Το Σάββατο 26 Απριλίου 2025 το πρωί,
στον Ιερό Ναό της Αγίας Κασσιανής στην περιοχή Κεφάλι,
τελέστηκε μνημόσυνο στη μνήμη του.
Μαρτυρίες για το Μακαριστό Γέροντα,
του π. Γεωργίου Κουγιουμιτζάκη από το Ρέθυμνο...
Συγκεκριμένα ο π.Γεώργιος αναφέρει:
✔ "Έχω πολλά,
πάμπολλα σημεία από το Γέροντα Νείλο τον Αγιοφαραγγίτη,
σε εμένα και την οικογένειά μου,
σε φίλους Ιερείς και στις συνοδείες μας κάθε φορά.
Ήταν θαυματουργός, σημειοφόρος, διορατικός,
προορατικός και μέγας θεολόγος,
αλλά κρυβόταν επιμελώς.
Δεν ήθελε να δοξάζεται
και ίσως συνέβαλε σ΄ αυτό
η ρετσινιά
του πλανεμένου από ορισμένους.
Θυμάμαι που είχαμε πάει στο Κεφάλι
με ένα φίλο μου Κορεάτη,
που είχε μπλέξει με τον ανατολικό μυστικισμό, βουδισμό κλπ.
Δεν βρήκαμε τον Γέροντα.
Μπήκαμε στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης.
Δεν βρήκαμε αναπτήρα και σπίρτα
για να καντηλανάψουμε και να λιβανίσουμε.
Βάλαμε λάδι στα δυο καντήλια, φτιάξαμε τα φυτιλάκια,
και περιμέναμε πάνω από 45 λεπτά τον Γέροντα στα στασίδια.
Κάποια στιγμή ήρθε από τους κρημνούς της ερήμου.
Μας ρώτησε:
Γιατί δεν ανάψατε τα καντήλια;
Απαντήσαμε ότι δεν διαθέτουμε αναπτήρα,
αφού δεν είμαστε καπνιστές.
Τότε πλησίασε το δάκτυλο του σε κάθε καντήλι,
σχεδόν τα ακούμπησε και ευθύς … ω του θαύματος!
Τα καντήλια άναψαν μόνα τους!
Ο φίλος μου έπαθε πανικό.
Δεν μπορούσε από το δυνατό σοκ να εγερθεί από το στασίδι.
Αυτό το θαύμα τον ταρακούνησε πολύ.
Ο Γέροντας μου είπε να μην αναφέρουμε ποτέ το θαύμα.
Εξήγησε σε μένα ότι το έκανε για να διδάξει τον φίλο μου.
Πώς όμως γνώριζε αυτός την ιστορία του φίλου μου;
Όντως Προφήτης της Καινής Διαθήκης.
Κάποτε πάλι πηγαίναμε στο Αγιοφάραγγο απροειδοποίητα.
Μας είπαν ότι θα μπορούσαμε να αναρριχηθούμε
από ένα δυνανάβατο σημείο
στη δυτική πλευρά του φαραγγιού,
απέναντι από τον Άγιο Αντώνιο.
Θέλαμε να πάμε στο κάθισμα του Προφήτη Ηλία
που του γκρέμισαν.
Αρχίσαμε με δυσκολία ν΄ ανεβαίνουμε.
Πολύωρος κίνδυνος και ταλαιπωρία.
Ο συνοδός μου Εμμανουήλ Ρουμπάκης
που είχε προβλήματα στα πόδια,
έπαθε πρήξιμο στα πόδια
και με δυσκολία και φρικτούς πόνους προχωρούσε.
Κοκκίνισαν και άρχισαν να βγάζουν υγρό.
Επιτέλους φτάσαμε.
Βρήκαμε τον Γέροντα πάνω στον Ιερό του βράχο
να μας περιμένει.
Μας είπε:
«Ελάτε… Σας περίμενα».
Απορήσαμε, γιατί δεν είχαμε ειδοποιήσει.
Καθίσαμε…
Δεν είπαμε για το πρόβλημα του συνοδού μου.
Ο Γέροντας τον κοίταξε στοργικά
και ευθύς αμέσως θεραπεύτηκε πλήρως.
Ωστόσο βράδιασε.
Έπεφτε το σκοτάδι.
Πώς να φύγουμε από το επικίνδυνο σημείο;
Τον παρακαλέσαμε να διανυχτερεύσουμε μαζί του.
Εκείνος είπε:
«Πηγαίνετε… Θα έχετε άνωθεν βοήθεια».
Όταν ξεκινήσαμε
παρουσιάστηκε μια ολόλευκη κατσίκα
που φωσφόριζε!
Έλαμπε…
Πήγαινε μπροστά μας και μας καθοδηγούσε.
Όταν καθυστερούσαμε, μας περίμενε!
Γύριζε το κεφάλι και μας κοίταζε.
Όταν κατεβήκαμε από τον γκρεμό,
απότομα τη χάσαμε…
Τον ρώτησα κάποτε αν υπάρχουν Άγιοι.
Είπε:
«Υπάρχουν, αλλά είναι κρυφοί.
Δεν τους καταλαβαίνουν.
Διώκονται κιόλας…
Μας είπε για μια Γερόντισσα που ακόμα ζει…
Μας είπε
ότι έχει τα μέτρα και τα χαρίσματα του Αγίου Πορφυρίου.
Θα πάτε – είπε – απλά να πάρετε την ευχή της.
Δεν θα ρωτήσετε τίποτα.
Θα καθίσετε λίγο και θα φύγετε.
Πηγαίνω κι εγώ – είπε – και ασπάζομαι το χέρι της…»!
Αυτά μας είπε για τη Γερόντισσα εκείνη…
Τελικά δεν αξιωθήκαμε
παρά μόνο πρόσφατα
να πάρουμε την ευχή της Γερόντισσας εκείνης…
Μας είπε πολλά για το θαυμαστό
και μεγάλο Γέροντα Αναστάσιο τον Κουδουμιανό.
Τέτοιον – έλεγε – στην έρημο του Αγίου Όρους που έζησα,
δεν έχω συναντήσει.
Έχω πολλά βίντεο και ηχογραφήσεις.
Κάποια στιγμή θα δημοσιευτούν προς δόξαν Θεού
και εις μνημόσυνο του Οσίου Γέροντα.
Ο Γέροντας Νείλος διέθετε δυνατό προορατικό
και διορατικό χάρισμα
αλλά στους κοντινούς ανθρώπους το απέκρυβε
για να μην δοξάζεται.
Έχω πάμπολλες σχετικές εμπειρίες
και προσωπικές και οικογενειακές και φίλων Ιερέων
που πηγαίναμε μαζί
και ανθρώπων που στέλναμε
ή μας ακολουθούσαν στις επισκέψεις μας.
Κάποτε μια γυναίκα ονόματι Αναστασία,
στενή συγγενής μου,
αντιμετώπιζε οξύτατο πρόβλημα.
Την πήρα και πήγαμε στο Γέροντα Νείλο στο Αγιοφάραγγο.
Δεν πρόλαβε να του πει δυο τρεις λέξεις και απάντησε:
«Κάθισε να σου πω μια ιστορία.
Κάποτε μια κοπέλα ήταν στο Βέλγιο.
Πέρασε αυτό και έγινε αυτό.
Πέρασε εκείνο και μετά ήρθε κάτι άλλο ευχάριστο…»!
Έκπληκτη η γυναίκα τον διέκοψε και του είπε:
«Γέροντα, εγώ είμαι αυτή!
Μα πώς ξέρετε;
Ποιος σας είπε την ζωή μου;»
Φυσικά κανείς δεν του είχε μιλήσει.
Την γυναίκα την έβλεπε πρώτη φορά.
Ούτε κι εγώ ήξερα αυτά τα γεγονότα.
Ο Γέροντας της απάντησε νηφάλιος και χαμογελαστός:
«Δεν μου λες παιδί μου σε άφησε τότε ο Θεός;».
«Όχι» απάντησε εκείνη.
«Ε, αναγκαστικά να σου τα υπενθυμίσω για να ξέρεις
ότι ούτε και τώρα θα σε αφήσει».
Έλεγε πολλά…
Το κήρυγμα της μετανοίας
– τόνιζε – από βιωματικούς ανθρώπους
είναι το μόνο απαραίτητο σήμερα».
|μας έστειλε η Βαρβάρα...
[Συμπληρωματικά από την Ελένη Ζεάκη...
"Τον περισσότερο καιρό ζούσε στα σπήλαια και στην έρημο του Αγιοφάραγγου, σε κελιά που κατασκεύαζε για να προφυλάσσεται από το κρύο, τις βροχές και τους αέρηδες και να φεύγει μακρυά από την προσοχή των ανθρώπων.
Σκληρός, δύσκολος και αφιλόξενος τόπος το Αγιοφάραγγο, τόπος παλαιών και μάλιστα
«αθέατων» ασκητών, κατά την παράδοση των ανθρώπων της περιοχής.
Ήταν ένας σπάνιος ερημίτης ασκητής, που ενσάρκωνε τους παλαιούς ασκητές-ερημίτες, οι οποίοι αφανίσθηκαν στις ημέρες μας.
Η άσκησή του ήταν υπέρμετρη, απίστευτη, έξω από τα ανθρώπινα όρια.
Δύσκολα να αντέξει ο
άνθρωπος σε τέτοιες συνθήκες ζωής, με αέρα και κρύο, με ζέστη και καύσωνα, με
πείνα και δίψα, με απουσία ανθρώπων και παρουσία ερπετών και αγρίων ζώων, με
προσευχή και αϋπνία, με αγγέλους και δαίμονες, με μελέτη και προσευχή, με την κατά
άνθρωπον μοναξιά και την αίσθηση της οικουμενικότητας και πολλά άλλα, που
φαίνονται αντιφατικά στους λογικούς ανθρώπους.
Ανέβαινε τα κακοτράχαλα κρητικά βουνά σαν ένα αγριοκάτσικο,
αυτός που ήταν το άκακο πρόβατο του Χριστού, και είχε συμφιλιωθή με την άγρια
φύση, τα γυμνά βράχια, χωρίς δένδρα και φυτά.
ο Ιερομόναχος Θεόδωρος-Νείλος φύλαξε ισχυρό και δυνατό κανόνα στον εαυτό του, σκληρότερο από τους κανόνες των ανθρώπων, να λέει διαρκώς αυτόν τον λόγο του Χριστού:
Κύριέ μου και «εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί Σταυρού διά σε, επί του τάφου διά σε».
Ως αλήτης, δηλαδή ως περιπλανώμενος,
πέρασε από όλα τα σπήλαια του Αγιοφάραγγου, ζώντας ως πένης για τον Χριστόν,
ανέβηκε στον δικό του Σταυρό, φυλάσσοντας «οδούς σκληράς» και κατέβηκε στον
δικό του τάφο, ως νεκρός ζων, ως ζωντανός πεθαμένος, για την αγάπη του Χριστού
και την δίψα της αιωνίου ζωής.
Ο αείμνηστος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθανάσιος Παλιούρας τον γνώριζε και μου έλεγε ότι, όταν τον πλησίαζε, ευωδίαζε.
Εγώ εκείνο που κατάλαβα, όταν τον συνάντησα, ήταν ότι έβγαινε μέσα από τον λόγο του, το πρόσωπό του, την ύπαρξή του μια πνευματική γλύκα, που είναι καρπός της ευώδους ερήμου, την οποία αγαπούσε και δεν μπορούσε να αποχωρισθεί, ακόμη και τότε που ήταν άρρωστος και έπρεπε να νοσηλευθεί.
Στην πρόταση να ζήση τα γεράματά του σε κάποιο ήσυχο Μοναστήρι και να δεχθεί την περιποίηση των μοναχών έλεγε:
«Δεν
μπορώ να αφήσω την γλυκύτητα της ερήμου».
Η ύπαρξή του ήταν διαφανής, ευαίσθητη.
Του μίλησα για την αξία της ερήμου και έλαμψε το πρόσωπό του.
Η έρημος έγινε το σπίτι του, η ζωή του, η αγάπη του, η αναπνοή του, η προσευχή του, ο γλυκασμός του, η πείνα και η δίψα του, η παλαίστρα του.
Προσευχόταν για όλο τον κόσμο και ο αντίδικος, βλέποντας την δύναμη της προσευχής του τον πολεμούσε σκληρά.
Και εκείνος τον αντιμετώπιζε
με θάρρος, δύναμη, αλλά και εσωτερική καρδιακή γαλήνη.
Είχε κάποιες άγιες ιδιορρυθμίες ο μακάριος Γέροντας που του τις ενέπνευσε το Άγιον Πνεύμα, κάνοντας υπακοή στους πεπειραμένους πατέρες, ζώντας ως ξένος και σταυρωμένος, βιώνοντας σε όλη του την ζωή την οδύνη του Σταυρού του Χριστού.
Και ο Χριστός τον κάλεσε κοντά Του την ημέρα της
Σταυρώσεώς Του, αφού προηγουμένως έλαβε την ευχή του Μητροπολίτου του, του Σεβ.
Μητροπολίτου Γόρτυνος Μακαρίου, και κοιμήθηκε και ενταφιάσθηκε το Μέγα Σάββατο,
όταν η ψυχή του Χριστού μαζί με την Θεότητά Του ήταν στον Άδη και το σώμα Του
μαζί με την Θεότητά Του ήταν στον τάφο.
Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
Ιεροθέου
[και για να καταλάβουμε,
έστω και λίγα,
για το μέγεθος της αγιότητας
αυτού του ανθρώπου του Θεού,
ας δούμε λίγα από τις τελευταίες του στιγμές...]
✔ Του Αρχιμ. Αντωνίου Φραγκάκη,
Ιεροκήρυκος Ι.Μ. Γορτύνης και
Αρκαδίας
Ήταν μεσημέρι Μεγάλης Τρίτης 2016.
Φευγαλέα λόγω της εργασιακής πληρότητας
που επέβαλλαν οι ρυθμοί των Άγιων ημερών,
επισκεφθήκαμε στο κρεβάτι του πόνου τον παλαίμαχο αγωνιστή της ερήμου
Γέροντα Νείλο (Θεόδωρο) τον Αγιοφαραγγίτη.
Τον βρήκαμε καταπονημένο σωματικά,
σχεδόν ξέπνοο,
εξουθενωμένο από την βαριά και επίπονη νόσο
που ταλαιπώρησε το αραχνώδες χοϊκό του περίβλημα
αλλά ωρίμασε απόλυτα την γενναία του
και εν-Χριστωμένη ψυχή.
Παρά την σωματική ταλαιπωρία
ήταν θαλερότατος ψυχικά, σε μάχιμη ετοιμότητα
και με την συνήθη υψιπετούσα καρδιά
και πνευματική
ακμαιότητα.
H άνεση που μας χορηγούσε
ο στενότατος πνευματικός σύνδεσμος
που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά μας τώρα και αρκετά χρόνια,
έδινε για μια άλλη φορά την δυνατότητα
να ρουφήξουμε κάτι από το νέκταρ της ερήμου,
τώρα που κατασταλαγμένο και συνολικό ξεχυνόταν
από τον κρατήρα της άσκησης και του πόνου,
στην περίλαμπρη δεξαμενή της αιωνιότητας.
Κάποια στιγμή παρατήρησα
ότι ο Γέροντας ολοπόρφυρος στο πρόσωπο
και με κάποια εναγώνια επιμονή,
έφτυνε μέσα από την μάσκα του οξυγόνου
και κάτι ψιθύριζε.
H μεταξύ μας αγάπη μου έδωσε την άνεση του ερωτήματος:
- Γέροντα, γιατί προσπαθείς να φτύνεις συνέχεια
μέσα από την
μάσκα του οξυγόνου;
Γέροντας:
- Φτύνω τον αόρατο.. νά 'ξερες τί μου κάνει;
Έχω να
κοιμηθώ πέντε μερόνυχτα...
- Τί σου κάνει Γέροντα;
Γέροντας:
Είναι συνεχώς απέναντί μου.
Με βρίζει και με απειλεί...
Η μορφή του είναι τόσο απαίσια
που αν δεν ενδυναμώσει ο Θεός,
δεν αντέχει ο άνθρωπος
την αγριότητα της παρουσίας του...
- Πώς είναι Γέροντα;
- Σαν χοίρος με χονδρές - αδρές τρίχες
(έτσι τον έβλεπε κι ο Γέροντας Αναστάσιος).
Βρωμάει απαίσια... Αλλάζει όψεις...
Δεν μπορείς να τον
περιγράψεις...
Βγάζει τη γλώσσα του, που είναι τεράστια...
από
το στόμα του εξέρχονται κοκκινωπές φωτιές...
- Σου μιλάει Γέροντα;
Γέροντας:
- Αν μου μιλάει;
Προσπαθεί να με αποθαρρύνει...
Και τι δεν μου λέει...
Εγώ -λέει- σού 'φαγα την σάρκα...
εγώ σου λάβωσα τα πνευμόνια...
Εγώ έβαλα και σε καταδίωκαν μία ζωή.
Εγώ σού έκανα το τάδε και το τάδε..
Εγώ σ' έφερε σε αυτή την κατάσταση.
Όποιους βάλω στα δίχτυα μου, τους περιποιούμαι καλά...
Δικός μου είσαι ρε... Δικός μου...
Ακούς;
- Εσύ πώς αντιδράς Γέροντα;
- Γέροντας:
Απαντώ με το Χρυσοστομικό λόγιο:
«Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες».
Και τον φτύνω συνέχεια...
Αυτός μου λέει:
«Το περιποιήθηκα καλά και το Χρυσοστομάκι σας,
που μου πήγαινε κόντρα και τά 'γραψε αυτά
(εννοούσε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο).
Τον συγύρισα χειρότερα από σένα.
Έβαλα τους δικούς μου και τον διέλυσαν στην εξορία...
Αφεντάδες και Δεσποτάδες...
Ακούς ρε;
Εγώ σας κατευθύνω και τώρα...
Θα τ' αλλάξω όλα στα μπλα μπλα σας (στην διδασκαλία σας)...
Όποιος μου πάει κόντρα τον περιποιούμαι καλά...
Έλα τώρα να σε... δροσίσω...».
Βγάζει την απαίσια γλώσσα του,
την τεντώνει αν και βρίσκεται σε απόσταση κάποια μέτρα μακριά,
την κάνει σαν προβοσκίδα ελέφαντα,
με ακουμπά σε διάφορα σημεία του προσώπου μου
και με καίει αφόρητα...
Και συνεχίζει σαρκαστικά:
«Αυτό το δώρο από την γλώσσα μου
επειδή εσύ με έψηνες με την δική του την γλώσσα...
Μπορείς να μου πεις γιατί δίδασκες;
Αφού ερχόμουνα
και σού 'λεγα ότι δεν ήταν δουλειά σου να διδάσκεις
και να δίνεις κατευθύνσεις στον κόσμο.
Να διδάσκουν οι θεολόγοι, οι δεσποτάδες, μάλιστα...
Αλλά όχι κι εσύ να με βαράς...
Το ξύλο το απελέκητο!».
Άλλοτε γίνεται τεράστιο φίδι,
περιτυλίγει και σφίγγει το σώμα μου
και αντιμετωπίζω αφόρητο μαρτύριο.
Επιμένω στο
«Χριστός Ανέστη και πεπτώκασι δαίμονες»
και στο φτύσιμο...
Τα είχα αυτά και στην έρημο αλλά και πιο αραιά και νικηφόρα...
Ξεκίνησαν εντατικότερα τις τελευταίες ημέρες...
Επιμένει
και δεν φεύγει...
- Ξέρετε, του είπα,
ο Γέροντας Εφραίμ ο Αριζονίτης γράφει,
ότι το υφίστανται αυτό προ του τέλους οι μεγάλοι αθλητές
για να αποκομίσουν και
μαρτυρικό στεφάνι.
Γράφει συγκεκριμένα
για την Οσία Μητέρα του Γερόντισσα Θεοφανώ,
ότι έβλεπε ο Γέροντας τον Άγγελό της,
λίγες ημέρες προ της μακαρίας τελευτής της
να αποσύρεται διακριτικά
και να παρακολουθεί τον αγώνα της,
χωρίς να
επεμβαίνει.
Την άφηνε μόνη της να παλεύει
για να αυξηθεί ο μισθός του αγώνα και της υπομονής.
Εκείνη αντιστέκονταν αδιάλειπτα με δύο λέξεις:
«Ιησού -
Παναγία μου».
Τον έβλεπε και κρατούσε στιλέτο
και την σημάδευε με άγριες διαθέσεις...
Τώρα και εσείς ευρίσκεσθε στην πύλη...
Γι' αυτό συμβαίνουν αυτά...
Μήπως και ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
δεν γράφει στην Κλίμακα
ότι οι τελευταίοι πειρασμοί των μεγάλων αγωνιστών
είναι της απιστίας και της
απελπισίας;
Μήπως ο σύγχρονος αναγεννητής του Αγιωνύμου Άθωνος
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής
δεν απεκάλυψε στα πνευματικά του παιδιά
ότι δέχθηκε τέτοια επίθεση από τον πονηρό
στις οριακές ημέρες προ του τέλους,
που πάσχιζε με λυσσώδη μανία να του κηρύξει
φανταστικές και άκυρες
όλες του τις αγιοπνευματικές εμπειρίες;
Μήπως και ο Όσιος Φιλόθεος ο Ζερβάκος
όταν πήγε να πληροφορήσει τον επιστήθιο φίλο του,
Όσιο Αθανάσιο τον Χαμακιώτη
για το επερχόμενο τέλος του δεύτερου,
δεν του επέστησε την προσοχή, λέγοντάς του:
«Πρόσεξε, αδελφέ,
μη σε πειράξει την τελευταία στιγμή ο παγκάκιστος;».
Κάτι που βεβαίως έγινε,
αλλά ο Γέροντας Αθανάσιος
με τα σημερινά ζωομύριστα και μυρίπνοα οστά,
εξήλθε τροπαιούχος
και από αυτή την τελευταία πνευματική γυμνασία
που του παραχώρησε ο αγωνοθέτης Θεός...
Μήπως και ο εμπνευστής και ομόψυχος αδελφός σας,
ο Μέγας Αναστάσιος ο Κουδουμιανός,
μικρό προ της θριαμβευτικής μεταχωρήσεώς του
στην αιωνιότητα,
δεν μας φανέρωσε,
ότι είχε φοβερή συμπλοκή με τους δαίμονες,
κάτι όχι ασυνήθιστο
για τον εμπειροπόλεμο πυγμάχο της ασκητικής κονίστρας;
Τον έσυραν στο έδαφος,
του κατάφεραν δύο περίεργα εγκαύματα στην πλάτη,
τα οποία, βέβαια,
μετά από παρέλευση ολίγιστου χρόνου,
θαυματουργικώς εξαλείφθησαν.
Και ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος,
από τους σπάνιους σε χριστοκεντρικότητα
και απόθεμα αγιότητος Ιεράρχες,
την ημέρα που εκοιμήθη αιφνιδίως,
δέχθηκε επίθεση από σμήνος δαιμόνων...
Κατάπληκτος και αναμαλλιασμένος
βγήκε στον εξώστη του μοναχικού του ενδιαιτήματος
και φώναζε:
«Γιατί αφήσατε τους μαύρους να περάσουν,
τους μασσώνους που ανέβηκαν επάνω;
Μου έκαναν άγρια επίθεση...
Τους
αντιμετώπισα, αλλά ζορίστηκα...».
Αυτό έγινε εκείνη την ημέρα δύο φορές.
Έχουμε και πολλά άλλα παραδείγματα Γέροντα.
Κάνε κουράγιο...
Ο Γέροντας με πρόδηλη απορία
αποτυπωμένη στην έκφραση του προσώπου του,
μου απάντησε:
- «Μα εγώ δεν ανήκω στους μεγάλους αθλητές.
Υπήρξα ισόβιος ζητιάνος του ελέους τους Θεού
στην έρημο διά της μετανοίας...
Είμαι ρεμάλι...
Μεγάλος αμαρτωλός.
Ζητούσα συνεχώς έλεος...
Δεν είναι αυτά για 'μένα.
Δεν ανήκω
σε αυτούς...».
- Αυτά, απάντησα, Γέροντα, ο Θεός τα ξέρει...
Με ιλαρό πρόσωπο έγνεψε ότι συμφωνεί
και έκλεισε τα ολόλαμπρα μάτια του από εξάντληση,
περατώνοντας κάθε συζήτηση.
Άλλωστε ασθμαίνων και με πολύ κόπο,
σχεδόν ψιθυριστά,
μέχρι εκείνη την ώρα ανταποκρινόταν στον διάλογο.
Απόρησα πού βρήκε την δύναμη
να
μετάσχει τόσο ευκρινώς στη διαγενόμενη συζήτηση.
Ήταν προφανώς ενδυνάμωση Θεού, προκειμένου να αφήσει σαν
παρακαταθήκη και την τελευταία του αυτή συγκλονιστική εμπειρία, στην βιωματική
φιλοκαλία της Εκκλησίας.
Αυτή η διήγηση
ήταν και ο τελευταίος μας διάλογος επί γης...
Ο Γέροντας από την Μεγάλη Τετάρτη το βράδυ
είχε πλέον ηρεμήσει απόλυτα
και περίμενε με γαλήνη το επικείμενο τέλος.
Είχε λήξει η τελευταία φοβερή μάχη με τον δαίμονα.
Νικητής ο παλαίμαχος αθλητής της ερήμου
έβλεπε τους παλαιούς Αγιοφαραγγίτες Πατέρες
να τον περιστοιχίζουν
και τις επουράνιες αγγελικές ταξιαρχίες
να υπερίπτανται εμφανώς,
να επιστατούν γύρω από την κλίνη του,
να λαμβάνουν πρωτοβουλίες και να
ετοιμάζουν την έξοδό του.
Εκστατικός έμενε να κοιτάζει και δόξαζε τον Θεό!
Έκανε με απροκάλυπτη δυσκολία
άπειρες φορές τον σταυρό του.
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης ψέλλισε:
«Όλα τελείωσαν.
Σήμερα φεύγω.
Επίκειται η ώρα.
Να ειδοποιηθεί ο Αντώνης για την άμεση μεταφορά μου
με το ασθενοφόρο στο Κεφάλι
(Ερημιτήριο όπου ζούσε στα νοτιοδυτικά Αστερούσια).
Θέλω να παραδώσω την ψυχή μου εκεί...
Οπωσδήποτε πρέπει να βρεθώ στο Ασκητήριό μου
από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης
έως το πρωί της
Μεγάλης Παρασκευής».
Λίγο αργότερα είπε ξέπνοα αλλά καθαρά:
«Ένθα ουκ έστι πόνος,
ου λύπη,
ου στεναγμός,
αλλά ζωή ατελεύτητος»
Όταν πριν λίγες ημέρες τον είχε επισκεφθεί ζωντανά
στο σπίτι που ενοσηλεύετο στις Μοίρες,
η κοιμηθείσα κόρη του Σταυρούλα,
την ρώτησε ο Γέροντας:
«Πώς είναι παιδί μου ο Παράδεισος»,
και εκείνη απάντησε:
«Όπως μου
τον περιέγραφες, σεβαστέ μου πατέρα».
«Εξήγησέ μου περισσότερο»,
επέμεινε εκείνος και αυτή συμπλήρωσε:
«Δεν μου έλεγες, όταν σε ρωτούσα εγώ πριν φύγω,
ότι εκεί
"ουκ έτσι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός,
αλλά ζωή ατελεύτητος;
Τελικά αυτό είναι
πατέρα».
Τώρα ο Γέροντας
προγευόμενος τα έπαθλα του αγωνοθέτη Θεού,
τελείωνε τους επίπονους ισόβιους άθλους
επαναλαμβάνοντας τούτα τα λόγια
και ένα λεπτό αδιόρατο χαμόγελο
σφράγιζε την μυστηριώδη έκσταση του θανάτου.
Βαριανάσαινε και ατάραχος περίμενε.
Το ουράνιο ταξίδι είχε πλέον άμεσα
δρομολογηθεί.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη.
λίγο πριν τα μεσάνυχτα 28-4-2016.
Η ένδοξη κοίμησή του υπήρξε
«μυστήριο κραυγής όπερ εν ησυχία Θεού διεπράχθη»
(Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος)
όπως άλλωστε και όλη η θαυμαστή
και πνευματέμφορος βιοτή
του.
Μόλις ακούμπησε το κατάστικτο
και οσίαθλο σώμα στην ασκητική του κλίνη,
αμέσως φτερούγισε η ολόφωτη και θεοτερπής ψυχή του
στα άφθαρτα σκηνώματα της δόξης του Χριστού,
τον οποίον με μανικό έρωτα αγάπησε
και με αδιάλειπτη ησυχαστική στοχοθεσία,
χαρισματικώς προσαπόκτησε.
Ήταν η πανίερη και φοβερή βραδιά
που εμυσταγωγείτο το Θείο Πάθος στις καρδιές των πιστών.
Και η εσταυρωμένη επίγεια διαδρομή του μαρτυρικού Γέροντος,
έπρεπε να βρει εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές
την νοηματοδότηση και καταξίωσή της,
από Εκείνον που καλεί τους φίλους Του ενεργά στο Σταυρό,
προκειμένου να τους αναγνωρίσει δικούς Του
και να τους εντάξει πανηγυρικά
και
στους άληκτους αναβαθμούς της Αναστάσεως..
Aιωνία η μνήμη του.
Να έχουμε την ευχή του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου