Ένα πολύ ωραίο κείμενο από τη Μαρία Γανωτή για τη ζωή (το πέρασμα) των "Γανωτήδων" από την Κύμη!!!!!
Ο αγαπημένος Σταύρος (ο Σταυρής που έφυγε), ήταν ο Σταύρος των εκπλήξεων!!!
Από καιρού εις καιρόν ερχόταν ξαφνικά στην Κύμη πρωί - πρωί στο αναλόγιο που έψελνα (συνήθως Κυριακές) και με χτυπούσε από πίσω στην πλάτη!!!
Γύριζα, "να μαι ήρθα" ψιθύριζε!
Μια φορά κουβαλούσε μαζί του ένα πακέτο ημερολόγια της ΑΝΙΜΑ (Συνιδρύτρια και πρωταγωνίστρια η αδελφή του Μαρία) παρακλητικά-επιτακτικά μου έλεγε "πρέπει να τα δώσεις"!!! "Έχουν ανάγκη! Κάνουν αγώνα!" Ποιός έλεγε όχι!!!
"Είναι σήμερα της Παναγίας και έχω μεγάλη πίκρα που δεν θα μου τηλεφωνήσει πρωί πρωί ο Σταύρος για χρόνια πολλά. Ψάχνοντας στο μεταξύ στα άλμπουμ βρήκα αυτή τη φωτογραφία και είπα να γράψω δυο λόγια για το σπίτι της Κύμης.
Στην Κύμη πήγαμε το 1964, διορίστηκαν εκεί καθηγητές οι γονείς..
Ήμασταν εγώ τεσσάρων χρόνων, η Ζωή τριών και ο Σταύρος ενός. Όταν φύγαμε, μετά από οκτώ χρόνια, ήμασταν πλέον επτά αδέλφια. Με τους γονείς και τη γιαγιά Μαρία , σύνολο οικογενείας δέκα.
Στο σπίτι της Κύμης πέθανε το 2007 η προγιαγιά μας, η λαλά η Γλεζογιώργαινα. Τάφηκε στο νεκροταφείο της Παναγίας της Λιαουτσάνισσας, με το μαρμάρινο τέμπλο του Χαλεπά.
Οι γονείς μου ζήτησαν τον διορισμό στην Κύμη ( κανείς τότε δεν ζητούσε διορισμό στην επαρχία) λίγο μετά που γυρίσαμε από την Κύπρο. Στην Κύπρο πήγαν μαζί με άλλους Ελλαδίτες φιλολόγους για να ενισχύσουν τα κυπριακά σχολεία στο τέλος της δεκαετίας του 50 και έμειναν τρία χρόνια. Εκεί γεννηθήκαμε η Ζωή κι εγώ, ζούσαμε στον Αγρό, στο Τρόοδος.
Στη Αθήνα γεννήθηκε ο Σταύρος , και αμέσως μετά ήλθε η Κύμη. Ο πατέρας μας ήθελε να μεγαλώσουμε σε κανονικό σπίτι με κεραμίδια και αυλή, έτσι όπως ζωγραφίζουν τα σπίτια τα παιδιά. Το σπίτι που βρήκαμε τα είχε όλα όσα έπρεπε, και στέγη με κεραμίδια και αυλή με δέντρα και ζώα.
Ήταν ένα από τελευταία της Κύμης πηγαίνοντας προς Παραλία. Κανένα άλλο κτίσμα δεν διέκοπτε το βλέμμα μας που, πετώντας πάνω από την οργιώδη πράσινη βλάστηση, ακουμπούσε στο Αιγαίο. Τη νύχτα βλέπαμε τα φωτάκια από τα γρι γρι και ακούγαμε το ντούκου ντούκου της μηχανής του καϊκιού-και αποκοιμιόμασταν.
Οταν δεν είχαμε σχολείο , ήμασταν ανεβασμένοι στα δέντρα - εγώ είχα κατοχυρώσει μια συκιά πάνω στην οποία περνούσα τις περισσότερες ώρες της μέρας.
Πηγαίναμε στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο, χτισμένο σε σχέδια του Τσίλλερ τον δέκατο ένατο αιώνα, το οποίο κάηκε ολοσχερώς το 2014 . Τηλεφωνηθήκαμε, θυμάμαι, συγκλονισμένοι : κάηκε το οχολείο μας! μετά από μισό αιώνα ακόμη αυτό ήταν το σχολείο μας. Ο Σταύρος βέβαια είχε προσπαθησει να του βάλει φωτιά όταν ήταν στην Τρίτη Δημοτικού αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία
Δίπλα στο σπίτι της Κύμης ήταν ένα χάνι. Κανονικό χάνι, ίσως από τα τελευταία της Ελλάδας, όπου οι αγωγιάτες των ορεινών χωριών, όταν κατέβαιναν φορτωμένοι με κεράσια, ξύλα και άλλα ωραία πράγματα, έδεναν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια και τα άλογα για να διανυκτερεύσουν. Τις νύχτες ακούγαμε κάθε τόσο τα ζώα να ξύνουν με τις οπλές τους το χώμα, πού και πού κανένα χλιμίντρισμα αλλά το καλύτερο ήταν όταν ξεκινούσε το μεγαλειώδες γκάρισμα: στην αρχή διακριτικό, ακολουθούσε ένα ηχηρό μακρόσυρτο κρεσέντο που τελείωνε σε έναν λυγμό.
Το σπίτι της Κύμης παρέμεινε πάντα το Σπίτι μας, αν και μέναμε εκεί με νοίκι. Είχε πρόσωπο, μάτια και στόμα, είχε στέγη με κεραμίδια, ένα υπόγειο που μου προκαλούσε τρόμο , ένα κοτέτσι στο οποίο η γιαγιά τάιζε κοτούλες, μια τρόμπα μαντεμένια που ανέβαζε νερό, πορτοκαλιά και μανταρινιά και αχλαδιά και δαμασκηνιές και τη συκιά μου. Είχαμε την κατσίκα τη Γαλανή και κουνέλια και περιστέρια. Ακόμη έχω μια ανησυχία μήπως μας τάισαν κάποιο από αυτά στα κρυφά...
Η Κύμη ήταν ο Παράδεισός μας. Αυτές τις μέρες που καίγεται η Ευβοϊκή φύση λυπούμαστε διπλά, γιατί ξέρουμε τί παράδεισος χάνεται,. Αυτό το υπέροχο μίγμα πεύκων, κυπαρισσιών, ελιών, τα βάτα, οι φτέρες,τα πλατάνια...
Ο Σταύρος κράτησε σχέσεις με την Κύμη και πήγαινε συχνά, είχε φίλους και έκτιζε ως αρχιτέκτονας σπίτια με μάτια και στόμα. Εγώ αρνιόμουν για μεγάλο διάστημα να ξαναπάω , δεν ξεπέρασα εύκολα το τραύμα της αναχώρησής μας από εκεί, το 1972, κυρίως γιατί άφησα τη συκιά και τη Γαλανή.
Πριν λίγα χρόνια ο Σταύρος με έπεισε να πάω μαζί του να δούμε το σπίτι.
Φαινόταν έρημο, δεν έμενε κανείς, ο κήπος έμοιαζε μικρότερος και δεν βρήκα τη συκιά.
Η εξώπορτα είχε ακόμη βαμμένα από τη μαμά τα κάγκελα, με πράσινη λαδομπογιά.
Κάναμε σχέδια να βρούμε τους ιδιοκτήτες, να το αγοράσουμε ρεφενέ και να πηγαίνουμε όλοι τα καλοκαίρια.
Βγάλαμε και τη φωτογραφία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου