρφωση κοντά σε αξιόλογους δασκάλους της εποχής του
και έμαθε την Γαλλική και την Ιταλική
γλώσσα καθώς και την Λατινική απαραίτητη για την μελέτη κάποιων πατερικών κειμένων.
Τα 1836 χειροτονήθηκε από τον τότε
Αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας Παρθένιο Μακρή, Διάκονος και Πρεσβύτερος.
Πέρασε από το αξίωμα του Δασκάλου σε μια δύσκολη
εποχή που τα νησιά μας τα δυνάστευε το πόδι του Άγγλο κατακτητή.
Βλέποντας δε, πως
πρέπει να αντισταθεί σθεναρά ενάντια στον προτεσταντισμό και στις ύπουλες
θέσεις των Άγγλων για αλλοίωση του Ορθόδοξου δόγματος, παραιτήθηκε και δίδαξε
ιδιωτικά για λίγο διάστημα.
Κήρυττε παντού το λόγο του θεού, διακονούσε
την ορθόδοξη λατρεία, χρησιμοποίησε τις Διδαχές του Πατροκοσμά του Αιτωλού προς
όφελος των χριστιανών και ανεδείχθη
άξιος Λειτουργός του Θεού.
Μοίρασε τα υπάρχοντά
του και μέρος από την περιουσία του
στους ανήμπορους και στους φτωχούς, συγχρόνως οι σεισμοί ερείπωσαν την
πατρική του οικία, με αποτέλεσμα να
ζητήσει χώρο για να μένει από τον συγγενή του Ιωάννη Νικολάου Γερουλάνου.
Ο Γερουλάνος του
παραχώρησε ένα δωμάτιο από το αρχοντικό σπίτι στο Ληξούρι, όπου από τότε ο
παπα-Μπασιάς έμενε εκεί και το οποίο διατηρείται έως σήμερα και το
επισκέπτονται οι πιστοί.
Διετέλεσε
Εφημέριος της Ιεράς Μονής του Αγίου
Σπυρίδωνα στον Πλατύ Αιγιαλό, κοντά στο Ληξούρι, όπου αρχικά εκεί πήγε να
μονάσει.
Όμως η Θεία Πρόνοια τον προόριζε όχι σε μοναστήρι
έναν απλό καλόγερο, αλλά ένα ιερέα καλόγερο μέσα στο αγώνα και το πάλεμα της
καθημερινότητας του κόσμου.
Πραγματοποιούσε
Βαπτίσεις και άλλα ιερά μυστήρια ως εφημέριος της Μονής και καθημερινά τον
επισκέπτονταν πολλοί για να τους βοηθήσει.
Προσποιείτο τον σαλόν κατά διαστήματα
για να αποφεύγει τους επαίνους και τα καλά λόγια των ανθρώπων.
Εκοιμήθη
τις 7 Ιουνίου 1888 στο Ληξούρι σε ηλικία 88 ετών.
Λόγους εγκωμιαστικούς
και βιογραφικούς απήγγειλαν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς ,
μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο τότε καθηγητής Ζήσιμος Γ. Π. Τυπάλδο.
Ο τελευταίος είναι και
ο κατεξοχήν βιογράφος του παπά Μπασιά.
Ετάφη έπειτα από επεισόδιο και καθυστέρηση
λίγων ημερών, λόγω που ήθελε κάποιος
συγγενής του να τον ενταφιάσει στα Χαυδάτα, στην εκκλησία του Αγίου
Σπυρίδωνα στο Ληξούρι.
Το 1976, έπειτα από 88 έτη από την κοίμησή του, έγινε η ανακομιδή των
Ιερών Λειψάνων του, ημέρα της επετείου του από τον Σεβ. Μητροπολίτη Προκόπιο.
Τι το ιδιαίτερο έχει
αυτός ο Άγιος;
Στιγμές από τον βίο
του.
«Κατά Χριστόν σαλός»
Κατά το έτος 1845 περίπου τον κατέβαλε
νευρική κρίση, που τον βασάνιζε αρκετά, του στερούσε τον ύπνο, τον έκανε να
περπατάει τη νύχτα και να φωνάζει μεγαλοφώνως και άλλες παρόμοιες εκφράσεις,
που όταν συνερχόταν από αυτή την τρομερή έξαψη έπεφτε σε τρομερό φόβο και
αδυναμία.
Παρ’ όλα αυτά όπως λέει
ο βιογράφος του Ζήσιμος Τυπάλδος, ο λαός ήξερε τη δοκιμασία του αυτή και δεν
ενοχλείτο.
Απεναντίας όταν τον
έβλεπαν έτρεχαν να ασπασθούν το χέρι του.
Αυτή η δοκιμασία, που
αρκετοί άγιοι την έχουν περάσει, θεωρείται ευλογία Θεού για να ζουν σε
ταπείνωση και να μη γεννώνται γι’ αυτούς
ο εγωισμός και τα πάθη.
Δέκα χρόνια μετά την ιεροσύνη του τού
παρουσιάστηκε αυτή η νευρική νόσος, και
όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην (Β΄ Κορ. ΙΒ΄, 7) «…εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν,
ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι», δηλαδή ήταν μια δοκιμασία από τον Θεό, ώστε
πάντα με ταπείνωση και όχι με έπαρση να
πορεύεται στην ιερή αποστολή του.
Κατά τα γηρατειά του που η ασθένεια αυτή όλο
και τον ταλαιπωρούσε, την αντιμετώπιζε με υπομονή και εγκαρτέρηση. Δεν έπαψε
ποτέ να διδάσκει και να προσεύχεται.
Το 1864 ο εξαδέλφος του γιατρός, Ανδρέας
Τυπάλδος Μπασιάς, ο οποίος τού παρείχε ιατρική μέριμνα και βοήθεια, με αίτησή
του ζητά από το Ιερατικό Ταμείον οικονομική στήριξη, δηλαδή κάποιο χρηματικό
βοήθημα για να ανακουφίσει την φτώχεια του και τη νόσο που βασάνιζε τον Άγιο.
Περί θαυμάτων και προορατικού
χαρίσματος
Ο Άγιος Παναγής
ανταμείφθηκε από τον Θεό με το προφητικό χάρισμα. Είναι πάμπολλες οι
εξιστορήσεις των παλαιοτέρων για τα θαύματα και τις προφητείες που έκανε.
Βλέποντας με την Θεία χάρη τα μελλούμενα και
τα παρελθόντα των ανθρώπων της κοινωνίας του νησιού μας, προσπαθούσε να
συνετίσει τα κακώς κείμενα και τις αμαρτίες που συνεβαίνανε.
Αυτό το θαυμαστό θείο χάρισμα της
προφητείας του αθέλητα και θελημένα συνέτιζε προς το καλύτερο την τότε μικρή κοινωνία.
Βέβαια και οι φτωχοί και οι ανήμποροι έβλεπαν
στον χαρισματικόν Άγιο Παναγή, εκείνον που τους βοηθούσε με τον λόγο και την
προφητική ιδιότητά του.
Ο Άγιος πολλές φορές αποκάλυπτε με
λακωνικό τρόπο στους ανθρώπους ποια αμαρτία είχαν πράξει- την οποία φυσικά κρατούσαν μυστική-και με τον
τρόπο αυτόν τούς ωθούσε στην μετάνοια.
Απορούσαν οι δύσπιστοι για τη μηδένιση
των καιρικών φαινομένων μπροστά στην θεία χάρη του Αγίου Παναγή, που με
κακοκαιρία δεν βρεχόταν και αναγνώριζαν τη θεία αποστολή του.
Εδώ αξίζει να θυμίσουμε τη μαρτυρία της
τότε αστυνομίας όταν μια βροχερή βραδιά βρήκαν τον Άγιο στο κοιμητήριο της
Αγίας Άννας να προσεύχεται για τους κεκοιμημένους κρατώντας ένα φαναράκι και
χωρίς να έχει πέσει σταγόνα πάνω του.
Ο Άγιος έγινε προστάτης
της οικογένειας και με το προφητικό του χάρισμα βοήθησε όλα τα μέλη της.
Παράλληλα, η οικογένεια Γερουλάνου σεβόταν το πρόσωπο του Αγίου, το
τίμησε και συνεχίζει να το τιμά.
Έως σήμερα ο απόγονος Γεώργιος Ι. Γερουλάνος
μεριμνά για το κελί, ώστε να είναι χώρος επισκέψιμος για τους πιστούς.
Σήμερα, το κελί του Παπα- Μπασιά, κατά
επιθυμία του μακαρίτη Γεωργίου Ιωάννη Γερουλάνου που ήταν ιδιοκτήτης της
οικίας, διακονεί ο υπογράφων το άρθρο, με φροντίδα και προθυμία για τον κάθε
πιστό που θέλει να προσκυνήσει στο χώρο που έζησε ο Άγιος τα τελευταία χρόνια
της ζωής του και έφυγε από εκεί.
Ο ιερέας Παναγής με το
προφητικό του χάρισμα έγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους ντόπιους και
ξένους προς το νησί της Κεφαλλονιάς, που ήθελαν να πάρουν την ευλογία του ή να
στηριχτούν πνευματικά μια και τέτοιος
ήταν ο σκοπός του Αγίου αυτού...
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄
Της ἐρήμου πολίτης…
Ληξουρίου τόν γόνον, Ἱερέων τό καύχημα, τῆς Κεφαλληνίας φωστῆρα νεοφανῶς ἀνατείλαντα, τιμήσωμεν ἐν ὓμνοις Παναγῆν, τόν
μύστην τῆς
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐμφανῶς κεκοσμημένον προφητικῶ τοῦ Πνεύματος χαρίσματι. Διό τόν δοξάσαντα
αὐτόν λαμπρώς ἀντιδοξάσωμεν, ἳνα εὓρωμεν χάριν καί πταισμάτων τήν
συγχώρησιν.
* Μερικά από τa συγκλονιστικά θαύματα του αγίου Παναγή Μπασιά!
…Ὁ Ἀνδρέας Μεγαλογένης, πατέρας τῆς μετέπειτα ἡγουμένης Ἀγάθης τῆς Ἱ. Μ. Κορωνάτου, ἀπὸ τὸ Νεοχώριον Πάλλης, στὴν νεανική του ἡλικία ἦτο ἀτίθασος καὶ νευρικός. Ἤρχετο σὲ προστιβὲς μὲ τοὺς γονεῖς του ποὺ τὸν συμβούλευαν. Μιὰ μέρα, ἡ μητέρα του τοῦ ἔκανε μιὰ παρατήρηση. Ὁ νέος ὠργίσθη, ὡμίλησε ἄπρεπα στὴν μητέρα του καὶ ἀπὸ τὸν θυμό του παρασυρθείς, ἄπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὴν ἔδειρε ἄσχημα. Ἡ μητέρα του πόνεσε, καὶ κλαίοντας τοῦ εἶπε: Τὴν κατάρα μου νὰ ἔχης.
Ὁ Ἄνδρέας, μετὰ τὸ γεγονός, ντύνεται καὶ μὲ τὸ ἄλογό του ξεκίνησε γιὰ τὴν χώρα. Ἐνῶ πλησίαζε στὸ Ληξούρι, συναντᾶ τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ ἔσκυψε νὰ προσκυνήση τὸν ἱερέα λέγοντας: Προσκυνῶ ἅγιε δέσποτα.
Καὶ ὁ Ἅγιος Παναγῆς δὲν δέχτηκε τὸ προσκύνημα τοῦ Ἀνδρέα, ἀλλὰ μὲ ἔντονο τόνο τοῦ λέει: Τὴν μάνα σου, τὴν μάνα σου! Ἐπικατάρατο τὸ χέρι ποὺ κτυπᾶ τοὺς γονεῖς του. Γύρισε πίσω, καὶ ὅταν σὲ συγχωρέση ἡ μάνα σου, γύρισε στὸ Ληξούρι.
Τὰ ἔχασε ὁ Ἀνδρέας. Κανεὶς δὲν ἤξερε τὸ γεγονός. Πῶς τὸ ἔμαθε ὁ ἅγιος ἱερεύς; Ἦταν δὲ ὁ τόνος τέτοιος τοῦ ἱερέως, ποὺ δὲν ἔπαιρνε ἀντίῤῥησι. Ὁ Ἂνδρέας ἐπιστρέφει στὸ χωριό του καὶ διηγήθη στὴν μητέρα του τὸ περιστατικό, καὶ κλαίοντας ζητοῦσε συγγνώμην. Καὶ ἡ μητέρα του πονεμένη, τοῦ ἔλεγε: Καλὰ σοῦ ἔκανε ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς· ὄχι δὲν σὲ συγχωρῶ.
Ἂναγκάστηκε καὶ ἔμεινε στὸ χωριό. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες, ἡ μητέρα του τὸν συνεχώρησε, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Ληξούρι, ἀλλὰ με φόβο. Στὸν δρόμο τὸν συναντᾶ πάλι ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς καὶ προσκυνῶντας τοῦ λέει:
-Συγχώρα με ἅγιε δέσποτα!
-Εὐλογητὸς ὁ Θεός, καὶ ἄλλη φορά, τὴν μάνα σου νὰ μὴν τὴν πειράξης· τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ τὸν εὐλόγησε.
Ἔτσι δίδασκε τοὺς νέους ἔμπρακτα νὰ σέβονται τοὺς γονεῖς των.
Ποιος μπορεῖ λοιπόν, νὰ διορθώση τὴν ψυχὴ τοῦ κακοῦ ἀνθρώπου; Μόνον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποῦ κατοικεῖ σὲ τέτοιο χαριτωμένο καὶ ἀφιερωμένο πρόσωπο σὰ τοῦ παπᾶ-Παναγῆ.
….Ὁ Ἅγιος συνεδέετο μετὰ τῆς οἰκογενείας Ῥουχωτᾶ διὰ μακρᾶς συγγενείας. Πολλάκις ἐπεσκέπτετο τὴν οἰκίαν των εὑρισκομένη εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ἀνωγῆς Παλλῆς ὅπου ἀσκοῦσε ὁ ἰατρὸς Ῥουχωτᾶς τὸ ἐπάγγελμά του εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν περιοχὴν τῆς Ἀνωγῆς...
Ἐπιθυμία τοῦ ζεύγους Ῥουχωτᾶ ἦτο ἡ ἀπόκτησις τέκνων. Πολλάκις ἡ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ Ῥουχωτᾶ εὑρέθη εἰς ἐνδιαφέρουσαν κατάστασιν.
Ὁ δὲ Ἅγιος Παναγῆς ἐπισκεπτόμενος, τῆς ἔλεγε μὲ νεύματα πάντοτε ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ παιδί, δὲν πρόκειται νὰ γεννηθεῖ ζωντανό.
Κατὰ τὸ ἔτος περίπου 1872 ἡ σύζυγος εὑρέθη πάλιν εἰς ἐνδιαφέρουσαν.
Ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ ζήση
καὶ θὰ τὸ βαπτίση μάλιστα
καὶ θὰ παντρευθῆ,
θὰ γεννήση παιδιά,
καὶ στὰ 35 χρόνια…
ἔκανε νεῦμα.
Ὅταν τὸ παιδὶ ἐγεννήθη προσκλήθη ὁ Ἅγιος, τὸ βάπτισε καὶ τὸ ὀνόμασε Ῥεγγίνα. Ὑπανδρεύθη τὸν Ἠλία Ἀγγέλου Τσιτσέλη, τὸν ἱστορικὸν τῆς Κεφαλληνίας καὶ ἀπέκτησε τρία τέκνα.
Εἰς ἡλικίαν 35 ἐτῶν ἐκοιμήθη, λεχῶνα οὖσα 15 ἡμερῶν...
...Εἰς τὴν συνοικία Δεμπονερᾶτα ὑπῆρχε ἕνας παράνομος δεσμός.
Πολλὰ ἐπροσπάθησε ὁ Ἅγιος παπᾶς νὰ τοὺς φέρει εἰς τάξιν, δὲν εἰσηκούετο ὅμως.
Καὶ μιὰ χειμωνιάτικη βραδυά, πέρασε ἀπὸ ἔξω ἀπὸ τὸ ἐρειπωμένο σπίτι καὶ ἔῤῥιξε ὅλο τὸ παράθυρο μέσα ποὺ ἦταν κλεισμένο μὲ πέτρες·
αὐτὸ εἶχε τὸ νόημα τοῦ ἀναθέματος.
Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ συνέφερε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ τοὺς ὡδήγησε στὴν μετάνοια καὶ τὴν σωτηρίαν...
….Μεγάλη συζήτηση ἐγίνετο τότε στοὺς θεολογικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους διὰ τὰ συστατικὰ τοῦ ἀνθρώπου, καθῶς ὁ Ἀπ. Μακράκης ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ 3 συστατικά, ὕλην, ψυχήν, καὶ πνεῦμα.
Ὁ Ἀρχ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος, εἶχε πέσει σὲ σκέψεις κατὰ πόσον ἦταν σωστὰ τὰ κηρύγματα αὐτα.
Πῆγε λοιπὸν στὴν Κεφαλληνίαν νὰ δεῖ τὸν παπᾶ-Παναγῆ.
Περπατῶντας στὸ Ληξούρι ὁ π. Εὐσέβιος βλέπει νὰ τὸν πλησιάζει μὲ γρήγορο βῆμα ἕνας μᾶλον κοντὸς καὶ ἀσκητικὸς ἱερεύς, καὶ χωρὶς χαιρετισμόν, ἤ ἄλλον πρόλογον, ἄρχισε νὰ τοῦ λέει:
Δύο, δύο καὶ ὄχι τρία.
Ὅτι δηλαδή, 2 εἶναι τὰ συστατικὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τρία...
… Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Βασιλείου Παπαδάτου ἐκοιμήθη ὄντας αὐτὸς στρατιώτης, τὴν ὁποίαν ἀγαποῦσε πολύ.
Στὸ ὄνειρό του εἶδε ὅτι πῆγε ἡ ἀδελφή του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι τὴν ἔθαψαν ζωντανή.
Ἔρχόμενος ἀπὸ στρατιώτης ἤθελε νὰ ξεθάψει τὴν ἀδελφήν του.
Τὸν ἠμπόδισαν.
Ἐπειδὴ ἐπέμενε, πῆγε νὰ συμβουλευθῆ τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ.
Ὅταν μπῆκε στὸ δωμάτιό του καὶ πρὶν τοῦ πῆ τὸ θέμα του, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τοῦ εἶπε:
Ἡσύχασε τέκνον μου, ἡ ἀδελφή σου ἦταν νεκρὴ ὅταν τὴν ἔθαψαν. (Ἐλευθερίου Παπαδάτου)
...Ἡ κ. Νίκη Γουλανδρῆ διηγεῖται:
Ὁ πατέρας μου Μηνᾶς Κεφαλᾶς ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀνδρέου καὶ τῆς Μαριάννας, τὸ γένος Κατσαΐτη καὶ ἐγεννήθη εἰς τὸ Ληξούρι.
Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἦταν στενὸς φίλος τῆς οἰκογενείας τὴν ὁποίαν ἐπεσκέπτετο πολὺ συχνά.
Ἡ νόνα μας εἶχε ἀποκτήσει 2 θυγατέρας καὶ ἡ ἐπιθυμίας της ἦταν νὰ ἀποκτήση καὶ υἱούς.
Ὅταν σὲ κάποια ἐπίσκεψη ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἔμαθε ὅτι περιμένει τέκνον τῆς εὐλόγησε τὴν κοιλίαν της καὶ ἀνέφερε τὰ ὀνόματα·
Μηνᾶς, Βίκτωρ, Βικέντιος.
Ὄντως ἐγέννησε ἄῤῥεν τέκνο τὸ ὁποῖον καὶ ἐβάπτισε Γεράσιμον· ὅμως ἀπέθανε μετὰ ἀπὸ λίγο.
Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τῆς εἶπε ὅτι εἶχε παρακούσει τοὺς λόγους τους, τὴν παρηγόρησε ὅμως ὅτι θὰ γεννοῦσε καὶ πάλι ἀγόρι, εὐλόγησε τὴν κοιλιά της ἐπαναλαμβάνων τὰ 3 ὀνόματα.
Ἐπειδὴ εἰς τὴν οἰκογένειαν αὐτὰ ταὰ όνόματα δὲν ὑπῆρχαν, δὲν ἐδόθη προσοχή.
Ἀργότερα ὅμως ἡ Μαριάννα θυμήθηκε ὅτι στὸ οἰκογενειακόν τους εἰκονοστάσιον εἰς τὸ Ἀργοστόλι, ὑπῆρχε μιὰ εἰκόνα μὲ 3 Ἁγίους ποὺ τὴν εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ Βυζάντιον.
Τότε τὴν ζήτησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ τὴν ἔφερε στὸ Ληξοῦρι.
Μετὰ ἀπὸ λίγο γέννησε γιὸ ποὺ ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τὸν βάπτισε Μηνᾶν, μετὰ ἐγέννησε τὸν Βίκτωρα καὶ τὸν Βικέντιον.
Ἔκτοτε ἡ εἰκὼν αὐτὴ ἐθεωρεῖτο θαυματουργός, καὶ ἐστέλλετο ἑκάστην 11/11 εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ προσκύνημα.
Τὴν εἰκόνα αὐτὴν ἔχομεν τώρα εἰς τὸ σπίτι μας.
...Ὁ Ἅγιος Παναγῆς Μπασιᾶς, κάποτε λειτουργοῦσε στὸν Ἱ. Ν. Ὑπεραγίας Θεοτόκου Τυπαλδάτων.
Μια νύκτα, ἕνας ἀσθενὴς ἀπὸ τὰ Χαυδᾶτα ὴθελε νὰ μεταλάβη καὶ ἕνας συγγενής του πήγαινε νὰ πάρη τὸν Ἅγιον.
Στὸ δρόμο ἀπαντᾶ τὸν Ἅγιο κρατοῦντα εἰς τὰς χεῖράς του τὰ Ἅγια τοῦ Θεοῦ καὶ πηγαίνοντα εἰς τὸν ἀσθενῆ.
Θαύμαζε ὁ συγγενὴς πῶς τὸ γνώριζε.
...Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς εἶχε βαπτίσει τὴν ἀδελφὴ τοῦ Σπύρου Μηνιάτη ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Ῥουμπίνη.
Αὐτὴ ἡ γυναῖκα εἶχε παντρευθῆ σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Θηνιᾶς.
Ὁ ἄνδρας της ἦτο σκληρός, καὶ πολλὰ βάναυσος καὶ τὴν κακομεταχειρίζετο.
Ἕνα μεσημέρι ἡ οἰκογένεια τοῦ Σπύρου κάθητο στὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγον.
Ξαφνικά βλέπουν μπρός τους τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ νὰ λέει στὸν Σπῦρον:
- Ἐ, τι κάθεσαι; Τὴν ἀδελφή σου Ῥουμπίναα αὐτὴ τὴν στιγμή, ὁ ἄνδρας της τὴν δέρνει σκληρότατα.
Καὶ δὲν φθάνει αὐτό, ἀλλὰ τῆς ἔσπασε καὶ τὸ χέρι της, καὶ τὸ χειρότερο, ἔκανε κομμάτια τὸ στεφάνι της.
Ἀλλὰ, ὁ πρῶτος γάμος εἶναι μυστήριο, ἀκοῦς; συνέχισε σκυφτός καὶ φεύγει γρήγορα.
Τότε ὁ Σπῦρος λυπήθηκε ποὺ ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ, νὰ ὑποφέρει ἡ ἀδελφή του.
Σηκώνεται ἀμέσως, ἑτοιμάζει τὸ μουλάρι καὶ φεύγει νὰ πρφθάση τὶ γίνεται στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς του.
Ἔφθασε στὸ χωριό, καὶ πῆγε κατευθείαν στὸ σπίτι.
Ὅταν τὸν εἶδε ἡ ἀδελφή του τὸν δέχθηκε μὲ χαρά, καὶ τὸν ῥωτᾶ:
-Πῶς τέτοια ὥρα μεσημέρι ἀδελφέ, μὲ αὐτὴ τὴν μεγάλη ζέστη, Ἰούλιο μήνα, ξεκίνησες γιὰ τὸ χωριό;
Ὁ Σπῦρος τὴν ῥώτησε:
-Ῥουμπίνα, ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου;
-Ἄχ Σπῦρό μου, εἶχε ξενύχτι ἀπόψε στὴν δουλειά του καὶ κουράστηκε καὶ βγῆκε ἔξω νὰ συναντήσει κανέναν συγχωριανό του νὰ περάσει ἡ ὥρα.
-Καλά, τὸ χέρι σου τι ἔχει;
-Ἀδελφέ μου, αὐτὲς οἱ προβατίνες ὅταν πρόκειται νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα κάνουν πολλὰ πηδήματα καὶ μὲ ἔσπρωξαν καὶ ἔπεσα, μὰ δὲν ἔχω τίποτα.
-Ῥουμπίνα, ποῦ εἶναι τὰ στεφάνια σου, δὲν τὰ βλέπω;
-Σπῦρό μου, μὲ τὶς δουλειές μου δὲν εἶχα καιρὸ νὰ ξεσκονίσω καὶ τὰ κατέβασα νὰ τὰ καθαρίσω.
-Σήκω νὰ φύγουμε, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου εἶναι σκληρὸς καὶ σὲ βασανίζη. Ἐγὼ ἦλθα γιατὶ ἦλθε ὁ νονός σου καὶ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Ἔλα μαζί μου, ἡ ζωή σου θὰ εἶναι μαρτύριον.
-Ἀδελφέ μου, ὅταν ὁ Θεὸς προστάζη πρέπει νὰ τὰ ὑπομένω ὅλα. Θὰ ζήσω ὅπως θέλει ὁ Θεός.
...Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὸ Ληξοῦρι εἶχε 4 κόρες.
Ὁ ἄνδρας της ἦτο πολὺ ἱδιότροπος.
Τὴν ἔβριζε διότι γεννοῦσε κορίτσια καὶ ἦτο πολὺ στενοχωρημένη.
Σκέφθηκε νὰ πάη νὰ προσκυνήση τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ·
πῆρε τὰ 4 κορίτσια, τὰ ἑτοίμασε καὶ στὸ μικρότερο ἔβαλε φιόγκο στὰ μαλλιά της.
Ὅταν ἔφθασαν στὸν παπᾶ-Μπασιᾶ περίμενε νὰ ἔλθη ἡ σειρά της διότι ἦτο πολὺ κόσμος.
Ὅταν ἦλθε, ἑτοίμασε τὰ κορίτσια νὰ τὰ εὐλογήση ὁ Ἅγιος.
Εὐλόγησε τὴν πρώτη καὶ τῆς εἶπε·
καλῶς τὴν Διονύσαινα,
τὴν δεύτερη καλὼς τὴν Γιώργαινα,
καὶ τὴν τρίτη καλῶς τὴν Σπύραινα,
δηλαδὴ προφήτεψε τὰ ὀνόματα τῶν συζύγων τους.
Τὴν τέταρτη δὲ ἤθελε νὰ τὴν εὐλογήση
καὶ ἡ μάνα τρόμαξε πῶς θὰ πεθάνη τὸ μικρό.
Τότε σηκώθηκε ὁ Ἅγιος, γονάτισε μπρὸς τὸ μικρὸ κοριτσάκι καὶ τῆς εἶπε:
Εὐλόγησόν με Ἀμμά.
Καὶ βγάζοντάς της τὰ στολίδια ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς μικρῆς εἶπε: Αὐτὰ δὲν χρειάζονται ἡγουμένη τῶν Λεπέδων.
Καὶ ὅπως τὰ εἶπε ὁ Ἅγιος, ἔτσι ἔγιναν ὅλα.
Ἡ Εὐανθία Πασχάλη πῆγε στὰ Λέπεδα, ἔγινε μοναχή,
ὠνομάσθη Ἀνθίμη, ἔγινε ἡγουμένη ἐπὶ πολλὰ ἔτη.
… Μιὰ μέρα κάποια φτωχὴ μητέρα πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Γερουλάνου καὶ ζήτησε λίγο φαγητὸ γιὰ τὰ παιδιά της. Τῆς ἔδωσαν τρόφιμα, φαγητὸ ὅμως ποὺ εἶχαν μαγειρέψει διότι περίμεναν ξένους δὲν τῆς ἔδωσαν.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔρχεται ὁ Ἅγιος, κατευθύνεται στὴν κουζίνα, βγάζει τὶς κάλτσες του καὶ τὶς πετάει μέσα στὸ φαγητό, λέγοντας λόγια ἐλεγκτικὰ γιατὶ δὲν ἔδωσαν στὴν μητέρα φαγητὸ γιὰ τὰ παιδιά της...
|συνεχίζεται (;;;)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου